Απόψεις Ιστορία

Γιώργης Έξαρχος: Διαδρομές… αυτογνωσίας… 9 / Ο Φαλλμεραϋέρος και τα… ανυπόστατα μυθεύματα περί “Αβαροσλαβικών Πολέμων” εν Ελλάδι

Παναγία των Βλαχερνών – Κωνσταντινούπολις

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ… ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ… 9

ΛΕΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ (αρχές 11ου αιώνα), ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΣ (1018-1096/97), ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΥΡΔΙΝΙΑΤΗΣ ή ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ (πατριαρχία 1084-1111) ΚΑΙ Ο ΦΑΛΛΜΕΡΑΫΕΡΟΣ … ΚΑΙ ΤΑ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΑ ΜΥΘΕΥΜΑΤΑ ΠΕΡΙ «ΑΒΑΡΟΣΛΑΒΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ» ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ…

«…αλλ’ ο Πορφυρογέννητος δεν λέγει ότι εσθλαβώθη ούτε πάσα η Πελοπόννησος, ούτε ολόκληρον το θέμα τούτο· λέγει απλώς εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα, όπερ διαφέρει οπωσούν»

Η ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΗ «ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΛΑΒΩΝ» ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ…

Θα ιδούμε κείμενα και άλλων ιστορικών και χρονογράφων σχετικά με τους Σκλαβήνους/ Σκλαβινούς ή Σκλάβους, τους Αβάρους, τους Σκύθες, τους Γέτες, τους Δάκες κ.λπ., και άλλα «ονόματα» λαών που βρέθηκαν και εντός των ελληνικών χωρών ως επιδρομείς ή ως ένοικοι ή κάτοικοι, σε διάφορες ιστορικές περιόδους, για να ξεκαθαρίζει σιγά-σιγά το θολό τοπίο και η σύγχυση που έχουν προκληθεί –ή προκαλούνται και σήμερα– με την «επιβολή» δοξασιών και δογματικών απόψεων, περί (της δήθεν) πρώιμης καθόδου των Σλάβων… μέχρι και την Πελοπόννησο!… Μη μαρτυρημένης, βέβαια, «καθόδου» (σαν καθόδου Σλάβων) από τις πρωτογενείς πηγές…

  • «Εκ των Γότθων έθνη γέγονε τέσσαρα, Γότθοι Υπόγοτθοι Γήπεδες και Ουάνδιλοι, εξ ων Άβαρις ήρξατο διαπεράν εν τη Ρωμαίων γη.» (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Editio Emendatior et Coposior, Consilio B.G. Niebuhrii C.F., Instituta Auctoritate Academiae Litterarum Regiae Borusicae Continuata, Leo Grammaticus, Eustathius, Bonnae MDCCCX LII. – Leonis Grammatici Chronographia, Ex Recognitione Immanuelis Bekkeri, Accedit Eustathii de Capta Thessalonica Liber., Bonnae MDCCCXLII [1842] – Λέοντος Γραμματικού Χρονογραφία, σ. 110)

  • [Μαυρίκιος – Φλάβιος Μαυρίκιος Τιβέριος Αύγουστος (Flavius Mauricius Tiberius Augustus): 539-602, βασ. 582-602 και κατόπιν Φωκάς, βασ. 602-610] «Πρίσκον [;-613] αποστείλας τον ίδιον γαμβρόν [ο Φωκάς] κατά Σκυθών μετά παντός στρατού· οι τους Σκύθας νικήσαντες αντάραι κατά του βασιλέως εβουλεύοντο. Έμεινε δε επ’ αυτοίς ο βασιλεύς. Πολέμου συγκροτηθήναι μέλλοντος μεταξύ Ρωμαίων και Αβάρων υπέθετο Μαυρίκιος ο βασιλεύς τω στρατηγώ τω καταπιστευθέντι το στράτευμα προδούναι τούτους τοις πολεμίοις δι’ ην ανταρσίαν κατ’ αυτού εμελέτησαν· όπερ και γέγονε. Συνελήφθη ουν πλήθος πολύ, και ήγαγον αυτούς οι Σκύθαι εξωνηθήναι παρά Ρωμαίων.» (Ό.π., σ. 139-140).

  • «Αβάρεις την Θράκην εδήωσαν και άμφω τα στρατόπεδα των Ρωμαίων διέφθειρον…» (Ό.π., σ. 145).

  • «Αβάρεις δε τα της Θράκης πάντα διέφθειρον…» (Ό.π., σ. 151).

  • «[Ιουστινιανός ο υιός αυτού ο ρινότμητος – Ιουστινιανός Β´, ο Ρινότμητος: 668-711, βασ. σε δύο περιόδους: 685-695 και 705-711] Έλυσε δε και την των Βουλγάρων ειρήνην. Επιστρατεύσας δε επί τα δυτικά μέρη πολλά των Σκλάβων πλήθη τα μεν πολέμω τα δε λόγω παραλαβών υπέστρεψεν, αφ’ ων επιλεξάμενος και στρατεύσας χιλιάδας τριάκοντα λαόν περιούσιον τούτους επωνόμασεν· ους δη καθοπλίσας και ιδιοποιησάμενος, και τη τούτων συμμαχία πεποιθώς, λύει την μεταξύ Ρωμαίων και Αγαρηνών ειρήνην εξ ανοίας, και λαβών τον περιούσιον ή μάλλον ανόσιον ειπείν λαόν και τα λοιπά στρατεύματα προς την Σεβαστούπολιν απήρεν· […] Και συμβολής γενομένης ηυτομόλησαν εκ των Σκλάβων προς τους Αγαρηνούς χιλιάδες είκοσι, και ούτως των Ρωμαίων δεινώς τραπέντων και αναριθμήτων σφαγέντων η δικαιοκρισία και νίκη προς εναντίους εχώρησε, διδάσκουσα μη προβαίνειν θείον όρκον πώποτε, καν προς τους εναντίους και απίστους γένηται. […] και έκτοτε πλείω θρασυνθέντες οι Αγαρηνοί σφοδρότερον εληΐζοντο την Ρωμανίαν, έχοντες εις βοήθειαν και τους πρόσφυγας Σκλάβους.» (Ό.π., σ. 163-164).

  • «Αι Βλαχέρναι από τινος Σκύθου καλουμένου αναιρεθέντος εκεί προσηγορεύθη.» (Ό.π., σ. 168).

  • «Και αντιχειροτονεί πατριάρχην Νικήταν [;–780, πατριαρχία 766-780] τον ευνούχον και Σκλάβον.» (Ό.π., σ. 186).

  • «Έσχε δε δεξιωσάμενος φίλους κρυπτούς εν Βουλγαρία, οι κατε-μήνυον αυτώ άπαντα τα τω άρχοντι αυτώ βουλευόμενα· οι δηλούσι τω βασιλεί ότι αποστέλλει ο κύρις Βούλγαρος λαόν προς το αιχμαλωτίσαι την Βερζητίαν. […]» (Ό.π., σ. 188-189).

  • «Σταυράκιον δε λογοθέτην αποστείλασα Ειρήνη μετά δυνάμεως πολλής κατά των Σκλαβηνών εθνών υπέταξε πάντας και υποφόρους εποίησε τη βασιλεία. Εξήλθε δε και ο βασιλεύς συν τη μητρί αυτού τη Θράκη μετ’ οργάνων μουσικών και λαού πλείστου, και απήλθον έως Βεροίας· και ταύτην κτίσασα η μήτηρ αυτού Ειρηνούπολιν επωνόμασεν. Έκτισε δε και την Αγχίαλον, και υπέστρεψε μετ’ ευφροσύνης.» (Ό.π., σ. 194).

  • «Στεφάνου [867-893, πατριαρχία 886-893] δε πατριάρχου των τήδε μεταστάντος χειροτονείται αντ’ αυτού Αντώνιος ο λεγόμενος Καυλέας [Αντώνιος Β΄ ο Καυλέας ή Βλαχέας: 829-901, πατριαρχία 893-901].» (Ό.π., σ. 266).

  • «Ωσαύτως ουν φασίν και Γαβριλόπουλον και Βασιλίτζην από του Σκλαβίνων έθνους σφοδρώς κατεπλούτισεν εκ των του παλατίου χρημά-των.» (Ό.π., σ. 286).

Από τα ως άνω χωρία και εδάφια του Λέοντος Γραμματικού συνάγεται: α) ότι οι Γότθοι απαρτίζονται από τέσσερα έθνη: Γότθοι, Υπογοτθοι, Γήπεδες, Ουάνδαλοι – Βάνδαλοι· και οι Αβάρεις είναι παρακλάδι τους· β) ότι οι πιο συχνές επιδρομές κατά της Ρωμανίας, κυρίως σε Θράκη και Μακεδονία, γίνονταν από τους Αβάρεις, και ότι υπήρχαν Σκλαβηνών έθνη και Πατζινάκοι και Χαζάροι, πότε ως εχθροί και πότε ως σύμμαχοι των Ρωμαίων της Ρωμανίας· γ) ότι οι Βούλγαροι ήταν πολύ άγριοι και αιμοβόροι και κατ’ επανάληψιν συγκρούστηκαν με τους Ρωμαίους στον Αχελώο ποταμό, στη Μεσημβρία, μα και στη Βερζητία, φτάνοντας πολλάκις έως και στα πρόθυρα ή και μέσα στην Κωνσταντινούπολη. – Δύο διευκρινίσεις: α) Ο αναφερόμενος Αχελώος δεν ο γνωστός Ασπροπόταμος, ποτάμι της Θεσσαλίας και Αιτωλοακαρνανίας, αλλά ο ομώνυμος ποταμός της Αγχιάλου της Θράκης, που χύνεται στη Μαύτη Θάλασσα. β) Βερζητία: Ήταν το όνομα της περιοχής ανάμεσα στις δύο λίμνες της Μακεδονίας, Πρέσπα και Αχρίδα, και Βερζήτες οι κάτοικοι των νυν περιοχών και οικισμών του Αξιού στην πΓΔΜ: Αχρίδα, Μπίτολια, Περλεπές, Κίτσιεβο, Κρούσοβο, Βέλες, της πάλαι ποτέ Δασσαρητίας. Βερζητία σημαίνει ότι και η λ. Βελζητία. Βλ. και Θαύματα ἁγίου Δημητρίου 175. 4-6 («τὸ τῶν Σκλαβίνων ἐπαρθῆναι ἔθνος, πλῆθος ἄπειρον συναχθὲν ἀπό τε τῶν Δρογουβιτῶν, Σαγουδατῶν, Βελεγεζητῶν, Βαϊουνητῶν, Βερζητῶν καὶ λοιπῶν ἐθνῶν…». –Ἰωάννης Καμενιάτης 8.80-82. –Θεοφάνης 359.13-14. –Κωνσταντῖνος Ζ’ Πορφυρογέννητος, De adminis-trando imperio 50, 1-2. Βλ. και λήμματα των εγκυκλοπαιδειών: Brsjacy, Berzitowie, Berzetowie, Berzite, Werzyci, Werzitowie, Βερζήται (Werzetai), Βερζιτία (Werzitia), Βερζητία (Werzetia), Βελζητία (Welzetia), και για τυχόν άλλες απορίες.

  • «Τοιούτω τοιγαρούν ανδρί τον απεληλυθότα τιμήσας ο βασιλεύς [Ισαάκιος Κομνηνός: 1057-1059], επειδή τους εώους βαρβάρους των επιχειρημάτων ανείρξε, και τούτο δη απραγμονέστατον αυτώ εγεγόνει το τμήμα, πανστρατιά επί τους εσπερίους χωρεί, ους Μυσούς μεν ο πάλαι χρόνος ωνόμαζεν, είτα δε εις ον λέγονται μετωνομάσθησαν· νεμόμενοι δε οπόσα ο Ίστρος προς την των Ρωμαίων διορίζειν ηγεμονίαν, αθρόον τε επανέστησαν και προς την ημεδαπήν γην μετωκίσθησαν· αιτία δε αυτοίς της επαναστάσεως το των Γετών έθνος, ομορούντες μεν εκείνοις, ληστεύοντες δε τούτους και ληϊζόμενοι, και προς την μετοικίαν εκβιαζόμενοι· διά ταύτα αποκρυσταλλωθέντι ποτέ τω Ίστρω, ώσπερ ηπείρω χρησάμενοι, εκείθεν προς ημάς μετανίστανται, όλον έθνος τοις ημε-τέροις επιφορτισθέντες ορίοις και ουκ έχοντες ουδ’ όπως αν ηρεμήσαιεν, ουδ’ όπως τους οις προσήγγισαν μη οχλήσαιεν.» (Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη ή Συλλογή Ανεκδότων Μνημείων της Ελληνικής Ιστορίας, Επιστασία Κ. Ν. Σάθα, Τόμος Δ΄, Αθήνησιν 1874 – Μιχαήλ Ψελλού Εκατονταετηρίς Βυζαντινής Ιστορίας (976-1077), Εν Παρισίοις 1874. Βυζαντινής Ιστορίας Εκατονταετηρίς (976-1077), σ. 246-247).

