![](https://faretra.info/wp-content/uploads/2021/10/01-7h-merarxia.jpg)
Μετά την απελευθέρωση της Βέροιας και της Κατερίνης στις 16 Οκτ. 1912, το σύνολο σχεδόν των τουρκικών στρατευμάτων, που υποχωρούσαν, διακινήθηκε μέσα από τον κάμπο του Αλιάκμονα. Τις μέρες εκείνες οι δρόμοι Βέροιας – Γιδά – Θεσσαλονίκη και Κατερίνης – Νησέλι – Γιδά – Πλατύ ήταν γεμάτοι από Τούρκους, που οπισθοχωρούσαν πίσω από τον Λουδία. Μαζί τους αναχωρούσαν και οι μπέηδες τσιφλικάδες.
Οι Έλληνες των χωριών, που βρίσκονταν πάνω σ’ αυτούς τους δρόμους, έζησαν τότε μια τελευταία ταλαιπωρία, εξ αιτίας των πεινασμένων Τούρκων στρατιωτών, οι οποίοι επιδίδονταν σε αρπαγές και βιαιοπραγίες. Τότε άδειασαν πολλά απ’ αυτά τα χωριά, όπως και ο Γιδάς, και οι φοβισμένοι κάτοικοί τους έτρεξαν να κρυφτούν στον Βάλτο ή σε άλλες απομακρυσμένες τοποθεσίες.
Όταν οι Τούρκοι από την Κατερίνη στις 16.10.1912 πέρασαν όλοι τον Αλιάκμονα, ανατίναξαν τη σιδερένια γέφυρα Νησελίου, χωρίς όμως να την καταστρέψουν εντελώς.
Έτσι, μετά από 480 χρόνια σκλαβιάς, περίπου, ο πλούσιος κάμπος του Αλιάκμονα απαλλάχτηκε από την τουρκική κυριαρχία και οι Ρουμλουκιώτες περίμεναν επιτέλους τα “Ελληνοπαίδια”, για να διώξουν και τα τελευταία τμήματα του τουρκικού στρατού που περιπολούσαν σε κάποια σημεία του ανατολικού τμήματος αυτής της πεδιάδας. Τότε τα χωριά του Ρουμλουκιού, εκτός από το Πλατύ, ήταν ήδη από το βράδυ της 16ης Οκτωβρίου 1912 κενά από Τούρκους στρατιώτες. Όμως, στις ευρύτερες περιοχές των χωριών του ανατολικού μισού της πεδιάδας, κυκλοφορούσαν ακόμη τουρκικές έφιππες περιπολίες, για να ελέγχουν την ταχύτητα της προέλασης του ελληνικού στρατού και να ειδοποιήσουν αντίστοιχα τον δικό τους στρατό, που περνούσε από την σιδηροδρομική γέφυρα του Λουδία στο Πλατύ, αλλά και από την ξύλινη γέφυρα στο σημερινό χωριό Λουδίας.
Στις 17 Οκτωβρίου 1912 η έβδομη (VIIη) Μεραρχία βάδιζε από την Κατερίνη προς το Λιμπάνοβο (Αιγίνιο). Το πρωί της ίδιας μέρας οι ελληνικές μεραρχίες από την περιοχή της Βέροιας έστειλαν ανιχνευτές για αναγνώριση των θέσεων των Τούρκων. Αυτές λοιπόν οι τρεις αναγνωριστικές ομάδες ενήργησαν ως εξής:
Η αναγνώριση της ΙΙΙης Μεραρχίας έφθασε μέχρι την Ρέσιανη (Βρυσάκι), από όπου στις 08:35 ανέφερε: «Εκ πληροφοριών (που προφανώς συνέλεξαν από χωρικούς στη Ρέσιανη) τα χωρία Σχοινά – Γιδάς είναι ελεύθερα (δηλαδή κενά) εχθρού. Περίπολοι ιππικού ανεφάνησαν υποχωρήσασαι. …».
Η αναγνώριση της Ιης Μεραρχίας, στις 08:35 το πρωί έφθασε στη σιδερένια γέφυρα του Αλιάκμονα στο Νησέλι και ανέφερε: “Εις το έμπροσθεν της γεφύρας χωρίον Γιδά εθεάθησαν περί τους δέκα ιππείς εχθρού. Ημέτερος Στρατός ουδαμού ανεφάνη“.
