Απόψεις Ιστορία

Γιώργης Έξαρχος: Διαδρομές… αυτογνωσίας… 2 / Από τον Άγιο Καισάριο στη ρητή αλήθεια του Θεοφύλακτου Σιμοκάττη

Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ηράκλειος δέχτηκε την υποταγή του βασιλιά των Σασσανιδών Χοσρόη Β κατά την εποχή του Σιμοκάττη. «Παράσταση» σε πλάκα από σμάλτο πάνω από επιχρυσωμένο χαλκό, 1160–1170. Μουσείο Λούβρου.

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ… ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ… 2

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΚΑΙΣΑΡΙΟ (330-368) ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ, ΙΣΧΥΕΙ ΜΟΝΟ Η ΡΗΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΣΙΜΟΚΑΤΤΗ (580-7ος αι.):

«το δε Γετικόν, ταυτόν δ’ ειπείν αι των Σκλαβηνών αγέλαι,…»

Η ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΗ «ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΛΑΒΩΝ» ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ…

—————

Πάμε, λοιπόν, στην απόδειξη τού γιατί οι Σκλαβήνοι δεν ήταν Σκλάβοι 

Γιώργης Σ. Έξαρχος*

Πηγή μας είναι ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΙΟΣ (330-368) –  Patrologiae Cursus Completus . . . Series Graecae Prior . . . Accurante J.-P Migne, Tomus XXXVIII [38], Sanctus Gregorius Nazianzenus, Parisina 1862, στ. 985:

«Πώς δε οι εν Βαβυλώνι όποι δ’ αν γίνωνται, τη μιαιγαμία των ομαίμων παροινούσι; Πώς δ’ εν ετέρω τμήματι όντες οι Σκλαυηνοί και Φυσωνίται, οι και Δανούβιοι προσαγορευόμενοι, οι μεν γυναικομαστοβορούσιν ηδέως, διά το πεπληρώσθαι του γάλακτος, μυών δίκην τους υποτίτθους ταις πέ-τραις επαράττοντες; […]»

Ώστε, οι Σκλαυηνοί/Σκλαβηνοί ή Σκλαβίνοι, λατινιστί Sclavini, πολλάκις δε και Σκλάβοι, ήταν λαός που κατοικούσε σε Δουναβική περιοχή, και εμφανίστηκε πολλούς αιώνες νωρίτερα στην ιστορία από ότι οι Σλάβοι (Slaves), των οποίων απόγονοι είναι οι ομώνυμοι Σλάβοι του σύγχρονου κόσμου.

Ο Άγιος Καισάριος (330-368)

Ο Άγιος Καισάριος (330-368), αδελφός του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου (329-390), η μνήμη του οποίου τιμάται στις 9 Μαρτίου, γεννήθηκε στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας το 330. Σπούδασε μαθηματικά, αστρονομία, φιλοσοφία, ρητορική και ιατρική στην Αλεξάνδρεια. Έπειτα πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο βασιλιάς Κωνστάντιος και ο λαός τον δέχτηκαν με τιμές και διορίστηκε γιατρός των ανακτόρων. Όταν ανέλαβε την εξουσία ο Ιουλιανός (ο Παραβάτης!), ο Καισάριος δεν συμβιβάστηκε μαζί του και επέστρεψε στην πατρίδα του Ναζιανζό, όπου εργάστηκε ως γιατρός, ευεργετώντας πλήθος συνανθρώπων. Επί βασιλείας Ουάλη επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και ανέλαβε «επιμελητής θησαυρών και ταμίας των δημοσίων χρημάτων» στη Νίκαια της Βιθυνίας. Η ασκητική του εγκράτεια, καθώς και οι πολλές μέριμνες και δοκιμασίες, προσέβαλαν την υγεία του. Αρρώστησε βαριά και πέθανε το 368.

     Προσθέτω τα εξής:

1ο: Στα χρόνια του Ιουστινιανού (482-565, βασ. 527-565) και πριν κατέλθουν οι Σλάβοι, ο ιστορικός Προκόπιος (500-565) μιλά για Σκλαβήνους οι οποίοι κατήρχοντο από τον Δούναβη, και με τους οποίους είχε πόλεμο ο στρατός της Ρωμανίας (Βυζαντίου):

Αυτοκράτειρα Θεοδώρα (500-548), σύζυγος του Ιουστινιανού (482-565, βασ. 527-565).

«1. Σκλαβηνῶν δὲ πολὺς ὅμιλος Ἰλλυριοῖς ἐπισκήψαντες πάθη ἐνταῦθα οὐκ εὐδιήγητα εἰργάσαντο. Βασιλεὺς δὲ Ἰουστινιανὸς στράτευμα ἐπ´ αὐτοὺς ἔπεμψεν, οὗ δὴ ἄλλοι τε καὶ οἱ Γερμανοῦ παῖδες ἡγοῦντο. οἵπερ τῷ πλήθει τῶν πολεμίων παρὰ πολὺ ἐλασσούμενοι χωρῆσαι μὲν αὐτοῖς ὁμόσε οὐδαμῆ ἴσχυσαν, ὄπισθεν δὲ ἀεὶ μένοντες τῶν βαρβάρων τοὺς ἀπολειπομένους ἐσίνοντο. Καὶ πολλοὺς μὲν αὐτῶν ἔκτεινον, τινὰς δὲ καὶ ζωγρήσαντες βασιλεῖ ἔπεμψαν. Οὐδὲν μέντοι ἧσσον οἱ βάρβαροι οὗτοι τὰ δεινὰ ἔδρασαν. ἐν ταύτῃ τε τῇ λεηλασίᾳ χρόνου τι μέγα κατατρίψαντες μῆκος τὰς μὲν ὁδοὺς νεκρῶν ἀνέπλησαν ἁπάσας, ἐξανδραποδίσαντες δὲ ἀνάριθμα πλήθη καὶ ληϊσάμενοι ξύμπαντα, οὐδενὸς σφίσιν ἀντιστατοῦντος, ἐπ´ οἴκου ἀπεκομίσθησαν σὺν πάσῃ τῇ λείᾳ. Οὐδὲ γὰρ διαπορθμευομένους ποταμὸν Ἴστρον ἴσχυσαν σφᾶς ἐνεδρεῦσαι Ῥωμαῖοι ἢ ἄλλῳ τῳ βιάσασθαι τρόπῳ, ἐπεὶ Γήπαιδες αὐτοὺς μισθαρνήσαντες ὑπεδέξαντο καὶ διεπόρθμευσαν μακρόμισθοι γεγενημένοι. Ἐπὶ κεφαλῇ γὰρ ἑκάστῃ κατὰ στατῆρα χρυσοῦν ἡ μίσθωσις ἦν. διόπερ βασιλεὺς ἐδυσφορεῖτο, οὐκ ἔχων τὸ λοιπὸν ὅπη ποτὲ αὐτοὺς ἀναστέλλοι διαβαίνοντας ποταμὸν Ἴστρον, ἐφ´ ᾧ ληΐσονται τὴν Ῥωμαίων ἀρχὴν, ἢ ξὺν ταῖς ὠφελίαις τὴν ἀποπορείαν ποιουμένους ἐνθένδε, ἤθελέ τε τούτων δὴ ἕνεκα Γηπαίδων τῷ ἔθνει ἐς συνθήκας καταστῆναί τινας. | 2. Ἐν τούτῳ δὲ Γήπαιδές τε καὶ Λαγγοβάρδαι αὖθις πολεμησείοντες ἐπ´ ἀλλήλους ᾔεσαν. Γήπαιδές τε τὴν Ῥωμαίων δειμαίνοντες δύναμιν (ἀνήκοοι γὰρ οὐδαμῆ ἦσαν ὡς Ἰουστινιανὸς βασιλεὺς ὁμαιχμίαν διωμότως πρὸς Λαγγοβάρδας πεποίηται) φίλοι καὶ ξύμμαχοι Ῥωμαίοις γενέσθαι ἐν σπουδῇ ἔσχον. Πρέσβεις οὖν ἐς Βυζάντιον εὐθὺς πέμπουσι, βασιλέα καὶ αὐτοὶ ἐς τὴν ὁμαιχμίαν παρακαλοῦντες. Καὶ ὃς αὐτοῖς μελλήσει οὐδεμιᾷ ἐπὶ τῇ ξυμμαχίᾳ τὰ πιστὰ ἔδωκε. Δεηθέντων δὲ τῶν πρέσβεων τῶνδε καὶ τῶν ἀπὸ τῆς συγκλήτου βουλῆς ἄνδρες δυοκαίδεκα ὅρκια δόντες, ταύτας αὐτοῖς τὰς συνθήκας ἐπέρρωσαν. Οὐ πολλῷ δὲ ὕστερον Λαγγοβάρδαις κατὰ τὸ ξυμμαχικὸν δεομένοις στρατιὰν ἐς ξυμμαχίαν ἐπὶ Γήπαιδας Ἰουστινιανὸς βασιλεὺς ἔπεμψεν, ἐπενεγκὼν Γήπαισι Σκλαβηνῶν τινας ἐπὶ πονηρῷ τῶν Ῥωμαίων μετὰ τὰς ξυνθήκας διαβιβάσαι ποταμὸν Ἴστρον. Ἡγοῦντο δὲ τῆς στρατιᾶς ταύτης Ἰουστῖνός τε καὶ Ἰουστινιανὸς οἱ Γερμανοῦ παῖδες Ἀράτιός τε καὶ Σουαρτούας, ὃς πρὸς Ἰουστινιανοῦ μὲν ἄρχων Ἐρούλοις κατέστη πρότερον, ἐπαναστάντων δέ οἱ τῶν ἀπὸ Θούλης τῆς νήσου ἡκόντων, ὥσπερ μοι ἐν τοῖς ἔμπροσθεν λόγοις ἐρρήθη, ἐς βασιλέα τε ἀφίκετο φεύγων καὶ Ῥωμαίοις στρατηγὸς τῶν ἐν Βυζαντίῳ καταλόγων εὐθὺς γέγονε, καὶ Ἀμαλαφρίδας, Γότθος ἀνὴρ, Ἀμαλαφρίδης μὲν θυγατριδοῦς, τῆς Θευδερίχου τοῦ Γότθων βασιλέως ἀδελφῆς, Ἑρμενεφρίδου δὲ υἱὸς τοῦ Θορίγγων ἡγησαμένου. Ὅνπερ Βελισάριος μὲν σὺν Οὐιττίγιδι ἐς Βυζάντιον ἤγαγε, βασιλεὺς δὲ Ῥωμαίων ἄρχοντα κατεστήσατο, καὶ τὴν αὐτοῦ ἀδελφὴν Αὐδουὶν τῷ Λαγγοβαρδῶν ἄρχοντι κατηγγύησε. Τοῦ δὲ στρατοῦ τούτου οὐδεὶς παρὰ Λαγγοβάρδας ἀφίκετο, ὅτι μὴ οὗτος Ἀμαλαφρίδας σὺν τοῖς ἑπομένοις. Οἱ γὰρ ἄλλοι ἐν Ἰλλυριοῖς ἀμφὶ πόλιν Οὐλπίαναν βασιλέως ἐπαγγείλαντος διατριβὴν ἔσχον, στάσεως ἐνταῦθα πρὸς τῶν οἰκητόρων γεγενημένης, ὧνπερ ἕνεκα σφίσιν αὐτοῖς οἱ Χριστιανοὶ διαμάχονται, ᾗπέρ μοι ἐν λόγοις τοῖς ὑπὲρ τούτων γεγράψεται. Οἱ μὲν οὖν Λαγγοβάρδαι πανδημεὶ σὺν τῷ Ἀμαλαφρίδᾳ ἐς τὰ Γηπαίδων ἤθη ἀφίκοντο, ὑπαντιασάντων δὲ τῶν Γηπαίδων σφίσι καὶ μάχης καρτερᾶς γενομένης ἡσσῶνται Γήπαιδες, καὶ αὐτῶν παμπληθεῖς φασιν ἐν τῷ πόνῳ τούτῳ ἀποθανεῖν. Αὐδουίν τε, ὁ τῶν Λαγγοβαρδῶν βασιλεὺς, τῶν οἱ ἑπομένων τινὰς ἐς Βυζάντιον πέμψας εὐαγγέλια μὲν Ἰουστινιανῷ βασιλεῖ ἐδήλου, νενικημένων τῶν πολεμίων, ἐμέμφετο δὲ οὐ παραγενέσθαι οἱ κατὰ τὸ ξυμμαχικὸν τὸν τοῦ βασιλέως στρατὸν, καίπερ Λαγγοβαρδῶν τοσούτων τὸ πλῆθος ἔναγχος ἐσταλμένων ἐφ´ ᾧ Ναρσῇ ξυστρατεύσωσιν ἐπὶ Τουτίλαν τε καὶ Γότθους. Ταῦτα μὲν οὖν ἐφέρετο τῇδε.» (Προκοπίου Καισαρέως, Υπερ των πολέμων Λόγος Όγδος, Κεφ. XXV, http://remacle.org/bloodwolf/historiens/ procope/goth42).