  • «η νέα Ρώμη [Κωνσταντινούπολη], το πολλών μεν άρχειν εθνών, πολλών δ’ επικρατείν πόλεων και των θρυλλουμένων υπερκείσθαι επαρχιών· εντεύθεν σοι τα Αβαρών κατεδουλώθη φρονήματα και Σκυθών υποπέπτωκε, και τάλλα…» (Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη ή Συλλογή Ανεκδότων Μνημείων της Ελληνικής Ιστορίας, Επιστασία Κ. Ν. Σάθα, Τόμος Ε΄, Εν Βενετία 1876 – Μιχαήλ Ψελλου Ιστορικοί Λόγοι, Επιστολαί και άλλα Ανέκδοτα, Εν Παρισίοις 1876. Ιστορικά Ανέκδοτα, σ. 121).

  • «Ο δε, αποστολικήν κληροδοσίαν πιστεύεται, και μετά λαμπρών των ελπίδων εις τους πριν Νομάδας κεκλημένους Σκύθας, έπειτα δε Βουλγάρους ωνομασμένους εκ της προκαθημένης συμπασών των πόλεων πέμπεται· ουκ έψευσε τας ελπίδας τοις αποστείλασιν, ή τοσούτον, ότι κρείττων εκείνων εγένετο, όλον έθνος καθαρώς μετεπλάσας προς τον θεόν, ουδέν έλαττον ή την Ινδών ο Δίδυμος σύμπασαν.» (Ό.π., σ. 144).

  • «χρώμαι δε και τοις Ελληνικοίς λόγοις ενιαχού, ου τούτο αγνοών, ότι χωρίς τα Μυσών και Φρυγών ορίσματα, ουδ’ ότι μη δει τοις ποτίμοις ύδασι συγκρίνειν τα αλμυρά…» (Ό.π., σ. 161).

  • «Ο των Αθηνών διοικητής, ενδοξότατε κύριέ μου, μόλις ποτέ την θρυλλουμένην Ελλάδα ιδών, ως την Σκυθών θεασάμενος, την εαυτού τύχην απολοφύρεται…» (Ό.π., σ. 268).

  • «Τα γαρ επέκεινα τούτων, Σκυθικόν μεν ουκέτι κρύος, ή πέλαγος πεπηγός, ή πηλός αϊδνής, ταύτα δη τα των καταγεωμετρούντων την ήπειρον, αλλά στοιχείον απλούν, και αιθήρ, και σώμα κύκλω φερόμε-νον, και παν ει τι απόρρητον και θεσπέσιον.» (Ό.π., σ. 305).

  • «ου γαρ Σκύθης ειμί την ψυχήν, ουδ’ από δρυός,, ή πέτρας γεγέ-νημαι, αλλά φύσεώς ειμι της απαλής βλάστημα, και τοις φυσικοίς πάθεσι μαλθακίζομαι.» (Ό.π., σ. 308).

  • «αρ’ ουν Έλληνες παρά βαρβάροις εσόμεθα, ή παρ’ Έλλησι βάρ-βαροι;» (Ό. π., σ. 33).

  • «Πάσης επιθυμούμεν Ελλήνων φωνής·» (Ό.π., σ. 333).

  • «Σκύθαι μεν γαρ Νομάδες του πολιτικού γένους απηλλοτρίωνται, και τοις ηπειρώταις οι νησιώται ου πάνυ προσήκουσιν, αι τε διάφοροι των κλιμάτων οικήσεις, αλλοτρίας των οικητόρων τας γνώμας αποδιδόασιν·» (Ό.π., σ. 515).

Ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-1096/97), δίνει με τον δικό του τρόπο πληροφορίες για Σκύθες, Ταυροσκύθες, Βούλγαρους, Γέτες, Μυσούς, Σαυρομάτες, Υπερβορέους, «τους πριν Νομάδας κεκλημένους Σκύθας, έπειτα δε Βουλγάρους ωνομασμένους», «Ιταλούς και Σαυροσκύθας», και με τον όρο Ιταλοί φαίνεται να εννοεί «λατινόφωνους» πληθυσμούς του Ίστρου, και για το ότι η Αδριανούπολη ανήκει στη Μακεδονία.

ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΣ (1018-1096/97).

Πηγή: ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ΄ ΚΥΡΔΙΝΙΑΤΗΣ ή ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ (πατριαρχία 1084-1111) –  Ivris GraecoRomani tam Canonici Qvam Civilis Tomi duo. Iohannis Levnclavii Amelbvrni, Stvdio Ex Variis Evropae Asiaeqve Bibliothecis . . . Ad Imp. Caes. Rvdolphvm II. P. F. PP. A., Opus non solum Iuris . . . Francofvrti, Impensis heredum Petri Fischeri, 1596α΄/1601β΄ – Συνοδικόν γράμμα του αγιωτάτου και οικουμενικού πατριάρχου, κυρίου Νικολάου, προς τον ευσεβέστατον βασιλέα, κύρον Αλέξιον τον Κομνηνόν, παριστών εκ των αγίων κανόνων και νόμων, ότι ουκ έξεστιν αφαιρείσθαι τας Επισκοπάς από των μητροπόλεων, σ. 271-281.

  • «…και υπό την Ηράκλειαν επαναστρέφειν την ειρημένην εκκλησίαν, ως πρότερον. Προς επιτούτοις και ο θεοφιλέστατος μητροπολίτης Πατρών πολλοίς και διαφόροις τετείχισται δικαιώμασιν, εις το συμφυείς και ατμήτους και αναποσπάστους έχειν τας τη κατ’ αυτόν εκκλησία δωρηθείσας Επισκοπάς, παρά Νικηφόρου βασιλέως του από γενικών, διά το εν τη καταστροφή των Αβάρων παρά του κορυφαίου των αποστόλων και πρωτοκλήτου Ανδρέου οφθαλμοφανώς γενόμενον θαύμα, επί διακοσίοις δεκαοκτώ χρόνοις όλοις κατασχόντων την Πελοπόννησον, και της Ρωμαϊκής αρχής αποτεμομένων, ως μηδέ πόδα βαλείν όλως δύνασθαι εν αυτή Ρωμαίον άνδρα· εν μιά δε ώρα τούτων μεν αφανισθέντων εκ μόνης επιφανείας του πρωτοκλήτου, της δε χώρας απάσης τοις Ρωμαϊκοίς σκήπτροις επανελθούσης. και πρώτον μεν προβάλλεται το του ρηθέντος βασιλέως χρυσόβουλλον, του και την αυτήν αγιωτάτην εκκλησίαν Πατρών, εξ αρχιεπισκοπής εις μητροπόλεως δόξαν αναγαγόντος, διά το ρηθέν τεράστιον του κορυφαίου, και τρισίν Επισκοπαίς αυτήν δωρησαμένου, τη Μεθώνη, τη Λακεδαίμονι, και τη Σαρσοκορώνη· και έτερον τούτω συνάδον, Λέοντος και Αλεξάνδρου των βασιλέων· και τρίτον Ρωμανού, Χριστοφόρου, και Κωνσταντίνου, κατ’ ίχνος τοις άλλοις βαίνον· και άλλο επί τούτοις, Νικηφόρου του Φωκά· και πέμπτον επί τούτοις, του προ μικρού βεβασιλευκότος του Βοτανειάτου, τους ειρημένους πάντας επισφραγίζοντος. Και ο Νεοκαισαρείας δε εστήρικται ομοίως υπομνήματι του εν μακαρία τη λήξει πατρι-άρχου, κυρού Μιχαήλ, και χρυσοβούλλω κυρού Μιχαήλ του Δούκα.» (Ό.π., σ. 278-279).

Από το 10σέλιδο Συνοδικόν γράμμα του πατριάρχη Νικολάου Γ΄ (πατρ. 1084-1111), προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό (1048/1056-1118, βασ. 1081-1118), που απεστάλη μάλλον το 1084, επέλεξε ο γνωστός Φαλλμεραϋέρος (Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ: 1790-1861), Αυστριακός περιηγητής, δημοσιογράφος, πολιτικός και ιστορικός, για να αναπτύξει τις θεωρίες του (το 1830) σχετικά με τη φυλετική καταγωγή των νεο-Ελλήνων και την κυριαρχία των Σλάβων στις «ελληνικές χώρες» μέχρι και την Πελοπόννησο, όπως και ο συμπατριώτης του Ζιγκεϊζένος (Johann Wil-helm Zinkeisen: 1803-1863), Γερμανός ιστορικός και θεολόγος, εκφραστής παρόμοιων απόψεων με αυτές του Φαλμεράϋερ, απόψεις τις οποίες προσπάθησαν να αντικρούσουν με τις μελέτες τους διάφοροι ιστορικοί συγγραφείς και δημοσιογράφοι, μεταξύ των οποίων και ο ιστορικός Κων/νος Παπαρρηγόπουλος με το έργο Περί της εποικήσεως Σλαβικών τινών φύλων εις την Πελοπόννησον, Εν Αθήναις 1843.

Οι Άβαροι τους οποίους αναφέρει στο γράμμα του ο πατριάρχης Νικολάος Γ΄, είχαν καταλάβει τον Μοριά 218 έτη πριν τη βασιλεία του Νικηφόρου. Ο Νικηφόρος βασίλευσε την περίοδο 802-811, οπότε μείον 218 έτη, σημαίνει ότι οι Άβαροι κατέλαβαν τον Μοριά κατά τα έτη 584-593, επί βασιλείας Μαυρικίου (539-602, βασ. 582-602). Αυτούς τους Αβάρους εκλαμβάνουν ο Φαλλμεραϋέρος και ο Ζιγκεϊζίνος για Σλάβους, και τη δοξασία τους προσπαθεί να αναιρέσει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος στην ενλόγω πραγματεία επιδιώκει να αποδείξει ότι στα έτη 584-593 έως τα έτη 802-811 δεν κατήλθαν Άβαροι και Σλάβοι στις ελληνικές χώρες ή στον Μοριά, και ότι οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο αργότερα, και επικαλείται συγκεκριμένο χωρίο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου γι’ απόδειξη του ισχυρισμού του.

Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος επιχειρηματολογεί και αποφαίνεται για την απόδειξη του ισχυρισμού του ως εξής:

«Ενταύθα περατούται η έρευνα ημών περί της γνώμης εκείνων όσοι φρονούσιν ότι από αυτά τα τέλη του έκτου αιώνος οι Σλάβοι επώκησαν εις την Πελοπόννησον κατά τους μεν, κατέκτησαν αυτήν κατά τους άλλους. Είδομεν ότι το μόνον έρεισμα της γνώμης ταύτης είναι η μαρτυρία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου και ότι εν τού-τοις η μαρτυρία αύτη βασανιζομένη αναδεικνύεται κίβδηλος από κεφαλής μέχρι ποδών, κίβδηλος ως το παραπεποιημένον νόμισμα, το οποίον ήθελε φέρει εκ παραδρομής και επωνυμίαν όχι απαράλλακτον της του γνησίου, διότι οι Σλάβοι ουδέ καν ονομάζονται εν τη μαρτυρία ταύτη. Τωόντι, αφ’ όσα εξετέθησαν άχρι τούδε προκύπτει ότι οι περί τας Πάτρας κατ’ αρχάς του εννάτου αιώνος νικηθέντες δεν ήσαν Άβαρες, ως λέγει ο πατριάρχης, αλλά Σλάβοι. Ότι οι Άβαρες, όχι μόνον δεν εδέσποσαν ποτέ της Πελοποννήσου, ως αποφαίνεται ο πατριάρχης, αλλ’ ουδέ ήλθον ποτέ εις αυτήν· ότι ιδίως μεταξύ των ετών 584-593 ή γρηγορότερον τω 589 οι Άβαρες και οι Σλάβοι όχι μόνον δεν ήλθον εις την Πελοπόννησον, ως οι ερμηνευταί του πατριάρχου θέλουν να εξάξωσι από τους λόγους του, αλλ’ ουδέ πέραν της Θράκης επροχώρησαν· ότι προ της μάχης των Πατρών οι Σλάβοι ήσαν, όχι κυριάρχαι της Πελοποννήσου, ως ο έτερος των ερμηνευτών του πατριάρχου ισχυρίζεται, αλλά υπόφοροι και υπήκοοι· ότι τέλος μετά την μάχην των Πατρών δεν ηφανίσθησαν, ως αποφθέγγεται ο πατριάρχης, οι εχθροί ούτοι, αλλά πολλοί εξ αυτών απέμεινον σφαδάζοντες επί την ανεξαρτησίαν μέχρι της εντελούς αποσυνθέσεώς των εντός της ευρείας Ελληνικής φυλής. Από την έρευναν ημών εξάγεται προς τούτοις ότι οι λόγοι του πατριάρχου εν μέρει υπηγορεύθησαν από σκοπούς ιδιάζοντας της εκκλη-σίας, εν μέρει παρήχθησαν από άγνοιαν των γεγονότων και εν μέρει ηντλήθησαν από πηγής ασαφούς και ανυποστάτου. Ηπατήθησαν άρα όσοι ηθέλησαν να βάλωσι βάσιν επί της μαρτυρίας ταύτης και διά της ερμηνείας αυτής να αναγάγωσι μέχρι του έκτου αιώνος την πρώτην των Σλάβων εγκατάστασιν εις την Πελοπόννησον και η απάτη αύτη θέλει κατασταθή αρίδηλος όταν περιέλθωμεν εις την αληθή εποχήν καθ’ ην οι Σλάβοι επώκησαν το πρώτον εις την Πελοπόννησον και ιδώμεν πόσον πιθανώτεραι, λογικώτεραι και σαφέστεραι είναι αι περί της εποχής ταύτης πηγαί και μαρτυρίαι.

Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ (Jakob Philipp Fallmerayer: 1790-1861).

Αληθή εποχήν του μεγάλου τούτου συμβεβηκότος δεν εννοώ τον έβδομον αιώνα, ουδέ παραδέχομαι την περί τούτον γνώμην, μάλλον δε εικασίαν, του Κοπιτάρου, την οποίαν, ως μη στηριζομένην εις μαρτυρίαν τινά, ουδέ να αναφέρω ήθελα νομίσει εύλογον, εάν δεν εξεφράζετο από τον σοφόν αυτόν άνδρα τον πολλά διαχύσαντα άλλα φώτα επί του προκειμένου και εάν, καθό προκύψασα μετά την έκδοσιν του συγγράμματος του Φαλλμεραϋέρου, δεν απεδείκνυεν ως εκ τούτου μόνου ότι και άλλοι εκτός εμού θεωρούσι το παρά του ιστοριογράφου του Μωρέως ανακαλυφθέν, μάλλον δε κατά πρώτον αναπτυχθέν πατριαρχικόν χωρίον, ως ανίσχυρον να μας οδηγήση ασφαλώς εις τον προσδιορισμόν της αμφισβητουμένης ήδη εποχής.

Εις την περίεργον αυτού περί της αρχαιοτάτης Σλαβικής διαλέκτου πραγματείαν, ο σοφός Σλαβιστής της Βιέννης, μνημονεύσας της επί Ηρακλείου του βασιλέως εποικήσεως των Χρωβάτων εις Δαλματίαν και των Σέρβλων εις τας παρά του Πορφυρογεννήτου καλουμένας ούτω χώρας, Σερβλίαν και Παγανίαν και χώραν Ζαχλούμων και Τερβουνίαν και χώραν Καναλιτών, διαλαβών δε και περί της επί Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου τω 678 από Χ. υποδουλώσεως των εν Μυσία Σλάβων υπό των Βουλγάρων προσεπάγει τα εξής. Eo tempore non dubitamus, Bulgarorum evitandorum causa, frequentes Slavos trascendisse Haemum, ita ut. c. 687-758 scriptores Byzantini Slaviniam vix non sui juris memorent inter Thessalonicam et Haemum montem . . . Into eorundem Slavorum, fortasse jam inde ab adventu Croatarum et Serborum, examina alia con sedisse per Thessaliam, ipsamque adeo Peloponnesum.

Bartholomäus (Jernej) Kopitar (1780-1844).

Ο Βαρθολομαίος Κοπιτάρος εικάζει άρα ότι από αυτής της ελεύσεως των Χρωβάτων και Σέρβλων εις την Δαλματίαν, την Ιλλυρίαν και την άνω Μυσίαν, της γενομένης επί Ηρακλείου [575-641] του βασιλέως [610-641], δηλαδή μεταξύ των ετών 610-640 από Χ. κατελθούσαι αι Σλαβικαί φυλαί επώκησαν εις την Πελοπόννησον. Αλλ’ ως προείπον η γνώμη αύτη δεν στηρίζεται, καθόσον ηξεύρω, εις ουδεμίαν αρχαίαν μαρτυρίαν. Απεναντίας έχομεν πηγήν απρόσβλητον από της οποίας εξάγεται ότι η εποίκησις εγένετο πολύ βραδύτερον· και αν αι εικασίαι ήναι επιτετραμμέναι εν ελλείψει πάσης πηγής, δεν δύνανται βεβαίως να κατισχύσωσι μαρτυριών σαφών. Η γνώμη του Κοπιτάρου ήθελεν είσθαι ορθή, εάν δεν περιελαμβάνετο εις αυτήν η εικασία ότι η εποίκησις εγένετο από αυτής της ελεύσεως των Χρωβάτων και Σέρβλων, εάν δηλαδή απλώς έλεγεν ότι η εποίκησις εις την Πελοπόννησον ήτο αποτέλεσμα της πρώτης εκείνης μεταναστάσεως εις τας βορείους επαρχίας του βυζαντινού Κράτους, διότι είναι τωόντι βέβαιον ότι το ιστορικόν τούτο συμβεβηκός είναι μεταγενέστερον της μεταναστάσεως ταύτης και όχι προγενέστερον αυτής, ως ισχυρίσθη ο Φαλλμεραϋέρος και παρεδέχθη ο Ζιγκεϊζένος.

Εν τη περί θεμάτων πραγματεία αυτού, Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, ομιλών περί του θέματος Πελοποννήσου και διαλαβών εν ολίγοις περί της προτέρας τύχης της χερσοννήσου ταύτης, επάγει τα εξής: “Εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα και γέγονε βάρβαρος, ότε ο λοιμικός θάνατος πάσαν εβόσκετο την οικουμένην· οπηνίκα Κωνσταντίνος ο τη κο-πρίας επώνυμος [Κων/νος Κοπρώνυμος: 718-775, βασ. 741-775] τα σκήπτρα της των Ρωμαίων διείπεν αρχής.

Η λοιμώδης αύτη νόσος επέσκηψεν εις την Ελλάδα τω 746 έτει, κατά τον Θεοφάνην· άρα, κατά τον Κωνσταντίνον τον Πορφυρογέννητον, η εποίκησις των Σλάβων εις την Πελοπόννησον εγένετο περί τα μέσα της όγδοης εκατονταετηρίδος. Αυτήν την γνώμην είχε παραδεχθή ο Γίββων· αυτήν ησπάσθη και ο Ρώσσος ιστοριογράφος Καραμζίνος· αυτήν μόνην νομίζω ότι πρέπει να θεωρήσωμεν και ημείς αξίαν πίστεως, διότι ο Πορφυρογέννητος παρέχει πλείστας εγγυήσεις ακριβείας, διότι και ο τρόπος της εποικήσεως και η έκτασις αυτής αναφαίνονται εν τω χωρίω τούτω, ορθώς εννοουμένω, συνάδοντα με τα πράγματα και τας πιθανότητας πολύ πλέον ή εν τω χωρίω του πατριάρχου, διότι, τέλος, η μαρτυ-ρία αύτη συμβιβάζεται εντελώς και με τας άλλας πληροφορίας όσας περί της εποικήσεως των Σλάβων εις τε τα λοιπά μέρη του Βυζαντινού κράτους και εις την Πελοπόννησον έχομεν.

Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος ήτο είς εκ των πολλών ανθρώπων εις των οποίων τον προορισμόν η φύσις και η τύχη διεφώνησαν μεγάλως· η φύσις κατέθεσεν εις την καρδίαν του τα μυστήρια της τέχνης και της επιστήμης και τον είπεν, έσο Προμηθεύς της προ πολλού απολεσθείσης παιδείας και φιλοκαλλίας. Η τύχη έκαμεν αυτόν βασιλέα, απαιτούσα παρ’ αυτού ρώμην ψυχής και τόλμην χαρακτήρος των οποίων εστερείτο. […]

Ιδίως πολύτιμα είναι τα ιστορικά έργα του Πορφυρογεννήτου. Και αυτοί εκείνοι όσοι δεν ηθέλησαν να αναγνωρίσωσι την αξίαν των άλλων αυτού συγγραφών, ηναγκάσθησαν να ομολογήσωσιν ότι αι περί των βαρβάρων εθνών έρευναί του είναι ακριβείς. Αι έρευναι αύται ταμιευθείσαι κυρίως εις την προς τον ίδιον αυτού υιόν Ρωμανόν επιγεγραμμένην συγγραφήν του, περιλαμβάνουσιν όλα τα έθνη με τα οποία το Βυζάντιον είχε σχέσιν τινά επί της εποχής εκείνης, επομένως και τα Σλαβικά. Ο Πορφυρογέννητος διηγείται πότε κατά πρώτον ενεκατεστάθησαν αι Σλαβικαί φυλαί εντός του Βυζαντινού Κράτους, οποίαι ήσαν αι φυλαί αύται, ποίους είχον αρχηγούς, πώς και εις τίνας χώρας επώκησαν, πώς εδιοικούντο, εις τίνας σχέσεις διετέλουν μετά του Βυζαντίου και αμοιβαίως μεταξύ των κλπ. Είναι βέβαιον ότι ο βασιλεύς ήντλησε πολλά από των αυτοκρατορικών αρχείων του Βυζαντίου και ότι εν γένει κατέβαλε τους μεγαλητέρους κόπους προς την συλλογήν και εξέλεγξιν των οποίων μας δίδει πληροφοριών. Τοιούτος είναι ο συγγραφεύς όστις μάς διδάσκει, μεταξύ άλλων, ότι οι Σλάβοι επώκησαν το πρώτον εις την Πελοπόννησον περί τα μέσα του ογδόυ αιώνος. Ελπίζω ότι κανένας δεν θέλει θεωρήσει την μαρτυρίαν ταύτην ανθρώπου ασχοληθέντος ιδία περί του σπουδαίου τούτου αντικειμένου, έχοντος άπειρα μέσα του να εξακριβώση την αλήθειαν, και του οποίου η ακρίβεια αναγνωρίζεται παρά πάντων, ισόσταθμον με τας επιπολαίους και αβασανίστους ρήσεις των εκκλησιαστικών συγγραφέων.

Αλλ’ ό,τι μάλιστα συνηγορεί υπέρ της μαρτυρίας του Πορφυρογεννήτου είναι αυτή αύτη η μαρτυρία του. Είπον ήδη ότι και η έκτασις της εποικήσεως και ο τρόπος αυτής αναφαίνονται εν τω χωρίω τούτω, ορθώς εννοουμένω, συνάδοντα με τα πράγματα και με τας πιθανότητας. Και πρώτον περί της εκτάσεως της εποικήσεως. Ο Πορφυρογέννητος λέγει, “εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα και γέγονε βάρβαρος.” Η ρήσις αύτη παρεξηγήθη από αμφοτέρους τους ειδικούς ιστοριογράφους της εν τω μεσαιώνι Ελλάδος. Ο Φαλλμεραϋέρος βεβαιοί ότι ο Πορφυρογέννητος εν τω χωρίω τούτω λέγει τα εξής· Der ganze Peloponnes wurde nach dieser verheerenden Seuche slavinisiret und vollig barbarisch (σελ. 209) και ο Ζιγκεϊζένος μεταφράζει το χωρίον επίσης διά του die Landschaft, der ganze Peloponnes (σελ. 741 και 742) κλπ. αλλ’ ο Πορφυρογέννητος δεν λέγει ότι εσθλαβώθη ούτε πάσα η Πελοπόννησος, ούτε ολόκληρον το θέμα τούτο· λέγει απλώς εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα, όπερ διαφέρει οπωσούν. Η λέξις χώρα είναι, ως γνωστόν, εκ των πλανητών εκείνων όρων οίτινες μη ευχαριστούμενοι εις ο άπαξ ετάχθησαν μεταβάλλουσιν ακαταπαύστως θέσιν και σημασίαν. […] Η λέξις χώρα σημαίνει συχνότατα εις τους αρχαίους συγγραφείς το ατείχιστον πεδίον· […]

Διετηρήθη δε η έννοια αύτη και εν τω μεσαιώνι. […]

Εις αυτήν την έννοιαν μετεχειρίσθη αναμφιβόλως και ο Πορφυρογέννητος την λέξιν εν τω προκειμένω μέρει της συγγραφής του, λέγων ότι εσθλαβώθη όχι όλη η Πελοπόννησος ουδ’ όλον το θέμα της Πελοποννήσου, αλλά η χώρα, ο εστι το ύπαιθρον, το ατείχιστον πεδίον. Και τω όντι η μαρτυρία του αύτη προσεγγίζει πολύ εις τα πράγματα διότι είναι βέβαιον, κατ’ αυτήν εν μέρει την ομολογίαν του Φαλλμεραϋέρου (σελ. 54-56) ότι αι πόλεις και τα τετειχισμένα μέρη δεν φέρουσι κανέν ίχνος Σλαβισμού.

Εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα της Πελοποννήσου, κατά τον Πορφυρογέννητον, ότε ο λοιμικός θάνατος πάσαν εβόσκετο την οικουμένην, βασιλεύοντος Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου. Τι ηθέλησε να σημάνη διά τούτου ο Πορφυρογέννητος; την εποχήν μόνην της εποικήσεως ή και τον τρόπον αυτής; Και ενταύθα γεννάται το σπουδαίον ζήτημα, τίνι τρόπω εγένετο η εποίκησις των Σλάβων εν γένει εις το Βυζαντινόν κράτος και ιδία εις την Πελοπόννησον; Διά κατακτήσεων, διά πολεμίων και καταστρεπτικών εισβολών, ή δι’ ειρηνικών μεταναστάσεων και συμβάσεων; […]

Προ πάντων πρέπει να διακρίνωμεν τας επιδρομάς από τας εποικήσεις. Αι επιδρομαί των Σλαβικών φυλών εγένοντο δι’ όλου σχεδόν του έκτου αιώνος, η δε εποίκησις αρξαμένη εις τας βορείους επαρχίας του Βυζαντινού κράτους κατά τον έβδομον, έφθασεν εις την Πελοπόννησον περί τα μέσα του ογδόου αιώνος. Αι επιδρομαί υπήρξαν κατά το μάλλον ή ήττον καταστρεπτικαί, χωρίς όμως ν’ αφήσωσιν ουδέν μόνιμον ίχνος επί της Ελληνικής γης· αι εποικήσεις εγένοντο ειρηνικώς και έσχον ουσιώδη επιρροήν επί της τύχης του Ελληνικού λαού. Άλλα αίτια επροκάλεσαν τας πρώτας, άλλα τας δευτέρας. Ας διεξέλθωμεν ήδη επιτροχάδην την ιστορία και τούτων και εκείνων.

Αι επιδρομαί των κυρίως Σλάβων φαίνεται ότι ήρχισαν εξ αρχής ή μικρόν προ της βασιλείας του μεγάλου Ιουστινιανού· είναι δε βέβαιον ότι δεν έπαυσαν έκτοτε εκ διαλειμμάτων μαστίζουσαι τας ευρωπαϊκάς επαρχίας του Βυζαντίου δι’ όλου του έκτου αιώνος. Ιδού πώς εκφράζεται εν γένει περί αυτών ο Προκόπιος, ως προς το μεγαλήτερον μέρος της βασιλείας του Ιουστινιανού. “Ιλλυριούς δε και Θράκην όλην, είη δ’ αν εκ κόλπου του Ιονίου μέχρι εις τα Βυζαντίων προάστεια, Ούννοι τε και Σκλαβηνοί και Άνται σχεδόν ανά πάν καταθέοντες έτος εξ ου Ιουστινιανός παρέλαβε την Ρωμαίων αρχήν, ανήκεστα έργα ειργάσαντο τους ταύτη ανθρώπους· πλέον γαρ εν εκάστη εσβολή οίμαι ή κατά μυριάδας είκοσιν είναι, των τε ανηρημένων και ηνδραποδισμένων ενταύθα Ρωμαίων . . . ουμέν τοι ουδέ Πέρσαις ή Σαρακηνοίς ή Ούννοις ή των Σκλαβηνών γένη ή των άλλων βαρβάρων τισίν ακραιφνέσιν εκ Ρωμαίων της γης ξυνηνέχθη απαλλαγήναι· εν τε γαρ τοις εφόδοις και πολλώ μάλλον εν τε πολιορκίαις και ξυμβολαίς, εναντιώμασι πολλοίς προσεπταικότες, ουδέν τι ήσσον ξυνδιεφθάρησαν.” Ο αριθμός των είκοσι μυριάδων αίτινες κατ’ έτος ανηρούντο και ηνδραποδίζοντο είναι πρόδηλος υπερβολή του Προκοπίου, διότι κατά την ορθήν παρατήρησιν του Γίββωνος, υποτίθησι την εξαφάνισιν 6.000.000 και επέκεινα ανθρώπων, μικρόν δηλαδή ολιγωτέρων αφ’ όσους κατοίκους έχει σήμερον όλη η από του Ίστρου μέχρι της Μαλέας μεγάλη χερσόνησος. Όπως όμως κ’ εάν ήναι, φαίνεται βέβαιον ότι αι επιδρομαί αύται των Σλάβων εσυνωδεύθησαν με μεγάλας καταστροφάς· διαβαίνοντες συχνά τον Ίστρον, ούτοι ελεηλάτουν την χώραν, επολιόρκουν και εκυρίευον ενίοτε πόλεις και φρούρια και πολλάκις απήγον οίκαδε μέγα ποσόν δούλων και λείας. Αλλ’ είναι ουχ ήττον βέβαιον ότι δεν κατεστάθησαν, δεν εκατοίκησαν καθ’ όλην εκείνην την εποχήν ουδαμού του Βυζαντινού κράτους μονίμως· εισέβαλλον, ελεηλάτουν, αλλ’ ή κατεστρέφοντο ή απήρχοντο. Αι μαρτυρίαι του Προκοπίου, του Αγαθίου, του Μενάνδρου και του Σιμοκάττου δεν αφίνουσι περί τούτου ουδεμίαν αμφιβολίαν, μηδέ δύνανται να κατισχύσωσιν αυτών η αυθέκαστος γνώμη του Φαλλμεραϋέρου βεβαιούντος το εναντίον, και αι αμφίρροποι εικασίαι του Ζιγκεϊζένου. Πριν ή εξετάσωμεν τας νεωτέρας ταύτα δόξας, ας διεξέλθωμεν τους αρχαίους συγγραφείς.

Ο Προκόπιος διηγείται αν όχι όλας όμως βεβαίως τας σημαντικωτέρας εισβολάς των Σλάβων όσαι μέχρι του 552 έτους συνέβησαν και όχι μόνον εις κανέν μέρος των διηγήσεών του δεν λέγει ότι οι Σλάβοι ενεκατεστάθησαν κατά την εποχήν εκείνην εντός του Βυζαντινού κράτους, αλλ’ απεναντίας αείποτε έχει την πρόνοιαν του να προσεπιφέρη ότι ή κατεστρέφοντο και αυτοί ή απεχώρουν μετά την εισβολήν των εις τα ίδια. Ούτως εξιστορήσας την μεγάλην Ουννικήν εισβολήν του 540 έτους, την οποίαν αναφέρω ενταύθα διότι πιθανώς έλαβον εις αυτήν μέρος και Σλαβικαί φυλαί και διότι οι Βυζαντινοί ενίοτε εσύγχεον τους Ούννους με τους Σλάβους επιφέρει. “Και τα τε χρήματα έχοντες, αιχμαλώτων τε μυριάδας δύο και δέκα απαγόμενοι, επ’ οίκου άπαντες ανεχώρησαν.” Ούτω τέλος και ετέραν επιδρομήν ιστορών την οποίαν ουδέ το στενόν των Θερμοπυλών ν’ αναχαιτίση δεν εδυνήθη, προσεπάγει. “Ούτω τε σχεδόν άπαντας Έλληνας, πλην Πελοποννησίων διεργσάμενοι απεχώρησαν.”

Τα αυτά βλέπομεν και εις τας επιδρομάς των κυρίως Σλαβικών φυλών. Περί τας αρχάς της βασιλείας του Ιουστινιανού Άνται, φυλή Σλαβική, διαβάντες στρατώ μεγάλω τον Ίστρον εισέβαλον εις την γην των Ρωμαίων· αλλ’ ο ανεψιός τού αυτοκράτορος Γερμανός, τυγχάνων τότε στρατηγός της Θράκης και ελθών εις χείρας μετά του στρατού των πολεμίων και νικήσας αυτούς κατά κράτος “σχεδόν τι άπαντας έκτει-νε.” Τω 546 έτει έγινε μεγάλη Σλάβων εισβολή, αλλ’ οι εχθροί ούτοι κατετροπώθησαν υπό των συμμάχων του Βυζαντίου Ερούλων. “Βαρβάρων γαρ Σκλαβηνών πολύς όμιλος έτυχον έναγχος διαβάντες μεν ποταμόν Ίστρον, ληϊσάμενοι δε τα εκείνη (Θράκη) χωρία και Ρωμαίων εξανδραποδίσαντες πάμπολυ πλήθος· οις δη Έρουλοι εκ του αιφνιδίου ες χείρας ελθόντες, νικήσαντές τε κτείνουσι και τους αιχμαλώτους ες τα οικεία ξύμπαντας αφήκαν ιέναι.”

Τω 548 έτει Σκλαβηνών στράτευμα εισέβαλεν εις την Ιλλυρίαν και μολονότι οι άρχοντες των Ιλλυριών δεν ετόλμησαν να έλθωσιν εις χείρας μετά των εχθρών, τους παρηκολούθησαν όμως μετά πεντακισχιλίων και μυρίων στρατιωτών μέχρι της απελεύσεώς των από της χώρας.

Τω 550 έτει στράτευμα Σκλαβηνών μόλις εις τρισχιλίους συμποσούμενον διέβησαν τον ποταμόν Ίστρον. εισέβαλον εις την Ιλλυρίαν και εις την Θράκην, κατετρόπωσαν τα Βυζαντινά στρατεύματα όσα ηθέλησαν ν’ αντισταθώσι, εκυρίευσαν το επιθαλάσσιον φρούριον Τόπερον, έσφαξαν μέγα πλήθος αιχμαλώτων, εζώγρησαν και πολλούς αλλά αφού έπραξαν ταύτα πάντα “επ’ οίκου απεκομίσθησαν άπαντες.”

Τω 551 έτει Σκλαβηνών όμιλος “όσος ούπω πρότερον αφίκετο ες Ρωμαίων την γην”, επί σκοπώ του να εκπορθήση την Θεσσαλονίκην και τας περί αυτήν πόλεις. Μόνη η αγγελία ότι έρχεται κατ’ αυτών ο ανδρείος ανεψιός του βασιλέως Γερμανός τους εβίασε ν’ αλλάξωσι σχέδιον και να διευθυνθώσι προς τα όρη της Δαλματίας· μετ’ ολίγον δε ενωθέντες με άλλους ομοφύλους των κατόπιν εισβαλόντας, ώρμησαν αύθις εις λεηλασίαν και επροχώρησαν μέχρι των μακρών τειχών· αλλ’ εκεί τους εκτύπησαν οι Ρωμαίοι “και των μεν πολεμίων πολλούς έκτειναν, Ρωμαίων δε των αιχμαλώτων μέγα τι διεσώσαντο χρήμα. Οι δε λοιποί βάρβαροι ξυν τη άλλη λεία επ’ οίκου απεκομίσθησαν.”

Τω 552 έτει Σκλαβηνών πολύς όμιλος επέσκηψαν εις την Ιλλυρίαν· ο Ιουστινιανός έπεμψε κατ’ αυτών στράτευμα αρχηγούμενον, μεταξύ άλ-λων και υπό των παίδων του ήδη αποβιώσαντος Γερμανού και το στρά-τευμα τούτο έκτεινε μεν πολλούς των εχθρών και εζώγρησε, αλλά δεν ετόλμησε φαίνεται να έλθη εις χείρας μετά των πολεμίων οίτινες λεηλατήσαντες την χώραν και εξανδραποδίσαντες ανάριθμα πλήθη “επ’ οίκου απεκομίσθησαν ξυν πάση τη λεία.”

     Και ταύτα μεν κατά Προκόπιον.

Τω δε 558 έτει εγένετο μεγάλη Ούννων εισβολή, την οποίαν επιμελώς διηγείται ο Αγαθίας εν τη ε΄ των ιστοριών του. Ζαβεργάν ο των βαρβάρων εκείνων ηγεμών συν πλείστοις όσοις ιππόταις επιδραμών και παραμειψάμενος Μυσίαν τε και Σκυθίαν, τη Θράκη προσέβαλεν. Εκεί δε διελών τον στρατόν του εις τρία, έστειλε μίαν μοίραν αυτού ανά την Ελλάδα, άλλην εις την Θρακικήν χερσόνησον και αυτός επί κεφαλής επτακισχιλίων ιπποτών διευθύνθη προς την Κωνσταντινούπολιν. Αλλ’ οι μεν ανά την Ελλάδα εσταλμένοι δεν εκατόρθωσαν ουδέν αξιαφήγητον, ουδέ τας Θερμοπύλας ηδυνήθησαν να εκπορθήσωσιν· η δε κατά της Χερσονήσου ορμήσασα μοίρα απεκρούσθη χάρις εις την φρόνησιν και την ανδρίαν Γερμανού του Δωροθέου· η δε την βασιλίδα πολιορκήσασα ηττήθη επίσης από τον πολιόν ήδη νικητήν των Βανδίλων και Γότθων Βελισάριον· άπασαι δε αι μοίραι αύται συνενωθείσαι αύθις εις την Θράκην και λεηλατήσασαι την χώραν “της οίκαδε είχοντο πο-ρείας.”

