( Προ)δημοσιεύω, χάριν των φίλων μου, την εισαγωγή μου στο σπουδαίο βιβλίο του Πόποβιτς, σε μετάφραση του εξαίρετου Χρήστου Γκούβη ( μεταφραστή των βιβλίων του Ivo Adric) και επιμέλεια του Νίκου Σιώκη, σπάνιου γνώστη του θέματος της διασποράς στα Βαλκάνια. Η έκδοση αυτή αποκαθιστά το πραγματικό περιεχόμενο του βιβλίου αλλά και τη μνήμη του συγγραφέα. Ελπίζουμε ότι η πρωτοβουλία της ορθής και νόμιμης επανέκδοσης με την άδεια του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών θα εκτιμηθεί δεόντως από την Επιστημονική κοινότητα και το ευρύ κοινό…
Το να επιμεληθείς ένα βιβλίο είναι μια δύσκολη υπόθεση. Πόσο μάλλον εάν αυτό γράφτηκε έναν σχεδόν αιώνα πριν και σε μια γλώσσα που δεν κατέχεις. Καλείσαι, λοιπόν, να έχεις κατά νου δύο πράγματα: πρώτον, την ιστορικότητα, το ιστορικό δηλαδή πλαίσιο, τα συγκείμενα, όπως συχνά λέμε, του συγκεκριμένου πονήματος και, δεύτερον, τα μεταφραστικά προβλήματα, κυρίως αυτά που έχουν να κάνουν με την ορολογία γενικά αλλά και τη συγκεκριμένη χρήση των όρων στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Ακόμη μία δυσκολία που προστίθεται σχετίζεται με την ερμηνεία των γραφομένων από τον συγγραφέα, το να διαβάζεις πίσω από τις γραμμές ή να διακρίνεις προθέσεις, διότι τυχαίνει ο συγγραφέας να ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία των ανθρώπων, της «κοινότητας», την οποία μελετά.
Αυτό που προτίθεμαι να κάνω δεν είναι να προσπαθήσω να διερμηνεύσω τα γραφόμενα ή να αποδώσω οποιαδήποτε πρόθεση στον συγγραφέα. Θα ήταν άσκοπο αλλά και αντίθετο σε κάθε κώδικα δεοντολογίας, πόσο δε μάλλον τη στιγμή που εκείνος δεν βρίσκεται στη ζωή. Αυτό που θα προσπαθήσω να κάνω σε αυτήν την εισαγωγή είναι να διευκολύνω τον αναγνώστη να προσλάβει το κείμενο με ιστορικούς όρους, να κατανοήσει το πλαίσιο της έρευνας και της συγγραφής και να προσπελάσει όσο το δυνατόν δίχως δυσκολία μια ορολογία της εποχής που συνδέεται με ζητήματα εθνοτικής, εθνικής ταυτότητας και έθνους, ζητήματα που την εποχή εκείνη δεν ετίθεντο με τον τρόπο που τίθενται σήμερα, συνεπώς και η ανάλογη ορολογία δεν ήταν διαθέσιμη, που σημαίνει ούτε η θεωρία και η μέθοδος. Μιλάμε για μια ιστορική περίοδο που από τη μια οι συλλογικές ταυτότητες είναι ακόμα ρευστές, βρίσκονται ακόμα στο μεταίχμιο ανάμεσα στην προ-νεοτερική εποχή και εκείνη της νεοτερικότητας, στην οποία αντιστοιχεί και η κυριαρχία του έθνους-κράτους αλλά και η αποκρυστάλλωση των εθνικών ταυτοτήτων και, από την άλλη, δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί στις κοινωνικές επιστήμες το πεδίο των σπουδών του έθνους και της εθνικής ταυτότητας.
Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με ένα σύγγραμμα της δεκετίας του 1930, που αναφέρεται βασικά στους δύο προηγούμενους αιώνες. Σε μια ιστορική περίοδο που στη Βαλκανική ιστορία είναι συνυφασμένη με την αργόσυρτη διαδικασία αποσύνθεσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της ανάδυσης από τις αρχές του 19ου αιώνα των εθνικών κρατών μέσα από τους κόλπους της. Είναι η περίοδος των εθνικών κινημάτων, που πασχίζουν να διαμορφώσουν τα δικά τους ανεξάρτητα εθνικά κράτη, διαγκωνιζόμενα και μεταξύ τους, από ένα χρονικό σημείο και έπειτα, για τη διανομή των εδαφών που απελευθερώνονται από τους Οθωμανούς. Η διαδικασία ανάπτυξης των εθνικών κινημάτων δεν προκύπτει βέβαια τυχαία, αλλά είναι απότοκο της οικονομικής ανάπτυξης και των σύστοιχων πνευματικών και πολιτιστικών ρευμάτων, που συνδέονται με τις αξίες της αστικής δημοκρατίας, όπως αυτές συνοψίστηκαν τελικά στα ζητούμενα της Γαλλικής επανάστασης. Η διαμόρφωση και αποκρυστάλλωση, ωστόσο, ομοιογενών εθνικών ταυτοτήτων και συνειδήσεων δεν ήταν μια απλή διαδικασία σε μια περιοχή, όπου έπρεπε να γίνει μετάβαση από το σύστημα των μιλέτ (εθνο-θρησκευτικές ομάδες) στα σύγχρονα έθνη.
Κατά κάποιον τρόπο, κάθε εθνοτική ομάδα επιδίωξε να δημιουργήσει το δικό της κράτος και έτσι να μετασχηματιστεί και η ίδια σε νεοτερικό έθνος. Οι Έλληνες ως πολιτισμική κατηγορία παίζουν σε αυτήν τη διαδικασία έναν ρόλο πρωτοποριακό. Είναι πρωτοπόροι ως «κατακτητές Βαλκάνιοι έμποροι» και ταυτίζονται ως ομάδα με αυτήν κοινωνική κατηγορία. Μέσω του εμπορίου προωθείται ο εξαστισμός και έτσι τελικά το εθνονύμιο «Έλληνας» ταυτίζεται με τον αστικοποιημένο έμπορο. Αυτό σημαίνει ότι και όσοι μιμούνται αυτό το πρότυπο συχνά χαρακτηρίζονται Έλληνες. Άλλωστε, η απόκτηση ελληνικής παιδείας ήταν απαραίτητο διαβατήριο να μεταβεί κανείς σ’ αυτό το κοινωνικό στρώμα. Ο εξελληνισμός μελών άλλων εθνοτικών ομάδων οφειλόταν εν πολλοίς σε αυτήν τη διαδικασία, που είχε οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική διάσταση. Αν δεχτούμε ότι υπό αυτούς τους όρους ο ελληνισμός είναι πολιτισμική κατηγορία, κατανοούμε γιατί αφομοιώνονταν στους κόλπους του άνθρωποι διαφορετικής προέλευσης. Και αυτό βέβαια συνάδει με τη γενική επιστημονική αρχή ότι οι ταυτότητες δεν έχουν βιολογικούς αλλά πολιτισμικούς προσδιορισμούς.
Μέσα, λοιπόν, σε μια κατάσταση αποσύνθεσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας και χάρη σε σημαντικές αλλαγές που σημειώνονται στις σχέσεις της με την Αψβουργική αυτοκρατορία, με βάση μια σειρά συνθηκών που υπογράφονται στο τέλος του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα και αφορούν κατ’ εξοχήν το εμπόριο με την κεντρική Ευρώπη, αναπτύσσεται μια έντονη κινητικότητα εμπόρων από το Νότο προς τον Βορρά. Αυτή η κινητικότητα ενισχύθηκε αρκετά,προσλαμβάνοντας διαστάσεις μαζικής μετανάστευσης, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα εξαιτίας των καταστροφών που υπέστησαν πόλεις και χωριά, με κύρια την Μοσχόπολη αλλά και του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1787. Έτσι, παρατηρείται ένα μαζικό φαινόμενο μετατοπίσεων πληθυσμών, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων εγκαθίσται στα εδάφη της τότε Σερβίας. Η Αχρίδα, τα Μπίτολα, το Κρούσοβο, το Κραγκούγιεβατς, το Πάντσεβο, το Ποζάρεβατς αλλά και το Βελιγράδι ήσαν κάποια από τα πιο σημαντικά κέντρα εγκατάστασής τους. Τόποι προέλευσης η Μοσχόπολη, η Κλεισούρα, το Μπλάτσι, η Σιάτιστα, το Μελένικο, η Καστοριά κ.α. Η βασική ενασχόληση όλων αυτών ήταν το εμπόριο κάθε είδους (από εμπόριο προϊόντων μέχρι χρηματιστηριακές και τραπεζικές υπηρεσίες) αλλά και οι βιοτεχνικές δραστηριότητες (αργυροχόοι, γουναράδες, αρτοποιοί, χανιτζήδες κ.λπ.).