Προκόπιος ο εκ Καισαρείας (500-565), ιστορικός των χρόνων του Ιουστινιανού.

Όσοι σήμερα επικαλούνται τον Προκόπιο ότι γράφει για Σλάβους, απλά… ψεύδονται, διότι ο ιστορικός γράφει μόνο για Σκλαβηνούς, και δη Γήπαιδες Σκλαβηνούς, ήτοι για Σκλαβηνούς που είναι παιδιά των Γετών. Αυτούς τους Σκλαβηνούς του Προκόπιου οι σύγχρονοι τους μεταλλάσσουν σε … Σλάβους!

2ο: Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (580 – 7ος αι.) λέει ότι οι Σκλαβηνοί ήταν ένα και το αυτόν με τους Γέτες, το 584 μ.Χ. (Theophylacti Simocattae, Istoriarum, Libri Octo, Recognovit Immanuel Bekkerus, Bonnae MDCCCXXXIVCorpus Scriptorum Historiae Byzan tina . . . Theophylactus Simocatta. Genesius, Bonnae MDCCCXXXIV).

«το δε Γετικόν, ταυτόν δ’ ειπείν αι των Σκλαβηνών αγέλαι, το περί την Θράκην ες το καρτερόν ελυμαίνετο.» (Ό.π., Historicum III, σ. 119). «και ουν εντυγχάνουσιν ούτοι εξακοσίοις Σκλαβηνοίς λείαν επαγομένοις Ρωμαίων πολλήν·» (Ό.π., Historicum VII, σ. 119).

Τούτη την αλήθεια του Σιμοκάττη οι σύγχρονοι ιστορικοί την… αγνοούν παντελώς, ή αδικαιολόγητα την παραβλέπουν!… Και το ερώτημα είναι: Γιατί;…

3ο: Ο Στράβων γράφει (Ελληνικής Βιβλιοθήκης Τόμος Δέκατος, Στράβωνος Γεωγραφικών, Μέρος Δεύτερον – Στράβωνος Γεωγραφικών Βιβλία Επτακαίδεκα, Εκδίδοντος και διορθούντος Α. Κοραή, Φιλοτίμω δαπάνη των ομογενών Χίων, Επ’ αγαθώ της Ελλάδος, Μέρος Δεύτερον, Εν Παρισίοις ,ΑΩΙΖ΄ [1817]) ότι οι Γέτες ήταν ομόγλωσσοι των Θρακών: «παρά των Γετών, ομογλώττου τοις Θραξίν έθνους, εις την Θράκην. Και νυν οικούσιν αυτόθι, Μοισοί καλούμενοι…» (Ό.π., σ. 21).

4ο: Αλλά και ότι ήταν ομόγλωσσοι των Δακών (Ελληνικής Βιβλιοθήκης Τόμος Ενδέκατος, Στράβωνος Γεωγραφικών, Μέρος Τρίτον – Στράβωνος Γεωγραφικών Βιβλία Επτακαίδεκα, Εκδίδοντος και διορθούντος Α. Κοραή, Φιλοτίμω δαπάνη των ομογενών Χίων, Επ’ αγαθώ της Ελλάδος, Μέρος Τρίτον, Εν Παρισίοις ,ΑΩΙΖ΄): «Ομόγλωττοι δ’ εισιν οι Δάκοι τοις Γέταις» (σ. 364).

5ο: Επίσης, ότι οι Γέτες κατοικούσαν βόρεια και νότια από τον Δούναβη (Strabonis Geographica, Recognovit Augustus Meineke, Volumen Secundum, Lipsiae MDCCC LIII): «Οἱ τοίνυν Ἕλληνες τούς (τε) Γέτας Θρᾶικας ὑπελάμβανον· ὤικουν δ᾽ ἐφ᾽ ἑκάτερα τοῦ Ἴστρου καὶ οὗτοι καὶ οἱ Μυσοί, Θρᾶικες ὄντες καὶ αὐτοί, καὶ οὓς νῦν Μοισοὺς καλοῦσιν· ἀφ᾽ ὧν ὡρμήθησαν καὶ οἱ νῦν μεταξὺ Λυδῶν καὶ Φρυγῶν καὶ Τρώων οἰκοῦντες Μυσοί. Καὶ αὐτοὶ δ᾽ οἱ Φρύγες Βρίγες εἰσί, Θράικιόν τι ἔθνος, καθάπερ καὶ Μυγδόνες καὶ Βέβρυκες καὶ Μαιδοβιθυνοὶ καὶ Βιθυνοὶ καὶ Θυνοί, δοκῶ δὲ καὶ τοὺς Μαριανδυνούς.» (σ. 406).