Μετά την τελευταίαν ταύτην εισβολήν των Ούννων, το κεκμηκός σώμα του Βυζαντινού κράτους ηρέμησεν εν τη Ευρώπη είκοσιν ολόκληρα έτη. Αλλά το 578 έτος εκατόν περίπου χιλιάδες Σλάβων εισέβαλον αύθις εις την Θράκην. Τα σωζόμενα του Μενάνδρου περιέχουσιν περί της εισβολής ταύτης ολίγα. Μεν τινά, αλλ’ ικανά να μας φωτίσωσι περί της εκβάσεως αυτής. “Κεραϊζομένης, λέγει, της Ελλάδος υπό Σκλαβηνών και απανταχόσε αλλεπαλλήλων αυτή επηρτημένων των κινδύνων, ο Τιβέριος ουδαμώς δύναμιν αξιόμαχον έχων ουδέ προς μίαν μοίραν των αντιπάλων, μη τι γε και προς πάσαν, ούτε μην οιός τε ων πολέμοις σφισίν υπαντιάζειν τω ανά τους εώους πολέμους τας Ρωμαίων τετράφθαι δυνάμεις, πρεσβεύεται ως Βαϊανόν τον ηγεμόνα των Αβάρων, τηνικαύτα ού δυσμενώς έχοντα προς Ρωμαίους, άλλως δε τη καθ’ ημάς πολιτεία χαίρειν εθέλοντα δήθεν ευθύς εκ προοιμίων της αυτού Τιβερίου βασιλείας· ταύτη τοι και πείθει γε αυτόν κατά Σκλαβηνών άρασθαι πόλεμον, ως αν οπόσοι την Ρωμαίων δηούσι τοις οικείοις ανθελκόμενοι κακοίς, επαρκέσαι τε βουλόμενοι τη πατρώα κατά το μάλλον παύσαιντο μεν του την Ρωμαϊκήν λεηλατείν, οι δε περί της οικείας τον κίνδυνον αναδέξονται.”

Ο ηγεμών των Αβάρων εδέχθη προθύμως και εξετέλεσε την εντολήν της Βυζαντινής αυλής, όχι τόσον διά να ευχαριστήση αυτήν όσον διά να εκδικηθή τους κινήσαντας την οργήν και απέχθειάν του Σλάβους και να ωφεληθή από τα πλούτη τα οποία προ τόσου χρόνου δεν έπαυον αρύοντες από το Βυζαντινόν Κράτος, αυτοί πώποτε άχρι της εποχής εκείνης μη παθόντες λεηλασίαν τινά, κατά Μένανδρον.

Αι από του 582 μέχρι του 593 εισβολαί των Σλάβων εξετέθησαν ήδη ανωτέρω εν πλάτει (σελ. 18-46 της παρούσης πραγματείας). Εκεί απεδείξαμεν ότι καθ’ όλον τούτο το δωδεκαετές διάστημα οι Σλάβοι πέραν μεν της Θράκης δεν επροχώρησαν ποτέ, εξεβλήθησαν δε και από της Θράκης και ενικήθησαν επί τέλους εν τη ιδία αυτών χώρα. Από δε το 593 έτος μέχρι του 600 οι Ρωμαίοι δεν έπαυσαν σχεδόν διαβαίνοντες τον Ίστρον και κατατροπούντες τους Σλάβους εις αυτά της Δακίας τα βάθη.

Τοιαύτα τα των Σλάβων μέχρι του τέλους του έκτου αιώνος· εισήρχοντο εκ διαλειμμάτων εντός του Βυζαντινού Κράτους, ελεηλάτουν, αλλ’ ή κατεστρέφοντο ή απήρχοντο. Άλλως φρονούσιν ό,τε Φαλλμεραϋέρος και ο Ζιγκεϊζένος. “Ο Προκόπιος, λέγει ο πρώτος (εν σελ. 161) μαρτυρεί ρητώς ότι επί της εποχής του οι βάρβαροι κατώκουν παρά τον Ρήχιον ποταμόν πλησίον της Θεσσαλονίκης αυτής, ότι τα Τέμπη ήσαν έρημα και ότι οι κάτοικοι της Λαρίσσης δεν ετόλμων να εξέλθωσιν εις τα χαριέστατα αυτών περίχωρα διά τον φόβον των εις τα πέριξ όρη κατοικούντων Σλάβων. Η πρότερον ανθηρά Διοκλητιανούπολις απώλεσεν εις μίαν επιδρομήν των βαρβάρων τούτων όλους αυτής τους κατοίκους και ήτο ήδη επί της εποχής του ελεεινόν ερείπιον.” Ο Προκόπιος όμως δεν λέγει τίποτε από όλα ταύτα. Ιδού το περί Θεσσαλονίκης και του ποταμού Ρηχίου κείμενόν του. Ρει δε τις ποταμός, Θεσσαλονίκης ουκ άποθεν, Ρήχιος όνομα· ος δη χώραν αγαθήν τε και γεώδη περιερχόμενος, τας εκβολάς εις την θάλασσαν την εκείνη ποιείται. Προσηνής δε ο ποταμός εστι, γαλήνιόν τε ύδωρ και πότιμον· εν γη χθαμαλή αρόματα πολλά, έλος εύνομον. Και ταύτη μεν ευδαιμονίας η χώρα, ευ έχει. Βαρβάροις δε λίαν ευέφοδος ούσα ετύγχανεν, ούτε φρούριον εν σημείοις τεσσαράκοντα, ούτε άλλο τι έρυμα έχουσα. Διό δη ο βασιλεύς παρά τε τας του Ρηχίου ποταμού εκβολάς και την της θαλάσσης ηϊόνα φρούριον ωκοδομήσατο εχυρώτατον, καινουργήσας αυτός, όπερ Αρτεμίσιον επωνόμασται.” Ο Προκόπιος λοιπόν δεν λέγει ότι παρά τον Ρήχιον κατώκουν βάρβαροι, αλλ’ ότι η παρ’ αυτώ χώρα ήτο ευέφοδος εις τους βαρβάρους οίτινες συνεχώς εισέβαλλον εις το Βυζαντινόν κράτος. Περί Λαρίσσης ιδού τι αναγινώσκω εις αυτόν. “Ωράϊσται δε αυτώ (τω Πηνειώ) περιρρεομένη πόλις η Λάρισσα . . . εύφορός τε ουν εστιν η χώρα, καρπών παντοδαπών και ποτίμοις ύδασι κατακορής άγαν· ων περ ονίνασθαι ως ήκιστα είχον περίφοβοι όντες οι τη δε ωκημένοι, καραδοκούντες αεί τους βαρβάρους εγκείσθαί σφισιν· επεί ουδαμή των ταύτη χωρίων οχύρωμα ην, όπη αν και καταφυγόντες σωθήσονται. Αλλά και Λάρισσαν και Καισάρειαν, πεπονηκότων σφίσιν άγαν των ερυμάτων, σχεδόν και ατειχίστους είναι συνέβαινε· βασιλεύς δε Ιουστινιανός άμφω τείχη ισχυρότατα ποιησάμενος, γνησία τη χώρα ευδαιμονία ξυνώκισεν.” Και εν ταύθα λοιπόν ο λόγος περί της απειλουμένης εισβολής των βαρβάρων οίτινες, συχνά διαβαίνοντες τον Ίστρον ελεηλάτουν τας επαρχίας του Βυζαντινού Κράτους, και όχι περί βαρβάρων κατοικούντων εις τα πέρξ όρη. Τελευταίο περί Διοκλητιανουπόλεως ευρίσκω εις τον Προκόπιον τα εξής.“Πόλις δε ην τις επί Θεσσαλίας, Διοκλητιανούπολις όνομα, ευδαίμων μεν το παλαιόν γεγενημένη, προϊόντος δε του χρόνου βαρβάρων οι επιπεσόντων καταλυθείσα και οικητόρων έρημος γεγονυία επί μακρότατον.” Η πόλις αύτη κατεστράφη, ως και άλλαι τινές, εις μίαν επιδρομήν των βαρβάρων, αλλ’ όχι υπό Σλάβων κατοικούντων εις τα πέριξ όρη, ως βεβαιοί ο Φαλλμεραϋέρος.

Εν σελ. 169 αξιοί ο Φαλλμεραϋέρος ότι οι το 578 έτος επιδραμόντες Σλάβοι, εισέβαλον πιθανώς και εις την Πελοπόννησον, αν και ο Μένανδρος δεν λέγη τούτο ρητώς· μετά μίαν δε σελίδα, τρέπων την πιθανότητα ταύτην εις βεβαιότητα και παραδεχόμενος ήδη όχι απλήν εισβολήν, αλλά μόνιμον εγκατάστασιν, αποφαίνεται με το σύνηθες ποιητικόν του ύφος. “Από της εποχής ταύτης εκάλυψεν όλην την από Θερμοπυλών μέχρι Ταινάρου αρχαίαν Ελλάδα αιματοσταγές νέφος, μετά την διάλυσιν του οποίου βλέπομεν τους κατοίκους της γης εκείνης εντελώς αλλοιωθέντας κατά τε τα ήθη και την γλώσσαν, και την θρησκείαν κλπ. κλπ.” Αλλά τα πλάσματα της φαντασίας δεν κατισχύουσιν της ιστορικής αληθείας. Ο Μένανδρος λέγει ρητώς ότι ο ηγεμών των Αβάρων εισέβαλε το 578 έτος, κατ’ αίτησιν του βασιλέως Τιβερίου, εις την χώραν των Σλάβων διά να βιάση τους αποδημήσαντας να επανέλθωσιν εις τας εστίας των προς υπεράσπισιν των οικογενειών και της περιουσίας αυτών. Είναι αληθές ότι το κολοβωμένον τεμάχιον του Μενάνδρου δεν προσθέτει αν οι Σλάβοι ούτοι τωόντι επανήλθον, αλλά το πράγμα είναι τόσον πιθανόν ώστε αυτός ο Φαλλμεραϋέρος αναγκάζεται να παραδεχθή (εν σελ. 170) ότι οι κατά την Θράκην ευρισκόμενοι Σλάβοι επανέκαμψαν προς υπεράσπισιν της χώρας των. Εκτός τούτου, πώς είναι δυνατόν να υποθέσωμεν μόνιμον εγκατάστασιν των Σλάβων τούτων ενώ τας μεν ιδίας οικογενείας αφήκαν οίκοι, εντός δε του Βυζαντινού Κράτους δεν ησχολούντο εις άλλο, κατά τον συγγραφέα μας, ειμή εις το να εξολοθρεύσωσιν την εγχώριον φυλήν. Ειμπορούμεν να παραδεχθώμεν μόνιμον εγκατάστασιν άνευ οικογενείας;

Η ανυπόστατος γνώμη του Φαλλμεραϋέρου ότι οι Σλάβοι κατέκτησαν την Πελοπόννησον μεταξύ των ετών 584-593 και ιδίως το 589 έτος ανηρέθη ήδη ανωτέρω εν πλάτει. Ο δε Ζιγκεϊζένος λέγει (εν σελ. 689) ότι η επί του Ελληνικού εδάφους πρώτη των Σλάβων εγκατάστασις ανατρέχει ίσως εις την εποχήν ταύτην του έτους 578. Αλλ’ ο συγγραφεύς ούτος αποφαίνεται εν γένει περί του ζητήματος τούτου με τόσους δισταγμούς, και με τόσας αμφιβολίας ώστε κυρίως δεν ειμπορούμεν να γνωρίσωμεν ποία είναι η οριστική γνώμη του. Ούτως ενώ εκφέρει ήδη την εικασίαν ταύτην, εν σελ. 704 λέγει ότι η επί του Ελληνικού εδάφους πρώτη εποίκησις των Σλάβων δύναται ευλόγως να ανατρέξη μέχρι της εποχής των επί του Χαγάνου Αβαροσλαβικών πολέμων, εποχής μεταγενεστέρας της ανωτέρω μνημονευθείσης και ενώ εις την τελευταίαν ταύτην γνώμην του περιλαμβάνει προδήλως και την Πελοπόννησον, εν σελ. 171 πάλιν επιφέρει ότι η Χερσόνησος αύτη δεν εκατοικήθη υπό των Σλάβων ειμή κατά τα έτη 746 και 747.

Η αλήθεια είναι ότι καθ’ όλας τας μαρτυρίας και καθ’ όλας τας πιθανότητας μόνιμος εγκατάστασις Σλάβων εις το Βυζαντινόν Κράτος εντός του έκτου αιώνος δεν εγένετο ουδεμία. Αι εποικήσεις των φυλών τούτων ήρξαντο εντός της επομένης εκατονταετηρίδος και εξετελέσθησαν όχι διά κατακτήσεως της Βυζαντινής χώρας, όχι βία της Βυζαντινής κυβερνήσεως, αλλά δυνάμει συμβάσεων μετ’ αυτής προς εκτέλεσιν οικείων αυτής βουλευμάτων γενομένων.

