Δεδομένου ότι τα περισσότερα εμβόλια χάνουν, με την πάροδο του χρόνου, μέρος της αποτελεσματικότητάς τους να προλαμβάνουν και να προστατεύουν από τις μικροβιακές λοιμώξεις, αποτελεί πάγια ιατρική πρακτική η καταφυγή σε έναν ή περισσότερους «υπενθυμιστικούς» εμβολιασμούς. Σε αυτή την κρίσιμη φάση της πανδημίας του κορονοϊού, ένα καίριο ερώτημα είναι: Χρειάζεται όντως όσοι είναι ήδη εμβολιασμένοι να υποβληθούν στην τρίτη ενισχυτική δόση κι αν ναι, μετά από πόσο ακριβώς χρόνο;
Στην περίπτωση των εγκεκριμένων εμβολίων κατά του κορονοϊού, η ανάγκη μιας τρίτης ενισχυτικής δόσης από ένα εμβόλιο εξαρτάται, εκτός από τον χρόνο της εμβολιακής ανοσίας που αυτό μας παρέχει, από την οξύτητα της επιδημικής κρίσης και από την εμφάνιση νέων, πιο απειλητικών παραλλαγών. Πάντως, όπως θα δούμε, κάθε άλλο παρά ομοφωνία υπάρχει μεταξύ των ειδικών σχετικά με την ανάγκη προσφυγής άμεσα σε μια τρίτη ενισχυτική δόση για όλα ανεξαιρέτως τα άτομα που έχουν εμβολιαστεί πλήρως.
Tο να γνωρίζουμε την ακριβή διάρκεια της ανοσίας που μας παρέχουν τα διαθέσιμα εμβόλια κατά του κορονοϊού αποτελεί ένα αποφασιστικό στοιχείο για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε όχι μόνο την τρέχουσα πλανητική δυναμική της νόσου Covid-19, αλλά και το πώς θα εξελιχθεί η επιδημία στις χώρες της Δύσης που έχουν ήδη εμβολιάσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους. Παρά τις πολυάριθμές επιδημιολογικές και κλινικές έρευνες, δεν διαθέτουμε, για την ώρα, μια σαφή επιστημονική απάντηση στο ερώτημα πόσο χρόνο διαρκεί η προστασία των ήδη εμβολιασμένων ατόμων.
Πάντως, απ’ ό,τι φαίνεται, οι πιθανότητες λοίμωξης από τον κορονοϊό κυρίως των πιο ηλικιωμένων ατόμων που έχουν εμβολιαστεί πλήρως αυξάνονται έξι μήνες μετά την τελευταία δόση του εμβολίου. Αυτό συμβαίνει επειδή τα διαθέσιμα εμβόλια κατά της νόσου Covid-19 δεν είναι 100% αποτελεσματικά, ούτε και ασκούν την ίδια προστασία σε όλες τις ηλικίες και σε όλα τα άτομα που εμβολιάζονται. Ενα μάλλον ανησυχητικό γεγονός που διαπιστώθηκε φέτος, κατά το δεύτερο καλοκαίρι της πανδημίας, όταν όλο και πιο συχνά άρχισαν να εμφανίζονται σε πλήρως εμβολιασμένα άτομα κρούσματα επαναμόλυνσης από τον κορονοϊό και, σπανιότερα, ήπια περιστατικά νόσησης από Covid-19.
Η πρώτη χώρα που το διαπίστωσε και σήμανε τον κίνδυνο ήταν το Ισραήλ, που είναι από τις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμών αντι-Covid, αφού από μήνες έχει εμβολιάσει πλήρως το 78% του πληθυσμού άνω των 12 ετών. Παρ’ όλα αυτά, στις αρχές του προηγούμενου καλοκαιριού, οι ισραηλινές επιδημιολογικές έρευνες έδειξαν σαφώς ότι η αποτελεσματικότητα του εμβολίου Pfizer-BioNTech στο να προστατεύει τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών από τις πιο σοβαρές λοιμώξεις είχε μειωθεί τους τελευταίους έξι μήνες από το 95% περίπου στο 60%.
Αυτό σημαίνει ότι, ενώ αρχικά ο κίνδυνος για τους πλήρως εμβολιασμένους υπερήλικες να μολυνθούν ή να νοσήσουν σοβαρά ήταν 25 φορές μικρότερος από ό,τι οι ανεμβολίαστοι υπερήλικες, μετά από 6 μήνες ο ίδιος κίνδυνος ήταν «μόνο» 2,5 φορές μικρότερος!