6ο: Ακόμα ο Στράβων γράφει πως ένα μέρος των Γετών, ομογλώσσων των Δακών, τους μετώκισε ο Αίλιος Κάτος –το 14 μ.Χ.– στη Θράκη και ονομάσθηκαν Μυσοί: «Ἔτι γὰρ ἐφ᾽ ἡμῶν (γοῦν) Αἴλιος Κάτος μετώικισεν ἐκ τῆς περαίας τοῦ Ἴστρου πέντε μυριάδας σωμάτων παρὰ τῶν Γετῶν, ὁμογλώττου τοῖς Θραιξὶν ἔθνους, εἰς τὴν Θράικην· καὶ νῦν οἰκοῦσιν αὐτόθι Μοισοὶ καλούμενοι, ἤτοι καὶ τῶν πρότερον οὕτω καλουμένων, ἐν δὲ τῆι Ἀσίαι Μυσῶν μετονομασθέντων, ἢ ὅπερ οἰκειότερόν ἐστι τῆι ἱστορίαι καὶ τῆι ἀποφάσει τοῦ ποιητοῦ, τῶν ἐν τῆι Θράικηι Μυσῶν καλουμένων πρότερον.» (Ό.π., σ. 416).

7ο: Το ότι ήταν ομόγλωσσοι οι Γέτες και οι Δάκες ήταν γνωστό στους Έλληνες: «καὶ γὰρ τοῦ ποταμοῦ τὰ μὲν ἄνω καὶ πρὸς ταῖς πηγαῖς μέρη μέχρι τῶν καταρακτῶν Δανούιον προσηγόρευον, ἃ μάλιστα διὰ τῶν Δακῶν φέρεται, τὰ δὲ κάτω μέχρι τοῦ Πόντου τὰ παρὰ τοὺς Γέτας καλοῦσιν Ἴστρον· ὁμόγλωττοι δ᾽ εἰσὶν οἱ Δακοὶ τοῖς Γέταις. Παρὰ μὲν οὖν τοῖς Ἕλλησιν οἱ Γέται γνωρίζονται μᾶλλον διὰ τὸ συνεχεῖς τὰς μεταναστάσεις ἐφ᾽ ἑκάτερα τοῦ Ἴστρου ποιεῖσθαι καὶ τοῖς Μοισοῖς ἀναμεμῖχθαι· καὶ τὸ τῶν Τριβαλλῶν δ᾽ ἔθνος, Θραικικὸν ὄν, τὸ αὐτὸ πέπονθε τοῦτο. Μετανα-στάσεις γὰρ δέδεκται, τῶν πλησιοχώρων εἰς τοὺς ἀσθενεστέρους ἐξαναστάντων, τῶν μὲν ἐκ τῆς περαίας Σκυθῶν καὶ Βασταρνῶν καὶ Σαυροματῶν ἐπικρατούντων πολλάκις, ὥστε καὶ ἐπιδιαβαίνειν τοῖς ἐξελαθεῖσι καὶ καταμένειν τινὰς αὐτῶν ἢ ἐν ταῖς νήσοις ἢ ἐν τῆι Θράικηι· τῶν δ᾽ ἐκ θατέρου μέρους ὑπ᾽ Ἰλλυριῶν μάλιστα κατισχυομένων. Αὐξηθέντες δ᾽ οὖν ἐπὶ πλεῖστον οἵ τε Γέται οἵ τε Δακοί, ὥστε καὶ εἰκοσιμυριάδας ἐκπέμπειν στρατείας, νῦν ὅσον εἰς τέτταρας μυριάδας συνεσταλμένοι τυγχάνουσι καὶ ἐγγὺς μὲν ἥκουσι τοῦ ὑπακούειν Ῥωμαίων· οὔπω δ᾽ εἰσὶν ὑποχείριοι τελέως διὰ τὰς ἐκ τῶν Γερμανῶν ἐλπίδας πολεμίων ὄντων τοῖς Ῥωμαίοις.» (Ό.π., σ. 418-419).

8ο: Ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος (1110-1198) στον σχολιασμό του έργου του Διονυσίου του Περιηγητού (2ος αι. μ.Χ.) αναφέρει τα εξής για τους Γέτες:

«304. Ότι τους Γέτας Διονύσιος μεν προς βορράν του Ίστρου οίδεν, ως ανωτέρω είρηται· καθά και τους Σαρμάτας, οι έθνος εισί Σκυθικόν. Ηρόδοτος δε μέρος οίεται είναι των Θρακών τους Γέτας, ο δε Γεωγράφος εφ’ εκάτερα του ποταμού οικείν αυτούς ιστορεί, ως και τους Μυσούς και τους Θράκας. Φιλογύναιοι δε, φησίν, εισί, και περί το θείον σπουδάζοντες. […] Γέται, φησί, και τοις Ρωμαίοις φοβεροί, διαβαίνοντες τον Ίστρον, και λεηλατούντες τους τε Ιλλυριούς και τους Θράκας και τους Μακεδόνας. Νόμος δε Γετικός επισφάζεσθαι την γυναίκα τω ανδρί θανόντι, και κιθαρίζειν όταν επικηρυκεύωνται. […] Ιστορεί δε [ο Ηρόδοτος] και ανδρειοτάτους Θρακών τους Γέτας και δικαιοτάτους. Λέγει δε και ότι είχον αυτούς ο Δαρείος, ότε σχεδία διαβάς εκ της Ασίας επορεύετο διά της Θράκης. | 305. Ότι τους Δάκας Δάους εκάλουν τινές. Φησίν ουν και ο Γεωγράφος, ότι οι Δάκαι Δάοι ποτέ ωνομάζοντο. […] Λέγει δε [ο Ηρόδοτος] και ότι παρά τοις Αττικοίς ως επί πολύ τα των οικετών ονόματα Δάοι και Γέται. Φέρεται δε και ιστορία, και νοτιωτέρους του Ίστρου Δάκας είναι· φασί γαρ ότι Αυρηλιανός [214-275, βασ. 270-275] τους περί την Δακίαν απωκισμένους Ρωμαίους εκείθεν εξαγαγών διά τους εν τη περαία του Ίστρου κινδύνους εν μέση τη Μοισία καθίδρυσε, την χώραν ονομάσας Δακίαν.» (Dionysius Periegetes, Graece et Latine . . . Cun Annotatione Codefredi Bernhardy, Pars Prior, Lipsiae MDCCCXXVIII [1828], σ. 144-146). – Συνάγεται ότι «Δάκοι και Γέται οι αυτοί εισι

9ο: Ο Μελέτιος Μήτρου (1661 Γιάννινα έως 1714 ΚΠολη), επίσκοπος Αθηνών, στην περίφημη Γεωγραφία του (Μελετίου Γεωγραφία Παλαιά και Νέα . . . Ενετίησι ,αψκη΄ [1728]) γράφει.

«Των παλαιών Σκυθών των εν κάτω Μυσίαν, είτα οι Δάκοι, οίτινες και Δακοί ελέγοντο, των οποίων τον Τόπον οικούσι τανύν οι Τρανσυλουανοί, οι Μολδαυοί, και οι Βλάχοι, και μέρος των Ούγγρων. Οι Γέται, οι οποίοι εκατοίκουν περί εκατέραν όχθην του Ίστρου Ποταμού, μέχρι της Μυσίας και Δακίας, και ούτοι ήσαν Γότθοι, ελθόντες εις εκείνον τον Τόπον εκ της Σκανδίας, όπου τανύν είναι μέρος των Βουλγάρων, και μέρος των Μολδαύων. Οι Τυραγέται, ήσαν εκείνοι οι Γέται, οπού εκατοίκουν περί τον Τύραν ποταμόν ήτοι τον Νέστρον, όπου τανύν είναι ανωτέρα, και κα-τωτέρα Ποδολία. Πλησίον τούτων ήσαν οι Άρπιοι, Έθνος της Μυσίας των οποίων η Χώρα λέγεται τανύν Βεσσαραβία, από το έθνος των Βέσσων.» (Ό.π., σ. 222).

Ο Μελέτιος φαίνεται να υιοθετεί πλήρως την άποψη του ιστορικού Ιορδάνη (551 μ.Χ.), ο οποίος μίλησε για Γετική καταγωγή των Γότθων, κάτι που δεν συνάγεται από τις βασικές ιστορικές πηγές και τις οποίες κυριολεκτικά παράλειψε, μέρος των οποίων –στη συνέχεια– καταχωρίζονται, και πιστοποιούν ξεκάθαρα ότι οι Γέτες ήταν Θράκες και δη ομόφυλοι και ομόγλωσσοι των Δακών. Οι Γέτες, λοιπόν, εμφανίζονται στις ιστορικές πηγές ως Γέται, Γεταί, Γέτης, Γετηνοί (κάποιοι δε ως Τυρογέται και άλλοι ως Μασσαγέται, Γήπαιδες κ.ά.) και λατινιστί Getae, Geta, Getes κ.λπ.

