Απόψεις Ιστορία

Γιώργης Έξαρχος: Διαδρομές… αυτογνωσίας… 12 / Μύθοι και ψεύδη για τη Θρακική γλώσσα

Κέλτικος Σταυρός. Παρόμοιους έχει το βλαχοχώρι Σκρα, στην Αλμωπία. Δεν ξέρω γιατί, οι «ειδήμονες» λένε πως οι σταυροί του Σκρά είναι έργο των Βογομίλων!… Είναι όμως;…
———–

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ… ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ… 12

ΘΡΑΚΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, ΔΑΚΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΤΏΝ, ΚΕΛΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, ΠΕΛΑΣΓΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΑΡΜΑΝΙΚΗ-ΒΛΑΧΙΚΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΒΛΑΧΩΝ… ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΕΣ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΨΕΥΔΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ… ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΨΕΥΔΗ ΓΙΑ ΤΗ ΘΡΑΚΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΓΕΤΩΝ ΣΤΗ ΝΥΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ…

«…είναι απολύτως σαφές ότι οι μελέτες για τη Θρακική (/Δακική) γλώσσα στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία από τη δεκαετία του 1950 περιλάμβαναν συστηματικά όχι μόνο Θρακικά ονόματα προσώπων, αλλά και αυτά των Θρακών Κελτών. Το γεγονός ότι το σύνολο των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν από τους γλωσσολόγους για να βγάλουν συμπεράσματα για τη γλώσσα των Θρακών περιλάμβανε μεγάλη ποσότητα κελτικών ανθρωπωνυμικών (και τοπογραφικών) στοιχείων, έχει μολύνει λογικά όλες αυτές τις έρευνες, καταλήγοντας έτσι στα συμπεράσματα που βασίζονται σε αυτά τα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένης της Ινδοευρωπαϊκής φύσης της Θρακικής γλώσσας, και αυτή η «γκάμα» των ερευνών είναι σήμερα άκυρη καθότι οι μελέτες που εκπονήθηκαν εξυπηρετούσαν προπαγανδιστικούς στόχους χωρίς σεβασμό στην τήρηση των κανόνων της επιστημονικής δεοντολογίας.»

Η ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΗ «ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΛΑΒΩΝ» ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ…

Ας μου επιτραπή μια παρέκβαση στο σημερινό κείμενο, και να ασχοληθώ με τις γλώσσες των Θρακών, των Γετών, των Κελτών κ.λπ., και θα δούμε σε επόμενο δημοσίευμα των Διαδρομών Αυτογνωσίας, πώς αυτές συνδέονται με τους Σκλάβους και Σκλαβίνους/ Σκλαβινούς, οι οποίοι δεν ήταν Σλάβοι αλλά Γέτες, όπως κουραστικά το τονίζω, καθοτι αυτό μαρτυρούν οι πρωτογενείς πηγές…

Να δούμε πρώτα κάποιες ΘΡΑΚΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ, όπως προκύπτουν από τις πηγές:

άργιλος ή άργειλος = ποντίκι, μυς. α) «Ἄργιλος· πόλις Θρᾴκης, ὡς Θουκυδίδης ε΄ καὶ Φαβωρῖνος ἐν παντοδαπαῖς˙ Ἄργιλος ἡ πρὸς τῷ Στρυμόνι ποταμῷ πόλις. ὠνομάσθη δὲ ἐπειδὴ ὑπὸ Θρᾳκῶν ὁ μῦς ἄργιλος καλεῖται. σκαπτόντων δὲ εἰς θεμελίους καταβαλέσθαι, πρῶτος μῦς ὤφθη.» (STEPHANUS – Ethnica (epitome) – ΕΚ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΑΤ’ ΕΠΙΤΟΜΗΝ / http://www.poesialatina.it/_ns/Greek/testi/Stephanus/Ethnica.html). β) «ἄργειλον τὸν μῦν καλοῦσι Θρᾷκες, οὑ ὀφθέντος πόλιν κατὰ χρησμὸν κτισαν καὶ
Ἄργειλον ὠνόμασαν.» (Αριστοφάνης, Fragmenta, 611.75). γ) «Ἄργιλον τὸν μῦν καλοῦσι Θρᾷκες˙ οὗ ὀφθέντος, πόλιν κατὰ χρησμὸν ἔκτισαν καὶ Ἄργιλον  ὠνόμασαν.» (Ηρακλείδης ο Ποντικός). – Βλαχιστί: αργκίι ή άργι = αλώνι, εμβαδόν, έκταση, χώρος (Papahagi). αργκεάνντâ = κακοποιά πνεύματα, εξωτικά, νεράιδες (Papahagi).

ἀσᾶ = ακρόφυλλο, ακρόβλαστο, «αρκουδοπούρναρο». [βήχιον ή βήκιον = ακρόφυλλο, ακρόβλαστο … Βέσσοι ἀσᾶ.] – Βλαχιστί: ασhάσ’ = όπιον, αφιόνι, και ασhά ή ασhέ ή ασhί ή ακσhί ή ακσhίτσι = ούτω, έτσι.

βάσσαραι ή βασσάραι = αλώπηκες, αλεπούδες, χιτώνες που φορούσαν οι Θράκισσες βάκχες από δέρματα αλεπούδων. α) «χιτῶνες, οὓς ἐφόρουν αἱ Θρᾴκιαι βάκχαι.» (Ησύχιος). β) «ἡ βασσάρα ὁ βολβὸς καὶ τὸ οἶδνον καὶ εἶδος ἀλώπεκος καὶ ἡ βάκχη.» (Σχόλια εις Λυκόφρονα). γ) «καλούμενοι οὕτως ἀπὸ τοῦ Βασσαρέως Διονύσου. ᾖσαν δὲ ποικίλοι καὶ ποδήρεις.» (Immanuel Bekker, Anecdota Graeca · 1814, 1.222, 26). δ) «Βασσάρα˙ σημαίνει κυρίως τὴν βάκχην…λέγεται βάσαρος ἡ ἀλώπηξ κατὰ Ἡρόδοτον ὑπὸ Κυρηναίων. Βασσαρίδες˙ αἱ Βάκχαι.» (Μέγα Ετυμολογικόν Ελληνικής). ε) «Λυδῶν χιτών τις βασάρα Διονυσιακὸς ποδήρης.» (Iulii Pollucis, Onomasticon, Immanauelis Bekkeri, Berolini 1846, Ιουλίου Πολυδεύκους, Ονομαστικόν, σ. 288. Και Loukianou Samosateos Hapanta. Luciani Samosatensis Opera. Tomus Tertius-III, Amatelodami, 1743, σ. 147). – Βλαχιστί: μπάσhρâ = άσπρη προβατίνα με μαύρο κεφάλι και μαύρη ουρά (Papahagi). βάσhι = κοκκινωπό, ερυθρόδερμο (Papahagi).

Βενδίς = η θεά Άρτεμις. «η Άρτεμις, Θρακιστί` παρά δε Αθηναίοις εορτή Βενδίδ(ε)μα» (Ησύχιος). [«Στην ελληνική μυθολογία η Βένδις ή Βένδεια ήταν χθόνια τοπική θεότητα της Θράκης. Η λατρεία της γινόταν σε βαθιές σπηλιές κι οι γιορτές της είχαν οργιαστικό χαρακτήρα, μοιάζοντας με αντίστοιχες φρυγικές τελετές προς τιμήν του Σαβάζιου, με τον οποίο συσχετίζεται σε αρκετές πηγές της αρχαιότητας. Όταν η λατρεία της εισήχθη στην υπόλοιπη Ελλάδα ως χθόνια ή σεληνιακή θεότητα ταυτιζόταν με την Περσεφόνη ή την Εκάτη, ενώ ως θεά του κυνηγιού ταυτίστηκε με την Άρτεμη ή χρησιμοποιήθηκε ως προσωνύμιό της (Άρτεμις Βενδίδα). Κατά τους κλασσικούς χρόνους, οι Θράκες που είχαν μετοικήσει στην Αθήνα γιόρταζαν στον Πειραιά τα Βενδίδεια τη 19η ημέρα του μήνα Θαργηλιώνα, γιορτή στην οποία αναφέρεται ο Πλάτων στην Πολιτεία του. Στη Μουνιχία, άλλωστε, υπήρχε ναός αφιερωμένος στη Βένδιδα, αλλά και στη Μουνιχία Άρτεμη.» (WIKIPEDIA).] – Βλαχιστί: μπάνντι = παλιάνθρωπος (Papahagi). μπέτι = δυσάρεστος, δυσαρέσκεια (Papahagi).

βήχιον ή βήκιον = ακρόφυλλο, ακρόβλαστο. α) «Βηχία, βοτάνης είδος, ο Νηκίαν και Βήκιον καλούμεν» (Dictionarivm Medicum, Vel, Expositiones Vocum Medicinaliu, ad Verbum Eccerptae…, 1564, Excudebat Henricus Stephanus…, σ. 20). β) «βήχιον ἢ βήκιον˙… οἱ δὲ πετρίνη, οἱ δὲ πετρώνιον, οἱ δὲ πίθιον, οἱ δὲ παγγόνατον, οἱ δὲ χαμαίλευκην, οἱ δὲ πρόχετον, οἱ δὲ ἀκρόφυλλον, οἱ δὲ χαμαίγειρον, Αἰγύπτιοι σααρθρά, Ῥωμαῖοι τουσσιλάγω, οἱ δὲ φαρφάριαμ, οἱ δὲ πουστουλάγω, Βέσσοι ἀσᾶ.» (Dioscorides – De materia medica (recensiones e codd. Vindob.), 3. 112). γ) «ἔστι δὲ καὶ τὰ μὲν ἀκρόκαρπα τῶν δένδρων και ὅλως τῶν φυτῶν τὰ δὲ πλαγιόκαρπα τὰ δ᾿ ἀμφοτερως. πλείω δ᾿ ἀκρόκαρπα τῶν ἄλλων ἢ τῶν δένδρων, οἷον τῶν τε σιτηρῶν τὰ σταχυώδη καὶ τῶν θαμνωδῶ …» (Θεόφραστος). δ) «ακρόκαρπος δε πως και ο Φοίνιξ πλην τούτογε και ακρόφυλλον και ακρόβλαστον» (Θεόφραστος). ε) «βήκα` αναδενδράς» (Ησύχιος). – Βλαχιστί: βίγκου = ψηλέας, κοντάρι, τηλεγραφόξυλο (Papahagi).

βόλυνθος ή βόλινθος = βόνασος, βίσονας. α) «ἐν τῇ Παιονίᾳ φασὶν ἐν τῷ ὄρει τῷ Ἡσαίνῳ καλουμένῳ, ὃ τὴν Παιονικὴν καὶ τὴν Μαιδικὴν ὁρίζει, εἶναί τι θηρίον τὸ καλούμενον βόλινθον, ὑπὸ δὲ τῶν Παιόνων μόναιπον. τοῦτον λέγουσι τὴν μὲν ὅλην φύσιν παραπλήσιον εἶναι βοΐ, διαφέρειν δὲ τῷ μεγέθει καὶ τῇ εὐρωστίᾳ, προσέτι δὲ καὶ τῇ χαίτῃ˙ ἔχει γὰρ ἀπὸ τοῦ αὐχένος, ὥσπερ ὁ ἵππος, κατατείνουσαν βαθεῖαν σφόδρα, καὶ ἀπὸ τῆς κορυφῆς ἕως τῶν ὀφθαλμῶν. τὰ δὲ κέρατα οὐχ ὥσπερ οἱ βόες, …» (Aristorelis Opera, Immanuelis Bekkeri, Tomus VI, Oxonii, 1837 – Αριστοτέλης, Περί θαυμάτων, σ. 101). – Βλαχιστί: μπόου = βους, βόδι (Papahagi), και μποουλίκου = μικρό βόδι, μοσχαράκι, «βοϊδάκι», «βοϊδαρούλι», βουβαλάκι, «μικρό βουβάλι».

Βούσβατον = «την Άρτεμιν, Θράκες» (Ησύχιος). [«Κατά τον Τζέτζην η Βενδίς (Άρτεμις, Εκάτη) εκαλείτο από τους Θράκας και Ούπις’ «Ούπις παρά Θραξίν επίθετον της Αρτέμιδος”. Η Εκάτη ήτο γενικώς θεά λατρευομένη όχι μόνον εις την Θράκην αλλά και εις όλα τα συγγενή με τους Θράκας εις την Μικράν Άσίαν εύρισκομενα έθνη. Εκτός της Θράκης και Σαμοθράκης ελατρεύετο εις την Καρίαν, ένθα ετελούντο προς τιμήν αυτής αγώνες, τα Εκατήσια, εις την Λυκίαν, Παμφυλίαν, Φρυγίαν, Λυδίαν, Μυσίαν και Παφλαγονίαν. Η Βενδίς εκαλείτο δίλογχος, διότι ως κυνηγετικη φέρει δύο λόγχας ή διότι έχει δύο φώτα, το ιδικόν της και το του ηλίου. Την σελήνην δηλαδή Βενδίν και Άρτεμιν ενόμιζον. Εκαλείτο δε η Εκάτη υπό των θρακών Βενδίς, ήτο δηλαδή η Βένδεια Άρτεμις. Η δε Βενδίς και Μενδίς’ “Βενδίς’ η Άρτεμις Θρακιστί. Παρά δε Αθηναίοις εορτή Βενδίδεια. Βούσβατον’ την Άρτεμιν Θράκες”. “Μεγάλη θεος’ Αριστοφάνης έφη την Βενδίν. Θρακία γαρ η θεός”. Η Βενδίς ήτο θεότης πένθιμος, λατρευομένη υπό των Θρακών με μυστικισμόν εις τα σπήλαια, εις τα βάθη αυτών. Εις παναρχαίαν ακόμη εποχήν οι εις την Βοιωτίαν και Αττικήν μεταναστεύσαντες Θράκες μετέφερον εκεί την λατρείαν της Αρτέμιδος. Η λατρεία της Αρτέμιδος ήτο γενικευμένη εις την θράκην εις μέγιστον βαθμόν, είχε δε αυτή όχι μόνον χαρακτήρα θρησκευτικόν, αλλά, προϊόντος του χρόνου, είχε προσλάβει καΐ εΰνικον τοιούτον και κοινωνικόν, εξ ου και ίερόν Βενδίδειον ίδρύθη είς την θράκην, όπου όλοι ανεξαιρέτως, και γυναίκες ακόμη, ως είπομεν, εθυσίαζον, προς τούτοις δε ετέλουν προς τιμήν της θεάς πανηγύρεις και ήκολούθουν αυτάς εκατόμβαι. Άλλ’ είνε γνωστόν, ότι γενικώς οι Θράκες εξήσκησαν μεγάλην θρησκευτικην επί των Ελλήνων επιρροήν. Και η μεν λατρεία του Διονύσου εισήχθη εις την Ελλάδα επισήμως κατά την εβδόμην εκατονταετηρίδα, ο Ορφισμός, συνετέέσε εις την τροποποίησιν των Διονυσιακών λατρειών, κατά την έκτην, αργότερον δε, κατά την κλασικήν δηλαδή εποχήν, εισήχθη και η λατρεία της Βενδίδος και της Κοτυττούς.» (www.e-istoria.com).] – Βλαχιστί: μπούτζâ = χείλος, χείλη, όχθη, άκρη, παραλία, ακτή, και μπάτου = χτυπώ, βαράω, δέρνω, «κοπανώ», «πολεμώ», «συγκρούομαι», «παίζω μουσικό όργανο» κ.ά. (Papahagi). Και μπούτζâ + μπάτου à μπουτζâμπάτου à μπουτζμπάτου à μπουζμπάτου à μπουσμπάτου = ο χτυπών τα χείλια, «τρεμοχείλης» (από εδώ και τα ομώνυμα επώνυμα των Σουλιωτών κ.λπ.).

βρία = πόλις, πόλη, τείχος. α) «Είτα Μεσημβρία, Μργαρέων άποικος, πρότερον δε Μενεβρίαμ οίον Μενάπολις, του κτίσαντος Μένα καλουμένου, της δε πόλεως Βρίας καλουμένης Θρακιστί` ως και η του Σήλυος πόλις Σηλυβρία προσηγόρευσαν, η τε Αίνος Πολτυοβρία ποτέ ωνομάζετο. …» (Στράβωνος Γεωγραφικών, Βιβλία Επτακαίδεκα, Εκδίδοντος και διορθούντος Α. Κοραή. Φιλοτίμω δαπάνη των ομογενών Χίων, επ’ αγαθώ της Ελλάδος. Μέρος Δεύτερον. Εν Παρισίοις 1817, σ. 44). β) «Μεσημβρία, πόλις Ποντική. Νικόλαος πέμπτῳ. ἐκλήθη ἀπὸ Μέλσου. βρία γὰρ τὴν πόλιν φασὶ Θρᾷκες. ὡς οὖν Σηλυμβρία ἡ τοῦ Σήλυος πόλις, …» (Στέφανος Βυζάντιος). γ) «βρίαν˙ τὴν ἐπ’ ἀγροῖς κώμην.» (Ησύχιος). – Βλαχιστί: βρεά = αναγκαίο να γίνει, χρειαζούμενο να συμβεί, χρήσιμο να πραγματωθεί (Papahagi).

