“Στου Μπάτσιλουρ παένου, κόσμι, γεια χαραντάν!” γράφει η γκουστιρίτσα
Στου Μπάτσιλουρ παένου, κόσμι, γεια χαραντάν!
Ικεί που ήμαν ανιμιλίας
ουσάν τουν προυθυπουργό
ρε, λιέγου, σι ριάλιτι
γιατί, κο, να μην μπω;
Σαν τ’ άκσι ου μπαμπάς μ’
τουν βάρσι στου «δόξα πατρί»
-Γνιέκα, φέρ’ του θυμιατό!
Ντιπ χάζιψι του πιδί!
Άρχισι η μάνα μ’ τς μιτάνιις
κι όλνου σταυρουκουπιούνταν
κι ι δόλιους ι πατέρας μ’
στου πάτουμα κουρουγκλιούνταν.
Ιγώ δεν τς ακούου
στου Μπάτσιλουρ θα πάνου
στου ριάλιτι του ΑΛΦΑ!
Αχ, Θιούλ’ μου, θα πιθάνω!
-Κάτσι στα παρασκήνια
μι λιέγει ου σκηνουθέτς
να δγιείς κι τα γυρίσματα
κι να μην μπινουβγέντς.
Ούι! Τι είδαν τα μάτια μ’
κι τι άκσαν τ’ αυτιά μ’ !
Μι τούτου, κο, του θέαμα
μι κόπηκ’ η λαλιά μ’.
Καλά που το ‘δα απού κοντά
για να ικφέρου γνώμ’!
Νουμίζου απ’ τουν πατέρα μ’
θα γυρέψου κι συγγνώμ’!
Πόσις γνιέκις τον τριιρνούν
λιες κι είν’ ου άντρας τρόπιου!
Θιούλη μ’, δεν έχου ματαδιεί
τίπουτις, κο, χειρότιρου!
Χάθκιν ου αυτοσιβασμός
χάθκιν κι η αυτουικτίμησ’
ιτούτα τα προυγράμματα
δεν είντα για προυτίμησ’!
Σαν τς χρυσόμυγις κολλούν
απάν σι έναν άντρα
πρόθυμις να ξιφτιλιστούν
φτάνουντας εις τα άκρα.
Λιες σι «αρένα» βρίσκουντι
για λίγ’ δημουσιότης!
Πόση ντρουπή ισθάνουμι
νιώθου κατουτιρότης!
Γιατί, ρε, ξιφτιλιζούσαστι
κι χάσατι του ήθους;
Γιατί, κο, η εντιμότης
για σας κατέστη τζίφους;
Πού πήγαν, κο, οι αγώνις σας
για πάσαν χειραφέτησ’;
Κο, σι αυτό ιδώ του πρότζικτ
ήρθα κι ίκαμα αίτησ’;
Γι αυτό κ’ ιγω σας μούντζουσα
κι φεύγω μι καμάρ’
τη γνιέκα ιγώ την έχου, κο,
τρανό προσκυνητάρ’!
Μ’ αγάπ’ κι ικτίμισ’σ’ όλιες τς γνιέκες
που του Μπάτσιλουρ μουντζών’
κι τν αξιοουπρέπειά τς σώζν!
Η γκουστιρίτσα