Η αναγνώριση της ημιλαρχίας της ΙΙης Μεραρχίας από νότια της Βέροια, ανέφερε στις 10:00 ότι κινήθηκε το ένα τμήμα της δια το ταχύ επί χειροκινήτης τρεζίνας προς την γέφυραν Νησέλι, το δε υπόλοιπον τμήμα επιζητούν την μετά του εχθρού επαφήν, επέτυχε ταύτην εις Καψόχωραν και Γιδά.
Οι τουρκικές περιπολίες βλέποντας προφανώς ότι από την πλευρά της Βέροιας δεν έρχονταν μεγάλα τμήματα στρατού, αλλά μόνο ολιγομελείς ομάδες ανιχνευτών, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες τους, ότι μονάδες ελληνικού στρατού έρχονταν μόνο από το Κίτρος – Λιμπάνοβο, το ίδιο πρωινό αποπειράθηκαν για δεύτερη φορά να ανατινάξουν τη γέφυρα Νησελίου.
Στις 11:15 η αναγνώριση της ημιλαρχίας της ΙΙης Μεραρχίας ανέφερε «… Έξωθεν Λουτρού περίπολοι εχθρικού ιππικού. Εις Ξεχασμένην σώμα ανταρτικόν Σταυρόπουλου …»
Αυτό το προπορευόμενο μικρό τμήμα 60 ανδρών από την τρίτη φάλαγγα της VIIης Μεραρχίας, που είχε ήδη προχωρήσει μέχρι την Ξεχασμένη με επικεφαλής τον πρώην μακεδονομάχο Βασίλειο Σταυρόπουλο, αντιλαμβανόμενο την κρισιμότητα του ελέγχου της γέφυρας Νησελίου και προφανώς ακούγοντας τους κρότους από την δεύτερη αποτυχημένη απόπειρα των Τούρκων να την ανατινάξουν, προχώρησε ταχύτατα και την κατέλαβε. Το σώμα προσκόπων Σταυρόπουλου ενισχύθηκε από ανιχνευτές των αναγνωρίσεων της Ιης και ΙΙης ημιλαρχίας και από ντόπιους χωρικούς κι επιδιόρθωναν τη γέφυρα για να μπορέσει να τη διέλθει η αναμενόμενη από το Λιμπάνοβο 7η Μεραρχία.
Όμως το μεσημέρι οι έφιππες περιπολίες του εχθρού, έκαναν μία ακόμη προσπάθεια να ανακτήσουν τον έλεγχο της γέφυρας Νησελίου, για να την ανατινάξουν ολοσχερώς. Από την μία η ώρα το μεσημέρι της 17.10.1912, το σώμα Σταυρόπουλου διεξήγαγε τετράωρη μάχη, στη βόρεια πλευρά της γέφυρας. Η μάχη στο Νησέλι συνεχιζόταν ως αργά, αλλά τελικά στις 5 η ώρα το απόγευμα «… οι Τούρκοι διωκόμενοι υποχώρησαν εις Γιδά (όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Αλεξάκης) και οι ημέτεροι έφθασαν εις Λιανοβέρι …». Λόγω του σκότους, το τμήμα των Προσκόπων – ανιχνευτών επανήλθε στη γέφυρα και ασχολήθηκε όλη τη νύχτα με την πρόχειρη επισκευή της. Το απόσπασμα Κωνσταντινόπουλου έφθασε νύχτα στο Λουτρό, ενώ οι ανιχνευτές της ημιλαρχίας της ΙΙης Μεραρχίας διανυκτέρευσαν στους Ποζαρίτες (Κεφαλοχώρι).
Το ίδιο βράδυ, η τρίτη φάλαγγα της VIIης Μεραρχίας (8ο Τάγμα Ευζώνων και λόχος προσκόπων), με επικεφαλής τον Κ. Μαζαράκη, διανυκτέρευε στη Μονή Αγίου Αθανασίου της Σφήνιτσας. Όταν έμαθε για τη συμπλοκή στο Νησέλι, πήρε διαταγή να σπεύσει για ενίσχυσή τους. Στις τέσσερις και είκοσι το πρωί της 18ης πλέον Οκτωβρίου ξεκίνησαν για τη γέφυρα. Μετά από δίωρη πορεία συναντήθηκαν με τους άλλους προσκόπους του Β. Σταυρόπουλου, που κρατούσαν τη γέφυρα στο Νησέλι και μαζί τους συνέχισαν την προέλαση με κατεύθυνση προς το Γιδά.
Χωρίς να συναντήσουν εχθρική αντίσταση εισήλθαν αυτοί ως ελευθερωτές στο Γιδά. Ήταν Πέμπτη, 18 Οκτωβρίου 1912, με το παλιό ημερολόγιο, ώρα 09:00 το πρωί.