βρίζα = σίκαλη, σίκαλις, βρίζα. α) «ἰδὼν δ’ ἐν Θρᾴκῃ καὶ Μακεδονίᾳ πολλὰς ἀρούρας ὁμοιότατον ἐχούσας οὐ μόνον τὸν σταχὺν, ἀλλὰ καὶ τὸ φυτὸν ὅλον τῇ παρ’ ἡμῖν ἐν Ἀσίᾳ τίφῃ, τὴν προσηγορίαν ἠρόμην ἥντινα ἔχει παρ’ ἐκείνοις τοῖς ἀνθρώποις, καὶ μοι πάντες ἔφασαν αὐτὸ τε τὸ φυτὸν ὅλον καὶ τὸ σπέρμα αὐτοῦ καλεῖσθαι βρίζαν.» (ΓΑΛΗΝΟΥ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝ ΤΑΙΣ ΤΡΟΦΑΙΣ ΔΥΝΑΜΕΩΝ – Galenus – De alimentorum facultatibus libri III, Ι, 13). β) «βρίζα = cenenum sive secale». – Βλαχιστί: βρεάζâ = φρύγανο, ξερόκλαδο (Papahagi).

βρυνχός = είδος μουσικού οργάνου, κιθάρα. α) «βρυνχόν˙ κιθάραν Θρᾷκες» (Ησύχιος). – Βλαχιστί: βλâνγκου = ισχνός, αδύνατος, καχεκτικός, αδύναμος, αδύνατος γλυκός ήχος, απαλή μελωδία (Papahagi). φρούμâ κάλου = χλιμιντρίζει ο ίππος.

βρύτος ή βρύτον ή βρούτος = οίνος, κρασί. α) «[β ρ υ τ τ α ί` τα λείψανα]. β ρ ύ τ[τ] ε α` στέμφυλα. ένιοι είδος σκόρδου. β ρ ύ ττ ε ι ν` εσθίειν. β ρ ύ ττ ι ο ν` πόμα κριθής. βρύττος` είδος εχίνου πελαγίου, ως φησιν Αριστοτέλης` οι δε ιχθύν. οι δε τριστλλάβως βρυγγόνην λάχης ποιεί.» (Ησύχιος). β) «τον δε κρίθινον οίνον και βρύτον τινες καλούσιν, ως Σοφοκλής εν Τριπτολέμω [fr. 549 N]: βρύτον δε το χερσαίον ου δυείν. και Αρχίλοχος [fr. 32 Β]: ώσπερ <παρ’> αυλώ βρύτον η Θρήιξ ανήρ / ή Φρυξ έβρυζε, κύβδα ο ην πονευμένη. μνημονεύει του πώματος Αισχύλος εν Λυκούργω [fr. 120 Ν]: κακ τώνδ’ έπινε βρύτον ισχναίνων χρόνω / κάσμενοκόμπει τούτ’ εν ανδρεία στέγη. Ελλάνικος δ’ εν Κτίσεσι και εκ ριζών, φησι κατασκευάζεται το βρύτον γράφων ώδε FHG I 59: πίνουσι δε βρύτον εκ τινων ριζών, καθάπερ οι Θράκες εκ των κριθών. …» (Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές / Athenaeus, Deipnosophistae, Kaibel, Ed.). – Βλαχιστί: βρούτου = ευάρεστος, ευχάριστος, αγαοητός, αγαπημένος, αγαπητικός, επιθυμητός (Papahagi)· και σε σημερινά ζιαφέτια ακούς ορισμένους συμποσιαζόμενους να ζητούν κρασί, με τη φράση : «αντού-νâ βρούτ-λου» (φέρε μας το αγαπημένο) ή «μπάγκââ ντι βρούτ-λου» (βάλε μας από το αγαπημένο), και εννοούν βεβαίως το κρασί, τον οίνο.

γέντον ή γέντα = κρέας. α) «καὶ ὁ γράψας δὲ γέντα τὰ κρέα κατὰ γλῶσσαν Θρᾳκῶν ἔγραψεν.» (Ευστάθιος. Οδύσσ. 19, 28). β) «γέντα ὁ δηλοῖ Θρᾳκιστὶ τὰ κρέα, ὡς τὰ τῶν γλωσσῶν ἱστορήσαντές φασι.» (Ευστάθιος. Ιλ.. 13, 25). γ) «γέντον˙ τὸ κρέας.» (Ηρωδιανός, Επιτομή της καθολικής προσωδίας, 1983, σ. 142). δ) «γέντα τὰ μέλη˙ γέντα βοὸς μέλδοντες, Καλλίμαχος.» (Σουΐδας). ε) «γέντα˙ κρέα, σπλάγχα.» (Ησύχιος). – Βλαχιστί: γκένγκâ = λεηλασία, ληστεία, διαρπαγή, λεία, λάφυρο (Papahagi). γκίνντâ = βαλάνι, βαλανίδι, έθνος, λαός (Papahagi).

ζαλμός = τομάρι, δορά, δέρμα. α) «ἦν δ’ αὐτῷ καὶ ἕτερον μειράκιον ὅν ἐκ Θρᾴκης ἐκτήσατο ᾧ Ζάλμοξις ἦν ὄνομα, ἐπεὶ γεννηθέντι αὐτῷ δορὰ ἄρκτου ἐπεβλήθη˙ τὴν γὰρ δορὰν οἱ Θρᾷκες ζαλμὸν καλοῦσι.» (Πορφύριος, Πυθαγόρου Βίος, 14). – Βλαχιστί: σάλμâ = πούπουλο, πτίλον, τουλούπα (Papahagi). – Βλαχιστί: ζâμούλσου ή σαμούλσου ή σμούλσου = ξερριζωμένος, βίαια αποσπασμένος, συρρικνωμένος, «τσαλαπατημένος», «απισχνασμένος» (Papahagi). – Κατά πολλούς Ρουμάνους συγγραφείς Ζάμολξις = «γηραιός θεός», «θεός αρκούδα» ή «θεός εγκατεστημένος και κατοικών ανάμεσα στις αρκούδες». Κατά τον εθνολόγο και θρησκειολόγο Μίρτσεα Ιλιάντε το όνομα Ζάμολξις προέρχεται από τη φρυγική λ. ζαλμός = λύκος, ενώ κατά τον γνωστό ιστορικό Νικολάε Ντενσουσιάνου Ζάμολξις = «γηραιός θεός».

ζειρά ή ζιρά = φαρδύ ρούχο που φορούσαν οι Άραβες όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, αλλά και οι Θράκες, οι μεν για τη ζέστη, οι δε για το κρύο. α) «Θρήικες δὲ ἐπὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι ἀλωπεκέας ἔχοντες ἐστρατεύοντο, περὶ δὲ τὸ σῶμα κιθῶνας, ἐπὶ δὲ ζειρὰς περιβεβλημένοι ποικίλας…» (Ηρόδοτος, 7.75). β) «καὶ τότε δῆλον ἐγένετο οὗ ἕνεκα οἱ Θρᾷκες τὰς ἀλωπεκᾶς ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς φοροῦσι καὶ τοῖς ὠσί, καὶ χιθῶνας οὐ μόνον περὶ τοῖς στέρνοις ἀλλὰ καὶ περὶ τοῖς μηροῖς, καὶ ζειρὰς μέχρι τῶν ποδῶν ἐπὶ τῶν ἵππων ἔχουσιν, ἀλλ’ οὐ χλαμύδας.» (Ξενοφών, Ανάβασις, 7. 4.4). γ) «ζειρά˙ οἱ μὲν εἶδος χιθῶνος, οἱ μὲν ζώνην˙ βέλτιον δὲ ἄλλο τι ἐπιβόλαιον κατὰ τῶν ὤμων φορούμενον, ἐοικὸς ἐφαπτδι. καὶ Ἡρόδοτος μαρτυρεῖ ἐν ζ′ καὶ Θεόπομπος ὁ Χίος.» (Ησύχιος). δ) «ζιραί˙ χιθῶνες ἀνάκωλοι.» (Ησύχιος). ε) «ζειροφόρους˙ ζωνοφόρους.» (Ησύχιος). στ) «Μασσαλιωτῶν δὲ ὁ χορταῖος ὡς ἡ ζειρὰ Θρᾳκῶν. εἴτε περίβλημά ἐστιν, εἴτε ζῶμ» (Ιουλίου Πολυδεύκους, Ονομαστικόν, 7, 60). – Βλαχιστί: ζεάρι = άκρη του ορίζοντα, ακρούρανο (Papahagi), και ζίρου = φηγός, βαλανίδι (Papahagi), και ζιέρου = αναμμένο κάρβουνο, δαυλί, «θρακιά», «κάρβουνο θράκας».

ζετραία = χύτρα. α) «ζετραίαν` την χύτραν οι Θράκες καλούσι (ζετραίαν από του ζειν)» (Ιουλίου Πολυδεύκους, Ονομαστικόν, 10, 95). β) «ζετραία˙ ἡ χύτρα.» (Ησύχιος). – Βλαχιστί: ζέστρâ = προίκα, δώρο (Papahagi).

ζίλαι = οίνος, κρασί. α) «ζίλαι` ο οίνος παρά Θραξί» (Ησύχιος). β) «Ζελάς, ο. Choeroboscus in Bekk. Anrcd. p. 1187: Έστι γαρ ο ζελάς του ζελά τω ζελεά (ούτω λέγεται κατά Θράκας ο οίνος), και τούτου η δοτική ευρίσκεται παρ’ Ευριπίδη (?) χωρίς του ι` συστείλαι γαρ βουλόμενος το α ου προσέγραψε το ι, οίον, Ταυτόν ποιεί το τ’ Αττικόν τω ζελά συν γαρ κερρανοίς (corrig, συγκεραννύς). Τω ζελά non anjecto tota dixisse, sed nomine indeclinabili esse usus videtur poeta. Photius p. 51, 22: Ζείλα (sine acentu), τον οίνον οι Θράκες. Hesych.: Ζίλαι, ο οίνος παρά Θραξί. G. & L. Dindorfius.» (Henri Estienne / Henrico Stephano, Thesaurus Graecae Linguae, Vol. 4, Parisiis 1841, στ. 15). – Βλαχιστί: ζίλâ = αλσύλλιο, μεγάλη φούρκα (Papahagi).

θράττης = λίθος, πέτρα. α) «θράττης` ο λίθος υπό Θρακών» (Ησύχιος). β) «…εδόκει γαρ είναι Αντισθένης Αντισθένους φιλόσοφος Θράττης μητρός.» (Διογένης Λαέρτιος). γ) «Τιμόθεος δε στρατηγήσας Αθηναίων επιφανούς εταίρας ην υιός Θράττης το γένος, σεμνής δ’ άλλως τους τρόπους… Ο δε Τιμόθεος και σκωπτόμενός ποτε ότι τοιαύτης είη μητρός, και χάριν γε αυτή, φησίν, οίδα, δι’ αυτήν Κόνωνος ειμί υιός.» (Αθήναιος). δ) «Κίμων ο Μιλτιάδου μητρός ην Ηγησιπύλης, γένος Θράττης θυγατρός Ολόρου του βασιλέως, ως εν τοις Αρχελάου και Μελανθίου ποιήμασιν εις αυτόν Κίμωνα γεγραμμένοις ιστόρηται.» (Πλούταρχος, Κίμων). – Βλαχιστί: τράτου = πίστωση χρόνου, συναλλαγματική, για, προς, προθεσμία, διορία (Papahagi).

Κάπρονται = έτσι ονομάζονταν οι Θράκες. α) «Κάπρονται` εκαλούντο ούτως οι Θράκες» (Ησύχιος). Βλαχιστί: κάπρâ = αίγα, γίδα, κατσίκα. κâπρâρίου = κοπάδι γιδιών, πολλές γίδες μαζί. κâπράρου = αιγοβοσκός, γιδοβοσκός. καπρίνâ = γιδόμαλλο (Papahagi).

πόλτυς = ξύλινο φρούριο. α) «πόλτυν˙ παρὰ τὸ πέλω, τὸ ἀναστρέφομαι, κατὰ ἀντίφρασιν˙ σημαίνει δὲ τὸ ξυλοκάστρον.» (Μέγα Ετυμολογικόν). β) «(ἐ]καλεῖτο δ(ὲ) Πολτυμβρία ἀπὸ Πόλτυος τ[οῦ] β[α]σ[ι]λ(έως) [Ἑλλάνικος] [FGrH 4 F 197 bis]». (Ευφορίων, Ποιητικά θραύσματα). γ) «Πολτυμβρία` η Πόλτυος πόλις» (Στέφανος Βυζάντιος).δ) «…καὶ προσίσχει Αἴνῳ, ἔνθα ξενίζεται ὑπὸ Πόλτυος. ἀποπλέων δὲ ἐπὶ τῆς ἠιόνος τῆς Αἰνίας Σαρπηδόνα, Ποσειδῶνος μὲν υἱὸν ἀδελφὸν δὲ Πόλτυος, ὑβριστὴν ὄντα τοξεύσας ἀπέκτεινε. καὶ παραγενόμενος εἰς Θάσον καὶ χειρωσάμενος τοὺς ἐνοικοῦντας Θρᾷκας ἔδωκε τοῖς Ἀνδρόγεω παισὶ κατοικεῖν. ἐκ Θάσου δὲ ὁρμηθεὶς ἐπὶ Τορώνην Πολύγονον καὶ Τηλέγονον, τοὺς Πρωτέως τοῦ Ποσειδῶνος υἱούς, παλαίειν προκαλουμένους κατὰ τὴν πάλην ἀπέκτεινε. …» (Απολλόδωρου Βιβλιοθήκη Β’ [Β 5,9]). [Πόλτυς: Μυθικός βασιλιάς της Αίνου στην αρχαία Θράκη. Γιος του Ποσειδώνα και αδελφός του Σαρπηδόνα, βασιλιάς της πόλης Αίνου που ονομάστηκε Πολτυβία από το όνομά του. Περνώντας ο Ηρακλής από τη Θράκη επιστρέφοντας από τις Αμαζόνες με τη ζώνη της Ιππολύτης, σκότωσε τον αδελφό του Σαρπηδόνα σαν υβριστή και από τότε η ακτή ονομάστηκε Σαρπηδονία. Μετά ο Ηραλής πέρασε στη Θάσο η οποία κατοικούνταν από Θράκες τους υπέταξε και την έδωσε στον Ανδρόγεω. (WIKIPEDIA)] – Βλαχιστί: πολτόκου ή πουλτόκου ή βουλτόκου ή αβουλτόκου = τέλμα, βαλτώδης ή ελώδης τόπος, «γούρνα με νερό» στην οποία κυλιούνται χοίροι/γουρούνια, «γούρνα με νερό» η οποία ανασκάπτεται για εξαγωγή λάσπης και κατασκευή πλίνθων.

ρομφαία = μαχαίρι, ξίφος, μακρύ ακόντιο. α) «ῥομφαία˙ Θρᾴκιον ἀμυντήριον. μάχαιρα. ξίφος ἢ ἀκόντιον μακρόν.» (Ησύχιος). β) «πρῶτοι δ’ οἱ Θρᾷκες ἐχώρουν… ὀρθὰς ῥομφαίας βαρυσιδήρους ἀπὸ τῶν δεξιῶν ὤμων ἐπισείοντες.» (Πλούταρχος, Αιμίλιος Παύλος). γ) «Ἀρριανὸς γοῦν ἱστορεῖ, ὅτι ἐλθὼν Ἄρης εἰς τὰ τῆς Θρᾴκης χωρία… ὁ Ἐνυάλιος πίπτει ὑπὸ τῷ Ἄρεϊ πληγεὶς ὅπλῳ τῇ ῥομφαίᾳ…» (Ευστάθιος, Αχόλια Ιλιάδος, 7.166). – Βλαχιστί: ρουφέι = αστραπή, βροντή, αστραπόβροντο, αστροπελέκι (Papahagi).

σκάλμη = σπαθί, μαχαίρι. α) «σκάλμη˙ μάχαιρα Θρᾳκία, καὶ σιδηρολάβον δὲ αὐτήν τινες λέγουσιν.» (Ησύχιος). β) «σκάλμῃ γὰρ ὄρχεις βασιλὶς ἐκτεμνοῦσ᾿ ἐμούς.» (Σοφοκλής, Fragm. 563). γ) «ξίφους δὲ ὄνομα ἔοικεν εἶναι βαρβαρικόν ἡ σκάλμη.» (Ιουλίου Πολυδεύκους, Ονομαστικόν, 10, 165). δ) «σκάλμη˙ Θρᾳκία μάχαιρα.» (Φώτιος, Λεξικόν). ε) «ἐπιτήδευσις δὲ ἁπλότητος σκάλμη ἐστίν. οὐδέν ἐστιν αἴσχιον λυκοφιλίας: πάντων μάλιστα τοῦτο φεῦγε. ὁ ἀγαθὸς καὶ ἁπλοῦς καὶ εὐμενὴς ἐν τοῖς ὄμμασιν ἔχουσι …» (Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν, 11.15).