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα νέα δεδομένα και για να αποφύγει τα καταστροφικά για τη χώρα λοκντάουν, η κυβέρνηση του Ισραήλ ξεκίνησε αμέσως ένα νέο πρόγραμμα εμβολιασμών για τη χορήγηση σε όλους της τρίτης «ενισχυτικής δόσης» εμβολίου: αρχίζοντας τον Αύγουστο από τους υπερήλικες (άνω των 65 ετών), συνέχισε με τους μεσήλικες, για να περάσει, κατόπιν, στους ενήλικες και τους εφήβους – έτσι πριν από μία εβδομάδα είχε ήδη εμβολιαστεί με την τρίτη δόση πάνω από το 40% του πληθυσμού.
Δεδομένου ότι τα περισσότερα εμβόλια χάνουν με την πάροδο του χρόνου μέρος της ικανότητάς τους να προλαμβάνουν τις λοιμώξεις και να προστατεύουν τους εμβολιασμένους, αποτελεί πάγια ιατρική πρακτική η καταφυγή σε έναν ή περισσότερους υπενθυμιστικούς εμβολιασμούς.
Αυτό που, μεταξύ άλλων, διαφοροποιεί τα διάφορα εμβόλια που υπάρχουν για την αντιμετώπιση του ίδιου λοιμωξιογόνου μικροοργανισμού είναι ο χρόνος που μεσολαβεί για την επαναληπτική δόση, ο οποίος δεν είναι πάντα σταθερός αλλά εξαρτάται από τον τύπο του εμβολίου, από την οξύτητα της επιδημικής κρίσης και από τις νέες παραλλαγές του μικροοργανισμού. Για παράδειγμα, υπάρχουν τα αντιτετανικά εμβόλια που απαιτούν μία επαναληπτική δόση κάθε 10 χρόνια, αλλά και τα εμβόλια κατά του ιού της γρίπης που πρέπει να γίνονται κάθε χρόνο.
Ειδικά στην περίπτωση των τριών εμβολίων που συνήθως χρησιμοποιούνται κατά του κορονοϊού, αυτά της Pfizer-BioNTech, της Moderna και της AstraZeneca, η ανάγκη για μια επιπρόσθετη ενισχυτική δόση εξαρτάται, εκτός από τον χρόνο της εμβολιακής ανοσίας που το κάθε εμβόλιο παρέχει, από την οξύτητα της επιδημικής κρίσης τοπικά και βέβαια από την εμφάνιση ή όχι νέων, πιο απειλητικών παραλλαγών.
Τα φαινόμενα επαναμόλυνσης των πλήρως εμβολιασμένων
Σύμφωνα με μια άλλη, πρόσφατη βρετανική έρευνα, η νόσος Covid-19 με τα παρατεταμένα για πολλούς μήνες συμπτώματα της μόλυνσης από τον κορονοϊό -που γι’ αυτό ονομάζεται «μακρά Covid-19»- μπορεί να εμφανιστεί όχι μόνο στα ανεμβολίαστα αλλά και στα πλήρως εμβολιασμένα άτομα, όταν τα δεύτερα μολύνονται εκ νέου από μία πιο επιθετική παραλλαγή του κορoνοϊού. Πρόκειται για τις λεγόμενες δευτεροπαθείς επαναλοιμώξεις (breakthrough), οι οποίες εμφανίζονται συχνότερα στα πιο ηλικιωμένα άτομα.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, που τον Σεπτέμβριο έκαναν τη σχετική προδημοσίευση στον διαδικτυακό τόπο «medRxiv» της Βρετανικής Υπηρεσίας Υγείας, ανέλυσαν τα ιατρικά στοιχεία από 10.024 εμβολιασμένους και 9.479 ανεμβολίαστους και επιβεβαίωσαν όσα είχαν διαπιστώσει μέχρι σήμερα πολλές άλλες μελέτες σε ολόκληρο τον πλανήτη: οι πλήρως εμβολιασμένοι φαίνεται πως διατρέχουν πολύ μικρότερο κίνδυνο από τους ανεμβολίαστους να νοσήσουν σοβαρά, να εισαχθούν σε μονάδες εντατικής θεραπείας ή να πεθάνουν από τις σοβαρές επιπλοκές της νόσου Covid-19.