Να δούμε όμως τι λένε οι παλαιές πηγές γι’ αυτούς;

  1. i) Ηρόδοτος (IV. 93): «Πρὶν δὲ ἀπικέσθαι ἐπὶ τὸν Ἴστρον, πρώτους αἱρέει Γέτας τοὺς ἀθανατίζοντας. οἱ μὲν γὰρ τὸν Σαλμυδησσὸν ἔχοντες Θρήικες καὶ ὑπὲρ Ἀπολλωνίης τε καὶ Μεσαμβρίης πόλιος οἰκημένοι, καλεύμενοι δὲ Κυρμιάναι καὶ Νιψαῖοι, ἀμαχητὶ σφέας αὐτοὺς παρέδοσαν Δαρείῳ· οἱ δὲ Γέται πρὸς ἀγνωμοσύνην τραπόμενοι αὐτίκα ἐδουλώθη-σαν, Θρηίκων ἐόντες ἀνδρηιότατοι καὶ δικαιότατοι
  2. ii) Θουκυδίδης (ΙΙ. 96): «Ο Σιτάλκης, λοιπόν, αρχίζων από την χώραν των Οδρυσών, εκάλεσε πρώτον υπό τας σημαίας του τους εντεύθεν του όρους Αίμου και της Ροδόπης, μέχρι των ακτών του Ευξείνου Πόντου και του Ελλησπόντου Θράκας, επί των οποίων εβασίλευεν, έπειτα πέραν του Αίμου τους Γέτας και όσα άλλα φύλα ήσαν εγκατεστημένα εντεύθεν του Ίστρου προς τα παράλια ιδίως του Ευξείνου Πόντου. Οι Γέται και τα άλλα φύλα των μερών αυτών είναι όχι μόνον γείτονες των Σκυθών, αλλά και έχουν όμοιον με αυτούς οπλισμόν, είναι δηλαδή όλοι ιπποτοξόται. Εκάλεσε προς τούτοις να τον ακολουθήσουν πολλούς από τους ορεινούς μαχαιροφόρους Θράκας, οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι, επονομάζονται Δίοι, και κατοικούν οι περισσότεροι την Ροδόπην.» (Μτφρ. Ελ. Βενιζέλος).
  3. iii) Αρριανός (Ι. 3,5): «Ἀπὸ δὲ τῆς μάχης τριταῖος ἀφικνεῖται Ἀλέξανδρος ἐπὶ τὸν ποταμὸν τὸν Ἴστρον, ποταμῶν τῶν κατὰ τὴν Εὐρώπην μέγιστον ὄντα καὶ πλείστην γῆν ἐπερχόμενον καὶ ἔθνη μαχιμώτατα ἀπείργοντα, τὰ μὲν πολλὰ Κελτικά, ὅθεν γε καὶ αἱ πηγαὶ αὐτῷ ἀνίσχουσιν, ὧν τελευταίους Κουάδους καὶ Μαρκομάνους. ἐπὶ δὲ Σαυροματῶν μοῖραν, Ἰάζυγας. ἐπὶ δὲ Γέτας τοὺς ἀπαθανατίζοντας. […] Ἔνθα δὴ Ἀλέξανδρος ἀπαγαγὼν τὰς ναῦς ἔγνω διαβαίνειν τὸν Ἴστρον ἐπὶ τοὺς Γέτας τοὺς πέραν τοῦ Ἴστρου ᾠκισμένους, ὅτι τε συνειλεγμένους ἑώρα πολλοὺς ἐπὶ τῇ ὄχθῃ τοῦ Ἴστρου, ὡς εἴρξοντας, εἰ διαβαίνοι […]»
  4. iv) Στράβων (VII. 3,8): «Ἀλέξανδρος γὰρ ὁ Φιλίππου κατὰ τὴν ἐπὶ Θρᾶικας τοὺς ὑπὲρ τοῦ Αἵμου στρατείαν ἐμβαλὼν εἰς Τριβαλλούς, ὁρῶν μέχρι τοῦ Ἴστρου καθήκοντας καὶ τῆς ἐν αὐτῶι νήσου Πεύκης, τὰ πέραν δὲ Γέτας ἔχοντας, ἀφῖχθαι λέγεται μέχρι δεῦρο, καὶ εἰς μὲν τὴν νῆσον ἀποβῆναι μὴ δύνασθαι σπάνει πλοίων· ἐκεῖσε γὰρ καταφυγόντα τὸν τῶν Τριβαλλῶν βασιλέα Σύρμον ἀντισχεῖν πρὸς τὴν ἐπιχείρησιν· εἰς δὲ τοὺς Γέτας διαβάντα ἑλεῖν αὐτῶν πόλιν καὶ ἀναστρέψαι διὰ ταχέων εἰς τὴν οἰκείαν, λαβόντα δῶρα [παρὰ] τῶν ἐθνῶν καὶ παρὰ τοῦ Σύρμου. Φησὶ δὲ Πτολεμαῖος ὁ Λάγου κατὰ ταύτην τὴν στρατείαν συμμῖξαι τῶι Ἀλεξάνδρωι Κελτοὺς τοὺς περὶ τὸν Ἀδρίαν φιλίας καὶ ξενίας χάριν, δεξάμενον δὲ αὐτοὺς φιλοφρόνως τὸν βασιλέα ἐρέσθαι παρὰ πότον, τί μάλιστα εἴη, ὃ φοβοῖντο, νομίζοντα αὐτὸν ἐρεῖν· αὐτοὺς δ᾽ ἀποκρίνασθαι, ὅτι οὐδὲνα, πλὴν εἰ ἄρα μὴ ὁ οὐρανὸς αὐτοῖς ἐπιπέσοι, φιλίαν γε μὴν ἀνδρὸς τοιούτου περὶ παντὸς τίθεσθαι. Ταῦτα δὲ ἁπλότητος τῆς τῶν βαρβάρων ἐστὶ σημεῖα, τοῦ τε μὴ συγχωρήσαντος μὲν τὴν ἀπόβασιν τὴν εἰς τὴν νῆσον, δῶρα δὲ πέμψαντος καὶ συνθεμένου φιλίαν, καὶ τῶν φοβεῖσθαι μὲν οὐδένα φαμένων, φιλίαν δὲ περὶ παντὸς τίθεσθαι μεγάλων ἀνδρῶν. Ὅ τε Δρομιχαίτης κατὰ τοὺς διαδόχους ἦν τοὺς Ἀλεξάνδρου Γετῶν βασιλεύς ἐκεῖ-νος τοίνυν λαβὼν ζωγρίαι Λυσίμαχον ἐπιστρατεύσαντα αὐτῶι, δείξας τὴν πενίαν τήν τε ἑαυτοῦ καὶ τοῦ ἔθνους, ὁμοίως δὲ καὶ τὴν αὐτάρκειαν, ἐκέλευσε τοῖς τοιούτοις μὴ πολεμεῖν, ἀλλὰ φίλοις χρῆσθαι· ταῦτα δ᾽ εἰπών, ξενίσας καὶ συνθέμενος φιλίαν, ἀπέλυσεν αὐτόν
  5. v) Στράβων (VII. 3,10): «Ἔτι γὰρ ἐφ᾽ ἡμῶν (γοῦν) Αἴλιος Κάτος μετώικισεν ἐκ τῆς περαίας τοῦ Ἴστρου πέντε μυριάδας σωμάτων παρὰ τῶν Γετῶν, ὁμογλώττου τοῖς Θραιξὶν ἔθνους, εἰς τὴν Θράικην· καὶ νῦν οἰκοῦσιν αὐτόθι Μοισοὶ καλούμενοι, ἤτοι καὶ τῶν πρότερον οὕτω καλουμένων, ἐν δὲ τῆι Ἀσίαι Μυσῶν μετονομασθέντων, ἢ ὅπερ οἰκειότερόν ἐστι τῆι ἱστορίαι καὶ τῆι ἀποφάσει τοῦ ποιητοῦ, τῶν ἐν τῆι Θράικηι Μυσῶν καλουμένων πρότερον. Περὶ μὲν δὴ τούτων ἅλις· ἐπάνειμι δὲ ἐπὶ τὴν ἑξῆς περιήγησιν
  6. vi) Στράβων (VII. 3,11): «Τῶν δὴ Γετῶν τὰ μὲν παλαιὰ ἀφείσθω, τὰ δ᾽ εἰς ἡμᾶς ἤδη τοιαῦτα ὑπῆρξε. Βοιρεβίστας, ἀνὴρ Γέτης, ἐπιστὰς ἐπὶ τὴν τοῦ ἔθνους ἐπιστασίαν, ἀνέλαβε κεκακωμένους τοὺς ἀνθρώπους ὑπὸ συχνῶν πολέμων καὶ τοσοῦτον ἐπῆρεν ἀσκήσει καὶ νήψει καὶ τῶι προσέχειν τοῖς προστάγμασιν, ὥστ᾽ ὀλίγων ἐτῶν μεγάλην ἀρχὴν κατεστήσατο, καὶ τῶν ὁμόρων τοὺς πλείστους ὑπέταξε τοῖς Γέταις ἤδη δὲ καὶ Ῥωμαίοις φοβερὸς ἦν, διαβαίνων ἀδεῶς τὸν Ἴστρον καὶ τὴν Θράικην λεηλατῶν μέχρι Μακεδονίας καὶ τῆς Ἰλλυρίδος, τούς τε Κελτοὺς τοὺς ἀναμεμιγμένους τοῖς τε Θραιξὶ καὶ τοῖς Ἰλλυριοῖς ἐξεπόρθησε, Βοίους δὲ καὶ ἄρδην ἠφάνισε τοὺς ὑπὸ Κριτασίρωι καὶ Ταυρίσκους
Στράβων: «Οἱ τοίνυν Ἕλληνες τούς (τε) Γέτας Θρᾶικας ὑπελάμβανον· ὤικουν δ᾽ ἐφ᾽ ἑκάτερα τοῦ Ἴστρου καὶ οὗτοι καὶ οἱ Μυσοί, Θρᾶικες ὄντες καὶ αὐτοί, καὶ οὓς νῦν Μοισοὺς καλοῦσιν· ἀφ᾽ ὧν ὡρμήθησαν καὶ οἱ νῦν μεταξὺ Λυδῶν καὶ Φρυγῶν καὶ Τρώων οἰκοῦντες Μυσοί. Καὶ αὐτοὶ δ᾽ οἱ Φρύγες Βρίγες εἰσί, Θράικιόν τι ἔθνος, καθάπερ καὶ Μυγδόνες καὶ Βέβρυκες καὶ Μαιδοβιθυνοὶ καὶ Βιθυνοὶ καὶ Θυνοί, δοκῶ δὲ καὶ τοὺς Μαριανδυνούς.»