σκάρκη = ασημένια νομίσματα. α) «σκάρκη˙ Θρᾳκιστὶ ἀργύρια.» (Ησύχιος). β) «σκάρκη˙ ἀργύρια Θρᾳκιστὶ.» (Φώτιος, Λεξικόν). – Βλαχιστί: σκâρτσίου = φιλάργυρος, τσιγγούνης, σφιχτοχέρης, κοπίδι (Papahagi).

τορέλλη = πένθιμο θρακιώτικο τραγούδι με συνοδεία αυλού, τραγούδι θρήνου, μοιρολόγι. α) «τορέλλη˙ ἐπιφώνημα θρηνητικὸν σὺν αὐλῷ Θρᾳκικόν.» (Ησύχιος).

Κατά τον Ηρόδοτο, οι Κέλτες έπιναν ελληνικό κρασί

Στις ανωτέρω 23 θρακικές λέξεις πρόσθεσα στην καθεμιά τους (εκτός από 3-4 που δεν βρήκα αντίστοιχό τους) και την –κατά την άποψη μου– πιο συγγενή τους λέξη στην αρμάνικη βλάχικη γλώσσα, με βάση το σπουδαίο λεξικό του Τάκη Παπαχατζή (Papahagi) και την γνώση μου (καθότι είναι μητρική μου γλώσσα, και εκατοντάδες λέξεις δεν είναι λεξικογραφημένες στα κυκλοφορούντα λεξικά της Αρμάνικης-Βλάχικης Γλώσσας). Πολλές από αυτές τις λέξεις διατείνονται γλωσσολόγοι των βορείων γειτόνων μας στη Σόφια και στα Σκόπια, πόλεις που τα πανεπιστήμιά τους έχουν έδρες «Θρακολογίας» (κάτι που δεν έχουν τα δικά μας Πανεπιστήμια), ότι υπάρχουν στα βουλγάρικα και στα σλαβομακεδόνικα, «διεκδικώντας» έτσι κληρονομιά του Θρακικού πολιτισμού κ.λπ., και ότι οι ίδοι αποτελούν συνέχεια των Θρακών. Η δε εκδοτική τους δραστηριότητα πάνω σε αυτό το «αντικείμενο» είναι καταιγιστική. Η αλήθεια των δημοσιευμάτων τους βέβαια είναι κάτι άλλο και σηκώνει εκτενείς συζητήσεις, που ουσιαστικά στη χώρα μας φαίνεται να μην τους πολυενδιαφέρουν αυτά τα θέματα, καθότι –μάλλον– τα σνομπάρουν…

Δεν μπαίνω σε αυτό το ζήτημα, που ξεφεύγει από τις δικές μου «αρμοδιότητες» και αναζητήσεις, «είναι άλλου παπά ευαγγέλιο», μα ανακαλώ στη μνήμη τον Κρατύλο του Πλάτωνα, έργο που αποτελεί την πρώτη γλωσσολογική μελέτη στην ανθρώπινη ιστορία, και δανείζομαι από τον έξοχο προβληματισμό της κάποια χωρία και εδάφια (βλ. Πλάτων Κρατύλος, Μετάφρασις Κυρ. Ζάμπα, Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα 1910):

<<Σωκράτης: Ό,τι δεν γνωρίζομεν, να λέγωμεν ότι είναι βαρβαρικόν. Και πραγματικώς είναι δυνατόν να είναι κάτι τοιούτον, αλλ’ επίσης είναι δυνατόν ένεκα της πολυκαιρίας να είναι ανεξερεύνητα τα πρώτα ονόματα. Διότι, επειδή τα ονόματα μετατρέπονται καθ’ όλους τους τρόπους, δεν είναι διόλου παράδοξον, εάν η αρχαία γλώσσα σχετικώς με την σημερινήν δεν έχει καμμίαν διαφοράν από την βαρβαρικήν.

Ερμογένης: Ομιλείς πολύ λογικά.

ΣΩΚ.: Τουλάχιστον λέγω πράγματα ευλογοφανή. Μου φαίνεται όμως ότι δεν επιδέχεται προφάσεις ο αγών, αλλά πρέπει να είμεθα πρόθυμοι να τα ερευνήσωμεν αυτά. Πρέπει δε να λάβωμεν υπ’ όψιν τα εξής άραγε, εάν κανείς μας ερωτά διαρκώς τας προτάσεις από τας οποίας αποτελείται το όνομα, και έπειτα πάλιν τα ονόματα, με τα οποία αποτελούνται εκείναι αι προτάσεις και φεν παύη να κάμνη αυτός τας ερωτήσεις, δεν θα αναγκασθή εις το τέλος να απαυδήση ο αποκρινόμενος;

ΕΡΜ.: Έτσι μου φαίνεται.

ΩΚ.: Πότε λοιπόν θα απέκαμνε δικαίως, και θα έπαυε; άραγε όχι όταν έφθανε εις εκείνα τα ονόματα, τα οποία είναι στοιχεία των άλλων ονομάτων και λόγων; διότι αυτά πλέον, αν πραγματικώς είναι στοιχεία, δεν είναι δίκαιον να αποδειχθούν ότι αποτελούνται από άλλα. Καθώς παραδείγματος χάριν προ ολίγου ελέγαμεν, ότι το «αγαθόν» αποτελείται από το «αγαστόν» και «θοόν» (ταχύ). Και ίσως πάλιν εύρωμεν ότι το «θοόν» αποτελείται από άλλα και εκείνα πάλιν από άλλα. Όταν όμως εις το τέλος εύρωμεν εκείνο το οποίον δεν αποτελείται από άλλα ονόματα, δικαίως θα ελέγαμεν ότι τώρα πλέον έχομεν ενώπιόν μας στοιχείον, και ότι δεν πρέπει τούτο να το παραπέμπωμεν εις άλλα ονόματα.

ΕΡΜ.: Μου φαίνεται ότι λέγεις ορθά.

[………………………………………………………………………………………………….]

ΣΩΚ.: Εάν κανείς ερευνήση να εύρη, με ποίαν ορθότητα είναι βαλμένα αυτά κατά την Ελληνικήν γλώσσαν και όχι κατά την γλώσσαν εκείνην, από την οποίαν ελήφθη το όνομα αυτό, γνωρίζεις ότι θα απορή;

ΕΡΜ.: Φυσικώτατα.

ΣΩΚ.: Πρόσεξε λοιπόν μήπως και αυτό το όνομα «πυρ» είναι βαρβαρικόν. Διότι αυτό δεν είναι εύκολον να το σχετίσωμεν με την ελληνικήν γλώσσαν, και είναι γνωστόν ότι οι Φρύγες έτσι το ονομάζουν, με μικράν τροποποίησιν. Επίσης δε και το «ύδωρ» και τους «κύνας» και άλλα πολλά.

ΕΡΜ.: Το παραδέχομαι.>>

Το συμπέρασμα είναι ότι πλήθος λέξεων της ελληνικής προέρχονται από «γλώσσες των βαρβάρων», και ως τέτοι χαρακτηρίζονται και οι Πελασγοί, θεωρούμενοι ως προ-Έλληνες ή πρωτο-Ελληνες, των οποίων «φυλετικό/ανθρωπολογικό» και γλωσσικό «λείψανο» είναι οι εν Ελλάδι Αρμάνοι (Ελληνόβλαχοι). Ας μελετήσουμε τον Κρατύλο…

Να δούμε και κάποιες ΛΕΞΕΙΣ ΤΩΝ ΓΕΤΩΝ, όπως προκύπτουν από τις πηγές:

Είναι ανθρωπωνύμια και τοπωνύμια, στα οποία δεν θα παραθέσω δίπλα τους ποιες αρμάνικες/βλάχικες λέξεις είναι πιο συγγενείς τους, όμως η απλή ανάγνωσή τους μπορεί να θυμίσει πολλά «βλάχικα ονόματα» (επώνυμα) των σύγχρονων Ελλήνων, με δεδομένο ότι οι Γέτες οφείλουν το εθνωνύμιό τους στον βασιλιά των Ηδωνών «Γέτας», ενώ είχαν και το προσωνύμιο «Κένταυροι», διότι κατάγονταν από τη Θεσσαλία.

Η θέση των «κοινωνιογλωσσολόγων» είναι ότι οι Γέτες ναι μεν ήταν Θράκες, αλλά συγγένευαν ελάχιστα γλωσσικά με τους κατεξοχήν Θράκες, ίσως πιο πολύ συγγένευαν με τους Δάκες, και ότι ουδέποτε υπήρξε ταύτιση των τριών γλωσσών τους. Τα λοιπά δεν με αφορούν, είναι θέματα των γλωσσολόγων και των επαγγελματιών της θρακολογίας…

Βασιλιάς Δεκέβαλος (87-106 μ.Χ.): Το ψηλότερο σκαλιστό άγαλμα στην Ευρώπη! Στη Ρουμανία, πάνω σε βράχο, έχει σκαλιστεί το ψηλότερο άγαλμα στην Ευρώπη. Είναι το πρόσωπο του βασιλιά Δεκέβαλου, τελευταίου ηγέτη της Δακίας. Το άγαλμα είναι λαξευμένο στην πλαγιά ενός βουνού, στις όχθες του ποταμού Δούναβη, κοντά στην Όρσοβα. Το ύψος του είναι 42,9 μέτρα και θεωρείται το πιο ψηλό γλυπτό στην Ευρώπη και τέταρτο στον κόσμο

Για τους Θράκες και «Περί της γλώσσης των Θρακών», η έξοχη μελέτη Μυρτύλου Κ. Αποστολίδου, στο περιοδικό Θρακικά Γ’ του 1932 και Δ’ του 1933, είναι κατατοπιστική για το όλο θέμα, μιας και αναπτύσσονται σε αυτήν βάσιμοι συλλογισμοί για την ανθούσα «στρέβλωση» των ιστορικών δεδομένων, για να εμφανιστούν οι Βαλκάνιοι Σλάβοι σαν… απόγονοι των αρχαίων Θρακών!… Στη μελέτη αυτή δίνονται οι θρακικές λέξεις ως και τα κύρια ονόματα, βάσει των πηγών, αλλά και οι δακικές λέξεις του Διοσκουρίδη. Θα είχε ενδιαφέρον και για σήμερα να εκδοθεί η εν λόγω μελέτη σε έναν ενιαίο τόμο.

Για τους Θράκες και «Περί της γλώσσης των Θρακών», η έξοχη μελέτη Μυρτύλου Κ. Αποστολίδου, στο περιοδικό Θρακικά Γ’ του 1932 και Δ’ του 1933, είναι κατατοπιστική για το όλο θέμα, μιας και αναπτύσσονται σε αυτήν βάσιμοι συλλογισμοί για την ανθούσα «στρέβλωση» των ιστορικών δεδομένων, για να εμφανιστούν οι Βαλκάνιοι Σλάβοι σαν… απόγονοι των αρχαίων Θρακών!… Στη μελέτη αυτή δίνονται οι θρακικές λέξεις ως και τα κύρια ονόματα, βάσει των πηγών, αλλά και οι δακικές λέξεις του Διοσκουρίδη. Θα είχε ενδιαφέρον και για σήμερα να εκδοθεί η εν λόγω μελέτη σε έναν ενιαίο τόμο.

Ας δούμε και τις ΘΡΑΚΟΔΑΚΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ του Διοσκουρίδη:

ΠηγήPedianii Dioscoridis Anazarbei, De Materia Medica, Libri Quinquie, Ad Fidem Codicum Manuscriptorum,… Curtius Sprengel,… Lipsiae 1829.

Λίγες επισημάνσεις: α) η κνήφη/κνίδη (τσουκνίδα), λατ. ουρτίκα, βλχ. ουρτζίκâ· β) η κολοκυνθίς/σικύα πικρά, λατ. κουκούρβιτα σιλβάτικα, βλχ. κουρκουμπέτâ άγρâ· γ) η άμπελος μέλαινα, λατ. όβα ταμνίτιςβίτις άλβα, βλχ. αούâ = σταφύλι, βίτσâ ντι αγίνjι = κληματόβεργα, άμπελος. Δηλ., διαπιστώνεται συγγένεια λατινικής και αρμάνικης – βλάχικης, αλλά όχι συγγένεια της λατινικής και της αρμάνικης – βλάχικης με τη δακική γλώσσα. – Ο Πεδάνιος Διοσκουρίδης (40 – 90 μ.Χ.), υπήρξε σημαντικός γιατρός, φαρμακολόγος και βοτανολόγος από την Ανάζαρβο της Κιλικίας, γνωστός για το πεντάτομο έργο του Περί ύλης ιατρικής, και με μεγάλη επιρροή στη φαρμακολογία μέχρι το 1600 μ.Χ.

Να δούμε και τις φερόμενες σαν ΘΡΑΚΟΔΑΚΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ (μεγαλύτερο λεξιλόγιο):

     Δίπλα στις 228 «θρακοδακικές λέξεις», τα γράμματα σημαίνουν:

H = λέξεις θεωρούμενες αυτόχθονες από τον Hasdeu, στο Etymologicum Magnum Romaniae, κατά τον A. Vraciu·

r = λέξεις αυτόχθονες ινδοευρωπαϊκής προέλευσης στην αλβανική, κατά τον I. I. Russu·

R = λέξεις αυτόχθονες μη υπάρχουσες στην αλαβανική, κατά τον I. I. Rusu·

V = λέξεις αυτόχθονες κατά τον A. Vraciu.

Βέβαια, οι Ρουμάνοι συγγραφείς δεν κάνουν καμιά νύξη για τις αρμάνικες λέξεις που ενέταξαν στο λεξιλόγιό τους, θεωρώντας τες… ρουμανικές, και αυτό είναι άγνωστο στους χρήστες της νυν… ρουμάνικης, αντικαθιστώντας παλαιότερες σλάβικες κ.λπ.

Ο Πίνακας των 228 λέξεων είναι από διαδικτυακό δημοσίευμα του George PRUTEANU. (Pro TV, 25-26.III.1996). Ο αναγνώστης ας βγάλει τα συμπεράσματά του. Ο ίδιος αρθρογράφος ισχυρίζεται πως 160-170 λέξεις πρέπει να είναι καθαρά δακικές ή γετικές, με βάση έργα Ρουμάνων γλωσσολόγων της κάτωθι βιβλιογραφίας: Limba română του Sextil Puşcariu, Ed. Fundaţia pentru Literatură şi Artă «Carol al II-lea» 1940· Istoria limbii române του Alex. Rosetti, Ed. Ştiinţifică 1964· Limba traco-dacilor του I. I. Russu, Ed. Ştiinţifică 1967` Limba daco-geţilor του Ariton Vraciu, Ed. Facla din Timişoara 1980· Etnogeneza românilor του I. I.Russu, Ed. Ştiinţifică şi Enciclopedică 1981. Διαπιστώνεται ότι από τις 228 λέξεις υπάρχουν στην αρμάνικη 86 λέξεις, ήτοι 37,5%, που αναμφίβολα μετανάστευσαν από τον νότο στον βορρά, ή τις… δανείστηκαν – υιοθέτησαν κατά τον 19ο αιώνα οι λόγιοι Ρουμάνοι από την αρμάνικη – βλάχικη και τις ενέταξαν στη σύγχρονη δική τους «δακορουμανική γλώσσα». Αυτές οι 86 «κοινές λέξεις» δεν είναι στο σύνολό τους «ομόηχες», ανήκουν στο ποιμενικό λεξιλόγιο, και ορισμένες από αυτές λέγονται αυτούσιες από Σαρακατσιάνους ή κι άλλους ποιμένες του ελλαδικού χώρου. Είναι γνωστές ως «βλάχικες λέξεις», όπως π.χ. οι λέξεις: βάτρα, ούρδα, τσάρκος κ.ά.

ΜΗΠΩΣ ΥΠΆΡΧΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΥΘΟΣ ΠΕΡΙΞ ΤΗΣ ΘΡΑΚΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ;

Θεωρείται ως δεδομένο και βέβαιο –σήμερα– ότι τα «ανθρωπωνύμια» (ονόματα προσώπων) εβός πληθυσμού, τα οποία καταγράφονται στις διάφορες χρονικές-ιστορικές περιόδους, αποτελούν έναν ασφαλή δείκτη του γλωσσικού και ιστορικού πολιτισμού και γόγνεσθαι του συγκεκριμένου πληθυσμού ο οποίος κατοικούσε σε συτή την περιοχή. Είναι προφανές ότι τα γλωσσικά στοιχεία οδηγούν και σε συμπεράσματα περί της «εθνοτικής καταγωγής» του πληθυσμού, για κάθε ιστορική περίοδο.

Αν, λοιπόν, θεωρήσουμε ότι στις «κρατικές επικράτειες» των νυν χωρών Βουλγαρίας και Ρουμανίας, ακόμα και των πΓΔΜ και Σερβίας κ.λπ., υπήρχαν στη μεταχριστιανική περίοδο πληθυσμοί Θρακικοί, των οποίων απόγονοι είναι οι σημερινοί κάτοικοι των ομώνυμων αυτών κρατών, τότε τούτο πρέπει να αποδεικνύεται και διά μέσου των κύριων ονομάτων προσώπων, όπως αυτά είναι καταγεγραμμένα στις διάφορες παλαιές πηγές. Αποδεικνύεται όμως, η μια μελέτη με τέτοια ματιά και θεώρηση οδηγεί σε άλλου είδους συμπεράσματα, που ανατρέπουν εδραιωμένεςκαι κυριαρχούσες παραδοχές;;

Τραϊανός (53-117, αυτοκράτορας: 98-117).

Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Ούλπιος Τραϊανός (Marcus Ulpius Traianus: 53-117 μ.Χ.), με τους Δακικούς Πολέμους το 82-106 μ.Χ. κατακτησε τη Δακία, χώρα που κατοικιόταν από τους Δάκες. Οι Ελληνες συγγραφείς αναφέρονταν σε αυτούς ως Γέτες, κλάδο των Θρακών, πιο βόρεια από την οροσειρά του Αίμου. Η Δακία οριζόταν νότια από τον Δούναβη ή Ιστρο, και με έκταση έως τον Αίμο. Η Μοισία (Δοβρουτσά), περιοχή νότια από τον Δούναβη, ήταν η βασική περιοχή στην οποία ζούσαν οι Γέτες και είχαν σχέσεις αλληλεπίδρασης με τους Ελληνες, και έφταναν στα ανατολικά από τον Εύξεινο Πόντο (Μαύρη Θάλασσα) μέχρι και τον ποταμό Δάναστρι  (Δνείστερο) και Τύρα, και στα δυτικά από τον ποταμό Τίσα. Μεταξύ των ποταμών Δνείστερου και Υπανι  (Νότιου Μπουγκ) έχουν καταγραφεί πολλοί οικισμοί Δακών. Τα Καρπάθια Όρη βρίσκονταν στο μέσο της Δακίας, που αντιστοιχεί στα νυν κράτη: Ρουμανία και Μολδαβία, και μικρότερα τμήματα στα κράτη: Βουλγαρία,  Σερβία, Ουγγαρία και Ουκρανία. Οι Δάκες και οι Γέτες ήταν Θρακικές φυλές, οι δε πρώτο είχαν πότε ειρηνικές και πότε πολεμικές σχέσεις με τις γειτονικές φυλές των  Σαρματών, των Σκυθών και των Κελτών. Ενα Δακικό Της Δακίας πρωτεύουσα ήταν η Ζαρμιζεγεθούσα, βρισκόταν στη νυν Ρουμανία, και καταστράφηκε από τους Ρωμαίους, αλλά το όνομά της προστέθηκε σε εκείνο της νέας πόλης (Ulpia Traiana Sarmizegetusa), που χτίστηκε ως νέα πρωτεύουσα της Δακίας. Από το 85 έως το 89 οι Δάκες υπό το Δεκέβαλο πολέμησαν δύο φορές τους Ρωμαίους. Το 85 είχαν περάσει τον Δούναβη και λεηλατούσαν τη Μοισία, το 87 όμως οι Ρωμαίοι υπό τον Δομιτιανό τους πολέμησαν μα ηττήθηκαν και φονεύτηκε ο Κορνέλιος Φούσκος μετά από εντολή του ηγεμόνα των Δακών Διουρπάνεου, που με τά τη νίκη του αυτή ονομάστηκε Δεκέβαλος. Το 88 Ρωμαϊκά στρατεύματα υπό τον Τέτιο Ιουλιανό νίκησαν τους Δάκες στη Μάχη των Ταπών (κοντά στις Σιδηρές Πύλες), αλλά σύναψαν ανακωχή μετά την ήττα του Δομιτιανού από τους Μαρκομάνους, κι άφησαν τους Δάκες ανεξάρτητους. Ο Δεκέβαλος έγινε “βασιλιάς υποτελής της Ρώμης”. Ο Τραϊανός όμως αποφάσισε να κατακτήσει τη Δακία, να υποτάξει τον Δεκέβαλο και να ελέγξει τα ορυχεία χρυσού της Δακίας στην Τρανσυλβανία. Εκστράτευσε το 101-102, πολιόρκησε την πρωτεύουσας Ζαρμιζεγεθούσα και αφού κατέλαβε τμήμα της χώρας, μετά από πολλές μάχες πίεσε τη Δακική πρωτεύουσα, και ο Δεκέβαλος ζήτησε ανακωχή. Αλλά ο Δεκέβαλος σαν ανέκτησε ξανά την ισχύ του επιτέθηκε σε Ρωμαϊκές φρουρές το 105, και  τότε ο Τραϊανός κινήθηκε πάλι κατά της Δακίας, κατέλαβε την πρωτεύουσα και την ισοπέδωσε. Ο ηττημένος Δεκέβαλος αυτοκτόνησε για να μη σύλληφθεί. Έτσι η Δακία έγινε Ρωμαϊκή επαρχία (Dacia Traiana), και ο Τραϊανός συνέχισε στα ανατολικά, και με τις κατακτήσεις του προσέδωσε στην Αυτοκρατορία τη μέγιστη έκτασή της. Αν και οι Ρωμαίοι κατέκτησαν και κατέστρεψαν το Βασσίλειο της Δακίας,το πιο μεγάλο τμήμα της χώρας έμενε έξω από την αυτοκρατορική εξουσία. Κατόπιν πολλοί Δάκες εκρωμαΐστηκαν. Η Dacia Traiana εγκαταλείφτηκε το 275 από τους Ρωμαίους στους Κάρπους. Έως το 336 υπήρχαν ακόμα Δάκες και εναντίον τους πολέμησε ο Μέγας Κωνσταντίνος. Η επαρχία εγκαταλείφθηκε οριστικά από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα και, σύμφωνα με το Breviarium historiae Romanae του Ευτρόπιου, Ρωμαίοι πολίτες “από τις πόλεις και τις χώρες της Δακίας” μετεγκαταστάθηκαν στο εσωτερικό της Μοισίας. Από τον Διοκλητιανό το 296, καταδκευάστηκαν για άμυνα των Ρωμαϊκών συνόρων από τους Ρωμαίους οχυρώσεις και στις δύο όχθες του Δούναβη. Το 336 ο Μέγας Κωνσταντίνος ανακατέλαβε την απωλεσθείσα επαρχία, αλλά μετά τον θάνατό του (337) οι Ρωμαίοι εγκατέλειψαν οριστικά την Δακία.

Ο Δεκέβαλος – Decebalus (αρχικά Diurpaneus) [87-106 μ.Χ.], μάλλον δικαιολογημένα θεωρείται ως ο μεγαλύτερος των Δακών ηγετών, με τις γενναίες αντιστάσεις του κατά των Ρωμαίων και την τελική θυσία του. Ο τραγικός του θάνατος το 106, μετά από 20 έτη συνεχών αγώνων, σήμανε ουσιαστικά το τέλος της χώρας των Δακών.

Ποιος ήταν αυτός ο γενναίος πολεμιστής Decebalus, από πού καταγόταν, τι σημαίνει το όνομά του, και τελικά τι και ποιοι ήταν οι Δάκες, στους οποίους βασίλευε;

Να πούμε εξαρχής ότι το όνομα Decebalus, το συναντούμε πέρα από τον ηγέτη των Δακών, σε μεγάλο αριθμό επιγραφών της ρωμαϊκης περιόδου, από την Ιταλία (CIL 6, 25572 (Roma): Decibalus; AE 1954,83 (Roma): Decibal (us); AE 1989,299 (Asisium = Assisi, Umbria): Decibalo; AE 1945,35 (Ostia): Decibali; CIL 15,2797 (Roma): Deceb [alus]), τη Θράκη (CIL 3, 7477 (Durostorum = Silistria, Moesia Inf.): Decibalm; AE 1998, 01141: (Sacidava, Moes. Inf.): Decibali; CIL 3,7437 (από Lăžen κοντά στη Νικόπολη): Decebali; IGL Novae nr.82 (Novae, Moesia Inf.): Decebalo), τη Μακεδονία (AE 1985, nr.721 (Philippi): Decebalu (m), την Παννονία (CIL 3,4150 (Savaria = Szombathely, Pannonia Sup.): Decibalus), τη Γαλατία (1964, 144f (Blain, Lugdunensis): Decibal (us) 1964, 144f (Blain, Lugdunensis, Franţa): Decibal (us), και την Βρετανία (CIL 13,10013: Decibal (us). Δηλαδή, με εξαίρεση τον περίφημο Ηγέτη των Δακών, όλα τα άλλα καταγεγραμμένα παραδείγματα του ονόματος Decebalus προέρχονται από έξω από τη Δακία.

Να επισημανθεί ότι ονόματα που έχουν την κατάληξη –balus (-βαλος) εμφανίζονται μόνο δύο φορές στη Χερσόνησο του Αίμου (Βαλκάνια) κατά την προρωμαϊκή περίοδο.

Το πρώτο είναι του Καμβαύλη (Cambaules), και πρόκειται για Κέλτη στρατιωτικό ο οποίος ηγείτο επιδρομής στη Θράκη, στις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα. – Γράφει σχετικά ο Παυσανίας στα Φωκικά: «4. Γαλατών δε της ες την Ελλάδα επιστρατείας έχει μεν τινα μνήμην και η ες το βουλευτήριον ημίν το Αττικόν συγγραφή` προάγειν δε ες το σαφέστερον τα ες αυτούς ηθέλησα εν τω λόγω τω ες Δελφούς, ότι έργων των επί τους βαρβάρους τα μάλιστα Έλλησιν ενταύθα ην. υπερόριον μεν οι Κελτοί στρατείαν πρώτην υπό ηγεμόνι εποιήσαντο Καμβαύλη` προελθόντες δε άχρι Θράκης, το πρόσω της πορείας ουκ απεθάρσησαν, καταγνόντες αυτών, ότι ολίγοι τε ήσαν, και ουκ αξιομάχοι και αριθμόν Έλλησιν.επεί δε και δεύτερον επιφέρειν εδόκει όπλα επί την άλλων, ενήγον δε μάλιστα οι ομού Καμβαύλη εκστρατεύσαντες ορδών ες έρωτα ήκοντες, πολύς μεν δη πεζός, ουκ ελάχιστοι δε ηθροίσθησαν και ες το ιππικόν. …» (Pavsaniae Graeciae Descriptio. Nova Editio Accvrata in vsvm Praelectionvm Academicarvm et Scholarvm e nova siebelisii recensione. Tomvs III. Lipsiae, 1819, σ. 262-262 [Παυσανίας, X, 19,4]). Πρβλ. επίσης Κελτικά: Ανδροβάλης, Ανδοννόβαλλος, κ.λπ.  – Evans 1967: 147-148, και Balanus, Balarus, Balio κ.λπ. Holder AC 1 334-336` το πρώτο στοιχείο του ονόματος Decebalus έχει αποδοθεί εδώ και καιρό στο ινδοευρωπαϊκό *dekm- (‘δέκα’) (βλ. σανσκριτικά daśabala)` βλ. και *dekam ‘δέκα’, κ.ά. Τούτο το ‘Δακικό’ στοιχείο εμφανίζεται στην προ-Ρωμαϊκή περίοδο in αποκλειστικά στην περιοχή στα ονόματα των Κελτών ηγετών.

To δεύτερο όνομα είναι σε νόμισμα του 270 π.Χ., στο οποίο αναγράφεται: ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΚΕΡΣΒΑΥΛΟΥ.

Το κλειδί για την εύρεση της «εθνικής καταγωγής» του του Decebalus βρίσκεται στη διάσημη επιγραφή πάνω σε ένα μεγάλο τελετουργικό σκάφος, το οποίο ανακαλύφτηκε στη Sarmizegetusa. Αυτή αποτελεί τη μόνη  ‘Δακική’ επιγραφή και γράφει: «DECEBALUS PER SCORILO», που σημαίνει  «Decebalus [υιός] του Scorilo».

Η Sarmizegetusa Regia (επίσης και: Sarmisegetusa, Sarmisegethusa, Sarmisegethuza, Ζαρμιζεγεθούσα [Zarmizegethoúsa] ή Ζερμιζεγεθούση [Zermizegethoúsē], πρωτεύουσα και το σημαντικότερο στρατιωτικό, θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο των Δάκων πριν από τους πολέμους με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ήταν στην κορυφή ενός βουνού ύψους 1.200 μέτρων, το φρούριο, και αποτελούνταν από έξι ακροπόλεις. Ήταν ο πυρήνας ενός στρατηγικού αμυντικού συστήματος στα Όρη Orăştie (στη νυν Ρουμανία). Δεν πρέπει να συγχέεται με την Ulpia Traiana Sarmizegetusa , τη ρωμαϊκή πρωτεύουσα της Δακίας που χτίστηκε από τον Τραϊανό περί τα 40 χιλιόμετρα μακριά, η οποία δεν ήταν η πρωτεύουσα της Δακίας. Η Sarmizegetusa Ulpia ανακαλύφθηκε νωρίτερα, ήταν γνωστή ήδη στις αρχές του 1900 και αρχικά παρερμηνευόταν με την πρωτεύουσα της Δακίας, μια σύγχυση που οδήγησε σε εσφαλμένα συμπεράσματα σχετικά με τη στρατιωτική ιστορία και την οργάνωση των Δακών.

Η ‘Δακική’ επιγραφή γράφει: DECEBALUS PER SCORILO

Η επιγραφή του Decebalus σφραγίστηκε σε ένα τεράστιο αγγείο ύψους 0,6 μέτρων, και πλάτους 1 μέτρου. Είναι χαραγμένο με κατοπτρική γραφή, με το λατινικό αλφάβητο.

Στην περίπτωση του ονόματος του πατέρα του Decebalus, του Scorilo, που κατά το ιστορικό Ιορδάνη «Coryllus rex Gothorum», απαντάται ως όνομα σε περιοχες μόνο πέρα από τη Δακία. Το πρώτο παράδειγμα προέρχεται από το Kostolac, στην ανατολική Σερβία, σε έδαφος των Κελτών και Σκορδίσκων (Scorilo – CIL 3, 14507), ενώ το δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από την Παννονία (CIL 3, 2328) –Scorilo Ressati libertus–, όχι απλά Scorilo, αλλά και Ressatus, που ήταν αγγειοπλάστης της φυλής Eravisci, και είναι και τα δύο Κέλτικα ονόματα. – Οι Eravisci ή Aravisci είναι Κελτική φυλή στα βόρεια της  κάτω Παννονίας (Plin. HN 3,148· Tac. Germ. 28), όπου βρίσκονται σήμερα οι «κοινότητες» Pest, Fejér και Tolna. Βρέθηκαν υπό ρωμαϊκή κυριαρχία ως ρωμαίοι πολίτες (CIL III 10418; AE 1951, 15), διοικούνταν από ιθαγενείς αρχές (CIL III 3546). Χρησιμοποιήθηκαν ως βοηθητικά στρατεύματα από τους Ρωμαίους (AE 1944, 102; CIL XVI 112; 123), και υπήρξαν ελάχιστα εκρωμαϊσμένοι.

Πρόσφατη έρευνα Ρουμάνων ακαδημαϊκών ερευνητών δεν βρήκε καμία ένδειξη για κάποιο ξεχωριστό μητρωνυμικό σύστημα στη Δακία, δηλαδή κάτι διαφορετικό από το Θρακικό και το Κελτικό, και τα στοιχεία που δόθηκαν παραπάνω δείχνουν ότι η  μόνη ‘Δακική’ επιγραφή αποτελείται στην πραγματικότητα από δύο ονόματα Κελτικής προέλευσης, και παρέχουν έτσι σαφώς περαιτέρω απόδειξη ότι η έρευνα στην αρχαία Θρακική/Δακική γλώσσα (ες), κατά την «κομμουνιστική περίοδο», έχει συμπεριλάβει συστηματικά κελτικά δεδομένα, καθιστώντας λογικά άκυρη όλη αυτή την έρευνα.

Στο παρόν πλαίσιο, τα γλωσσικά στοιχεία, το χρονολογικό πλαίσιο και η χωρική κατανομή των ονομάτων τόσο του Decebalus, όσο και του πατέρα του Scorilo, δείχνουν σαφώς ότι και οι δύο είχαν κελτική (ή κελτο-σκυθική/βασταρνική) προέλευση και αυτό αποτελεί μια περαιτέρω απόδειξη ότι η έννοια μιας ξεχωριστής “Δακικής εθνότητας” και “Δακικής γλώσσας” είναι σε μεγάλο βαθμό το προϊόν του πρωτοχρονισμού/εθνικισμού της δεκαετίας του 1970. Η πολιτική χειραγώγηση της ρουμάνικης και της βουλγάρικης αρχαιολογίας και ιστορίας, αλλά και άλλων χωρών του τότε λεγόμενου «ανατολικού μπλοκ», έχει αρχίσει τώρα να αποκαλύπτεται, γεγονός που οδηγεί σε αναθεωρήσεις παλαιών εκτιμήσεων και ερμηνειών, και αποκατάσταση της αλήθειας, μετά από τέτοιον σοβαρό τραυματισμό της. Το ίδιο συμβαίνει και στον τομέα της γλωσσολογίας αλλά και σε άλλες επιστήμες που αφήνουν περιθώρεια προπαγανδιστικών «εισοδισμών».