“Ότι οι Χρωβάτοι οι εις τα Δαλματίας νυν κατοικούντες μέρη, λέγει ο Πορφυρογέννητος, από των αβαπτίστων Χρωβάτων και των άσπρων επονομαζομένων κατάγονται. . . . Οι δε αυτοί Χρωβάτοι εις τον βασιλέα των Ρωμαίων Ηράκλειον [575-641, βασ. 610-641] πρόσφυγες παρεγένοντο προτού τους Σέρβλους προσφυγείν εις τον αυτόν βασιλέα Ηράκλειον, κατά τον καιρόν ον οι Άβαρες πολεμήσαντες απ’ εκείσε (από της Δαλματίας) τους Ρωμάνους εναπεδίωξαν· ους ο βασιλεύς Διοκλητιανός από Ρώμης αγαγών, εκείσε κατεσκήνωσε, διό και Ρωμάνοι εκλήθησαν διά το από Ρώμης μετοίκους αυτούς γενέσθαι εν ταις τοιαύταις χώραις ήγουν της νυν καλουμένης Χρωβατίας και Σερβλίας· παρά δε των Αβάρων εκδιωχθέντες οι αυτοί Ρωμάνοι εν ταις ημέραις του αυτού βασιλέως Ρωμαίων Ηρακλείου, αι τούτων έρημοι καθεστήκασι χώραι. Προστάξει ουν του βασιλέως Ηρακλείου, οι αυτοί Χρωβάτοι καταπολεμήσαντες και από τα εκείσε τους Αβάρους εκδιώξαντες, Ηρακλείου του βασιλέως κελεύσει εν τη αυτή των Αβάρων χώρα εις ην νυν οικούσι, κατεσκήνωσαν . . . ο δε βασιλεύς Ηράκλειος αποστείλας και από Ρώμης αγαγών ιερείς και εξ αυτών ποιήσας αρχιεπίσκοπον και επίσκοπον και πρεσβυτέρους και διακόνους τους Χρωβάτους εβάπτισε  … ότι ο άρχων Χρωβατίας εξ αρχής ήγουν από της βασιλείας Ηρακλείου του βασιλέως, δουλικώς εστιν υποτεταγμένος τω βασιλεί Ρωμαίων.”

Και κατωτέρω ο αυτός διηγείται. “Ιστέον ότι οι Σέρβλοι από των άσπρων επονομαζομένων κατάγονται, των της Τουρκίας [= χώρος νυν Ουγγαρίας] εκείθεν κατοικούντων εις τον παρ’ αυτοίς Βόϊκι τόπον επονομαζόμενον. . . . εκείσε ουν και ούτοι οι Σέρβλοι το απ’ αρχής κατώκουν. Δύο δε αδελφών την αρχήν της Σερβλίας εκ του πατρός διαδεξαμένων, ο είς αυτών το του λαού αναλαβόμενος ήμισυ εις Ηράκλειον τον βασιλέα Ρωμαίων προσέφυγεν, ον και προσδεξάμενος ο αυτός Ηράκλειος βασιλεύς παρέσχε τόπον εις κατασκήνωσιν εν τω θέματι Θεσσαλονίκης τα Σέρβλια, α έκτοτε την τοιαύτην προσηγορίαν παρείληφε. Σέρβλοι δε τη των Ρωμαίων διαλέκτω δούλοι προσαγορεύονται· ταύτην δε την επωνυμίαν έσχον οι Σέρβλοι διά το δούλον γενέσθαι του βασιλέως Ρωμαίων· μετά δε χρόνον τινα έδοξε τους αυτούς Σέρβλους εις τα ίδια απελθείν και τούτους απέστειλεν ο βασιλεύς· ότε δε διεπέρασαν τον Δάνουβιν ποταμόν, μετάμελοι γενόμενοι εμήνυσαν Ηρακλείω τω βασιλεί διά του στρατηγού του τότε το Βελάγραδον κρατούντος, δούναι αυτοίς ετέραν γην εις κατασκήνωσιν· και επειδή η νυν Σερβλία και Παγανία και η ονομαζομένη Ζαχλούμων χώρα και Τερβουνία, και η των Κανελιτών υπό την εξουσίαν του βασιλέως Ρωμαίων υπήρχον . . . Κατεσκήνωσεν ο βασιλεύς τους αυτούς Σέρβλους εν ταις τοιαύταις χώραις και ήσαν τω βασιλεί Ρωμαίων υποτασσόμενοι· ους ο βασιλεύς πρεσβύτας από Ρώμης αγαγών εβάπτισε και διδάξας αυτούς τα της ευσεβείας τελείν καλώς, αυτοίς των χρόνων πίστιν εξέθετο. . . . ότι ο άρχων Σερβλίας εξ αρχής ήγουν από της βασιλείας Ηρακλείου του βασιλέως δουλικώς εστιν υποτεταγμένος τω Ρωμαίων βασιλεί.”

Τοιουτοτρόπως επώκησαν δι’ όλου του εβδόμου αιώνος οι Σλάβοι εις διαφόρους βορείους επαρχίας του Βυζαντινού κράτους και ιδίως μεταξύ άλλων εις το θέμα του Στρυμόνος, Ιουστινιανού του Ρινοτμήτου [668-711, βασ. 685-695, 705-711] εν “τοις όρεσι του Στρυμόνος και ταις διαβάθραις των κλεισουρών τούτους εγκατοικίσαντος.” Όχι κατάκτησις, όχι καταστροφαί, όχι εξόντωσις του Ελληνικού γένους, αλλά ειρηνικαί συμβάσεις μεταξύ της Βυζαντινής Κυβερνήσεως και των βορείων εκείνων επήλυδων επεσφράγισαν ήδη το συμβεβηκός τούτο. […]

Παραδεχόμενοι λοιπόν την μαρτυρίαν του Πορφυρογενήτου και ως καθ’ εαυτήν μάλλον αξιόπιστον και ως συμφωνούσαν με τα πράγματα και με τας λοιπάς όλας μαρτυρίας, συμπεραίνομεν,

Ότι η πρώτη των Σλάβων εποίκησις εις την Πελοπόννησον εγένετο περί τα μέσα του ογδόου αιώνος, επί Κοπρωνύμου του βασιλέως,

Ότι η Βυζαντινή κυβέρνησις επροκάλεσε και διεύθυνε την πρώτην και κυρίαν ταύτην μετανάστευσιν διά να κατοικίση τα μέρη της Πελοποννήσου τα υπό του λοιμού τότε ερημωθέντα.

Μετά ταύτα δεν είναι αμφιβολία ότι οι έποικοι ούτοι ήλθον πολλάκις εις πολεμίας σχέσεις μετά των κατοίκων των διαφόρων επαρχιών της Πελοποννήσου και μετά της Βυζαντινής κυβερνήσεως, ότι οι εν τη στερεά Ελλάδι εγκατεστημένοι Σλάβοι προσέβαλον ενίοτε τας επαρχίας της χερσονήσου, ότι τέλος οι Βούλγαροι, φυλή όχι Σλαβική αλλά παραδεχθείσα την Σλαβικήν γλώσσαν, εξέτεινον προς καιρόν τας κατα-κτήσεις των μέχρι της Πελοποννήσου· αλλά τα μεταγενέστερα ταύτα συμβεβηκότα δεν μεταβάλλουσι τον αληθή χαρακτήρα της πρώτης και κυρίας εποικήσεως.

Έρχομαι ήδη εις την εξιστόρησιν των σχέσεων εις τας οποίας οι εν Πελοποννήσω Σλάβοι διετέλεσαν μετά τε την εγχωρίων και μετά την Βυζαντινών αυτοκρατόρων· το μέρος τούτο του έργου μου θέλει περιλάβει την ιστορίαν της χερσονήσου επί πολλάς εκατονταετηρίδας· μεταβαίνω όθεν εις αυτό ευχαρίστως. Ο περικλεής ιστοριογράφος της Ρώμης Νειβούρος έλεγεν, ότι ο ανακαλών εις την ύπαρξιν το παρεληλυθός απολαμβάνει την ευφροσύνην της δημιουργίας· αλλ’ ο γράφων την ιστορίαν της πατρίδος του αισθάνεται προς τούτοις την ηδονήν ότι εκπληροί ιερόν προς αυτήν χρέος.» (Κ. Παπαρρηγόπουλος, Περί της εποικίσεως…, ό.π., 1843, σ. 75-112).

Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815-1891)

Ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος με την πραγματεία του Περί της εποικήσεως Σλαβικών τινών φύλων εις την Πελοπόννησον, Εν Αθήναις 1843, θέλοντας να απαντήσει στους Φαλλμεραϋέρο και Ζιγκεϊζένο, υιοθετεί τις ανακρίβειές τους και: α) ταυτίζει τους Άβαρους και τους Άνταις με τους Σλάβους, β) επικαλείται εδάφια των Προκόπιου, Αγαθία, Μένανδρου, Θεοφάνη που (τάχα) αναφέρονται σε Σλάβους, λέξη όμως που τούτοι οι συγγραφείς την αγνοούν και αναφέρονται μόνο σε Σκλαβήνους ή Σκλαβηνούς, οι οποίοι όμως δεν ήταν Σλάβοι!, γ) επικαλείται το εδάφιο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου ότι «εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα και γέγονε βάρβαρος», για να… αποδείξει ότι όχι μετάξύ 584-593, αλλά το έτος 746 εισέβαλαν και εγκαταστάθηκαν… οι Σλάβοι στην Πελοπόννησο! Όμως, οι ιστορικές πηγές διαψεύδουν και κονιορτοποιούν τα επιχειρήματα των Φαλλμεραϋέρου και Ζιγκεϊζένου καθώς και τα αντιεπιχειρήματα του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, διότι οι διατυπώσεις είναι σαφείς και ρητές.

Κατατίθενται στη συνέχεια μη αμφισβητούμενα δεδομένα από ιστορικές πηγές, και τα οποία αποδεικνύουν του λόγου μας το αληθές. Σχετικά χωρία και εδάφια πολλών από αυτές τις πηγές έχουν παρουσιαστεί στις προηγούμενες Διαδρομές Αυτογνωσίας:

1) Ο Κορνήλιος Τάκιτος (;56-120) γράφει: α) ότι οι Πευκίνοι από ορισμένους ονομάζονται Βαστάρνες, β) ότι οι ΣαρμάτεςΣαυρομάτες) στα χρόνια του προσαγορεύονταν Σθλάβοι.

2) Ο Αππιανός ο Αλεξανδρινός (95/100-165) γράφει: α) οι Γέτες ονομάζονταν στα χρόνια του Δάκες, β) ότι οι Γέτες επόρθησαν τη Μακεδονία.

3) Ο Άγιος Καισάριος (330-368), αδελφός του Γρηγορίου Θεολόγου γράφει ότι «οι Σκλαυηνοί και Φυσωνίται, οι και Δανούβιοι προσαγορευόμενοι», κατοικούσαν στα βόρεια του Ίστρου.

4) Ο Φιλοστόργιος (~368-~439) γράφει ότι οι πέρα του Ίστρου Σκύθες, ονομάζονταν παλιότερα Γέτες και στα χρόνια του είχαν την ονομασία Γότθοι.

5) Ο Ολυμπιόδωρος (5ος αι.) γράφει ότι οι Γότθοι επέτρεχαν σε ολόκληρη τη Θράκη.

6) Ο Στέφανος Βυζάντιος (5ος-6ος αι.) γράφει ότι οι Δάοι – Δάκες – Γέτες είναι ο ίδιος λαός άνωθεν του Ίστρου: «Δάκαι και Γέται οι αυτοί εισι».

7) Ο Μένανδρος (6ος αι.) γράφει: α) ότι οι Γήπαιδες ήταν σύμμαχοι των Αβάρων, β) ότι οι Άβαροι έκαναν επιθέσεις μαζί με Σκλαβηνούς στον Ίστρο, γ) ότι οι Σκλαβηνοί με τις επιθέσεις τους ερήμωναν την Ελλάδα.

8) Ο Ζώσιμος (5ος-6ος αι.) γράφει: α) ότι Σκύθες, Έρουλοι, Γότθοι, Πεύκαι πολιόρκησαν τη Χαλκιδική και τη Θεσσαλονίκη, β) ότι μοίρα Σκυθών ληϊζόταν Θεσσαλία και Ελλάδα, όχι όμως τις τειχισμένες πόλεις αλλά μόνο την ύπαιθρο (το 268 μ.Χ.), γ) ότι οι Βαστάρνες ανήκαν στο Σκυθικό έθνος.

9) Ο Ιωάννης Λυδός (490-565/578) γράφει ότι οι Γότθοι ήταν Γέτες.

10) Ο Προκόπιος (~500-565) γράφει: α) ότι οι Σαβείροι Ούννοι ληΐζοντο Ιλλυριούς και Θεσσαλούς μέχρι τις Θερμοπύλες, β) ότι σε χωριά της Θράκης κατοικούσαν Γότθοι, γ) ότι Σκλαβηνοί κατέρχονταν από τον Δούναβη και ληΐζονταν τη Θράκη και πιο νότιες περιοχές, δ) ότι Άνται και Σκλαβηνοί έκαναν από κοινού επιδρομές σε ελληνικές χώρες της Ρωμανίας (Βυζαντίου), μέχρι και τη Θεσσαλονίκη.

Εζερίτες και Μηλιγγοί…

11) Ο Ιωάννης Μαλάλας (~491-578) γράφει: α) ότι οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα ονομάζονταν στον καιρό του Βούλγαροι, β) ότι ο βασιλιάς των Σαβείρων Ούννων ονομαζόταν Βλαχ, γ) ότι ο Αττίλας ήταν του γένους των «Γηπέδων», δ) ότι στα χρόνια του Ιουστίνου «εισήλθεν εν Κωνσταντινουπόλει έθνος Ούννων παράξενον των λεγομένων Αβάρων», ε) ότι στη Θράκη επαναστάτησαν Ούννοι και Σκλάβοι, στ) ότι «οι πλείστοι Ούννοί τε ήσαν, και Σκλαβηνοί, και Άνται, οι υπερ ποταμόν Ίστρον».