vii) Στράβων (VII. 3,12): «Γέγονε δὲ καὶ ἄλλος τῆς χώρας μερισμὸς συμμένων ἐκ παλαιοῦ· τοὺς μὲν γὰρ Δακοὺς προσαγορεύουσι, τοὺς δὲ Γέτας. Γέτας μὲν τοὺς πρὸς τὸν Πόντον κεκλιμένους καὶ πρὸς τὴν ἕω, Δακοὺς δὲ τοὺς εἰς τἀναντία πρὸς τὴν Γερμανίαν καὶ τὰς τοῦ Ἴστρου πηγάς, οὓς οἶμαι Δάους καλεῖσθαι τὸ παλαιόν· ἀφ᾽ οὗ καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ἐπεπόλασε τὰ τῶν οἰκετῶν ὀνόματα Γέται καὶ Δᾶοι. Τοῦτο γὰρ πιθανώτερον ἢ ἀπὸ τῶν Σκυθῶν, οὓς καλοῦσι Δάας· πόρρω γὰρ ἐκεῖνοι περὶ τὴν Ὑρκανίαν, καὶ οὐκ εἰκὸς ἐκεῖ-θεν κομίζεσθαι ἀνδράποδα εἰς τὴν Ἀττικήν

viii) Στράβων (VII. 3,13): «Ῥεῖ δὲ δι᾽ αὐτῶν Μάρισος ποταμὸς εἰς τὸν Δανούιον, ὧι τὰς παρασκευὰς ἀνεκόμιζον οἱ Ῥωμαῖοι τὰς πρὸς τὸν πόλε-μον· καὶ γὰρ τοῦ ποταμοῦ τὰ μὲν ἄνω καὶ πρὸς ταῖς πηγαῖς μέρη μέχρι τῶν καταρακτῶν Δανούιον προσηγόρευον, ἃ μάλιστα διὰ τῶν Δακῶν φέρεται, τὰ δὲ κάτω μέχρι τοῦ Πόντου τὰ παρὰ τοὺς Γέτας καλοῦσιν Ἴστρον· ὁμόγλωττοι δ᾽ εἰσὶν οἱ Δακοὶ τοῖς Γέταις. Παρὰ μὲν οὖν τοῖς Ἕλλησιν οἱ Γέται γνωρίζονται μᾶλλον διὰ τὸ συνεχεῖς τὰς μεταναστάσεις ἐφ᾽ ἑκάτερα τοῦ Ἴστρου ποιεῖσθαι καὶ τοῖς Μοισοῖς ἀναμεμῖχθαι· καὶ τὸ τῶν Τριβαλλῶν δ᾽ ἔθνος, Θραικικὸν ὄν, τὸ αὐτὸ πέπονθε τοῦτο. Μεταναστάσεις γὰρ δέδεκται, τῶν πλησιοχώρων εἰς τοὺς ἀσθενεστέρους ἐξαναστάντων, τῶν μὲν ἐκ τῆς περαίας Σκυθῶν καὶ Βασταρνῶν καὶ Σαυροματῶν ἐπικρατούντων πολλάκις, ὥστε καὶ ἐπιδιαβαίνειν τοῖς ἐξελαθεῖσι καὶ καταμένειν τινὰς αὐτῶν ἢ ἐν ταῖς νήσοις ἢ ἐν τῆι Θράικηι· τῶν δ᾽ ἐκ θατέρου μέρους ὑπ᾽ Ἰλλυριῶν μάλιστα κατισχυομένων. Αὐξηθέντες δ᾽ οὖν ἐπὶ πλεῖστον οἵ τε Γέται οἵ τε Δακοί, ὥστε καὶ εἰκοσιμυριάδας ἐκπέμπειν στρατείας, νῦν ὅσον εἰς τέτταρας μυριάδας συνεσταλμένοι τυγχάνουσι καὶ ἐγγὺς μὲν ἥκουσι τοῦ ὑπακούειν Ῥωμαίων· οὔπω δ᾽ εἰσὶν ὑποχείριοι τελέως διὰ τὰς ἐκ τῶν Γερμανῶν ἐλπίδας πολεμίων ὄντων τοῖς Ῥωμαί-οις

  1. ix) Στράβων (VII. 3,14): «Μεταξὺ δὲ τῆς Ποντικῆς θαλάττης τῆς ἀπὸ Ἴστρου ἐπὶ Τύραν καὶ ἡ τῶν Γετῶν ἐρημία πρόκειται, πεδιὰς πᾶσα καὶ ἄνυδρος, ἐν ἧι Δαρεῖος ἀποληφθεὶς ὁ Ὑστάσπεω, καθ᾽ ὃν καιρὸν διέβη τὸν Ἴστρον ἐπὶ τοὺς Σκύθας, ἐκινδύνευσε πανστρατιᾶι δίψηι διαλυθῆναι, συνῆκε δ᾽ ὀψὲ καὶ ἀνέστρεψε. Λυσίμαχος δ᾽ ὕστερον στρατεύσας ἐπὶ Γέτας καὶ τὸν βασιλέα Δρομιχαίτην οὐκ ἐκινδύνευσε μόνον, ἀλλὰ καὶ ἑάλω ζωγρίαι· πάλιν δ᾽ ἐσώθη, τυχὼν εὐγνώμονος τοῦ βαρβάρου, καθά-περ εἶπον πρότερον
  2. x) Πτολεμαίος (Claudii Ptolemaei, Geographia, Edit Carolus Fridericus Augustus Nobbe, Rector Schol. Nicol. et in Univ. Litt. Lips. Professor, Editio Stereotypa, Tom. I, Lipsiae 1843): «25. … παρά μεν την Βύκην λίμνην / Τορεκκάδαι / παρά δε τον Αχιλλέως δρόμον / οι Ταυροσκύθαι· / υπό δε τους Βαστέρνας προς τη Δακία / Τάγροι, / και υπ’ αυτούς Τυραγγέται.» (σ. 172-173).
  3. xi) Πλίνιος (C. Plinii Secundi, Naturalis Historia, D. Detlefsen, vol. I, Libri I-IV, Berolini MDCCCLXVI): «…in Histrum dereva Moesi, Getae…» (σ. 72). – Δεν είναι ότι παραβλέπονται ή αγνοούνται ή αποσιωπούνται οι πηγές, αλλά παρατηρείται ότι η ταύτιση Γετών και Γότθων τονίζεται από άλλες πηγές, οπότε δεν ανατρέπεται η κυρίαρχη δοξασία.

xii) Σύγκελλος Γεώργιος (Χρονογραφία, τ. 1, Βόννη 1829): «Σκύθαι περαιωθέντες οι λεγόμενοι Γότθοι του Ίστρου ποταμού επί Δεκίου (201-251, βασ. 249-251) πλείστοι των Ρωμαίων επικράτειαν κατενέμοντο.» (σ. 705). – Σε παλαιότερες εκδόσεις υπάρχει και η διατύπωση: «Τότε πάλιν οι Σκύθαι και Γότθοι λεγόμενοι επιχωρίως…»

Υπάρχουν, ασφαλώς, και άλλες μαρτυρίες, όπως λ.χ.: «ΓούθοςΟ άρχων Σκυθών των καλουμένων Γούτθων· έοικε γαρ από του ηγεμόνος αυτών κληθήναι το γένος· τα γαρ πολλά έθνη από των ηγεμόνων καλούνται