*****

Η ρωμαϊκή κατάκτηση της νοτιοανατολικής Ευρώπης οδήγησε λογικά στην εισροή σημαντικού αριθμού ρωμαϊκών στρατιωτικών μονάδων στην περιοχή για να εδραιώσει τον έλεγχο επί των κατακτημένων αυτοκρατοριών. Η παρουσία Κελτικών στρατιωτικών μονάδων στο ρωμαϊκό στρατό στη χερσόνησο του Αίμου είναι καλά καταγεγραμμένη.

Για παράδειγμα, στη ρωμαϊκή επαρχία της Άνω Μοισίας (Moesia Superior), οι Κέλτες οπλίτες βρίσκονταν στα Στρατιωτικό Σώμα Ι Lusitanorum (Celtiberian), III Gallorum, IV Gallorum, V Gallorum, VII Gallorum και VIII Gallorum, II Gallorum macedonianica, V Gallorum , I Flavia Hispanorum milliaria και V Hispanorum, και I Lusitanorum, II Hispanorum, II Brittonum (milliaria) και III Brittonum.

Η αυτοκτονία του Decebalus, από τη στήλη του Τραϊανού
Ο εικονιζόμενος Καβαλάρης (Επιτύμβια πλάκα) είναι: Ο Γάιος Ιούλιος Βέρος Μάξιμος (217/220-238), εσφαλμένα ονομαζόμενος και Γάιος Ιούλιος Βέρος Μαξιμίνος ή Μαξιμίνος ο Νεότερος` ήταν γιος του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μαξιμίνου του Θρακός και της συζύγου του, Καικιλίας Παυλίνας. Ο Μαξιμίνος όρισε τον γιο του Μάξιμο Καίσαρα γύρω στο 236, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχε μεγάλη δύναμη. Και οι δύο δολοφονήθηκαν από την Πραιτοριανή Φρουρά, στη διάρκεια της Πολιορκίας της Ακυλίας κατά το «Έτος των έξι Αυτοκρατόρων».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αποστολή στρατιωτικών μονάδων Κελτών στις περιοχές στις οποίες καταγράφεται ήδη σημαντική παρουσία Κελτών στην προρωμαϊκή περίοδο. Παραδείγματα τέτοιων παρουσιών είναι οι στρατιωτικές μονάδες IV Gallorum του ιππικού, που σταθμεύαν στο Oescus (κοντά στο νυν Gigen, περιοχή Pleven, Βουλγαρία) μεταξύ του 62 και 71 μ.Χ., που αργότερα αποτέλεσαν τη φρουρά στη Salsovia στη νότια όχθη του βραχίονα του Αγίου Γεωργίου (Γιούργεβον) στον Δούναβης στην κομητεία Tulcea (νυν Ρουμανίας), ή η Gallica I η οποία στάθμευε στη Ratiaria (κοντά στο νυν Archar, περιοχή Vidin, Βουλγαρία) τον 1ο αι. μ.Χ., και η Ι Gallorum και Bosporanorum (στην Securisca, pres Cherkovitsa, περιοχή Νικόπολης, περιοχή Πλέβεν νυν Βουλγαρίας), και η Claudia Gallorum Capitoniana (με έδρα την Augustae, pres Harlets, περιοχή Βράντσας, νυν Σερβίας). Όλες αυτές οι Ρωμαϊκές λεγεώνες από Κέλτες οπλίτες, βρίσκονταν σε πρώην εδάφη των Σκορδίσκων, στη «βόρεια Βουλγαρία». Άλλο παράδειγμα είναι αυτό των στρατιωτικών μονάδων Quarta Gallorum, που στάθμεύαν στην Ulicitra (άγνωστη τοποθεσία!;), στην επαρχία της Ροδόπης, όταν η Ρώμη βίωνε την έντονη αντίσταση από τις κελτικές φυλές στον 2ο π.Χ. με 1ο μ.Χ. αιώνα.

Στην βορειοανατολική Βουλγαρία βρισκόταν η Κέλτικη στρατιωτική μονάδα II Lucensium, και ήταν τοποθετημένη στον πρώην κελτικό οικισμό Abritu (Abritus, κοντά στο Razgrad). Οι στρατιωτικές μονάδες πήραν το όνομά τους από τους Λουζιτανούς, μια κελτική φυλή στην Ισπανία από την οποία προέρχονταν πολλοί από τους νεοσύλλεκτους αυτής της μονάδας. Αυτό επιβεβαιώνεται σε στρατιωτικό δίπλωμα από τη Μοισία, με χρονολογία 78 μ.Χ. Επιγραφή του 2ου αι. από την Abritus παρέχει στοιχεία για την παρουσία στρατιωτικών μονάδων Κελτιβήρων (Celtiberian cohors II Lucensium),στον τάφο – επιτύμβια πλάκα του Γάιου Ιουλίου Μάξιμου – Ένας ιππέας που ανήκε σε αυτή τη στρατιωτική μονάδα – G(aius) Ι(ulius ) Maximus / s/, Eq(UEs) COH (Ortis) ІІ Luc (ensium), singul(aris), vixit (στρατιωτικός γιατρός) . Οι στρατιωτικές μομάδες (λεγεώνες) ήταν πιθανώς τοποθετημένες εδώ έως το 136 μ.Χ. και συμμετείχαν στους Δακικούς πολέμους του αυτοκράτορα Τραϊανού. Μετά το 136 μ.Χ. αποκλείστηκαν στην  Καβύλη (Cabyle, Roman Cities, στην Ανατολική Θράκη).

*****

ΡΩΜΑΙΟΙ ΣΤΗΝ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ!;… ΠΟΙΟΙ ΡΩΜΑΙΟΙ;…

Οι ρωμαϊκές κατακτήσεις στην χερσόνησο του Αίμου, στην Ευρώπη των παλαιών πηγων, όπως ονομάζονταν τότε τα νυν Βαλκάνια) έγιναν από «ρωμαϊκές δυνάμεις», οι οποίες στο μεγαλύτερο ποσοστό τους –στο συνολικό ποσοστό αυτών– αποτελούνταν από Κέλτες. Τούτο έως πρόσφατα δεν γραφόταν, και ως θέμα παρέμενε άγνωστο. Όμως, πρόσφατες έρευνες για το θέμα αυτό έδωσαν εξαιρετικά αποτελέσματα, γεγονός που μπορεί να συμβάλει στο να σχηματιστεί σαφής και πολύτιμη εικόνα για τη ρωμαϊκή παρουσία σε τούτον τον χώρο, και συνάμα να απαντηθεί και το ερώτημα: –Ποιοι ακριβώς ήταν οι «Ρωμαίοι» κατακτητές της Ελληνικής χερσονήσου ή χερσονήσου του Αίμου;

Υπάρχει ο όρος Περεγκρίνος, που χρησιμοποιήθηκε κατά την πρώιμη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, από το 30 π.Χ. έως το 212 μ.Χ., για να υποδηλώσει έναν ελεύθερο άνθρωπο της επαρχίας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που δεν ήταν Ρωμαίος πολίτης.

Γραφημα 1. Η αναλογία των ονομάτων των Περεγκρίνοι στα ρωμαϊκά βοηθητικά στρατεύματα της Δακίας.

Οι Περεγκρίνοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά τον 1ο και 2ο μ.Χ. αιώνα. Στις μεθοριακές επαρχίες, το ποσοστό των πραγματικών Ρωμαίων πολιτών ήταν εξαιρετικά μικρό. Για παράδειγμα, μια εκτίμηση ανεβάζει τους Ρωμαίους πολίτες στη Βρετανία, περίπου το έτος 100 μ.Χ., σε περίπου 50.000, και αποτελούν μικρότερο ποσοστό από το 3% του συνολικού επαρχιακού πληθυσμού, περί τα 1,7 εκατομμύρια. Στην αυτοκρατορία στο σύνολό της, είναι γνωστό ότι υπήρχαν μόλις πάνω από 6 εκατομμύρια Ρωμαίοι πολίτες, το 47 μ.Χ. Αυτό ήταν μόλις το 9% του συνολικού αυτοκρατορικού πληθυσμού, που εκτιμάται γενικά ότι έφτανε σε περίπου 70 εκατομμύρια εκείνη την εποχή. Έτσι, μεταξύ των ετών 30 π.Χ. και 212 μ.Χ., οι Περεγκρίνοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το 212 μ.Χ., με το γνωστό Διάταγμα του Καρακάλλα, όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας έλαβαν τη ρωμαϊκή ιθαγένεια από το Constitutio Antoniniana, και έγιναν Ρωμαίοι πολίτες, ενώ καταργήθηκε η ιδιότητα του peregrinus.

Καρακάλλας (Marcus Aurelius Severus Antoninus Pius Augustus: 188-217), γνωστός ως Αντωνίνος, αυτοκράτορας από το 198 έως το 217

Δεν θα μιλήσουμε εδώ για την «εθνική καταγωγή των Ρωμαίων», τους οποίους οι αρχαίες πρωτογενείς πηγές τους αναφέρουν όλες με καταγωγή από τους Έλληνες, αν και επί των ημερών μας από πολλούς ερευνητές αυτό θεωρείται ως ένα «πολύπλοκο ζήτημα». Μια στατιστική ανάλυση των «ρωμαϊκών» ονομάτων στους peregrini στη Δακία, δείχνει ότι μόνο το 29 % είχε στην πραγματικότητα πλάγια ονόματα, ενώ σχεδόν το 25 % έφεραν κελτικά ονόματα (Γράφημα 1) . Αξιοσημείωτη είναι η δυσαναλογία που υπάρχει μεταξύ των ονομάτων των στρατιωτών και των ονομάτων άλλων χαρακτήρων από το στρατιωτικό περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα, η πλειονότητα των Κελτικών ονομάτων προέρχεται από την κατηγορία των παιδιών των στρατιωτών, που σημαίνει ότι πολλοί Κέλτες πήραν ρωμαϊκά ονόματα για επίσημους σκοπούς, πιθανώς για να αυξήσουν τις πιθανότητές τους να προχωρήσουν μέσα στην αυτοκρατορική στρατιωτική δομή. Ωστόσο, αυτός ο εκρωμαϊσμός ήταν προφανώς επιφανειακός, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι συνέχισαν να δίνουν στα παιδιά τους παραδοσιακά κελτικά ονόματα.

Πίνακας 1: Εθνοτική δομή των ομώνυμων Περεγκρίνων στα ρωμαϊκά βοηθητικά στρατεύματα της Δακίας από το στρατιωτικό περιβάλλον
Γραφημα 2. Ποσοστά των ονομάτων των «Ρωμαίων στρατιωτών» επί του γενικού πληθυσμού, στη Δακία

Από την έρευνα προκύπτει ότι υπάρχει έντονη ασυμφωνία μεταξύ των στατιστικών για τα ονόματα των στρατιωτών και εκείνων του γενικού πληθυσμού (Πίνακας 1/ Γράφημα 2). Ενώ τα «Θρακικά» ονόματα αποτελούν το 26 % των στρατιωτών, οι Θράκες αντιπροσωπεύουν μόνο το 10 % του γενικού πληθυσμού. Αντιστρόφως, σύμφωνα με τη μελέτη, μόνο το 19 % των Ρωμαίων στρατιωτών είχαν κέλτικα ονόματα, αν και οι Κέλτες αποτελούσαν το 33 % του γενικού πληθυσμού της Ρωμαϊκής Δακίας. Ενώ τα κέλτικα ονόματα στη μελέτη είναι ξεκάθαρα, η στατιστική για τα «θρακικά» ονόματα είναι πιο προβληματική. Για παράδειγμα, το όνομα Bitus Sola προσδιορίζεται ως ως Θρακικό, αν και τόσο το Bitus* όσο και το Sola είναι παλαιόθεν καταγεγραμμένα ως κελτικά ονόματα.

Δίνεται η ευκαιρία να πω ότι η Μπίτουλια (Βιτώλια ή Μοναστήρι), είναι ένα Κέλτικο όνομα, ίσως και αρχαιομακεδονικό, και δεν έχει καμιά σχέση με σλάβικη γλώσσα.

Τα ανωτέρω στατιστικά στοιχεία απαιτούν μεγάλη προσοχή, και πρέπει να προσεχτεί ιδιαίτερα το φαινόμενο των Κελτικών ονομάτων προσώπων (ανθρωπωνύμια) στη Θράκη (και ιδίως στη Δακία), όταν κατηγοριοποιούνται ως «Θρακικά». Απαιτείται θεμελιώδης επανεκτίμηση των δεδομένων και είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί τι ποσοστό αυτών των ονομάτων είναι στην πραγματικότητα Θρακικά (/Δακικά) και πόσα ονόματα είναι στην πραγματικότητα των Θρακών Κελτών.

*****

Πρέπει ακόμα να σημειωθεί η εμφανής απουσία μιας συγκεκριμένης «εθνοτικής ομάδας» σε αυτήν την στατιστική – οι λεγόμενοι Δάκες/Δάκοι. Ενώ όλες οι άλλες μεγάλες «εθνοτικές ομάδες» στα Βαλκάνια εκπροσωπούνται σε διαφορετικό βαθμό στον γενικό πληθυσμό της Ρωμαϊκής Δακίας: Θρακικής (10 %), Ελληνικής (12 %), Κέλτικης (33 %) (Γράφημα 2) , δεν υπάρχουν στοιχεία για μια ξεχωριστή «Δακική εθνοτική ομάδα». Αντίθετα, το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό του γενικού ρωμαϊκού πληθυσμού (33% σύμφωνα με τη μελέτη), το οποίο αποτελείτο από «εθνοτικά Κέλτες», εξηγεί εν μέρει την υψηλή συχνότητα των Κελτικών προσωπικών ονομάτων που καταγράφηκαν στη Θράκη και στη Δακία, κατά τη ρωμαϊκή περίοδο.

Στα Ελληνιστικά κράτη της Μικρασίας, οι Κέλτες στρατεύονταν ως μισθοφόροι στρατιώτες

Έτσι, η κελτική εθνοτική παρουσία στη νοτιοανατολική Ευρώπη, που είχε ήδη εδραιωθεί κατά τη διάρκεια των μεταναστεύσεων του 4ου / 3ου αι. π.Χ., ενισχύθηκε από την επιπρόσθετη εισροή μεγάλου αριθμού Κελτών που υπηρετούσαν στις ρωμαϊκές λεγεώνες από τον 1ο αι. π.Χ., καθώς και η αναγκαστική μετεγκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων Κελτο-Σκυθών στο έδαφος της νυν Ρουμανίας και Βουλγαρίας, από τους αυτοκράτορες Πρόβο {Marcus Aurelius Probus Augustus / Μάρκος Αυρήλιος Πρόβος: 232-282, αυτοκράτορας της Ρώμης: 276-282], και Διοκλητιανό [Gaius Aurelius Valerius Diocletianus / Διοκλητιανός ή Διοκλής: 244-311, αυτοκράτορας της Ρώμης: 284-305, γεννημένος σε ταπεινή οικογένεια της Δαλματίας].

Τα προσωπικά ονόματα ενός πληθυσμού που καταγράφονται σε μια περιοχή κατά τη διάρκεια μιας δεδομένης ιστορικής περιόδου είναι ίσως ο καλύτερος δείκτης της γλωσσικής και ιστορικής κουλτούρας της κοινωνίας που κατοικούσε σε αυτήν την περιοχή.

Τι μας λένε αυτά τα γλωσσικά στοιχεία για την εθνοτική καταγωγή του πληθυσμού της σημερινής Βουλγαρίας στους αιώνες μετά τον Χριστό; Το έτος 202 μ.Χ. μια επιγραφή χαράχτηκε στο νεοϊδρυθέν Έμπόριον (emporion) στο Pizos (στην περιοχή Stara Zagora) στην καρδιά της Θράκης. Η επιγραφή αντιπροσωπεύει, μαζί με την επιγραφή Carasura – βρέθηκε 15 χλμ. βόρεια, το πιο πολύτιμο αρχείο θρακικών προσωπικών ονομάτων αυτής της περιόδου. Η επιγραφή αποτελείται από τα ακόλουθα 17 (διπλά) σύνθετα «Θρακικά» ονόματα: 1. Αυλου-ζενις, 2. Αυλου-πορις, 3. Αυλου-τραλ (ε) ος (Γεν.), 4. Βειθυ-τραλεος (Γεν.),  5. Вραση-τραλις, 6. Βρει-ζενις, 7. Δαλη-πορεος (Γεν.), 8. Δαλη-τραλεος (Γεν.), 9. Διας-κενθου, 10. Διασκού-πορις, 11. Δυτου-πορις, 12. Δυτου-τραλις, 13. Επτη-τραλις, 14. Επται-κενθου, 15. Επτη-πορις, 16. Μουκα-τραλις, 17. Μουκα-πορις

Αποτελείται από τα ακόλουθα στοιχεία: Πρώτο συνθετικό, τα «στοιχεία»: 1. Αυλου-, 2. Βειθυ-, 3. Βίντεο-, 4. Βρει-, 5. Δαλη-, 6. Διας-, 7. Δυτου-, 8. Επτη-, 9. Μουκα-. – Δεύτερο συνθετικό, τα «στοιχεία»: 1. –ζενις, 2. –κενθος, 3. –πορις, 4. –τραλις.