Ομως, σύμφωνα με τη νέα βρετανική έρευνα, ο εμβολιασμός κατά του κορονοϊού των ατόμων που είναι άνω των 60 ετών δεν φαίνεται να μπορεί να τα προστατεύει από τα διάφορα σοβαρά συμπτώματα της λεγόμενης «μακράς Covid-19», όπως οι καρδιακές αρρυθμίες, οι πόνοι στις αρθρώσεις, ο διαβήτης τύπου 2, η ηπατική νόσος, οι διαταραχές του ύπνου, οι κρίσεις άγχους κ.ά.
Πρόκειται για τις περίφημες λοιμώξεις «breakthrough», δηλαδή τις λοιμώξεις από τον κορονοϊό ορισμένων ανθρώπων, παρά το γεγονός ότι είναι πλήρως εμβολιασμένοι. Είναι, ευτυχώς, σχετικά σπάνια φαινόμενα, που τουλάχιστον μέχρι τώρα πλήττουν κυρίως τα πιο ηλικιωμένα άτομα και σχετίζονται προφανώς με την προοδευτική μείωση της εμβολιαστικής προστασίας, μετά από 6 ή 8 μήνες από την ολοκλήρωση του εμβολιασμών.
Για να καταλάβουμε πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι τα αντισώματα που αρχίζει να παράγει το ανοσιακό μας σύστημα κατά του κορονοϊού -είτε μετά από φυσική νόσηση είτε μετά από εμβολιασμό- αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας του οργανισμού μας στην είσοδο των κορονοϊών από τη μύτη και το στόμα.
Ωστόσο, ο οργανισμός μας δεν μπορεί πάντα να παράγει εγκαίρως ή να διαθέτει διαρκώς υψηλά επίπεδα συγκέντρωσης αντισωμάτων εναντίον ενός μόνο λοιμωξιογόνου παράγοντα, π.χ. εναντίον του κορονοϊού SARS-CoV-2. Μια αδυναμία που παρατηρείται πολύ συχνότερα στα πιο ηλικιωμένα και στα ανοσοκατεσταλμένα άτομα που υποφέρουν από σοβαρές ανοσιακές ανεπάρκειες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, λοιπόν, η παροχή εγκαίρως της τρίτης δόσης του εμβολίου κατά του κορονοϊού είναι αναγκαία και συχνά αποδεικνύεται σωτήρια.
Πάντως, αυτό που μας αποκαλύπτουν οι πιο πρόσφατες έρευνες είναι ότι στους πλήρως εμβολιασμένους, μετά τον έκτο μήνα, αρχίζει να μειώνεται ο αριθμός των αντισωμάτων κατά του κορονοϊού που κυκλοφορούν στο αίμα και είναι σε θέση να αναγνωρίζουν και να δεσμεύουν τις πρωτεΐνες των ακίδων του κορονοϊού, εμποδίζοντας έτσι την εγκατάσταση του ιού στο αναπνευστικό μας σύστημα.
Μολονότι, όμως, μειώνονται όντως αριθμητικά τα αντισώματα κατά των ακίδων του κορονοϊού, παράλληλα, άλλα ανοσοκύτταρα διαφοροποιούνται και γίνονται πολύ αποτελεσματικά στο να αναγνωρίζουν εγκαίρως την παρουσία των αντιγόνων του ιού. Ετσι, αυτά τα ανοσοκύτταρα, αφού αναγνωρίσουν την παρουσία των ιών, προχωρούν άμεσα στην εξάλειψή τους.
Συνεπώς, παρά τη σαφή μείωση του αριθμού των αντισωμάτων στο αίμα, το ανοσιακό σύστημα των περισσότερων ατόμων, που είτε έχουν νοσήσει και θεραπευτεί είτε έχουν εμβολιαστεί κατά του κορονοϊού, είναι ικανό να διαμορφώνει -μέσω των Β και Τ ανοσοκυττάρων- μια άμεση, αποτελεσματική, καθώς και μια μακροχρόνια ανοσιακή απόκριση στις εισβολές των κορονοϊών.
Τη μνήμη αυτών των ανοσοκυττάρων επιδιώκει να «ξυπνήσει» η τρίτη δόση του εμβολίου, αν και ακόμη δεν γνωρίζουμε για πόσο χρόνο. Γι’ αυτό, στο άμεσο μέλλον, όταν ο πανδημικός κορονοϊός γίνει ενδημικός, θα χρειαστεί πιθανότατα να καταφύγουμε σε μια σειρά από τέτοιες εμβολιαστικές «υπενθυμίσεις», όπως ακριβώς συμβαίνει κάθε χρόνο με το εμβόλιο του ιού της γρίπης.
