Αν πιστέψουμε την κυβέρνηση, όποιος αμφισβητήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας πρέπει να τα βάλει ταυτόχρονα με ΗΠΑ και Γαλλία.
Η δήλωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για την ελληνοαμερικανική συμφωνία επ’ αυτού ήταν ενδεικτική: «Μετά την Στρατηγική Εταιρική Σχέση αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής με την Γαλλία, η χώρα μας προσθέτει, έτσι, έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα των διμερών συμμαχιών της». Νωρίτερα μάλιστα είχε επισημάνει ότι «οι ΗΠΑ ενισχύουν το στρατηγικό τους αποτύπωμα στην Ελλάδα σε περιοχές κρίσιμης σημασίας, σε μία ακτίνα από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη».
Ο ανύποπτος ακροατής, τηλεθεατής ή αναγνώστης τι μπορεί να συμπεράνει; Ότι αν κάποιος θελήσει π.χ να «σουλατσάρει» σε νερά ελληνικής δικαιοδοσίας στο Αιγαίο, δεν θα προλάβει να αντιληφθεί … «από πού του ήρθε».
Θα βρει απέναντί του αμερικανικά αεροπλανοφόρα, γαλλικές φρεγάτες και πάνω από το κεφάλι του θα πετούν F-35 και Raphale. Όλα αυτά σε μία χώρα που θα διαθέτει αμερικανικά στρατεύματα οπλισμένα μέχρι τα δόντια στις βάσεις των ΗΠΑ.
Ομολογουμένως εντυπωσιακό. Για την ακρίβεια πολύ εντυπωσιακό, για να είναι και αληθινό.
Βλέπετε αμερικανικά στρατεύματα στην Ελλάδα είχαμε και τον Αύγουστο του 2020, όταν το Oruc Reis προκαλούσε στο ΝΑ Αιγαίο, όπως και τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς με τα γεγονότα στον Έβρο. Το ίδιο ίσχυε και το 1996 στα Ίμια και όλες τις τελευταίες δεκαετίες.
Όσο για την ελληνο-γαλλική συμφωνία, παρότι αναβαθμίζει την στρατιωτική συνεργασία των δύο χωρών, ελάχιστες εγγυήσεις δίνει για αμυντική συνδρομή στην προστασία του συνόλου των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.
Μία ψύχραιμη «ανάγνωση» των πραγμάτων δείχνει πως η κυβέρνηση τήρησε απλά τις πολιτικές παραδόσεις. Αυτές που θέλουν την Ελλάδα να «ανήκει στην Δύση». Έπραξε το συμμαχικό της «καθήκον» ως μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δείχνοντας απλά περισσότερη ζέση.
Ένα ερώτημα που μπορεί να υπάρξει στην υπογραφή τέτοιων συμφωνιών είναι το αν επιτεύχθηκαν κάποια ανταλλάγματα μεγαλύτερα από ότι στο παρελθόν. Εδώ η κυβέρνηση δεν έχει κάτι να πει.
Οι αμερικανικές δηλώσεις περί σεβασμού στο Δίκαιο της Θάλασσας δεν είναι διαφορετικές από αυτές που υπήρχαν έως τώρα. Όσο για την κυβερνητική εκτίμηση ότι η προεδρία Μπάϊντεν ρέπει προς τα ελληνικά συμφέροντα είναι …απλά μια εκτίμηση.
Αντιθέτως δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι ο συνδυασμός των δύο συμφωνιών «απλώνει» την εμπλοκή της χώρας σε διεθνή πεδία. Μακριά από ότι μπορεί κανείς να αποκαλέσει «εθνικό συμφέρον».
Στην ελληνο-γαλλική συμφωνία αυτό αφορά την πρόβλεψη για αποστολή μάχιμων στην Υποσαχάρια Αφρική. Στην ελληνο-αμερικανική τον έμμεσο ρόλο που καλείται να παίξει η χώρα στους ανταγωνισμούς της Μαύρης Θάλασσας, με βάση τις προβλέψεις για μεταφορά αμερικανικών στρατευμάτων στα Βαλκάνια.
Πρόκειται για δεσμεύσεις που προφανώς η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ως επίδειξη «προθυμίας» να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των συμμάχων. Θεωρώντας ότι αυτό θα της διασφαλίσει καλύτερη μεταχείριση. Μια λογική που σπανιότατα όμως έχει επιβραβευθεί. Αντίθετα εγκυμονεί πολλούς κινδύνους .
Φυσικά κάθε κυβέρνηση έχει δικαίωμα να προβάλλει την εξωτερική πολιτική της με όποιον τρόπο νομίζει. Όμως στην συνέχεια πρέπει αυτό να το τεκμηριώσει. Παρουσιάζοντας μια εμφανή διαφορά στην πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Κι εδώ τα πράγματα είναι δύσκολα…