Με βάση την επιγραφή Pizos, ο Βούλγαρος γλωσσολόγος Boïadjiev κατασκεύασε ένα σύστημα θρακικής ανθρωπωνυμίας, το οποίο απέδειξε ότι ένας «ομοιογενής θρακικός πληθυσμός κατοικούσε αυτή την περιοχή κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου». Στην πραγματικότητα, αυτή και άλλες «θρακικές» επιγραφές που έχουν παρουσιαστεί ως αποδείξεις μιας «καθαρής θρακικής φυλής», παρέχουν πειστικά στοιχεία για το ακριβώς αντίθετο.

Από καιρό έχει διαπιστωθεί ότι τα στοιχεία των ονομάτων: Μουκα-, Βειθυ-, Διας-, Δαλη-, -πορις –κενθος και –ζενις (από την επιγραφή Pizos) είναι κελτικά ανθρωπωνυμικά στοιχεία, κελτικά ονόματα, τα οποία εμφανίζονται σε όλη την Ευρώπη σε νησιωτικά και ηπειρωτικά μέρη.

Η επιγραφή Carasura

Μουκα- = (Κελτικά) Mocca, Mocia, Mucci κ.λπ.

Το «Θρακικό» Mouka- (παραλλαγές muca-, muco-, mouki-, Moci-, κ.λπ., έχει συνδεθεί από καιρό με το Mocca, Mocia, Mucci, κλπ.

Το Κέλτικο pn, εμφανίζεται πάνω από 400 φορές σε όλες τις περιοχές της Θράκης από τον 3ο αι. π.Χ., δηλ. ακριβώς κατά την περίοδο της Κέλτικης επέκτασης στην περιοχή, και δύο ως μονό στοιχείο και μία ως διπλά στοιχείο των ονομάτων των προσώπων. Αυτό το κελτικό στοιχείο καταγράφεται σε ηπειρωτικά κελτικά ονόματα στη Γαλατία, όπως Moccasenia (Λυών, Γαλατία) , Moccia (Beaucaire, Γαλατία και σε δύο επιγραφές: στο Cimez, Γαλατία και Moccius (Suse, Γαλατία), στη βόρεια Ιταλία – Moccilo (Mediolanum/ Milan) και το δεύτερο στοιχείο στο κελτικό όνομα Catomocus στο Apras της Ουγγαρίας.

Στη Θράκη το στοιχείο απαντάται συχνότερα στο πρώτο στοιχείο των διπλών σύνθετων ονομάτων, και πιο συχνά στους «τύπους» Μουκα-ζενις (Kustendil, Νικόπολις και Istrum, Dupnica, Ivailovgrad, Pazardjik, Glava Panega, Plovdiv, Kazanluk και Bela-Zlatina), και Μουκα-κενθος (Pazardjik, Elchovo, Sliven, Osman Pazar). Ή, όπως στην περίπτωση Pizos: Μουκα-πορις. Αυτό το όνομα εμφανίζεται 15 φορές σε άλλες επιγραφές στην τοποθεσία Pizos και σε επιγραφές στις περιοχές: Kazanluk, Chirpan, Tarnovo, Stara Zagora, Harmanli, Provadia, Pazardjik, και δύο φορές σε επιγραφή στην Carasura.

Σε κάθε περίπτωση, τα δεύτερα στοιχεία της ένωσης (–ζενις, -κενθος, και –πορις) είναι καλά πιστοποιημένα στοιχεία κελτικής ονομασίας. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι τα σύνθετα «Θρακικά» ονόματα, όπως Μουκακενθος Βειθυος (Pazardjik), που σχηματίζεται αποκλειστικά από στοιχεία κελτικής ονομασίας.

Βειθυ- = (Κελτική) Bitu-, Bitu (s), Bitheus κ.λπ.

Ένα από τα πιο συνηθισμένα «θρακικά» ανθρωπωνυμικά στοιχεία ονόματος, εκ των οποίων πάνω από 300 παραδείγματα έχουν καταγραφεί στη Θράκη ή 370 σύμφωνα με άλλους ερευνητές. Το θρακικό στοιχείο έχει συνδεθεί από καιρό με το στοιχείο bitu (ες)-το οποίο εμφανίζεται ως πρώτο και δεύτερο στοιχείο σε κελτικά ονόματα προσώπων, όπως το Bitu-rix (βλ. σχετική εικόνα), Bitu-daga, Dago-bitus κ.λπ. Τέτοια δεν έχουν καταγραφεί στη Θράκη πριν από την Κέλτικη μετανάστευση στην περιοχή τον 3ο αι. π.Χ. Το στοιχείο αντικατοπτρίζει το Κέλτικο Bitu- (Κόσμος, Κομμάτι του Κόσμου ή Στοίχημα).

Το στοιχείο εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό Κελτικών ονομάτων όπως ο Βιτυΐτος [Bituitus, γεν. Βιτυΐτου, και Βιτοίτος], ένας βασιλιάς της φυλής των Αρουέρνων [Averni] που πολέμησε εναντίον του C. Fabius Maximus στη Γαλατία. – Ο Βιτυΐτος ήταν βασιλιάς των Αρουέρνων, φυλής Γαλατών που ζούσε στην περιοχή όπου η νυν περιοχή Auvergne της Γαλλίας. Οι Ἀρουέρνοι ήταν ισχυρός αντίπαλος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίαςτον 3ο και 2ο αιώνα υπό την ηγεσία του Λουέριου (Luernios) – πατέρα του Βιτυΐτου. –  Υπήρξε και Βιτυΐτος αξιωματικός των Σκορδίσκων, κι ένας βασιλιάς της Θράκη λεγόταν Βιτυΐτος,  αλλά Βιτύϊτος υπήρξε κι ένας αρχηγός των Γαλατών το 63 π.Χ. Είναι κελτικά και τα ονόματα Bitugentus και Bitumarus που βρέθηκαν στην Ουγγαρία. Στη Δακία το όνομα του στοιχείου υπάρχει σε κελτική επιγραφή από την Ποτάισσα (Κλουζ, νυν Ρουμανίας):

DM Aia Nandonis vixit annis LXXX, Andrada Bi[t]uvantis

                vix. anis LXXX, Bricena vixit anis XL

Η επιγραφή Biturix από το Tranqueville-Graux. Musée d’Epinal

Στην επικράτεια της φυλής Λευκοί (Leuci) στη Γαλατία, μια επιγραφή του 2ου αιώνα (βλ. εικόνα) γράφει: Apollini et Sironae Biturix Iulli f(ilius) d(onavit), «Στον Απόλλωνα και στη Σιρόνα, προσφέρθηκε ο Μπιτουρίξ, γιος του Ιούλλου (σ’ αυτόν τον βωμό)». Το όνομα Biturix, που αποτελείται από το bitu- (“κόσμος”) και το -rix  (“βασιλιάς”), είναι κοινό κελτικό όνομα, που σημαίνει “Βασιλιάς του Κόσμου“.

Να δούμε μια αναφορά του Στράβωνα σε Κέλτη Βιτυΐτο:

«Ἀρουέρνοι δὲ ἵδρυνται μὲν ἐπὶ τῶι Λίγηρι· μητρόπολις δ᾽ αὐτῶν ἐστι Νεμωσσὸς ἐπὶ τῶι ποταμῶι κειμένη. ῥυεὶς δ᾽ οὗτος παρὰ Κήναβον͵ τὸ τῶν Καρνούτων ἐμπόριον κατὰ μέσον που τὸν πλοῦν συνοικούμενον͵ ἐκβάλλει πρὸς τὸν ὠκεανόν. τῆς δυνάμεως δὲ τῆς πρότερον Ἀρουέρνοι μέγα τεκμήριον παρέχονται τὸ πολλάκις πολεμῆσαι πρὸς Ῥωμαίους͵ τοτὲ μὲν μυριάσιν εἴκοσι πάλιν δὲ διπλασίαις. τοσαύταις γὰρ πρὸς Καίσαρα τὸν θεὸν διηγωνίσαντο μετὰ Οὐερκιγγετόριγος͵ πρότερον δὲ καὶ εἴκοσι πρὸς Μάξιμον τὸν Αἰμιλιανόν͵ καὶ πρὸς Δομίτιον δ᾽ ὡσαύτως Ἀηνόβαρβον. πρὸς μὲν οὖν Καίσαρα περί τε Γεργοουίαν πόλιν τῶν Ἀρουέρνων ἐφ᾽ ὑψηλοῦ ὄρους κειμένην συνέστησαν οἱ ἀγῶνες͵ ἐξ ἧς ἦν ὁ Οὐερκιγγέτοριξ· καὶ περὶ Ἀλησίαν πόλιν Μανδουβίων͵ ἔθνους ὁμόρου τοῖς Ἀρουέρνοις͵ καὶ ταύτην ἐφ᾽ ὑψηλοῦ λόφου κειμένην περιεχομένην δ᾽ ὄρεσι καὶ ποταμοῖς δυσίν͵ ἐν ἧι καὶ ἑάλω ὁ ἡγεμὼν καὶ ὁ πόλεμος τέλος ἔσχε· πρὸς δὲ Μάξιμον Αἰμιλιανὸν κατὰ τὴν συμβολὴν τοῦ τ᾽ Ἴσαρος καὶ τοῦ Ῥοδανοῦ͵ καθ᾽ ἣν καὶ τὸ Κέμμενον ὄρος πλησιάζει τῶι Ῥοδανῶι· πρὸς δὲ Δομίτιον κατωτέρω ἔτι κατὰ τὴν συμβολὴν τοῦ τε Σούλγα καὶ τοῦ Ῥοδανοῦ. διέτειναν δὲ τὴν ἀρχὴν οἱ Ἀρουέρνοι καὶ μέχρι Νάρβωνος καὶ τῶν ὅρων τῆς Μασσαλιώτιδος͵ ἐκράτουν δὲ καὶ τῶν μέχρι Πυρήνης ἐθνῶν καὶ μέχρι ὠκεανοῦ καὶ Ῥήνου. Βιτυΐτου δὲ τοῦ πρὸς τὸν Μάξιμον καὶ τὸν Δομίτιον πολεμήσαντος ὁ πατὴρ Λουέριος τοσοῦτον πλούτωι λέγεται καὶ τρυφῆι διενεγκεῖν͵ ὥστε ποτὲ ἐπίδειξιν ποιούμενος τοῖς φίλοις τῆς εὐπορίας ἐπ᾽ ἀπήνης φέρεσθαι διὰ πεδίου͵ χρυσοῦ νόμισμα καὶ ἀργύρου δεῦρο κἀκεῖσε διασπείρων͵ ὥστε συλλέγειν ἐκείνους ἀκολουθοῦντας.» (Στράβων, Γεωγραφικά Δ’, 2,3).

Να δούμε μια αναφορά του Αππιανού σε Κέλτη Βιτοίτο:

«ὅτι οἱ Σαλύων δυνάσται, τοῦ ἔθνους ἡττηθέντος ὑπὸ Ῥωμαίων, ἐς Ἀλλόβριγας κατέφυγον. καὶ αὐτοὺς ἐξαιτοῦντες οἱ Ῥωμαῖοι στρατεύουσιν ἐπὶ τοὺς Ἀλλόβριγας οὐκ ἐκδιδόντας, ἡγουμένου σφῶν Γναίου Δομετίου. ᾧ παροδεύοντι τὴν τῶν Σαλύων ἐντυγχάνει πρεσβευτὴς Βιτοίτου βασιλέως τῶν Ἀλλοβρίγων, ἐσκευασμένος τε πολυτελῶς, καὶ δορυφόροι παρείποντο αὐτῷ κεκοσμημένοι καὶ κύνες: δορυφοροῦνται γὰρ δὴ καὶ πρὸς κυνῶν οἱ τῇδε βάρβαροι. μουσικός τε ἀνὴρ εἵπετο, βαρβάρῳ μουσικῇ τὸν βασιλέα Βιτοῖτον, εἶτ᾽ Ἀλλόβριγας, εἶτα τὸν πρεσβευτὴν αὐτὸν ἔς τε γένος καὶ ἀνδρείαν καὶ περιουσίαν ὑμνῶν: οὗ δὴ καὶ μάλιστα ἕνεκα αὐτοὺς οἱ τῶν πρεσβευτῶν ἐπιφανεῖς ἐπάγονται. ἀλλ᾽ ὁ μὲν συγγνώμην αἰτῶν τοῖς Σαλύων δυνάσταις ἀπέτυχεν.» (Αππιανός, Ρωμαϊκά, Εκ της Κελτικής, 12).

Στη Βρετανία απαντάται ως: Bitu[cus], Bitilus (Λουτρό, 175-275 μ.Χ.), Bitupr […], (Chesters, Northumberland), Bitucus (Cirencester, Gloucestershire, Duo Nomina – Fl[au]ius Biticus), Bitudacus (Λέστερ, 45-65 μ.Χ.), Bitu […] (Υόρκη).

Έπεται συνέχεια:

Διας- = (Κέλτικο) Dias/Dia, κ.λπ.

Ένα κοινό κελτικό στοιχείο σε ονόματα προσώπων είναι το Διας, όπως Diastus στη Γαλατία (Aguilée), Diastumarus στη Slovania (Τρωαδίτης) Diassumarus στην Ουγγαρία (Dunaujvaros) , Diablintes, Diarilos, Diasulos κ.λπ.

Δαλη- = (Κέλτικο) Νταλί, Ντάλα, Νταλού κ.λπ.

Το «θρακικό» στοιχείο Δαλη-/Δαλα- κλπ., έχει συνδεθεί από καιρό με τα ηπειρωτικά κελτικά ονόματα προσώπων Dali, Dala, κ.λπ.

     -πορις = (στεριανό Κέλτικο) Porios, Porius κ.λπ.

 

     Porius  (νησιωτικό Κέλτικο) (= στενός τόπος)

 

     –Κενθος = (Κέλτικος) Cintus, Cintu- κ.λπ.

Είναι ένα από τα πιο κοινά στοιχεία «Θρακικών» ονομάτων, αλλά να συγκριθεί με τα κελτικά ονόματα Κιντος, Cintetra, στη Θράκη, Cinturetus στη Γαλατία, Cintugenus  – στο Bordeaux, στη Budapest και στη Bad Deutsch Altenburg, Cintusmia  (Dijon), Cintulus (Αυστρία) , κ.λπ.

 

–Ζενις = (Κέλτικος) –genus/-gnos κ.λπ.

Το «Θρακικό» στοιχείο που εμφανίζεται ως το δεύτερο στοιχείο στην ένωση PN Βρειζενις από την επιγραφή Pizos, είναι από τα πιο κοινά στοιχεία κελτικής ονομασίας, που βρέθηκε σε κελτικούς pn από γαλλοελληνικές, γαλλοετρουσκικές, λατινικές και Ogham επιγραφές σε όλη την Ευρώπη, από τη Θράκη έως την Ιρλανδία.

 

Το ίδιο ισχύει και για τα άλλα στοιχεία για ονόματα από την επιγραφή Pizos.

Αυλου- = (Κέλτικο)  Aulo-, Allo-

Το κελτικό στοιχείο βρίσκεται επίσης στα ονόματα προσώπων με το Aulia, Auliacus κ.λπ., από το κελτικό αλλο- («άλλο, δεύτερο», W all-, πρόθεμα). Ακόμα ως πρώτο στοιχείο σε κελτικά σύνθετα ονόματα, όπως λ.χ.:  Allobroxus, Alloboesius (Falileyev), Allocnos (Bergame, Ιταλία) κ.λπ.

Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, το «Θρακικό» στοιχείο  Aulou- (var. Aulo-, Allos- κ.λπ.) βρίσκεται ως το πρώτο συστατικό σε σύνθετα ονόματα όπου το δεύτερο στοιχείο σχηματίζεται από τα προαναφερθέντα (Κέλτικο ) στοιχεία –ζενις (= Αυλουζενις) – στη Μεσαμβρία, στο Παζάρτζικ, στο Μπορίσοβγκραντ, και σε άλλες επιγραφές από τον Πίζο, και επιγραφές από το Μπουργκάς, τον Τζάμπολ, το Χαρμάνλι, την Προβαδία, τη Γκλάβα Πάνεγκα, τη Φιλιππούπολη, τη Νέα Ζαγόρα, τη Στάρα Ζαγόρα και το Καζανλούκ, ή –πορίς ( = Αυλουπορις) – στο Chirpan, το Aptaat (Δομβρουτζά), και σε άλλες επιγραφές από τον Pizos και επιγραφές από Provadia, Harmanli, Madara και Plovdiv.

Δυτου- = (Κέλτικο) Dudio, Duta (Και Κέλτικα: Pn’s- Dudenis, Dutaius- Holder μ.Χ.).

Вραση- = (Κέλτικο) Brasi- (Επίσης στα Brasidia, Brasus, Brasenus κ.λπ.).

Βρει- = (Κέλτικο) Βρει-, Bri-.