Τα ανθρωπογενή αίτια της πανδημικής κρίσης
Δεν είναι καθόλου σαφές αν οι επαναμολύνσεις των πλήρως εμβολιασμένων ανθρώπων από τον κορονοϊό οφείλονται στις πιο επιθετικές παραλλαγές του ιού, όπως η παραλλαγή Δέλτα, ή αντίθετα στις εγγενείς αδυναμίες των διαθέσιμων σήμερα εμβολίων. Πάντως, η απόφαση των ισχυρότερων οικονομικά χωρών να προχωρήσουν άμεσα στον εμβολιασμό με την τρίτη δόση όλων των πολιτών τους και όχι μόνο των πιο ηλικιωμένων και των ιατρικά πιο ευπαθών ανθρώπων, ενώ φαίνεται εύλογη, ενδέχεται στην πράξη να αποδειχτεί και ανορθολογική και αυτοκαταστροφική.
Πράγματι, μόνο εύλογο δεν είναι, σε συνθήκες πανδημίας, το γεγονός ότι από τις περίπου 7 δισεκατομμύρια δόσεις εμβολίων που έχουν χορηγηθεί μέχρι σήμερα κατά του κορονοϊού (4 δισ. πρώτη δόση και τρια δισ. δεύτερη), η μεγάλη πλειονότητα έχει δοθεί στους κατοίκους των πιο πλούσιων χωρών, ενώ οι πληθυσμοί σε ευρύτατες γεωγραφικές περιοχές της Γης παραμένουν ανεμβολίαστοι. Γεγονός που δημιουργεί τη βάσιμη υποψία ότι αυτή η προκλητική υγειονομική-οικονομική ανισότητα θα αποτελέσει -αν δεν αποτελεί ήδη- την αιτία για την εμφάνιση νέων, πολύ πιο απειλητικών παραλλαγών του κορονοϊού που, τελικά, θα πλήξουν όχι μόνο τους πιο φτωχούς και γι’ αυτό ανεμβολίαστους ανθρώπινους πληθυσμούς, αλλά και τους φαινομενικά πιο ασφαλείς πληθυσμούς των πλουσιότερων χωρών.
Μια προοπτική διαρκούς πανδημικής καταστροφής που έχει επισημανθεί όχι μόνο από πολλούς σπουδαίους επιστήμονες, αλλά και από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ο οποίος εδώ και δύο χρόνια έπαιξε και εξακολουθεί να παίζει αποφασιστικό ρόλο στην πλανητική διαχείριση της νέας πανδημίας.
Πράγματι, ο γενικός γραμματέας του ΠΟΥ, Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγεσούς, υποστήριξε ρητά ότι έχει ζωτική σημασία, σήμερα, να δοθεί προτεραιότητα στον εμβολιασμό χωρών στις οποίες τα ποσοστά εμβολιασμού δεν ξεπερνούν το 1% με 2% και οι οποίες αποτελούν εστίες δημιουργίας νέων επικίνδυνων παραλλαγών του κορονοϊού.
Ετσι, σύμφωνα με τον ΠΟΥ, αντί να σπεύσουν οι τρομοκρατημένοι πληθυσμοί των πλουσιότερων χωρών να εμβολιαστούν με την τρίτη ενισχυτική δόση, θα ήταν προτιμότερο, πολύ πιο ασφαλές και τελικά πιο ορθολογικό να φοράνε συνεχώς μάσκες όταν χρειάζεται, να τηρούν τις αναγκαίες αποστάσεις στους στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στους χώρους εργασίας, και στα σχολεία, να ενισχύσουν την δημόσια υγεία, την πρωτογενή υγειονομική περίθαλψη και την επιστημονική έρευνα.
Υπό αυτή την έννοια, στην τόσο κρίσιμη καμπή για την αντιμετώπιση της ήδη διετούς πανδημίας του κορονοϊού, η αναγνώριση και η άμεση αντιμετώπιση των ανθρωπογενών ευθυνών για τις ανθρωπιστικές καταστροφές της νέας πανδημίας αποτελούν δύο βασικές προϋποθέσεις για την προστασία όχι μόνο της υγείας, αλλά και της δημοκρατίας και της ελευθερίας των ανθρώπων στην μετά τον κορονοϊό εποχή.