12) Ο Αγαθίας ο Σχολαστικός (~530-581/582) γράφει: α) ότι οι Ούννοι έκαναν επιδρομές σε Ιλλυρία και Θεσσαλία, β) ότι οι Σαβείροι Ούννοι είχαν βασιλιά τους τον Βαλμάχ (ο Μαλάλας τον λέει Βλαχ), γ) ότι «Σουαρούνας τις όνομα, Σκλάβος ανήρ».

13) Ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης (6ος αι.) γράφει ότι γειτόνευαν Βούλγαροι και Ελλαδικοί.

14) Ο Θεοφάνης ο Βυζάντιος (6ος αι.) γράφει: α) ότι οι λεγόμενοι στον καιρό του Τούρκοι παλιότερα ονομάζονταν Μασσαγέτες, β) ότι Άβαροι κατοικούσαν στην Παννονία.

15) Ο Ευάγριος ο Σχολαστικός (536-μετά το 594) γράφει: α) ότι ο Αττίλας ήταν βασιλιάς των Σκυθών, β) ότι οι Ούννοι ήταν οι παλαιοί Μασσαγέτες, γ) ότι οι Άβαροι ήταν γένος Αμαξοβίων, που μόλις έφτασαν στα χρόνια του από τον Καύκασο στον Βόσπορο, δ) ότι επί Μαυρικίου οι Άβαροι/Άβαρες «δις μέχρι του καλουμένου μακρού τείχους διελάσσαντες, Σιγγιδόνα Αγχίαλόν τε, και την Ελλάδα πάσαν, και ετέρας πόλεις και φρούρια εξεπολιόρκησαν και ηνδραποδίσαντο, απολλύντες άπαντα και πυρπολούντες των πολλών στρατευμάτων κατά την Εώαν ενδιατριβόντων.»

16) Ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος (539-602) γράφει: α) ότι πρέπει ο στρατός να οργανώνεται όπως οι Αβάρεις και οι Τούρκοι, β) ότι τα έθνη των Γότθων είναι σκυθικά, γ) ότι Σκλάβοι και Άνται είναι έθνη ομοδίαιτα και ομότροπα, δ) ότι οι Άνται είναι οι λεγόμενοι Σκλάβοι ή Σκλαβηνοί.

17) Ο Ιστορικός Ιορδάνης (6ος αι.) γράφει: α) ότι οι Γότθοι είναι Γέται, β) ότι οι Sclaveni = Scaveni, Sclavani, Sclavini, Sclavoni.

18) Ο Άγιος Ισίδωρος (556-636) γράφει ότι στα χρόνια του βασιλιά Ηρακλείου (610-641) «οι Σκλάβοι πήραν την Ελλάδα από τους Ρωμαίους».

19) Ο Ιωάννης Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (605-630) γράφει για έθνος Σκλαβίνων και για Αβάρους που επιτέθηκαν κατά της Θεσσαλονίκης.

20) Ο Πλωτίνος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (616) γράφει για Αβάρους που επιτέθηκαν εναντίον της Θεσσαλονίκης.

21) Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (6ος-7ος αι.) γράφει: α) για πλήθη Αβάρων και Σκλαβηνών που είχαν κατακλύσει τη Θράκη, β) για τη λέξη «ρετόρνα» που οι Άβαροι και οι Σκλαβήνοι την κατανοούσαν, γι’ αυτό όταν ακούσθηκε σε συγκεκριμένη μάχη, οπισθοχώρησαν, γ) ότι «το Γετικόν, ταυτόν δ’ ειπείν αι των Σκλαβηνών αγέλαι», δ) κάνει μνεία της παρουσίας Βουλγάρων.

22) Το Πασχάλιον Χρονικόν (γεγονότα έως το 628/630) γράφει: α) ότι των «Σαρματών έθνη και αποικίαι εισί δύο: α΄ Αμαξόβιοι, β΄ Γραικοσαρμάται», β)  ότι Άβαροι και Σκλάβοι «εν τοις μονοξύλοις» πολιόρκησαν την ΚΠολη.

23) Τα Ανωνύμου Θαύματα του Αγίου Δημητρίου (680-690) αναφέρουν: α) ότι έθνος Σκλαβήνων (Δρογουβίται, Σαγουδάτοι, Βελεγεζήτες, Βαϊουνήτες, Βερζήτες κλπ.) βρίσκονταν πέριξ της Θεσσαλονίκης και σε άλλες ελληνικές χώρες της Μακεδονίας, β) ότι Σκλάβοι, Σκλαβίνοι, Ρυγχίνοι, Άβαροι βρίσκονταν σε ελληνικές περιοχές, γ) ότι την Βουλγαρία (εκείνου του καιρού) εξουσίαζαν Σκλάβοι και Βούλγαροι, και Ρηχίνοι ή Βλαχορηχίνοι και Σαγουδάτιοι.

24) Ο Πατριάρχης Νικηφόρος (758-828) γράφει: α) ότι Άβαροι και πλήθη Σκλαβίνων «εκεράϊζον» τη χώρα των Ρωμαίων επί Μαυρικίου, β) ότι Βούλγαροι και Χάζαροι έχουν εγκατασταθεί στη Θράκη, γ) ότι πολλά γένη και έθνη Σκλαβηνών βρίσκονταν πέριξ της Θεσσαλονίκης.

25) Ο Θεοφάνης ο Ομολογητής (760-818) γράφει: α) ότι οι Γότθοι ονομάζονταν και Σκύθες, β) ότι οι Γότθοι διαιρούνται σε 4 γένη: Γότθοι, Υπογότθοι, Γήπαιδες, Ουανδήλοι, γ) ότι οι Γήπαιδες διαιρούνταν σε Λογγίβαρδους και Αβάρους, δ) ότι οι Σαβείροι Ούνοι είχαν βασιλιά του τον Βαλάχ, ε) ότι στις ελληνικές χώρες της Ρωμανίας υπήρχαν Ούννοι, Σκλάβοι και έθνη Σκλαβίνων, στ) ότι οι Άβαροι κατανοούσαν τη φράση «τόρνα, τόρνα φράτρε».

26) Ο Πατριάρχης Φώτιος (810/820-893) γράφει: α) ότι Άβαροι και Σκλαβήνοι βρίσκονται σε εδάφη της Ρωμανίας, β) ότι «οι δε Γέται ήτοι Σκλάβοι τα περί την Θράκην ελυμαίνοντο», γ) ότι «ο δε έβδομος λόγος· διαλαμβάνει περί της γενομένης αταξίας ταις Ρωμαίων δυνάμεσιν, αριστείας τε Ρωμαίων κατά Σκλαβηνών, ήτοι Γετών· Γέται γαρ το παλαιόν εκαλούντο

27) Ο Λέων ο Σοφός (866-912) γράφει για Σκλαβικά έθνη, πέραν του Δανουβίου, τα οποία γραικώθηκαν με το βάπτισμα.

28) Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (913-959) γράφει: α) για τους Σκλάβους της Θεσσαλονίκης, β) για Σθλαβησιάνους του Οψικίου, γ) για τους Γήπαιδες από τους οποίους προέκυψαν οι Λογγίβαρδοι και οι Αβάρεις, δ) για τους Πατζινακίτες που ονομάζονταν Κάγγαρ, λέξη που σημαίνει οι ανδρειότεροι και οι γενναιότεροι από όλους, ε) για τους Σκλάβους της Πελοποννήσου με τα ονόματα Μηλιγγοί και Εζερίτες, στ) για Σκλαβησιάνους του Μοριά «Σκλαβησιάνοι εν τω θέματι Πελοποννήσου, δεδιώς ο βασιλεύς, ίνα μη και αυτοί προστεθέντες τοις Σθλάβοις».

29) Ο “Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσης” (τέλος 10ου αι.) γράφει ότι «Γήπαιδες: οι λεγόμενοι Λογγίβαρδοι· οιονεί, Γετίπαιδες – οι Γετών παίδες».

30) Το Χρονικόν της Μονεμβασίας (τέλος 10ου αι.) γράφει: α) ότι «Τοίνυν οι Άβαροι κατασχόντες την Πελοπόννησον διήκαισαν επί χρόνους σιη΄ [218]…», β) ότι στην Πελοπόννησο είχε εγκατασταθεί και «σθλαβινό» έθνος σε τραχείς και δύσβατους τόπους.

Συνάγονται από τα προηγουμένως εκτεθέντα τα εξής:

  1. i) Ότι τα αναφερόμενα στο γράμμα του πατριάρχη Νικολάου Γ΄ προς τον Αλέξιο Α΄, για εγκατάσταση Αβάρων στην Πελοπόννησο είναι αληθή, και το επιβεβαιώνουν ο Ευάγριος ο Σχολαστικός και το Χρονικόν της Μονεμβασίας, οπότε κακώς ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος θεώρησε αυτό το γράμμα «κίβδηλο» – πλαστό και ως μη έχον σχέση με πραγματικά γεγονότα.

  2. ii) Ότι οι Άβαροι/Άβαρεις δεν ήταν Σλάβοι αλλά «γένος Αμαξοβίων», όπως λέει ο Ευάγριος ο Σχολαστικός, και Αμαξόβιοι ήταν οι Σαρμάτες όπως λέει το Πασχάλιον Χρονικόν, ήτοι Σθλάβοι κατά πως λέει ο Κορνίλιος Τάκιτος, ή ανήκαν στο έθνος των Ούννων όπως λέει ο Ιωάννης Μαλάλας, ή ήταν Γήπαιδες όπως λένε οι Θεοφάνης ο Ομολογητής και Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, και ως Γήπαιδες ή Γετίπαιδες ήταν «Γετών παίδες», κατά πως εξηγεί ο Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσης, και ως Γέτες ήταν Θράκες και ομόφυλοι κι ομόγλωσσοι με τους Δάκες όπως λέει ο Αππιανός ο Αλεξανδρινός, καθότι «Δάκαι και Γέται οι αυτοί εισι» όπως λέει ο Στέφανος Βυζάντιος, και κατοικούσαν στην Παννονία όπως λέγει ο Θεοφάνης ο Βυζάντιος, και ως Γέτες και Δάκοι κατανοούσαν τη «στρατιωτική γλώσσα» των Ρωμαίων (Ρωμανίας) όπως λέει ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης με τη χρήση του «ρετόρνα» και ο Θεοφάνης ο Ομολογητής με το «τόρνα, τόρνα φράτρε». Δεν ήταν Σλάβοι οι Άβαροι που εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο μεταξύ 584-593, αλλά «λατινόγλωσσος» κλάδος Γετών, δηλαδή «λατινόγλωσσοι» Σκλαβήνοι, οπότε οι ισχυρισμοί των δύο ξένων ιστορικών συγγραφέων (Φαλλμεραϋέρου και Ζιγκεϊζένου) περί καθόδου Σλάβων στην Πελοπόννησο δεν ισχύουν, και αποτελούν μύθευμα και πλάσμα της φαντασίας τους.

iii) Οι συγγραφείς τους οποίους επικαλείται ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος και οι δύο ξένοι συγγραφείς, ήτοι οι Προκόπιος, Αγαθίας Μενανδρος δεν αναφέρουν πουθενά τη λέξη Σλάβος, αλλά μόνο τους όρους Σκλαβήνοι και Σκλάβοι, που δεν έχουν καμιά σχέση με τον όρο Σλάβοι. Οι Σκλαβήνοι ήταν ήδη γνωστοί ως Σκλαυηνοί από το 350 μ.Χ., και αναφέρεται σε αυτούς ο Άγιος Καισάριος «οι Σκλαυηνοί και Φυσωνίται, οι και Δανούβιοι προσαγορευόμενοι», και είναι αυτοί που ως Σκλάβοι πήραν την Ελλάδα από τος Ρωμαίους, όπως λέει ο Άγιος Ισίδωρος, και όπως ρητά έχει γράψει ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης «το δε Γετικόν, ταυτόν δ’ ειπείν αι των Σκλαβηνών αγέλαι», με τη σχετική επαύξηση της αλήθειας από τον Πατριάρχη Φώτιο, που επισημαίνει «οι δε Γέται ήτοι Σκλάβοι τα περί την Θράκην ελυμαίνοντο». Άρα, Σκλάβοι και Σκλαβήνοι/Σκλαβηνοί ήταν Γέτες, ήτοι Δάκες, ήταν «λατινόγλωσσοι» πληθυσμοί.

  1. iv) Από τις ανωτέρω επισημάνσεις προκύπτει ότι Άβαροι και Σκλαβήνοι ή Σκλάβοι, παρά τις όποιες κατά καιρούς συγκρούσεις τους, ήταν τουλάχιστον ομόγλωσσοι, αν όχι και ομόφυλοι. Οπότε, το να εκλαμβάνει ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος και οι δύο ξένοι ιστορικοί τούς Σκλάβους και Σκλαβήνους (με οποιαδήποτε ορθογραφία αυτών των ονομάτων) σαν Σλάβους, είναι όχι μόνο άτοπο και ατεκμηρίωτο, αλλά αποτελεί σαφή στρέβλωση των όσων έχουν γράψει για συμβάντα και γεγονότα του καιρού τους σημαντικοί ιστορικοί. Της «ταυτοσημίας» Γετών – Δακών – Σκλαβήνων (Σκλάβων) είναι αδιάψευστοι μάρτυρες τα γραπτά των Σιμοκάττη και Πατριάρχη Φωτίου, και άλλων.