Στις νέες «πατρίδες» τους οργανώνονται σε συνεκτικές κοινότητες με βάση την κοινή τοπική ή εθνοτική καταγωγή. Σε αυτό το πλαίσιο αλλά και στην ίδια τη λειτουργία των οικονομικών δραστηριοτήτων σημαντικό ρόλο παίζουν οι δομές της οικογένειας και της συγγένειας. Η εξακτίνωση στον χώρο των διάφορων εμπορικών οίκων που προκύπτουν μέσα στον χρόνο στηρίζεται σε αυτές τις δομές, στις οποίες κατά κοινή ομολογία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και η επιτυχής πορεία τους.
Το πιο σημαντικό, ωστόσο, ερώτημα που προκύπτει για τον αναγνώστη αυτού του βιβλίου αφορά στην εθνική ταυτότητα αυτών των πληθυσμών. Κι αυτό επειδή ακριβώς οι ταυτότητες κατά την περίοδο αυτή βρίσκονται σε κατάσταση ρευστότητας, στο μεταίχμιο ανάμεσα στην τοπική/εθνοτική και την εθνική εκδοχή τους. Ο ίδιος ο συγγραφέας, ενώ είναι Βλαχικής καταγωγής και δεν παραλείπει να δηλώνει υπερήφανος γι’ αυτό, αυτοπροσδιορίζεται ως Σέρβος, την στιγμή μάλιστα που παρουσιάζει το σύνολο σχεδόν των Βλάχων που έρχονται από τον Νότο να έχουν ελληνική εθνική συνείδηση και ταυτότητα. Τόσο, που συχνά εναλλάσσει τους όρους με τους οποίους αναφέρεται σε αυτούς και φαίνεται να βρίσκεται και ίδιος σε μια σύγχυση ως προς τον εθνικό χαρακτηρισμό τους.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη και με το πλεονέκτημα που μου δίνουν οι επιστημονικές εξελίξεις, η δυσκολία που έχει ο συγγραφέας οφείλεται όχι μόνο στη ρευστότητα των ταυτοτήτων αυτήν καθ’ εαυτήν αλλά και στο γεγονός ότι δεν διαθέτει ο ίδιος τα κατάλληλα εννοιολογικά εργαλεία για την προσέγγιση των φαινομένων που αντιμετωπίζει. Ο όρος «κλειδί» είναι φυσικά η έννοια του «εθνοτισμού» (εθνοτική ομάδα και ταυτότητα), που δεν υφίστανται εκείνη την εποχή ως επιστημονικά εργαλεία. Συνεπώς χρησιμοποιείται ο όρος «εθνικός» με έναν «χαλαρό» τρόπο, που δυσκολεύει πολύ τα πράγματα ως προς τον αυτοπροσδιορισμό και τον ετεροπροσδιορισμό των ατόμων και των ομάδων.
Αναφερόμενος κατά βάσιν στους Βλάχους (Τσίντσαρους), αντιμετωπίζει με μεθοδολογική αμηχανία την περίπτωσή τους σε ό,τι αφορά στην εθνική τους ταυτότητα, μια αμηχανία που δεν θα υπήρχε εάν είχε στην διάθεσή του την έννοια του εθνοτικού. Έχει κατά βάσιν στο εννοιολογικό «οπλοστάσιό» του δύο εργαλεία: το έθνος και τον λαό. Το έθνος με τη νεοτερική έννοια μπορεί να καλύψει την «ελληνική» ταυτότητα των Βλάχων, το ίδιο και ο «λαός» αλλά δεν μπορεί να αποδώσει την εθνοτική. Γι’ αυτό και εναλλάσονται τα εθνονύμια, γι’ αυτό και προκαλείται μια σύγχυση στον αναγνώστη. Από την άλλη, αυτό καθιστά το βιβλίο ακόμα πιο ενδιαφέρον, με την έννοια ότι θέτει με ένα πολύ ζωντανό τρόπο το ζήτημα της μετάβασης στη νεοτερικότητα, της μετάβασης από τις εθνοθρησκευτικές, τοπικές, εθνοτοπικές, εθνοτικές ταυτότητες στις εθνικές. Δεν είναι απλά το εθνογραφικό υλικό χρήσιμο ως παράδειγμα αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας, ο οποίος εκπροσωπεί ένα μέρος των δρώντων υποκειμένων της έρευνάς του, αυτών δηλαδή που εγκαθίστανται στα εδάφη της Σερβίας και αφομοιώνονται στο αντίστοιχο έθνος. Ο Πόποβιτς όταν λέει «εμείς» εννοεί τους Σέρβους και όταν λέει η χώρα μου εννοεί τη Σερβία, παρότι χαρακτηρίζει τους ίδιους τους άμεσους προγόνους του Έλληνες Βλαχικής καταγωγής, χρησιμοποιώντας βέβαια διάφορους όρους εναλλακτικά.