Το «Θρακικό» στοιχείο εμφανίζεται συχνότερα ως μέρος της σύνθετης ονομασίας διπλού στοιχείου Βρειζενις/Βριζενις- στα Chirpan, Harmanlii, Plovdiv και Pazardjik και σε δύο άλλες επιγραφές της τοποθεσίας Pizos, που αντιστοιχεί ακριβώς στο Κέλτικο όνομα διπλού στοιχείου από τη Βρετανία- Brigenus.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στα «Θρακικά» σύνθετα ονόματα όπως Αυλουζενις Β[ρ]ειζενε(ος) και Βρειζενις Βειθυος από την τοποθεσία Pizos ή Μουκαπορις Βρι(ζενεος) από το Chirpan, όλα τα συστατικά του ονόματος σε τα τετραπλά σύνθετα ονόματα είναι κελτικά στοιχεία καταγεγραμμένα σε επιγραφές από τη Θράκη, τη Δακία, τη Γαλικία, την Παννονία, το Noricum, την Ιταλία, τη Γαλατία, τη Βρετανία και την Ιρλανδία (Βλέπε επίσης Αυλού-, Βειθυ-, Μουκα-).

Από τα ονόματα προσώπων της επιγραφής Pizos, τα οποία περιέχουν «τα πιο κοινά στοιχεία των Θρακικών ονομάτων» και τα οποία «αποδεικνύουν ότι ένας καθαρός Θρακικός πληθυσμός κατοικούσε σε αυτήν την περιοχή», το 92% είναι καλά τεκμηριωμένα στοιχεία κελτικής ονομασίας, καταγεγραμμένα τόσο δτη νησιωτική όσο και στην ηπειρωτική Κέλτικη και σε κλασικές ιστορικές πηγές. (Από τα άλλα δύο στοιχεία το Epta- περιέχει το όνομα μιας τοπικής θεάς , και στο τελευταίο στοιχείο –τραλις αντικατοπτρίζεται πιθανώς στο κελτικό (ιρλανδικό) tráill -ένας συνολικός, διακομιστής χρόνου-Dineen).

Το γεγονός ότι οι Βούλγαροι Θρακολόγοι συνεχίζουν να επιμένουν ότι δεν υπήρξε ποτέ Κέλτικη παρουσία στο έδαφος της σημερινής Βουλγαρίας, παρά τις εκτεταμένες αρχαιολογικές, ιστορικές και νομισματικές αποδείξεις για το αντίθετο, οδήγησε σε «φαινόμενο ντόμινο» σε άλλους κλάδους, συμπεριλαμβανομένης της γλωσσολογίας. Η συνεχιζόμενη επιμονή ότι η Θράκη κατοικούνταν από ομοιογενή θρακικό πληθυσμό κατά την προρωμαϊκή περίοδο σήμαινε ότι οι γλωσσολόγοι στην περιοχή αυτομάτως υπέθεσαν ότι όλα τα «γηγενή» ονόματα προσώπων είναι Θρακικά.

Ωστόσο, είναι απολύτως σαφές ότι οι μελέτες για τη Θρακική (/Δακική) γλώσσα στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία από τη δεκαετία του 1950 περιλάμβαναν συστηματικά όχι μόνο Θρακικά ονόματα προσώπων, αλλά και αυτά των Θρακών Κελτών. Το γεγονός ότι το σύνολο των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν από τους γλωσσολόγους για να βγάλουν συμπεράσματα για τη γλώσσα των Θρακών περιλάμβανε μεγάλη ποσότητα κελτικών ανθρωπωνυμικών (και τοπογραφικών) στοιχείων, έχει μολύνει λογικά όλες αυτές τις έρευνες, καταλήγοντας έτσι στα συμπεράσματα που βασίζονται σε αυτά τα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένης της Ινδοευρωπαϊκής φύσης της Θρακικής γλώσσας, και αυτή η «γκάμα» των ερευνών είναι σήμερα άκυρη καθότι οι μελέτες που εκπονήθηκαν εξυπηρετούσαν προπαγανδιστικούς στόχους χωρίς σεβασμό στην τήρηση των κανόνων της επιστημονικής δεοντολογίας.

Θράκες, σε διακόσμηση θρακικού τάφου

Τα ανωτέρω κείμενα περί ΚΕΛΤΩΝ και ΘΡΑΚΩΝ/ΔΑΚΩΝ κ.λπ., είναι δανεισμένα από το διαδικτυακό Journal of Celtic Studies in Eastern Europe and AsiaMinor (https://balkancelts.wordpress.com/tag/dacian-inscriptions/), είναι πλούσια σε πηγές και με ενδιαφέρουσα εικονογράφηση. Τα όσα λένε, εν συνόψει είναι τα εξής:

1) Στη Θράκη το μεγαλύτερο ποσοστό των στρατιωτών των ρωμαϊκών λεγεώνων, τότε που κατάκτησαν τη Δακία και τις λοιπές χώρες, ήταν Κέλτες.

2). Πλείστα τοπωνύμια και ονόματα προσώπων, τα οποία οι σύγχρονοι Ρουμάνοι και Βούλγαροι προπαγανδιστικά σε «μελέτες» τους τα παροσίασαν ως Θρακικά ή Δακικά, δεν είναι τέτοια, αλλά Κέλτικα.

3) Το όνομα του ηγεμόνα των Δακών Δεκεβάλου, τότε που κατακτήθηκε η Δακία από τους Ρωμαίους, είναι και αυτό Κέλτικο.

4) Τα ιστορικά και επιγραφικά «στοιχεία» αποκαλύπτουν την Κέλτικη παρουσία,στα νυν Βαλκάνια, από τους προχριστιανικούς αιώνες, μέχρι και τρεις αιώνες μετά Χριστόν.

5) Τούτες οι διαπιστώσεις-αποκαλύψεις θέτουν επί τάπητος το θέμα αναθεώρησης των κυρίαρχων (δήθεν επιστημονικών) απόψεων σε ό,τι αφορά στην… θρακική καταγωγή των Βαλκάνιων Σλάβων, στην (δήθεν) διαδικασία του εκλατινισμού και εκρωμαϊσμού πληθυσμών της Βαλκανικής, με συνέπεια τον γλωσσικό εκλατινισμό τους και την «εθνογέννηση» (δήθεν) λατινόφωνων Βλάχων κ.λπ. στα Βαλκάνια.

Όλα τούτα έχει αποκαλύψει με ιστορικογεωγραφικές και εθνολογοανθρωπολογικές έρευνες και μελέτες ο Πισοδερίτης ιστοριοδίφης αείμνηστος Σωκράτης Ν. Λιάκος, ήδη από τις δεκαετίες του 1950 και 1960 και στη συνέχεια, και να τώρα μετά τον θάνατό του το 2000, έρχεται η σοβαρή επιστημονική έρευνα και δικαιώνει μέχρι κεραίας τις αποκαλύψεις του. Στις εξαιρετικές πραγματείες του αποκάλυπτε τα τοπωνύμια της Μακεδονίας πώς και γιατί είναι Κέλτικά και όχι Σλάβικα ή Βουλγάρικα, και οι ειδήμονες με τα «ντοκτοράτα» ανθυπομειδιούσαν για τις ιστορικές… απρέπειες του σπουδαίου Βλάχου της Μακεδονικής γης.

Επειδή, όμως, και η αρμάνικη-βλάχικη γλώσσα των Ελληνοβλάχων, κατά την επικρατούσα και κυρίαρχη άποψη «είναι λατινογενής» (αφήνω τους ανοήτους και τους «επαγγελματίες εθνικόφρονες» που μιλούν ή γράφουν για ιδιώματα και διαλέκτους και άλλες παρόμοιες ανοησίες, τέτοια ξέρουν τέτοια λένε…), καταθέτω –και κλείνω με αυτό– ένα βασικό από τα πολλά τεκμήρια που υπάρχουν και αποδεικνύουν ότι η αρμάνικη-βλάχικη είναι γλώσσα λείψανο της γλώσσας των (βάρβαρων) Πελασγών, μητέρα της λατινικής και της Ομηρικής ελληνικής, κι αυτό είναι η πελασγική επιγραφή της Λήμνου, του 510 π.Χ.

ΠΕΛΑΣΓΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ – Επιτύμβια στήλη Καμινίων Λήμνου (510 π.Χ.)

σε πελασγική γλώσσα. Βλάχικα = Πελασγικά

     «Η Επιτύμβια στήλη των Καμινίων Λήμνου: Η dott. Φιλόλογος κ. Ευαγγελία Χ. Λιάπη δημοσίευσε ενδιαφέρουσα μελέτη για τη στηλη των Καμινίων, την οποία παραθέτουμε. Πολλά ακόμα ενδιαφέροντα άρθρα στο ιστολόγιό της http:// kokkinovraxos.blog spot.com/:

     –Tο 1885, οι αρχαιολόγοι Cousin και Durrabach της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, εντόπισαν μέσα σ’ έναν σωρό από πέτρες, εκεί που κάποτε υπήρχε μια παλιά μικρή εκκλησία του Άγιου Αλεξάνδρου, στο Σώκαστρο, στα Καμίνια της Λήμνου, μια επιτύμβια στήλη. Η ξεχασμένη στήλη αποτελούσε για χρόνια δομικό υλικό της εκκλησίας και η είδηση που θα δημοσιευθεί το 1886 στο Δελτίο1 της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών θα προκαλέσει γρήγορα το ενδιαφέρον των επιστημόνων. Το ενδιαφέρον συγκεντρωνόταν στη γλώσσα των δυο επιγραφών που υπήρχε στη στήλη και στην ανάγνωση της.

     Παραδόξως όμως λίγο μετά τη δημοσίευση και πριν οι επιστήμονες ασχοληθούν μεθοδικά με τις επιγραφές, η επιτύμβια στήλη θα εξαφανιστεί, για να εντοπιστεί λίγα χρόνια αργότερα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

     Εκεί θα την εντοπίσει το 1905 ο Καμιώτης Αργύρης Μοσχίδης, να πωλείται σε κάποιο παλαιοπωλείο της Αλεξάνδρειας. Θα πείσει τον εύπορο γιατρό και ιστορικό Βασίλειο Αποστολίδη να την αγοράσει. Ο Βασίλειος Αποστολίδης εκτιμώντας τη μεγάλη αξία της στήλης και επειδή δεν εμπιστευόταν πια η στήλη να επιστρέψει στο νησί, για μεγαλύτερη ασφάλεια, τη δώρισε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Ο Βασίλης Αποστολίδης ήδη από το 1886 είχε ασχοληθεί με τη μελέτη της επιγραφής. Το 1901 εισηγήθηκε σε συνέδριο στην Αθήνα ομιλία με θέμα την επιγραφή των Καμινίων με τίτλο: Origine asianique des iscriptions prehelleniques del’ile de Lemnos (Η ασιατική καταγωγή των προελληνικών επιγραφών της νήσου Λήμνου). Το ίδιο και το 1903 στο Κάιρο αυτή τη φορά ενώ το 1905 έγινε ανατύπωση των εισηγήσεών του στα παραπάνω συνέδρια. Αξιοσημείωτο πάντως είναι το γεγονός ότι ο Βασίλης Αποστολίδης δημοσιεύει τις εισηγήσεις του την ίδια χρονιά που βρίσκεται η επιγραφή στην Αίγυπτο και ότι αυτός την αγοράζει για να τη δωρίσει στο τέλος στο ελληνικό κράτος.

     Η στήλη των Καμινίων ή στήλη της Λήμνου όπως συχνά αναφέρεται, είναι μια ορθογώνια πλάκα από πωρόλιθο, με διαστάσεις 95 x 40 εκ. και πάχος 14 εκ και απεικονίζει το προφίλ ενός βραχυκέφαλου πολεμιστή που κρατά σφικτά στην παλάμη του το δόρυ και την ασπίδα του. Πάνω στη στήλη υπάρχουν δυο επιγραφές (η μία βρίσκεται οριζόντια γύρω από το κεφάλι του πολεμιστή και η άλλη κάθετα στην πλάγια στενή πλευρά της) από διαφορετικούς χαράκτες και απαρτίζονται από 198 γράμματα που σχηματίζουν 33 λέξεις. Το αλφάβητο που χρησιμοποιείται είναι το ελληνικό. Η στήλη από τους αρχαιολόγους χρονολογήθηκε ότι ανήκει στο δεύτερο μισό του VΙ π.Χ. αιώνα.

     Η επιτύμβια στήλη φέρεται να συνδέεται άμεσα με τους τέσσερις συλημένους τάφους που υπάρχουν κοντά στο σημείο εύρεσής της, στην κορυφή του λόφου και που οι ντόπιοι ονομάζουν γούρνες και για αιώνες χρησιμοποιούσαν για να ποτί-ζουν τα ζώα τους.

     Η επιτύμβια στήλη των Καμινίων θα μπορούσε να αποτελεί ένα τυχαίο γεγονός. Κάποιος ξένος να πέθανε, να ενταφιάστηκε και να τιμήθηκε στο νησί σύμφωνα με τα έθιμά του. Ο ισχυρισμός αυτός κατέρρευσε με την εύρεση το 1928 από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή τεσσάρων επιγραφών σε θραύσματα αγγείων τοπικής αγγειοπλαστικής στην ίδια άγνωστη γλώσσα, στην αρχαία Ηφαιστεία. Τότε υποστηρίχτηκε η μόνιμη εγκατάσταση στο νησί ενός λαού που χρησιμοποιούσε το ελληνικό αλφάβητο για να εκφράσει τη γλώσσα του. Αλλά ακόμα και αυτή η μαρτυρία θα μπορούσε να είναι τυχαία και τα αγγεία με τις επιγραφές να ήταν αφιερώματα επισκεπτών. Το ενδιαφέρον των επιστημόνων στράφηκε στο γεγονός ότι στις δύο λημνιακές επιγραφές της στήλης ενώ έχει χρησιμοποιηθεί το ελληνικό αλφάβητο η γλώσσα δεν έχει ομοιότητες με άλλες γνωστές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες όπως αναφέρουν και ότι παρουσιάζουν ομοιότητες με τις ετρουσκικές επιγραφές.

     Έτσι σχετικά γρήγορα όλοι οι γλωσσολόγοι (Bugge, Pauli, Deeke, Morati, Lattes) απέδωσαν τις επιγραφές στην ετρουσκική επιγραφία βασιζόμενοι στις εξής ομοιότητες: | […]

     Από όσους ασχολήθηκαν με τις δυο επιγραφές μόνο ο Breal θεωρεί τη γλώσσα θρακική ενώ ο Βασίλης Αποστολίδης που την είχε για αρκετό διάστημα στην κατοχή του και τη μελέτησε θεωρεί ότι η πρώτη επιγραφή είναι φρυγική και η πλαϊνή καρική. || *Έχουν περάσει πάνω από 120 χρόνια από την εύρεση των δυο επιγραφών και οι επιστημονικές έρευνες εξακολουθούν να οδηγούν σε αδιέξοδο ως προς την ανάγνωση της γραφής. Η μεγαλύτερη όμως και αναπάντητη απορία είναι ποιος άραγε ήταν αυτός ο λαός που για να εκφραστεί και για να μνημονεύσει έναν νεκρό πολεμιστή του, έστω έναν ήρωα του, δανείζεται ένα ξένο αλφάβητο.

     *Το 1993 στα Πρακτικά του 33ου Συνεδρίου «Μελέτες στη Μεγάλη Ελλάδα» που έγινε στο Τάραντα της Ιταλίας αξιολογήθηκαν στο σύνολο τους οι «τυρρηνικές» επιγραφές της Λήμνου. Τα θραύσματα αγγείων είχαν βρεθεί στα 1937-1939 στα Καβείρια της Λήμνου στη θέση Χλόη. Τα θραύσματα των αγγείων σχετίζονται με το β’ μισό του VI π.Χ. αιώνα και συγκεκριμένα με τη λεηλασία και καταστροφή του νησιού από τους Πέρσες γύρω στα 512-511 π.Χ.

     *Η συζήτηση στο Συνέδριο του 1993 επικεντρώθηκε στη σχέση που έχει η λημνιακή λέξη novaisma που ήταν σημειωμένη στο λαιμό μιας οινοχόης που βρέθηκε στο ιερό των Καβείρων με την ετρουσκική λέξη aisma που σημαίνει θεϊκό και υπογράμμισε στους δεσμούς που τις συνδέουν. Λίγα χρόνια όμως αργότερα μια έρευνα που έγινε στην Ιταλία θα επιβεβαιώσει τους δεσμούς.

     *Στην Ευρωπαϊκή Συνδιάσκεψη του 2007 της European Society of Human Genetics που έγινε στη Νίκαια της Γαλλίας, ο Ιταλός καθηγητής Γενετικής Alberto Piazza του Πανεπιστημίου του Τορίνο παρουσίασε τα αποτελέσματα της διεθνούς13 έρευνας που έγινε με θέμα τη μετανάστευση των λαών με τη βοήθεια της Γενετικής.

     *Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, οι Ετρούσκοι που για πολλούς αιώνες είχαν ταλαιπωρήσει τους ερευνητές, ιστορικούς και αρχαιολόγους δικαίωσαν τον Ηρόδοτο που τους ήθελε να έχουν έρθει από την αρχαία Λυδία αλλά και όλους αυτούς τους επιστή-μονες που συνέδεσαν τους Λημνιούς Τυρρηνούς Τυρσηνούς με τους Ετρούσκους.