10ο: Για τους Γότθους μπορούμε να πληροφορηθούμε από ποικίλες πηγές οι οποίες αναφέρονται σε αυτούς ή σε έργα τους, όπως π.χ. από τον Συνέσιο (370-413/4), στην Πατρολογία (P.G.), τόμος 66, από τον Θεμίστιο (313-387), στους Λόγους του (έκδοση G. Downey, 1965), από τον Γρηγόριο Θεολόγο (329-390), με την Επιστολή στον «Σκύθη» Μοδάρη αυτόμολο των Γότθων, στην Πατρολογία (P.G., τόμος 37, στ. 232), από τον Ζώσιμο (350-420), που λέει ότι οι Γροθίγγοι είναι «έθνος τι Σκυθικόν υπέρ τον Ίστρον […] άγνωστον τοις εκείσε νομάσιν» (Δ. 38, 303), και από άλλους ιστορικούς συγγραφείς. – Γίνεται φανερό ότι μάλλον δεν στέκει η δοξασία ότι οι Γότθοι προέρχονται από τους Γέτες, όπως έχει γράψει ο Ιορδάνης (εξ Αλανών καταγόμενος) και ο συγκαιρινός του Ιωάννης Λυδός («…οι Γότθοι Γέται…»), άποψη που αποδέχθηκαν κατόπιν άκριτα πολλοί συγγραφείς, χωρίς να αναρωτηθούν πώς και γιατί ο –συγκαιρινός των προηγούμενων– ιστορικός Προκόπιος δεν αναφέρει πουθενά τους Γέτες και ότι αντ’ αυτών αναφέρει συνεχώς μόνο τους ΣκλαβήνουςΣκλαβηνών έθνη»), ενώ για τους Γότθους ξεκαθαρίζει: «Γότθοί τε εισί Βανδίλοι και Ουσίγοτθοι και Γήπαιδες.» – Βέβαια, στους Γήπαιδες περιλαμβάνονται οι Γέτες! Όμως, δεν αμφισβητείται ότι ο Προκόπιος είναι ίσως ο τελευταίος των αντικειμενικών ιστορικών, δίπλα στους Θουκυδίδη, Ξενοφώντα, Πολύβιο κ.ά., ενώ ήδη είχαν κάνει εμφάνιση και ιστορικοί προερχόμενοι από τον χώρο της Εκκλησίας (με όλες τις θρησκοληπτικές δοξασίες τους) και από τον χώρο της βασιλικής ή αυτοκρατορικής εξουσίας –και γενικότερα της πολιτικής εξουσίας– γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να γραφτούν ιστορίες με πολλές σκοπιμότητες και με λιγότερη ιστορική ακρίβεια, λιγότερη εγκυρότητα και αξιοπιστία, στις οποίες υπάγονται σχεδόν στο σύνολό τους οι ιστορίες των λεγόμενων «βυζαντινών» ιστορικών, λογίων, ιεραρχών, και συγκαιρινών τους στη Δύση, που εξυπηρετούσαν με τις ιστορίες τους συμφέροντα εξουσιαστών και άλλες σκοπιμότητες. Γι’ αυτό είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ορθή και αληθινή η άποψη ότι: «The Gothis proved not bave been Getes

11ο: Οι Γέτες, λοιπόν, ήταν ομόγλωσσοι και ομόφυλοι των Δακών, όπως μαρτυρούν οι αρχαιότερες των πηγών. Συνάμα, οι Γέτες ήταν και αυτό που επισήμαναν ιστορικοί Προκόπιος, Σιμοκάττης, πατριάρχης Φώτιος, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος: Σκλαυηνοί / Σκλαβηνοί ή Σκλαβίνοι ή Σκλάβοι ή Σκλαβησιάνοι, και λατινιστί Sclaveni, Scaveni, Sclavani, Sclavini, Sclavi.

Οπότε, οι συναγωγές, από την μελέτη των πηγών είναι οι κάτωθι:

  1. i) Προκόπιος: Δεν αναφέρεται σε Γέτες, μα μόνο σε Σκλαβήνους, με πολλές λεπτομέρειες για των «Σκλαβηνών τα έθνη», πώς και πότε βρέθηκαν στις ελληνικές χώρες.
  2. ii) Σιμοκάττης: Είναι σαφής «Οι δε Γέται ήτοι Σκλάβοι τα περί την Θράκην ελυμαίνοντο». Και «Το δε Γετικόν, ταυτόν δ’ ειπείν αι των Σκλαβηνών αγέλαι, το περί την Θράκην εις το καρτερόν ελυμαίνετο.» Μάλιστα, «Μέχρι δε και Θεσσαλονίκης, εκδραμών πόλεως πολλά των εκείσε Σκλαβηνών γένη…», και έφτασαν έως την Πελοπόννησο.
Πατριάρχης Φώτιος (810 ή 820-893)

iii) Πατριάρχης Φώτιος: Είναι σαφής και τονίζει: «Οι δε Γέται ήτοι Σκλάβοι τα περί την Θράκην ελυμαίνοντο…» Και «ο δε έβδομος λόγος· διαλαμβάνει περί της γενομένης αταξίας ταις Ρωμαίων δυνάμεσιν, αριστείας τε Ρωμαίων κατά Σκλαβηνών, ήτοι Γετών· Γέται γαρ το παλαιόν εκαλούντο

  1. iv) Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος: Οι αναφορές του σε Σκλάβους και Σκλαβήνους είναι πάμπολλες («Σκλαβικά έθνη») και σχεδόν όλες παρερμηνευμένες σήμερα! Διότι, λέξεις που αναφέρει –και είναι πολλές– ότι ανήκουν στη γλώσσα των Σκλάβων, διαπιστώνει κανείς ότι ουδεμία σχέση έχουν με τις σλαβικές γλώσσες! Έχουν όμως σχέση με τη γλώσσα των Αρμάνων – Βλάχων! Ένα παράδειγμα από τα πολλά του αυτοκράτορα και ιστορικού –και όχι μόνο– συγγραφέα: «Ζαχλούμοι δε ωνομάσθησαν από όρους ούτω καλουμένου Χλούμου, και άλλως δε παρά τη των Σκλάβων διαλέκτω ερμηνεύεται το Ζαχλούμοι ήγουν “οπίσω του βουνού”.» Δηλ., το «πίσω από το βουνό» δεν είναι «ζαγόρα» (;!), όπως διατείνονται οισύγχρονοι ιστορικοί και σλαβολόγοι μα «Ζαχλούμοι», όπως έχει γράψει ο αυτοκράτορας-ιστορικός. Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, στον σχολιασμό της Γεωγραφίας Διονύσιου του Περιηγητού λέει: «310. (Αγάθυρσοι) και Ιππόποδες, οι κατά τίνας Ζάγαροι», ενώ ο Πτολεμαίος στη Γεωγραφία του έχει γράψει για «Αζαγάριον», και ο Αρριανός στον Περίπλου για πόλη «Ζάγωρα» στη Μικρασία! Βλαχιστί, ζαγουρίε = κρυμμένο αντικείμενο! Όμως, λατινιστί culmen = όρος, βουνό, λόφος, και στα βλάχικα κούλμε = βουνοκορφή, από όπου προέκυψε: culme à hulme à hlume à hlumu (Χλούμου), αναγραματισμένο culme à celmu à helmu (Χελμός). Οι ειδήμονες, φαντασιωνόμενοι βλέπουν «σλαβωνικής προέλευσης» το holmu!
  2. v) Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος: «[Οἱ Σκλάβοι] πρῶτον μὲν τὰς τῶν γειτόνων οἰκείας τῶν Γραικῶν ἐξεπόρθουν καὶ εῖς ἁρπαγή ἐτἰθεντο, ἔπειτα δὲ καὶ κατὰ τῶν οἰκητόρων τῆς τῶν Πατρῶν ὁρμήσαντες πόλεως […] μεθ’ ἐαυτῶν ἔχοντες καὶ Ἀφρίκους καὶ Σαρακηνοῦς…»! Αυτοί οι «Σκλάβοι» πορθητές της Πελοποννήσου, είναι του «ἔθνους τῶν Σκλαβηνῶν», δεν είναι Σλάβοι (πρόγονοι των σημερινών Σλάβων της Βαλκανικής) αλλά είναι Γέτες, ομόφυλοι και ομόγλωσσοι των Δακών, με γλώσσα συγγενή προς αυτή των Ελληνοβλάχων – Αρμάνων και προς τη λατινική, και τέτοιος ήταν ο «Σκλάβος» του Αγαθία (IV, 20), και οι «Σκλάβοι» τους οποίους αναφέρει το Πασχάλιον Χρονικόν.
Κων/νος Πορφυρογέννητος (905-999)

Είναι μύθευμα η κάθοδος των Σλάβων στην Ελλάδα, και δη μέχρι την Πελοπόννησο, αντιεπιστημονική η θεώρηση των τοπωνυμίων και η ερμηνεία τους με μόνη τη «σλαβωνική γλώσσα», ιδίως των ονομάτων που έχουν κατάληξη –οβα (–ova). Αγνούνται ή παραβλέπονται (σκόπιμα;) δυο σημαντικές πηγές, σχετικά με την κατάληξη αυτή (–οβα). Και ιδού τι λένε οι παλαιές πηγές:

