Βιβλιοκριτική: Γιώργη Έξαρχου “Γιαβρί μου” – Διηγήματα / γράφει ο Σωτήρης Αργυρού
Σωτήρης Αργυρού
Απ’ όλους τους ορισμούς του διηγήματος –συχνά αλληλοσυγκρουόμενους ή και αλληλοσυμπληρούμενους– θα ήθελα να εστιάσω στην άποψη του Robert Creele ότι «ο μόνος δυνατός λόγος της ύπαρξής του είναι ότι έχει μέσα του το γεγονός της πραγματικότητας και το δυσβάσταχτο βάρος της». Άσχετα αν είναι μια ιστορία με αρχή – μέση – τέλος, κατά τον Αριστοτέλη, ή έχει μόνο «μέση» κατά τον Τσέχωφ, αν διαθέτει πλοκή με κορυφώσεις και ντετερμινιστική πλοήγηση στον δημιουργικό χώρο ή αποτελεί περιγραφή ενός γεγονότος με καθαρά διδακτική στόχευση, τα μόνα ασφαλή δεδομένα είναι η μικρή έκτασή του –αδιευκρίνιστο πόσο μικρή– και η επιτυχής διατύπωση των μηνυμάτων που μεταφέρει, πάντα –εννοείται– μέσα από τη δυνατότητα που παρέχει το είδος του γραπτού φαινομένου που ονομάζουμε Λογοτεχνία, του οποίου η, όποια, ανάλυση δεν είναι, βέβαια, του παρόντος.
Το δυσβάσταχτο βάρος της πραγματικότητας αναδύεται και μέσα από τα διηγήματα του Γιώργη έξαρχου στη συλλογή με τον τίτλο ΓΙΑΒΡΙ ΜΟΥ (μικρό μου, ψυχή μου), τίτλος που προέρχεται από ένα διήγημα του βιβλίου. Λέξη που χρησιμοποιούν ακόμη οι παλαιότεροι, και που ο, βλαχικής καταγωγής, συγγραφέας θέλει –νομίζω– να σηματοδοτήσει το τρυφερό άγγιγμα της μνήμης, ανασύροντας βιώματα, εικόνες, πραγματικά και φαντασιακά δεδομένα ενός όχι μακρινού παρελθόντος το οποίο εισχωρεί στο παρόν και το διαμορφώνει, μεταγγίζοντας ιδέες, πρακτικές και αντιλήψεις οι οποίες βρίσκονται από την πρώτη στιγμή στο στόχαστρο της κριτικής του.
Αυτά τα «βαπορίσια», κατά δήλωση του συγγραφέα, διηγήματα, φαίνεται ότι ταρακουνιούνται από τα μποφόρ τα οποία ταρακουνούσαν το καράβι πάνω στο οποίο γράφτηκαν. Τα πρόσωπα ακολουθούν μια πορεία φαινομενικά δικής τους επιλογής, άλλοτε εύκολη άλλοτε με διακυμάνσεις και με απρόβλεπτη την τελική κατάληξη, ωστόσο αυτό που υπολανθάνει σε όλες τις ιστορίες είναι το κοινωνικό περιβάλλον, το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται και σε μεγάλο βαθμό καθορίζει τις πράξεις και τις επιλογές τους. Η μετεμφυλιακή Ελλάδα, με τους διαχωρισμούς, τις ακρότητες, τα πάθη, την έντονη παρουσία της παράδοσης όχι ως εφαλτηρίου δημιουργικής ανέλιξης αλλά ως παράγοντα οπισθοδρόμησης, τη μετανάστευση, το «εύκολο» κέρδος και όλες τις άλλες παθογένειες οι οποίες καθίστανται βαρετές στην απαρίθμηση. Χωρίς να απουσιάζει και η τραγική πλευρά των πραγμάτων ή η τρυφερή προσέγγιση και ανάδειξη του ανθρώπινου πόνου, έχω την εντύπωση ότι ο συγγραφέας αφήνει κατά μέρος τη σκιαγραφία και «παίζει» σε μεγάλο βαθμό με την απιθανότητα.
Ο κρατικοδίαιτος πολιτευτής που «κηδεύει» το αριστερό του χέρι, λες και είναι βγαλμένος από τις ιστορίες του Αισώπου ή από κάποια παραβολή με τελείως διαφορετικό, φυσικά, διδακτικό στόχο. Η σάτιρα φτάνει στο αποκορύφωμά της με τον «επικήδειο» του άλλου πολιτευτή, ο οποίος βρίσκει την ευκαιρία, παίζοντας με τους όρους «δεξιά – αριστερά χείρα» να εκφωνήσει ένα «δεκάρικο» υπέρ της κρατούσας δεξιάς ιδεολογίας και εις βάρος της επάρατης αριστεράς. Ο παραλογισμός στο αποκορύφωμά του. Ή μήπως όχι; Γιατί ακούω κάποιους σημερινούς πολιτευτές οι οποίοι –ειρήσθω εν παρόδω– κατέχουν και υπουργικό θώκο, να μιλάνε για εξοβελισμό της αριστερής ιδεολογίας επειδή είναι ελαττωματική· χωρίς να εξηγούν, βέβαια, το γιατί; Μήπως το παράλογο, τελικά, είναι η καθημερινότητά μας; Μήπως ζούμε σε μια εικονική πραγματικότητα, όπου όλα είναι θέμα προπαγάνδας; Σε τι διαφέρει ο πολιτικάντης ενός άλλου διηγήματος που ψηφίζεται «μονοκούκι» από τους αμόρφωτους τσιγγάνους επικαλούμενος την στήριξη της παράδοσής τους και αρνούμενος να υποσχεθεί οτιδήποτε θα βελτίωνε τη ζωή τους, από τους σύγχρονους πολιτικούς που μιλάνε για «ιερά και όσια» αλλά δεν κάνουν τίποτα το ουσιαστικό για να βελτιώσουν τη μίζερη καθημερινότητα των πολιτών;
Αναφέρθηκα σε αυτά τα δύο παραδείγματα –από τα 13 διηγήματα της συλλογής– για να καταδείξω ότι η στόχευση του συγγραφέα είναι κυρίως πολιτική. Το κοινωνικό σχόλιο διατρέχει όλα τα διηγήματα, η σάτιρα, η υφέρπουσα ειρωνεία και το καταλυτικό χιούμορ διαχέονται παντού. Η ικανότητα του συγγραφέα να συμπυκνώνει, η αίσθηση της συνοχής και της αυτοτέλειας αποτελούν πλεονεκτήματα του λόγου του. Ακόμα και η –εσκεμμένη– χρήση βλάχικων λέξεων εμπλουτίζει αντί να υποβαθμίζει τη γλωσσική επάρκεια των κειμένων.
Εν κατακλείδι θα ήθελα να αναφέρω ότι ο συγγραφέας, παρά το ότι αποστασιοποιείται από τους ήρωές του, στο βάθος τους συμπονεί. Και θα συμφωνήσω με την άποψή του ότι το κοινωνικό περιβάλλον διαμορφώνει, σε πολύ μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά μας.
Αλλά… ξεπέρασα το όριο των λέξεων. Καλοτάξιδο το βιβλίο.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥ
———————
“Γιαβρί μου”
Διηγήματα
Συγγραφέας: Γιώργης Έξαρχος
Εικονογράφος: Σοφία Καλλέα
Θεσσαλονίκη
Ερωδιός 2020, σ. 168
Δέσιμο: Μαλακό εξώφυλλο
ISBN: 978-960-454-228-4