Για την είσοδο του ελληνικού στρατού στο Γιδά, παλιοί κάτοικοι του Γιδά αφηγήθηκαν ότι: “Ο Στρατός ήρθε στο Γιδά από τον δρόμο του Νησελίου. Στην αρχή ήρθαν λίγες ομάδες τσολιάδες. Ήταν ένα τάγμα Μηχανικού υπό τον Ελευθέριο Μαυρογένη. Οι κάτοικοι του χωριού έκαναν σαν τρελοί από τη χαρά και τον ενθουσιασμό τους, βλέποντας τους Έλληνες στρατιώτες. Αμέσως άρχισαν να χτυπάνε την καμπάνα της εκκλησίας, σαν να ήταν Ανάσταση, και αμέσως έγινε αυθόρμητη δοξολογία στην Παναγία. Μετά τη δοξολογία συγκεντρώθηκαν όλοι στον χώρο της παλιάς αγοράς, κατέβασαν την τουρκική ημισέληνο, που ήταν στημένη πάνω στο ξύλινο υπόστεγο της αγοράς και, ζητωκραυγάζοντας για την λευτεριά τους, ξέσκιζαν και ποδοπατούσαν τα φέσια, που ήταν υποχρεωμένοι να φοράνε μέχρι τότε. Στο τέλος, γλέντησαν όλοι μαζί, χορεύοντας με ζουρνάδες και νταούλια πάνω στα ξεσκισμένα φέσια. Ο ιερέας Παπαντώνης οδήγησε τον Ελευθέριο Μαυρογένη στο κονάκι στις αποθήκες του μπέη, για να πάρουν τα αποθηκευμένα δημητριακά. Το σιτάρι, που πήραν, το άλεσαν αμέσως κι έδωσαν το αλεύρι στις γυναίκες, με την εντολή να ζυμώσουν ψωμιά για τον στρατό».
![](https://faretra.info/wp-content/uploads/2021/10/konaki1983.jpg)
Την ίδια μέρα μέχρι το βράδυ υπό βροχή μετακινήθηκαν από το Νησέλι στο Γιδά αρκετά τμήματα Ευζώνων της VIIης Μεραρχίας και στρατοπέδευσαν στην τοποθεσία “Αλώνια”, οπότε σχεδόν όλος ο όγκος της VIIης Μεραρχίας, βρισκόταν εγκατεστημένος στο Γιδά. Οι μονάδες της στις 20.10.1912 έδωσαν επιτυχή μάχη στο Πλατύ και κατέλαβαν τις γέφυρες του Καρά Ασμάκ, ενώ ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού διήλθε νικηφόρα από τη μάχη των Γιαννιτσών.
Το απόγευμα-βράδυ της 24.10.1912 αφίχθηκε στο Γιδά ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ με τους επιτελείς του και εγκαταστάθηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου υπήρχε τηλεγραφείο, που ήταν ήδη συνδεδεμένο με την Αθήνα και τις ημέρες εκείνες ήταν ο ακραίος ελληνικός τηλεγραφικός σταθμός.
Το βράδυ της 26/27ης Οκτωβρίου ο Χασάν Ταξίν Πασάς παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στον Ελληνικό Στρατό. Ο Κωνσταντίνος τηλεγράφησε τότε τα εξής στον βασιλιά Γεώργιο, ο οποίος βρισκόταν στο Γιδά, και στον πρωθυπουργό Βενιζέλο: «Α.Μ. Βασιλέα, εις Γιδά και Πρωθυπουργόν, Αθήνας / «… περί την 4.30 ώραν εσπέρας, … ο Αρχηγός των Τουρκικών Στρατευμάτων Ταξίν Πασάς, … δέχεται τους περί καταθέσεως των όπλων του Στρατού του και παραδόσεως της Θεσσαλονίκης όρους μου. …».
Στη συνέχεια (και μετά από ανταλλαγή αυστηρών τηλεγραφημάτων ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον αρχιστράτηγο διάδοχο) ο τηλεγραφητής του του Γιδά, Παντελής Αγοραστός (σύμφωνα με έρευνα του Τρύφωνα Τοπαλίδη), έστειλε το χαρμόσυνο μήνυμα της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης στην Αθήνα, από το οποίο ο λαός των Αθηνών ξεχύθηκε στους δρόμους σε συλλαλητήριο χαράς για να γιορτάσει την μεγάλη εθνική επιτυχία.-
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ 6977336818 mosio@otenet.gr