«Υπάρχουν μέρες που χρειάζεται να κατέβουμε στο κέντρο για να πάμε στο νοσοκομείο, στο φαρμακείο, να συναντήσουμε δικηγόρο. Εκανα χειρουργική επέμβαση εδώ στην Ελλάδα και πρέπει να παρακολουθούμαι τακτικά από γιατρό. Στη νέα δομή υπάρχει γιατρός μόνο τις πρωινές ώρες. Για όλα αυτά χρειάζεται να μετακινούμαστε στο Βαθύ και χρήματα δεν υπάρχουν. Μέσα στο καμπ δεν υπάρχει σουπερμάρκετ, το γεύμα που μοιράζουν μέσα ούτε τρώγεται ούτε αρκεί. […] Τραγική ήταν η κατάστασή μας πριν στο παλιό καμπ και τώρα στη νέα δομή είναι πάλι τραγική – πολλές φορές σκας, πνίγεσαι κλεισμένος εκεί μέσα».
Η εμπειρία μιας οικογένειας Κούρδων προσφύγων από τη ζωή στη νέα προσφυγική δομή της Σάμου, όπως την καταγράφει το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ) σε αναφορά του για τους δύο πρώτους μήνες λειτουργίας της δομής, διαψεύδει την ωραιοποιημένη εικόνα που μετέφερε την περασμένη εβδομάδα ο πρωθυπουργός στην απάντησή του στην Ολλανδή δημοσιογράφο Ινγκερμποργκ Μπέγκελ στη γνωστή συνέντευξη Τύπου με τον Ολλανδό πρωθυπουργό στο μέγαρο Μαξίμου.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης, που επέμενε ατυχώς ότι η Ολλανδή δημοσιογράφος «δεν έχει πάει στη Σάμο», κάτι που το διαψεύδει η ίδια, μίλησε για «μια άψογη δομή, άψογες συνθήκες με τη χρηματοδότηση της Ε.Ε., με καθαρές εγκαταστάσεις, με παιδικές χαρές για να μπορούν να παίζουν τα παιδιά – δεν υπάρχει καμία σύγκριση με την κατάσταση στο παρελθόν».
Η πραγματικότητα παραπέμπει ωστόσο σε εφιαλτικές συνθήκες απομόνωσης, κοινωνικού αποκλεισμού και εγκλεισμού, καθώς η νέα δομή λειτουργεί περισσότερο σαν φυλακή, που περιβάλλεται με διπλό συρματόπλεγμα και φυλάσσεται όλο το εικοσιτετράωρο από 50 ένστολους ανά βάρδια, αστυνομικούς ή ιδιώτες φύλακες.
Η είσοδος και η έξοδος επιτρέπονται μόνο στο προβλεπόμενο ωράριο. Ο έλεγχος είναι εξαντλητικός, τόσο για τους διαμένοντες όσο και για επισκέπτες που παρέχουν υπηρεσίες: φυσική έρευνα, έρευνα σάκων, ανιχνευτής μετάλλων. Αν κάποιος δεν δώσει το «παρών» στην απογραφή, μπορεί να χάσει τη δυνατότητα διαμονής, το οικονομικό βοήθημα και τη σίτιση που παρέχεται. Οι διαμένοντες βρίσκονται υπό συνεχή επιτήρηση από κλειστό σύστημα παρακολούθησης που μεταδίδει βίντεο στην αστυνομία σε πραγματικό χρόνο.
Στην πραγματικότητα, η μετακίνηση αποθαρρύνεται ακόμη και εντός του ωραρίου. Η δομή απέχει περίπου 9 χιλιόμετρα από το κοντινότερο αστικό κέντρο, το Βαθύ, και περίπου 11 χιλιόμετρα από το νοσοκομείο. Το εισιτήριο του λεωφορείου στοιχίζει 1,60 ευρώ ανά διαδρομή, 3,20 ευρώ με επιστροφή, ποσό που ξεπερνά την ημερήσια χρηματική ενίσχυση των 2,5 ευρώ που αναλογεί σε κάθε πρόσφυγα, ή του 1,75 ευρώ για μέλη μιας τετραμελούς οικογένειας.
«Η επιβολή διεξαγωγής όλων των εκδηλώσεων της ζωής των ανθρώπων αυτών εντός μιας κλειστής δομής, στο πλαίσιο αυστηρού προγραμματισμού και ελέγχου, συνεπάγεται την απουσία ιδιωτικής ζωής, την καταστροφή της ταυτότητας και της αξιοπρέπειάς τους», σημειώνει το ΕΣΠ και κάνει λόγο για πολιτική στέρησης της ελευθερίας και προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.