     *Η έρευνα έγινε σε δείγματα γενετικού υλικού (DNA). Από την Ιταλία επιλέχτηκαν οι περιοχές της Τοσκάνης και της Ούμπριας και αυτό δεν έγινε τυχαία. Οι επιστήμονες της Γενετικής στην ουσία ακολούθησαν τα ίχνη των Ετρούσκων. Πήραν δείγματα από περιοχές οι οποίες αναφέρονται ως τόποι διαμονής των Ετρούσκων μέχρι τον VI π.X. αιώνα που χάνονται οριστικά τα ίχνη τους.

     Η ομάδα του Alberto Piazza πήρε δείγματα από εθελοντές από την Volterra (116 άτομα), Murlo (86 άτομα) και από την κοιλάδα του Casentino (61 άτομα), γιατί εκεί στην περιοχή που εκτείνεται από τον Άρνο ως τον Τίβερη, υπήρξαν οι πιο σημαντικές πόλεις των Ετρούσκων.

     *Τα δείγματα πάρθηκαν με συγκεκριμένα κριτήρια, όπως το επώνυμο των εθελοντών, το οποία έπρεπε να είναι αποκλειστικά της περιοχής και να διέμεναν στην περιοχή τους για περισσότερο από τρεις γενεές. Τα συγκεκριμένα δείγματα των κατοίκων της Volterra, του Murlo και της κοιλάδας του Casentino τα συνέκριναν με δείγματα 1.264 ατόμων, 263 από τη Τοσκάνη, σε 306 από τη Βόρεια Ιταλία, 359 από νότιες περιοχές των Βαλκανίων και τα Μικρασιατικά παράλια, 60 από τη Λήμνο και 276 από τη Σικελία και τη Σαρδηνία.

     Από την έρευνα αποδείχτηκε πως τις μεγαλύτερες συγγένειες οι κάτοικοι της Volterra του Murlo και της κοιλάδας του Casentino δεν τις είχαν με το γενετικό υλικό άλλων κατοίκων της Ιταλίας ακόμα και της Τοσκάνης και της Ούμπριας, αλλά με το DNA κατοίκων της Λήμνου και της Σμύρνης.

     Η έρευνα βασίστηκε στο χρωμόσωμα Y το οποίο μεταφέρεται από πατέρα σε γιο, ενώ μια άλλη παράλληλη έρευνα στηρίχθηκε στο μιτοχονδριακό DNA, το οποίο πηγαίνει από μητέρα σε κόρη.

     To 2004 το Πανεπιστήμιο της Φεράρας (Università di Ferrara) διεξήγαγε μια έρευνα με γενετικό υλικό που πήρε από ετρουσκικούς τάφους το οποίο σύγκρινε με εκείνο των πληθυσμών της Ανατολής. Τα αποτελέσματα συνέδεσαν τους Ετρούσκους για μια ακόμα φορά με την Ανατολή. Μια τρίτη έρευνα το 2007 έγινε από το Καθολικό Πανεπιστήμιο της Πιατσέντσα (Università Cattolica di Piacenza) σε σχέση με το DNA βοοειδών της Τοσκάνης. Τα αποτελέσματα απέδειξαν ότι η συγκεκριμένη ράτσα βοοειδών είχε σχέση με τα βοοειδή που υπάρχουν στη Λήμνο.

     Οι επιγραφές των Καμινίων και η έρευνα των Γενετιστών στην ουσία επιβεβαιώνουν τους ελληνικούς μύθους που θέλουν τους Αργοναύτες να οργώνουν την Μεσόγειο και να δημιουργούν μια σειρά από αποικίες.»

     Κάποιες παρατηρήσεις:

     Μυστήριο αποτελεί η εξαφάνηση της επιγραφής και η εύρεση της είκοσι χρόνια μετά στην Αίγυπτο. Μυστήριο για το ποιος ήταν αυτός που μετέφερε την επιγραφή στην Αίγυπτο και για ποιό σκοπό.

Το γεγονός ότι ο Α. Μοσχίδης στράφηκε στον Βασίλειο Αποστολίδη δεν ήταν τυχαίο. Ο Βασίλειος Αποστολίδης όταν είχε βρεθεί η επιγραφή το 1886 είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτή και είχε προσπαθήσει να τη χρονολογήσει και να τη μεταφράσει.

O Brandenstein πιστεύει ότι οι αποσπασματικές επιγραφές που βρήκε ο Alessandro Della Vita στην Ηφαιστεία ήταν Θρακικές και όχι Τυρρηνικές.

Το 1928 οι Ιταλοί αρχαιολόγοι στην Ηφαιστεία βρήκαν αποσπασματικές επιγραφές σε θραύσματα αγγείων της εγχώριας αγγειοπλαστικής. Αυτό ήταν ζωτικής σημασίας σπουδαιότητας, γιατί έτσι απέδειξαν ότι η γλώσσα μιλήθηκε πραγματικά στη Λήμνο και ότι η Στήλη δεν ήταν εισαγόμενη από κάποιο άλλο σημείο της Μεσογείου.

Το 1928 ο Alessandro Della Seta ανακάλυψε στην Ηφαιστεία τέσσερις επιγραφές σε θραύσματα αγγείων στην ίδια γλώσσα με τη στήλη των Καμινίων. Della Seta, ”Iscrizioni tirreniche di Lemno”, Scritti in onore di Nogara, Citta del Vaticano, 1937, pp. 119 ff. Ο Della Seta χρονολόγησε τις τέσσερις επιγραφές των αγγείων ανάμεσα στο VII και VI π.Χ. αιώνα.

Σύμπτωση να είναι άραγε το γεγονός ότι στη Λήμνο, σύμφωνα πάντα με τον Στράβωνα, υπήρχε περιοχή που την ονόμαζαν Εύβοια, 10,2,5 («και εν Λήμνω τόπος ήν Εύβοια»).

Το πρόβλημα με τη γραφή των Ετρούσκων εντοπίζεται στο γεγονός ότι όλα τα αποσπάσματα της γραφής τους που έχουμε έχουν χαρακτήρα ταφικό και επομένως είναι μονότονα, επαναλαμβανόμενα και πολύ σύντομα. Οι πληροφορίες που μας μεταδίδουν σχετίζονται με τα ονόματα των νεκρών, των θεών και των ηρώων τους, των ηλικιών των ενταφιασμένων και των συγγενικών τους σχέσεων. Αυτό δεν βοήθησε τους επιστήμονες στο να καταφέρουν να τη διαβά-σουν και να την κατανοήσουν.

Βουστροφηδόν: Ονομάστηκε έτσι επειδή ο τρόπος γραφής θυμίζει τον τρόπο που πηγαίνουν τα βόδια κατά το όργωμα.

Οι Έλληνες όπως και οι Ετρούσκοι έγραφαν αρχικά προς τα δεξιά, από το VΙ π.Χ. αιώνα όμως οι Έλληνες επέλεξαν να γράφουν προς τα αριστερά ενώ οι Ετρούσκοι συνέχισαν τη γραφή προς τα δεξιά.

Η στήλη του πολεμιστή της Λήμνου μοιάζει με εκείνη της Avele Feluske της Vetulonia στην Etruria. Όχι μόνο δείχνει την κεφαλή σε προφίλ, αλλά επίσης φέρει και δύο επιγραφές βουστροφηδόν.

Η γενετική έρευνα έγινε σε συνεργασία του Διευθυντή του Τμήματος Γενετικής του Πανεπιστημίου του Τορίνο Alberto Piazza και του Γενετιστή Luigi Cavalli Sforza του Πανεπιστημίου του Stanford της Καλλιφόρνιας.

Πιστεύω ότι η έρευνά μας δικαιώνει τον Ηρόδοτο και ότι οι Ετρούσκοι έφτασαν στην Ιταλία από την αρχαία Λυδία.

Τα δείγματα σε πρώτη φάση είχαν εξεταστεί και συνδεθεί γενετικά με το DNA δειγμάτων από οστά που είχαν βρεθεί σε ετρουσκικούς τάφους της περιοχής.

Γνωρίζαμε ήδη ότι τα άτομα που ζουν στην περιοχή της γενετικής έρευνας διαφέρουν γενετικά από τους γείτονες τους. Το Murlo και η Volterra είναι οι πιο σημαντικοί αρχαιολογικοί τόποι της Τοσκάνης και γνωρίζουμε ότι τα τοπωνύμια Murlo e Volterra και η τοπική διάλεκτος έχουν ετρουσκική καταγωγή). [Αυτά από την κ. Ευαγγελία Χ. Λιάπη].

Χωρίς να συμμερίζομαι τις απόψεις και ερμηνείες που έκαναν οι προηγούμενοι μελετητές στα δύο κείμενα της επιτύμβιας στήλης των Καμινίων Λήμνου, έτους 510 π.Χ., θα καταθέσω τη δική μου ανάγνωση και ερμηνεία, με βάση την αρμάνικη γλώσσα:

ΑΝΑΓΝΩΣΗ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΠΕΛΑΣΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΛΗΜΝΟΥ:

**(Α) Ηολαιεζ : ναφοθ : ζιαζι || μαραζ : μαF || σιαλχFειζ : αFιζ || εFισθο : ζεροναιθ || ζιFαι || Fαμαλασιάλ : ζεροναι : μοριναιλ || ακερ : ταφ : αρζιο

(Α΄) Ο λάϊ έζ ναφό ζιάζι || μαράζ μα β’ || σι αλ χ’β’ έιζ αφί ζ’ || ε φίσθο ζέρο ν’ άι {θ} || ζι β άι || φαμάλα σι αλ ζέρο ν’ άι μορί ν’ άι λ || α κέρ τάφ άρζιο

(Α΄΄) Ο λάϊ έζ[ι] ναφό[ρα] ζιάζι || μαράζ[ι] μα β[α] || σι αλ χ[α]β[α] έιζ αφί ζ’ || ε φίσθο ζέρο ν’ άι {θ} || ζι β άι || φαμάλα σι αλ ζέρο ν’ άι μορί ν’ άι λ || α κέρ[ου] τάφ[ου] άρζιο

(Α΄΄΄) Ο λάϊ, έσhι ναφόρâ. σhιάσι μâράζι, μα βα σhι άλ[ι] χâβấ. Έσhι, αφί ζι. Ε φίτσhιο, ζjιέρο ν’ άϊ {θ}. σhι β’ άϊ φâμάλια. σhι άλ ζjέρο, ν’ άϊ μορί. ν’ άι λα κέρου [ν] τάφου άρσου

(LAT.) O lai, eshi nafora. Shiasi marazi, ma va shi ali hâvấ. Eshi, afi zi. E fitshio, zjero n’ ai {θ}. Shi v’ ai fâmalia. Shi al zjero, n’ ai mori. N’ ai la keru [n] tafu arsu

(ΜΦΡ.) Ω μαύρε, βγες έξω. Έξι καημοί, μα θέλουν κι αυτοί τον καιρό τους. Βγες, είναι μέρα. Ε αγόρι, αναμμένο κάρβουνο δεν έχεις. Και θα έχεις οικογένεια. Και στ’ αναμμένο κάρβουνο, δεν έχεις πεθάνει. Δεν έχεις χαθεί σε τάφο καιγόμενος.

**(Β) ΗολαιFζι : φοκιασιαλε : ζεροζαιθ : εFισθο : το Fερομα || ρομ : Hαραλιο : ζιFαι : επτεζιο : αραι : τιζ : φοκε || ζιFαι : αFιζ : σιαλχFιζ : μαραζμ : αFιζ : αομαι

(Β΄) Ο λάϊ βζι φοκ ιάσι άλε ζέρο ζ αΐ{θ} ε φίσθο το βερό μά||ρομ χαρά λιο ζι β άϊ έπτε ζίο αράϊ τιζ φόκε || ζι β άϊ αφί ζ σι αλ χ’β’ ιζ μαράσμ αφί ζ αο μάϊ

(Β’’) Ο λάϊ βζι. φόκ[ου] ιάσι άλε ζέρο σ’ αΐ{τσ} ε φίτσο το βερό μάρο{μ} χαρά λιο[υ] ζι β’ άϊ [σ]έπτε ζίο αράϊ τιζ φόκε σι β’ άϊ αφί ζι αλ χ[α]β[ά] ιζ μάρασμ[α] αφί ζ[ι] αό μάϊ

(Β΄΄΄) Ο λάϊ, β[τ]ζι. φόκου ιάσι [ντ’] άλε ζjέρο[υ]. σ’ αΐ[τσ], ε φίτσhο, το βερό μάρο, χαρά λιου. σhι β[â] άϊ σhιέπτε ζίο[υε] αράϊ, τασ’ φόκ. σhι β[â] άϊ, αφί ζι, άλ’ χâβấ σhι μάρασμα. αφί ζι αό, μάϊ

(LAT.) O lai, v[t]zi. Foku iasi [di] ale zjeru. Sh’ ai[ts], e fitsho, to vero maro, hara liu. Shi v[a] ai shiepte zio[e] arai, tas fok. Shi v[a] ai, afi zi, al hâvấ shi marasma. Afi zi ao, mai

(ΜΦΡ.) Ω μαύρε, έφυγε. Φωτιά βγαίνει από το αναμμένο κάρβουνο. Κι εδώ, ε αγόρι, σε μεγάλη λίμνη, ο χάρος σου. Και θα έχεις επτά ημέρες δύσκολες, για [μες] τη φωτιά. Και θα έχεις, είναι ημέρα, για καιρό και τη θλίψη. Είναι ημέρα εδώ, μάνα.

[Α, Β: η γραφή ως έχει δημοσιευθεί || Α’, Β’: η γραφή από εμένα σε κανονικές λέξεις || Α’’, Β’’: η γραφή με όποιες «βελτιώσεις» || Α’’’. Β’’’: η γραφή με τις ίδιες λέξεις στη βλάχικη γλώσσα || ΜΦΡ: Η επί λέξει ακριβής ερμηνεία-μετάφραση της κάθε μιας από τις δυο γραφές].

Χωρίςκαμιά μεταβολή σε γράμματα και λέξεις, η Επιτύμβια στήλη των Καμινίων Λήμνου, πελασγικής γραφής, διαβάζεται με βάση την αρμάνικη-βλάχικη γλώσσα, και αποκαλύπτει δύο εξαίσια μοιρολόγια, επιτάφιους θρήνους, όμοιους με αυτούς που και σήμερα μοιριολογούν σε θανάτους νέων οι Βλάχες – Αρμάνες.

Υπενθυμίζω: «Σε Λυκικές, Καρικές και Ετρουσκικές γραφές συναντούμε πολλά ονόματα οικογενειακά ομοιάζοντα προς σημερινά Ελληνικά, καθά δεικνύει ο κάτωθι πρόχειρος πίναξ: Βέρας, Ζήκος, Ζούλας, Κατσής, Τσειτίνης, Τσέλος, Τζήντζος, Κούνος, Κούζης, Λιάρος, Νάζος, Ρεματζάς, Ρένεσης, Σέχος, Σίνας, Σουρής, Σούτσος, Τρίπος, Φάρος, Φαραός, Χάνος, Κουρούκλης, κ.λπ.» (Θωμόπουλου Ιακ., Πελασγικά [1912], εκδ. Πελεκάνος, Αθήνα 2007, σ. 565). – Σχεδόν όλα αυ-τά τα ονόματα τα βρίσκει κάποιος σήμερα σε Αρμάνους – Βλάχους, σε Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία και άλλες περιοχές, και αποτελούν πρόσθετο τεκμήριο απόδειξης ότι οι Βλάχοι είναι Πελασγικού γένους, ότι είναι οι Πρωτοέλληνες, είναι αυτοί που διέσπειραν τον αρχέγονο γλωσσικό πλούτο τους στα πέρατα της Οικουμένης.

Έτσι εξηγείται η γλωσσική συγγένεια απομακρυσμένων γεωγραφικά λαών σε διάφορες Ηπείρους, και καταρρίπτεται η ευφάνταστη θεωρία περί Ινδοευρωπαίων των μυθομανών, που δεν είναι πειστική ούτε πιστευτή.

ΠΙΝΑΚΑΣ: ΠΕΛΑΣΓΙΚΑ – ΑΡΜΑΝΙΚΑ [8 = ου]

Με τούτη την παρέκβαση δεν απομακρύνομαι από το θέμα, καθότι κατέθεσα «πράγματα» που στην πορεία θα δούμε πώς σχετίζονται με τους Σκλαβίνους/Σκλαβηνούς και Σκλάβους, όχι Σλάβους (!). Αλλά η συνέχεια σε επόμενες ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ… ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ…, μέχρι την ολοκλή-ρωση του θέματός μας: ΣΚΛΑΒΟΙ, ΣΚΛΑΒΗΝΟΙ ή ΣΚΛΑΒΙΝΟΙ – Η ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΗ «ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΛΑΒΩΝ» ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ…, καθότι οι Σκλαβίνοι/Σκλαβηνοί ή Σκλάβοι (και οι πολύ-ώνυμες φυλές τους) ήταν Γ έ τ ε ς, οι οποίοι κατά τις παλαιές μαρτυρίες ήταν Έλληνες, όπως έως τώρα προκύπτει από τόσες και τόσες κομιζόμενες πρωτογενείς πηγές!… Υπομονή…

—————–

*Γιώργης Σ. Έξαρχος /  Συγγραφέας – Ερευνητής / Βιογραφικό – Κάνετε κλικ

———————

Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ

banner-article

Ροη ειδήσεων