  1. i) Πλούταρχος (Λυκούργος, 6): «Οὕτω δὲ περὶ ταύτην ἐσπούδασε τὴν ἀρχὴν ὁ Λυκοῦργος ὥστε μαντείαν ἐκ Δελφῶν κομίσαι περὶ αὐτῆς, ἣν ῥήτραν καλοῦσιν. ἔχει δὲ οὕτως· “Διὸς Συλλανίου καὶ Ἀθανᾶς Συλλανίας ἱερὸν ἱδρυσάμενον, φυλὰς φυλάξαντα καὶ ὠβὰς ὠβάξαντα, τριάκοντα γερουσίαν σὺν ἀρχαγέταις καταστήσαντα, ὥρας ἐξ ὥρας ἀπελλάζειν μεταξὺ Βαβύκας τε καὶ Κνακιῶνος, οὕτως εἰσφέρειν τε καὶ ἀφίστασθαι· δάμῳ δὲ τὰν κυρίαν ἦμεν καὶ κράτος.” ἐν τούτοις τὸ μὲν φυλὰς φυλάξαι καὶ ὠβὰς ὠβάξαι διελεῖν ἐστι καὶ κατανεῖμαι τὸ πλῆθος εἰς μερίδας, ὧν τὰς μὲν φυλάς, τὰς δὲ ὠβὰς προσηγόρευκεν. ἀρχαγέται δὲ οἱ βασιλεῖς λέγονται, τὸ δὲ ἀπελλάζειν ἐκκλησιάζειν· ὅτι τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν αἰτίαν τῆς πολιτείας εἰς τὸν Πύθιον ἀνῆψε. τὴν δὲ Βαβύκαν Χείμαρρος καὶ τὸν Κνακιῶνα νῦν Οἰνοῦντα προσαγορεύουσιν…» – «ΣΤ΄. Τόσον δε σπουδαίαν εθεώρησε την αρχήν ταύτην ο Λυκούργος, ώστε και μαντείαν έφερε περί αυτής εκ Δελφών, ήτις λέγεται ρήτρα. Έχει δ’ ούτω. “Διός Ελλανίου και Αθηνάς Ελλανίας ιερόν ανεγείρας, Φυλάς φυλάσας, και Ωβάς ωβάσας, τριάκοντα, την Γερουσίαν και Αρχηγέτας καταστήσας, από καιρού εις καιρόν ν’ απελλάζης μεταξύ Βαβύκας και Κνακίωνος, και ούτω να εισά-γης και διεκπεραιής. Ο δε δήμος να έχη συνέδριον και εξουσίαν”. Εκ τούτων το να φυλάση φυλάς και να ωβάση ωβάς είναι να διαιρέση το πλήθος εις μερίδας, ων τας μεν ωνόμασε φυλάς, τα δε ωβάς*. Αρχηγέται δε λέγονται οι βασιλείς· το ν’ απελλάζη δ’ είναι να εκκλησιάζη, διότι την αρχήν και αιτίαν της πολιτείας ανέφερεν εις τον Πύθιον Απόλλωνα, την δε Βαβύκαν και τον Κνακίωνα καλούσιν Οινούντα σήμερον·» (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι. Μετάφρασις υπό Α. Ρ. Ραγκαβή. Τόμος Πρώτος {Θησεύς – Ρωμύλος – Λυκούργος – Νουμάς}, Εν Αθήναις 1864, σ. 135-136).

Ο Α. Ρ. Ραγκαβής υποσημειώνει: «Φυλάξας και Ωβάξας εισίν οι δωρικοί αόριστοι του Φυλάζω και Ωβάζω.» «Ώβη η δε, πιθανώς η δωρική μορφή του Οίη = μόνη, ην η πολιτική πρώτη μονάς, ο δήμος, εν Σπάρτη

Να, λοιπόν, πώς προέκυψε η Αράχοβα, η Μέτσοβα, η Κρούσιοβα, η Τίρνοβα, η Σμόκοβα και οι άλλοι οικισμοί της χώρας με κατάληξη –οβα, που τις μετέτρεψαν σε –οβον, και οι οποίες δεν είναι κάτι άλλο παρά «πολιτικές μονάδες», «δήμοι»!

Η κατάληξη –οβα υπάρχει και στην Τουρκία, ως κληρονομιά από τους Χετταίους, και δεν είναι σλαβικό… κληροδότημα, όπως δεν είναι και στην Ισπανική… Κόρντοβα… τη μακρυνή και μόνη!

  1. ii) Ησύχιος: «ωβαί τόποι μεγαλομερείς» (Hesychi Alexandrini Lexicon, Moritz Schmididt, 1867, στ. 1577). – Ο Ησύχιος έχει δίκαιο, φτάνει να σκεφτεί κανείς την πάλαι ποτέ «χώραν Μετζόβου» και την έκτασή της! Όντως μεγάλο μέρος! Ώστε, αυτή την αιολοπελασγική λέξη ώβα, ωβή, ώβον, όβον, που επιβίωσε μέχρι σήμερα σε πάρα πολλά τοπωνύμια ορεινών οικισμών, κατοικούμενων κυρίως από «βλάχικους πληθυσμούς», οι σοφολογιώτατοι τις… θέλουν σλαβικές! Οι μηρυκάζοντες και εν «σλαβολαγνεία» κοιμώμενοι, θεωρούν τις καταλήξεις –οβα, –οβον σλαβικό κληροδότημα, αδυνατούντες να κατανοήσουν το γιατί οι Μανιάτες, έως και σήμερα, ονομάζουν τους άλλους Μοραΐτες Βλάχους, γιατί οι Μονεμβασιώτες το έτος 1527 ονομάζονταν Βλάχοι! «Dans la petition des Monembasio (1527), ces habitants des environs de Monembasie portant le nom Vulachi (Βλάχοι).» (Κ. Ν. Σάθας, Μνημεία IV, σ. LXXI). Έτσι, τα βλάχικα τοπωνύμια της Πελοποννήσου και της άλλης Ελλάδας, τα θεωρούν σλάβικα! Τα παλιά χωριά μας με κατάληξη –οβα, –οβον οι δοκησίσοφοι τα βαπτίζουν δήθεν… ελληνοπρεπέστερα!

Ο άγιος Ισίδωρος, επίσκοπος Σεβίλλης (565/570-641), στο έργο του Chronikon γράφει: «120. [Έτος 5814] Heraclius dehine quantum agit imperii annum. Cujus initio Sclavi Graeciani Romanis tulurent. Persae Syriam, et Aegyptum, plurimasque provincias.…» (Patrologiae Cursus Completus,… Series Latina Prior . . . Sancti Isidori Hspalensis . . . Patrologiae Latinae Tomus LXXXIII (83) . . . Parisina 1862, col. 1056).

Al-Mas’udi (896-956)

Αν, όπως γράφει ο άγιος Ισίδωρος, πέντε έτη μετά τη βασιλεία του Ηρακλείου (575-641, βασ. 610-641), δηλ. το 615-616 «Το πρώτον οι Σκλάβοι πήραν την Γραικία/Ελλάδα απ’ τους Ρωμαίους», και αυτοί οι Σκλάβοι ήταν… Σλάβοι (!), τότε πώς εξηγείται να ονομάζουν οι Γραικοί τη χώρα τους Αρμανία, όπως έγραψε ο μεγάλος Άραβας ιστορικός AlMasudi (896-956), στα χρόνια του Πατριάρχη Φώτιου (810/820-893) και του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (905-959, βασ. 945-959); Πώς δεν πήρε όνομα με κατάληξη –σλαβία; Απλά, γιατί αυτοί οι Σκλάβοι (Σκλαβήνοι, Σκλαβούνοι, Σκλαβηνοί κ.λπ.), γνωστοί πριν από την κάθοδο των μετέπειτα ονομαζόμενων Σλάβων, αναφέρονται ήδη κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα από τον άγιο Καισάριο (330-368), με σαφή διατύπωση «οι Σκλαυηνοί και Φυσωνίται, οι και Δανούβιοι προσαγορευόμενοι» ότι είναι Δουναβίτες από τότε.

Με βάση τα όσα προαναφέραμε ότι έχουν γράψει οι Προκόπιος, Σιμοκάττης, πατριάρχης Φώτιος, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, οι Σκλάβοι ή Σκλαβηνοί ήταν Θράκες Γέτες, ομόφυλοι και ομόγλωσσοι των Δακών, και ομόγλωσσοι των Αρμάνων (Ελληνοβλάχων) ή Ελλαδικών, όπως πιστοποιούν τα γραπτά των Ιωάννου Μαλάλα, Ιωάννου Τζέτζη, Κωνσταντίνου Ερμονιακού κ.ά.

Το 1508, ο Mataei Flacii σε ποίημά του γράφει ότι οι Ιλλύριοι γεωργοί ονομάζονταν Σκλαβούνοι! «Ουδέν γαρ εξωλέστερον των Ιλλύρων / άλλο βροτών πέφυκεν εκτόπως γένος, / μεθυστικόν, μάταιον, οχληρόν πάνυ, / ου νους ζοφώδης και βεβαρβαρωμένος! / αεί δε θήτες ήσαν Ίλλυρες πάλαι, / τω και Σκλαβούνοι κλήσιν οικείαν λάχον, / και νυν ερετμοίς των τριήρεων φίλοι, / ναυηκόροι τε και καθάρται αντλίας. / Ου βούλομαι δε και περαιτέρω λέγειν, / ου γαρ αντί σου το παν φύλον ψέγειν, / καθώς συ ποιείς και διηνεκώς λέγεις / ως μηναγύρτης και βεβαρβαρωμένος, / ο ανθ’ ενός Γραικού το παν γένος ψέγων… / Ει τον σον, ω κάκιστε, ύβρισας φίλον, / ευεργέτην τε και καθηγητήν μέγαν, / πώς των Αχαιών φύλον ουκ εκφαυλίσεις; / έμπης τι φαύλον εύρες Ελλήνων γένει / και παν ομαρτή ως παράφρων μηνίεις· / ουκ οίσθα, Ίλλυρ βαρβαρώτατος πέλων, / όσ’ Ελλάς εύρεν η πολύτλητος πάλαι, / οις νυν τα έθνη πάντα χρώνται αφθόνως, / κοσμούντα ον θυμόν, βίον τε τε και φύσιν· / τον βάρβαρον γαρ και τον άγριον τρόπον / άσκησις ευ γε ημεροί μαθημάτων, / α των Αχαιών ο πολύχρηστος νόος / καλώς νοήσας παντί δωράται γένει… / Ου γαρ σε τιμά, λώστε ως καλώς ίδης / η ρωποπερπερή φράσις των Ιλλύρων, / αλλ’ η Αχαιών, καίπερ ως ξένη πέλει / λατινικόν κάλυμμα ενδεδυμένη.» (C. N. Sathas, Documents Inedits, Tome IV, Paris 1882, σ. LX).