Για όσους πιστεύουν ότι οι ταυτότητες (και εδώ μας ενδιαφέρουν οι εθνικές) είναι αιώνιες και αμετάβλητες, μια πίστη που συνδέεται με τη βιολογική θεωρία, το παράδειγμα είναι παράδοξο. Εάν δεχτούμε, ωστόσο, την πολιτισμική προσέγγιση, τη θεωρία της κατασκευής, το παράδειγμα είναι καθόλα σύμφωνο με αυτήν τη θεωρία που πρεσβεύει ότι οι ταυτότητες συγκροτούνται ιστορικά και κατά συνέπεια μεταβάλλονται ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες και συχνά είναι και αντικείμενα επιλογής και διαπραγμάτευσης.
Οι Βλάχοι της Νότιας Βαλκανικής από τη στιγμή που αποκτούν εθνική συνείδηση αυτή είναι κατά κανόνα ελληνική. Είναι ελληνική τόσο λόγω της παιδείας όσο και λόγω της θρησκείας. Φορείς του ελληνικού πνεύματος γίνονται όσοι Βλάχοι ανελίσσονται κοινωνικά και αυτοί συμβάλλουν καθοριστικά στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στις γενέτειρές τους και όχι μόνον. Δεν είναι τυχαίο ότι, καθώς τεκμηριώνει και ο Πόποβιτς, τα σχολεία που ιδρύουν στους νέους τόπους εγκατάστασης είναι ελληνικά σχολεία. Ελληνικά σχολεία, επίσης, ιδρύουν και λειτουργούν με τις δωρεές τους στις γενέτειρές τους. Αρκετοί από αυτούς που γίνονται λόγιοι καταγράφονται ως σημαντικοί εκπρόσωποι του ελληνικού διαφωτισμού. Να μην ξεχνάμε ότι τα λεξικά, όπου εκδίδονται, στοχεύουν στην εκμάθηση της ελληνικής από τους Βλάχους συντοπίτες τους. Σε πολλές περιπτώσεις Βλάχων ευεργετών ο ζήλος για την ελληνική παιδεία και γλώσσα ήταν τέτοιος που τους οδήγησε σε πράξεις άρνησης της βλάχικης γλώσσας και ταυτότητας.
Το παρόν βιβλίο, λοιπόν, αποτελεί και ένα πολύ καλό παράδειγμα μελέτης των ταυτοτήτων στο πλαίσιο της μετάβασης προς τη νεοτερικότητα. Κυρίως όμως αποτελεί μια κατάθεση πολύ σημαντικών πληροφοριών, ενός πραγματολογικού υλικού, το οποίο αναφέρεται στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της γεωγραφικής και κοινωνικής κινητικότητας των Βλάχων, στις συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες που ανέπτυξαν μεταναστεύοντας, τον ρόλο της οικογένειας και της συγγένειας στη συγκρότηση και λειτουργία των οικονομικών συσσωματώσεων, την ανάπτυξη των ευρύτερων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών δικτύων, τον ρόλο της παιδείας και των εκπαιδευτικών θεσμών σε ό,τι αφορά τη συγκρότηση εθνικών ταυτοτήττων, τις σχέσεις ανάμεσα στις ομάδες, τις αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις οικονομικού αλλά και εθνικού/εθνοτικού χαρακτήρα, τις εν γένει συλλογικές νοοτροπίες. Θα έλεγε κανείς ότι το βιβλίο αυτό εκτός από πόνημα οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας συνιστά και μια συμβολή στην πολιτισμική ιστορία αλλά και την ιστορική ανθρωπολογία και εθνογραφία των Βαλκανίων.
Κλείνοντας και εκφράζοντας την ευχή να εύρει αυτήν την φορά τη θέση που του αξίζει, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον μεταφραστή κ. Χρήστο Γκούβη για την εμπιστοσύνη και τον εκδότη κ. Κώστα Παπαδόπουλο για την συνεργασία.
Σημείωση Φαρέτρας: Έχουν χρησιμοποιηθεί φωτογραφίες από το άρθρο του Τάκη Γκαλαΐτση “Το βλέμμα… των Μανάκια’’