  2. v) Ακόμα και οι λεγόμενοι Άνται, τους οποίους εκλαμβάνουν για Σλάβους οι τρεις σύγχρονοι ιστορικοί και πολλοί άλλοι νεότεροι συγγραφείς, δεν ήταν παρά Σκλάβοι ή Σκλαβήνοι, όπως λέει ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος. Αυτός είναι ο λόγος που Σκλαβήνοι, Άβαροι και Άνται έκαναν από κοινού τις εφορμήσεις κατά της Ρωμανίας στις ελληνικές χώρες.

  3. vi) Ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος θεωρεί ότι οι Σλάβοι πήγαν και εγκαταστάθηκαν ειρηνικά στην Πελοπόννησο κατά τα έτη 746 ή 747, διότι τότε «Ἐσθλαβώθη δὲ πᾶσα ἡ χώρα καὶ γέγονε βάρβαρος, ὅτε ὁ λοιμικὸς θάνατος πᾶσαν ἐβόσκετο τὴν οἰκουμένην, ὁπηνίκα Κωνσταντῖνος, ὁ τῆς κοπρίας ἐπώνυμος, τὰ σκῆπτρα τῆς τῶν Ῥωμαίων διεῖπεν ἀρχῆς, ὥστε τινὰ τῶν ἐκ Πελοποννήσου μέγα φρονοῦντα ἐπὶ τῇ αὑτοῦ εὐγενείᾳ, ἵνα μὴ λέγω δυσγενείᾳ, Εὐφήμιον ἐκεῖνον τὸν περιβόητον γραμματικὸν ἀποσκῶψαι εἰς αὐτὸν τουτοῒ τὸ θρυλούμενον ἰαμβεῖον· Γαρασδοειδὴς ὄψις ἐσθλαβωμένη», όπως έγραψε ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος. Όμως, ο ίδιος ο αυτοκράτορας δίνει το αληθινό νόημα αυτής της φράσης του, γράφοντας ότι «Γαρασδοειδὴς ὄψις ἐσθλαβωμένη», διότι «εσθλαβωμένη» είναι η «γαρασδοειδής όψις», ήτοι η πολύ γερασμένη, η πολύ αδύναμη/αδύνατη, αφού «γαρασδοειδής pro γεροντοειδής usurpari videtur, ut sit quod Terentius dicit: vetus vietus veternosus senex». Αυτό σημαίνει ότι μετά τον λοιμό του 746 η Πελοπόννησος «εσθλαβώθη», δηλ. «αδυνάτησε», γραικοποιώντας τη βλάχικη λέξη «σλâμπουΐ», όπως σοφά έχει επισημάνει εδώ και δεκαετίες ο αείμνηστος Σ. Ν. Λιάκος, και όχι ότι η Πελοπόννησος λόγω του λοιμού έγινε σλάβικη χώρα! Η γραφή από τον αυτοκράτορα της λέξης Σέρβοι ως Σέρβλοι, αποτελεί μια ακόμα απόδειξη ότι την γράφει έτσι όπως θα την έλεγε ένας Βλάχος, με το άρθρο πίσω: εν. Σέρβου à βλ. Σέρβλου, πλ. Σέρβοι à βλ. Σέρβλοι. Άρα, η υπόθεση του Κων/νου Παπαρρηγόπουλου και των δύο ξένων ιστορικών δεν ευσταθεί, και αποτελεί μύθο αναπόδεικτο αυτός ο κυρίαρχος ισχυρισμός στον χώρο των ιστορικών, που είναι ισχυρισμός εξυπηρέτησης σκοπιμοτήτων. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα και από έναν ακόμα αναπόδεικτο ισχυρισμό τους για τους (δήθεν) Σλάβους του Ταΰγετου, Μηλιγγούς και Εζερίτες!

vii) Ο Πορφυρογέννητος λέει: «Καὶ πάντας μὲν τοὺς Σκλβους καὶ λοιποὺς ἀνυποτάκτους τοῦ θέματος Πελοποννήσου ὑπέταξε καὶ ἐχειρώσατο, μόνοι δὲ οἱ ζερται καὶ οἱ Μηλιγγο κατελείφθησαν ὑπὸ τὴν Λακεδαιμονίαν καὶ τὸ λος. Καὶ ἐπειδὴ ὄρος ἐστὶν ἐκεῖσε μέγα καὶ ὑψηλότατον, καλούμενον Πενταδκτυλος, καὶ εἰσέρχεται ὥσπερ τράχηλος εἰς τὴν θάλασσαν ἕως πολλοῦ διαστήματος, διὰ δὲ τὸ εἶναι τὸν τόπον δύσκολον κατκησαν ες τς πλευρς το ατο ρους, ν μν τ ν μέ-ρει ο Μηλιγγο, ν δ τ τρ μρει ο ζερται.» Αυτούς τους Μηλιγγούς και τους Εζερίτες ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος και οι δύο ξένοι ιστορικοί τους θεωρούν Σλάβους! Τους κατοίκους αυτούς του Ταΰγετου, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (~1423-~1490) στην Ιστορία του, τους αναφέρει ως Βλάχους:  «Ως μέντοι διέσπαρται ανά την Ευρώπην, πολλαχή ώκησαν, άλλη τε δη και εν τινι της Πελοποννήσου χώρας τε της Λακωνικής ες το Ταΰγετον όρος και ες το Ταίναρον ωκημένον. Ω δη και από Δακίας επί Πίνδον το ες Θετταλίαν καθήκον ενοικήσαν έθνος. Βράχοι δε αμφότεροι ονομάζονται [utrisque nomen fuit Bacchiκαι ουκ αν δη έχω διεξιέναι οποτέρους αν τούτων λέγοιμι επί τους ετέρους αφικέσθαι.» Το Χρονικό του Μορέως λέει ότι οι κάτοικοι ήταν Σκλαβήνοι, ενώ ο Γεώργιος Σφραντζής (1401-1477) λέει πως στον Μυζηθρά υπήρχε χωριό Σκλαβοχώρι. Ο Βίος του Νίκωνος του Μετανοείτε, λέει πως οι Μιληγγοί ονομάζονταν έτσι αντί για Μυρμιδόνες, ενώ ντοκουμέντο του Αγίου Όρους που μιλάει για τους εκεί κατοικούντες Βλάχους, που μετά από αμαρτωλό βίο διώχτηκαν οικογενειακώς και (αυτοί οι Βλάχοι) πήγαν κι εγκαταστάθηκαν στον Ταΰγετο, και οι απόγονοί τους, αποβλαχισμένοι πια γλωσσικά, βρίσκονται εκεί ως σήμερα. Όμως, αυτά τα τεκμήρια τα παραβλέπουν και οι σύγχρονοι μελετητές, ερμηνεύοντας λαθεμένα ή στρεβλά τα σχετικά χωρία και εδάφια του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου.

viii) Σχετικά με τους Βούλγαρους και την παρουσία τους στις ελληνικές χώρες, κατά τη βυζαντινή περίοδο, διαπιστώνεται ίδια μυθολογία, και σε προσεχή κείμενα θα κομιστούν τεκμήρια ποιοι και τι είναι οι Βούλγαροι/Βούργαροι των πηγών, καθότι πολλές πηγές ονομάζουν πολλάκις τους Βλάχους με το όνομα Βούλγαροι!

Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1048/1056-1118, βασ. 1081-1118).

Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1048/1056-1118, βασ. 1081-1118), υπήρξε εξέχουσα στρατιωτική και πολιτική μορφή και ήταν ο ουσιαστικός θεμελιωτής της δυναστείας των Κομνηνών, μιας από τις ενδοξότερες της βυζαντινής ιστορίας.

Ο Νικόλαος Γ΄ Κυρδινιάτης/Γραμματικός έγινε πατριάρχης ΚΠολης το 1084 και είχε εξαιρετικά μακρόχρονη, για την εποχή, πατριαρχία, η οποία διήρκεσε 27 χρόνια. Ήταν λόγιος ιεράρχης και έγραψε ύμνους για διάφορες ακολουθίες. Υποστηρίχθηκε από τον Αυτόκράτορα Αλέξιο Κομνηνό στην αντιμετώπιση ζητημάτων που προέκυψαν στη διάρκεια της πατριαρχίας του, με πιο σημαντικά την αίρεση των Βογομίλων και την έριδα του Λέοντος Χαλκηδόνος. Επί των ημερών του εκδόθηκαν συνοδικές αποφάσεις για πολλά εκκλησιαστικά θέματα, θέματα γάμων, διαζυγίων, μοναχισμού κλπ. Ο ίδιος παρενέβη αρκετά σε θέματα μοναχισμού, στερέωσε το καθεστώς του Αγίου Όρους και φαίνεται να συνέγραψε μοναστικό Τυπικό. Του ζητήθηκε να γνωματεύσει για την Ένωση των Εκκλησιών, εκφράστηκε υπέρ της Ένωσης, χωρίς όμως κάποιον συμβιβασμό από μέρους των Ορθόδοξων. Ζήτησε ως προαπαιτούμενα την ομολογία Ορθόδοξης πίστης από τον Πάπα, την εγκατάλειψη του παπικού πρωτείου, το filioque, και τη χρήση άζυμου άρτου στη λατρεία.

O Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ (Jakob Philipp Fallmerayer: 1790-1861) ήταν Αυστριακός περιηγητής, δημοσιογράφος, πολιτικός και ιστορικός, περισσότερο γνωστός για τις περιηγητικές αφηγήσεις του και τις θεωρίες του σχετικά με τη φυλετική καταγωγή των νεο-Ελλήνων. Στα βιβλία του “Ιστορία της χερσονήσου της Πελοποννήσου κατά τους Μεσαιωνικούς Χρόνους” και “Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων”, που γράφτηκαν στη δεκαετία του 1830, διατυπώνει την άποψη ότι οι Έλληνες της νεότερης εποχής δεν κατάγονται από τη φυλή των αρχαίων Ελλήνων, αλλά προέρχονται από Σλάβους που εισέβαλαν στην Ελλάδα στην περίοδο του Μεσαίωνα και από Αλβανούς που εξαπλώθηκαν κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και τους νεότερους χρόνους και που αναμίχθηκαν με ελληνόφωνους, αλλά μη Έλληνες το γένος Βυζαντινούς πρόσφυγες, δημιουργώντας τους νέους Έλληνες.

Ο Ιωάννης Βίλχελμ Ζινκέϊσεν (Johann Wilhelm Zinkeisen: 1803-1863), ήταν Γερμανός ιστορικός, που σπούδασε σε Ιένα και Γκέτινγκεν θεολογία και κατόπιν ιστορία. Εργάστηκε για μικρό διάστημα ως καθηγητής στο Ινστιτούτο Blochmann της Δρέσδης, όπου δίδαξε και ελληνική ιστορία, και κατόπιν έζησε ως το 1831 στο Μόναχο. Βρέθηκε στο Παρίσι το 1833, όπου εργάστηκε ως καθηγητής μέχρι το 1840. Υπήρξε κορυφαίος συντάκτης της πρωσσικής κρατικής εφημερίδας στο Βερολίνο, που το 1848 μετατράπηκε σε Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Πρωσίας, και εργάστηκε εκεί ως το 1851. Μετά έζησε στο Βερολίνο ως απλός πολίτης, όπου και πέθανε το 1863.

Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815-1891) ήταν ιστορικός, ο «πατέρας» της νέας ελληνικής ιστοριογραφίας. Θεμελίωσε την αντίληψη της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων από την αρχαιότητα έως σήμερα, και καθιέρωσε στη διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών τη διαίρεση της ελληνικής ιστορίας σε αρχαία, μεσαιωνική και νέα, και επιδίωξε να αναιρέσει τις κυρίαρχες εκείνη την εποχή απόψεις ότι η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν περίοδος παρακμής και εκφυλισμού που δεν αναγνωριζόταν ως τμήμα της ελληνικής ιστορίας. Πιστεύεται ότι έθεσε τις βάσεις για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας της νεοελληνικής κοινωνίας, πατώντας ουσιαστικά στα χνάρια του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου, ο οποίος υπήρξς ο πρώτος εκφραστής αυτής της άποψης.

————

Η συνέχεια σε επόμενες ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ… ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ…, για το θέμα: ΣΚΛΑΒΟΙ, ΣΚΛΑΒΗΝΟΙ ή ΣΚΛΑΒΙΝΟΙ – Η ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΗ «ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΛΑΒΩΝ» ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ…, αφού οι Σκλαβίνοι/Σκλαβηνοί ή Σκλάβοι (κι οι πολυώνυμες φυλές τους) ήταν Γ έ τ ε ς, οι οποίοι κατά τις παλαιές πηγές ήταν Έλληνες!… Εν αναμονή λοιπόν…

—————–

*Γιώργης Σ. Έξαρχος /  Συγγραφέας – Ερευνητής / Βιογραφικό – Κάνετε κλικ

———————

Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ

 

banner-article

Ροη ειδήσεων