Οκτώβριος του 1912: Η κρίσιμη μάχη για την κατάκτηση των γεφυριών του Λουδία στο Πλατύ / Η προέλαση για Θεσσαλονίκη
Χρόνια Πολλά ΠΛΑΤΥ
Ο Σπ. Μελάς έγραψε: «[…] Υπάρχουν μπροστά στο Πλατύ δύο γεφύρια του ποταμού Λουδία – Καρά Ασμάκ, όπως τον λέγανε οι Τούρκοι- το ένα σιδηροδρομικό, σιδερένιο μάκρος εκατόν ογδόντα μέτρα, και σε κάμποση απόσταση άλλο ξύλινο, που περνάει ο δημόσιος δρόμος. Αυτά τα γεφύρια και τα μέρη που ήτανε πίσω απ’ αυτά, τα είχε πιάσει ο εχθρός με δύναμη ως εφτά χιλιάδες. Ο αγώνας άρχισε τότε δυνατός με διπλή κατεύθυνση: να προστατευτεί από το ένα μέρος η προχώρηση του πεζικού και των ευζώνων, ν’ αναγκαστεί δε από το άλλο μέρος η εφεδρεία μάχης του εχθρού να υποχωρήσει για να εξασφαλιστούν καλύτερα τα γεφύρια.
Κάτω από τις πρώτες πετυχημένες βολές του πuρoβoλικού μας, τα δυο τάγματα και οι αντάρτες αναπτύχτηκαν και ζύγωναν τις τούρκικες θέσεις, ενώ τον ίδιο καιρό έπαιρναν σιγά σιγά «θέσιν προς πυροβόλησιν» ανάμεσα σε χαμόκλαδα οχτώ πολυβόλα της πρώτης μοίρας του λοχαγού Στημοναρά. Στη φωτιά τους, όμως, απάντησαν αμέσως τα εχθρικά πολυβόλα, παραταγμένα κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού και, για πολύ ώρα σχεδόν, μονομαχούσαν οι καταστρεπτικές αυτές μηχανές, ώσπου η νίκη έκλινε, τέλος, προς το μέρος των δικών μας.
Οι εύζωνοι προχωρούν τότε αλαλάζοντας, πληγώνεται ο λοχαγός Μανωλίδης, τον αντικαθιστά ο λοχαγός Μποσαράκος, οι Τούρκοι λυγίζουν, αρχίζουν να φεύγουν, το πυροβολικό τούς θερίζει. Ο αγώνας στο γεφύρι, που στην άλλη άκρη του έχουνε φτάσει µερικοί τολµηροί νιζάµηδες, αποκορυφώνεται, το νερό βράζει, χοχλάζει από τις πυκνές βολίδες από τους οχτώ πολυβολητές µας οι τρεις σωριάζονται κάτω, κίνδυνος υπάρχει να επικρατήσει ο εχθρός.
Την κρίσιµη εκείνη στιγµή, που ο µέραρχος καλπάζει προς τα εκεί για να ψυχώσει τους άντρες, οι δυο σκοπευτές των πολυβόλων, µπρος στον κίνδυνο να χάσουν το γεφύρι, αψηφούν τις σφαίρες που πέφτουν χαλάζι, σέρνονται µε χέρια και πόδια ως το ποτάµι, παίρνουν νερό, δροσίζουν τα πολυβόλα και µε µια ταινία των διακοσίων πενήντα φυσεκιών ξυραφίζουν βολή µε βολή την αντικρυνή όχθη, ενώ τον ίδιο καιρό τα ευζωνάκια ορµούν µε αλαλαγµούς µαζί µε τα τάγµατα του Καραγιαννόπουλου.
Οι Τούρκοι αποδεκατίζονται τώρα, πετούν και αφήνουν τα πάντα. πολλοί και τα όπλα τους. Οι εύζωνοι προχωρούν και σκοτώνουν τον τελευταίο από αυτούς που πάει να δώσει φωτιά στη δυναµίτιδα και να τινάξει το γεφύρι. Το πυροβολικό της µεραρ-χίας ξεπροβοδίζει πολύ άσχηµα. µε βολή προοδευτική, τους εχθρούς που φεύγουν, το πεζικό τους παίρνει κατά πόδι, περνώντας το γεφύρι που το µηχανικό, µε κάθε ταχύτητα, στρώνει µε πρόχειρο σανίδωµα. Το κυνηγητό δεν έπαψε παρά µονάχα σαν νύχτωσε και η µεραρχία είχε φτάσει έντεκα χιλιόµετρα µπροστά, στη Θεσσαλονίκη, στο χωριό Κιρτζιλάρ, µαζεύοντας στο δρόµο ντουφέκια. φυσέκια. οβίδες. σκηνές και άλλα λάφυρα […]».