Συμπέρασμα: Η κάθοδος των Σλάβων στην Ελλάδα, και δη μέχρι την Πελοπόννησο, αποτελεί μύθευμα και αναπόδεικτο ισχυρισμό, προϋποθέτει άγνοια ή στρέβλωση των πηγών και προφανώς… ακαδημαϊκή νωθρότητα σε «διαρκές συντελούμενο έγκλημα», διότι αγνοεί ότι η γλώσσα των Αχαιών «λατινικόν κάλλυμα ενδεδυμένη» είναι και όχι σλαβικόν! Αυτό το «κάλυμμα» είναι απόρροια γηγενών Ελλαδικών ή Βλάχων και των γλωσσικά –μα όχι φυλετικά– συγγενών τους κατελθόντων Σκλαβήνων. Το καταδειχθέν επαυξάνεται και με άλλες κομιζόμενες πηγές στο έργο μου: Ελλαδικοί – Αρμάνοι – Βλάχοι Απόγονοι των Πελασγών. Ιστορικές, Αρχαιολογικές, Γλωσσολογικές Μαρτυρίες από το 1931 π.Χ. έως σήμερα. / Hellenics – Armanians – Vlachs Descendants of thw Pelasgians. Historical – Archaeological – Linguic Testemonialas from 1931 BC until today. Εκδοτικός Οίκος Κ. & Μ. Σταμούλη Θεσσαλονίκη 2021.

Να δούμε όμως, πώς έχει η χωρική διασπορά των οικισμών με κατάληξη –οβα και –οβον, στην Ευρώπη και στις ελληνικές χώρες, και να «μας πουν» οι «σλαβολάγνοι», σε ποια ιστορική περίοδο υπήρξε αυτή η ονοματοσία, και αν μαρτυρείται σε αυτές τις περιοχές πηγαιμός… Σλάβων, και σε ποια χρονική περίοδο!

Κωνσταντίνος Σάθας (1842-1914)

ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΜΕ ΚΑΤΑΛΗΞΗ –οβα, –οβον

α) ΠΟΛΕΙΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ: Mantova, Padova, Genova, Gordova.

β) ΠΟΛΕΙΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ που αναφέρει ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (90-168): Όνοβα, Μάνοβα, Οσσόνοβα, Κορδύβη, Σάλδουβα, Καλδούβα, και ποταμός Αυσόβας.

γ) Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος καταγράφει και ΠΟΛΕΙΣ ΔΑΚΙΑΣ (ΙΙΙ, 8, 16) με κατάληξη –αβα και –δάβα: Δοκίδαυα, Πατρίδαυα, Καρσίδαυα, Πετρόδαυα, Μαρκόδαυα, Ζαρίδαυα, Σαγγίδαυα, Κομίδαυα, Ραμίδαυα, Ζουσίδαυα, Αργίδαυα, Νεντίδαυα, Ζαργίδαυα, Ταμασίδαυα, Πιροβορέδαωα.

δ) ΠΟΛΕΙΣ ΚΕΛΤΩΝ με κατάληξη –οβα: Όροβις, Αύσοβα, Άβοβα.

ε) ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ είναι λίγες στην αρχαιότητα με κατάληξη –οβα: ΕΥΒΟΙΑ: Ορόβιαι (Θουκυδίδης ΙΙΙ, 89), ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: Στρόβος, Στόβοι.

στ) Η ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ όταν δέχεται τις επιθέσεις Αβάρων (και υποτιθέμενων Σλάβων) έχει οικισμό με κατάληξη –οβη, –όβα: Όροβα, για τον οποίο η πηγή αναφέρει: «Οι δε δυνηθέντες εκφυγείν διεσπάρησαν, και η μεν των Πατρών πόλις κατωκίσθη εν τη των Καλαβρίων χώρα του Ρηγίου, οι δε Αργείοι εν τη Ορόβη μετώκησαν.» (Giuseppe Pasini, Francesco Berta, et Antonio Rivautella, Codices manuscripti Bibliothecae Regii Taurinensis Athenaei: per linguas digesti, et binas in partes distributi, in quarum prima hebraei, et graeci, altera latini, italici, et gallici. Taurini: Ex typographia regia, 1749, σ. 417-418). – Ο Σχολιαστής του Κλαύδιου Πτολεμαίου αναφέρει: «Πελλήνη η Κέρκοβα».

ζ) Η ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ έχει τους οικισμούς: Ανδράνοβα, Τέρνοβον, Αράχοβα, Τάροβα, Κεράσοβον, Έλοβα, Χωρίγκοβον (Ευρυτανία), Νίκοβα, Νιάσκοβον, Σμόκοβον, Κούρνοβον (Υπάτη), Λούτζοβος (Δωρίς), Αράχοβα, Μπροστοβά, Τέρνοβον, Παλούκοβα, Χρύσοβον (Ναυπακτία), Κεράσοβον, Ζελίχοβον (Αιτωλία), Μπονίκοβον, Δερσοβά (Ακαρνανία), Αράχοβα (Φωκίς).

η) Η ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ έχει τους οικισμούς: Βίδοβα, Τοπόλοβα (Πάτρα), Αράχοβα (Αιγιαλεία), Κόκκοβα, Αναστάσοβα, Αράχοβα, Στρέζοβα, Κεράσοβα, Μωρόχοβα, Χάτζοβα (Καλάβρυτα), Τσελέχοβα (Ολυμπία), Βιδίσοβα (Τριφυλλία), Χρύσοβα (Μεσσηνία), Αναστάσοβα, Σίτζοβα, Ράχοβα, Λιασίκοβα, Νίκοβον, Μπίλιοβα, Τρικότζοβα, Τσίμοβα, Οροβά, Πασαβά, Πολοβάς, Πασαβάς, Τσιροβά (Μάνη), Βάρσοβα, Λεβέτζοβα, Ρόζοβα, Αράχοβα (Σπάρτη), Άκοβος, Κράμποβος (Μεγαλόπολη), Εγκλένοβα, Αράχοβα, Γλόμοβα (Γορτυνία), Βερτζοβά (Τρίπολις), Ζαρά-κοβα (Μαντινεία).

θ) Η ΗΠΕΙΡΟΣ και η ΑΛΒΑΝΙΑ έχει τους οικισμούς: Λέλοβα (Άρτα), Λιμπόχοβον, Σέσοβον (Πρέβεζα), Ζέλοβα, Γρίμποβον, Ριάχοβον (Κουρέντα), Καπέσοβον, Τσεπέλοβον, Δομπρίνοβον (Ζαγόρι), Κρύφοβον, Τέροβον, Μελίχοβον (Ζαρακοβίτσα), Κεράσοβον, Αρμάτοβον, Σανοβόν (Κόνιτζα), Μέτζοβον, Δοβράκοβον, Ζάλοβον, Ριάχοβον, Λιμπίνοβον, Σινίχοβον, Σίτοβον (Μέτζοβον), Στάνοβον, Πόποβον, Κεράσοβον, Λιβιάχοβον (Παραμυθιά), Λίμποβον, Αράχοβα (Φιλιάτες), Βελιάχοβον, Χοντόστοβον, Αρσάκοβα (Δέλβινο), Νόκοβον, Ζάβροβον, Λιμπόχοβον (Αργυρόκαστρον), Κεράσοβον (Πωγωνιανή), Τοπόλοβον ή Τοπόβα, Μαλέσοβον, Χόρμοβον, Αργόβα, Γραμπόβα, Δρατζόβα, Τσαρσόβα, Ραδοχόβα, Βλιάσοβον, Κρασόβα, Τερνόβα, Ραγόβα, Κρασόβα, Χοτχόβα, Κοσόβα, Ζεπόβα (Πρεμετή), Κερκόβα, Πεσκόβα, Τρεμπλιόβα, Μαυρόβα (Αυλώνα), Ουζινόβα, Καπινόβα, Κουτζόβα, Σταρόβα (Μπεράτι), Αντρένοβα, Μπελισιόβα, Γκορισιόβα, Μπιεσόβα (Μαλακάστρα), Μποτζιόβα, Μπισιόβα, Κοσόβα [το Κόσσοβον της Σερβίας, είναι νέο και δη τουρκικό όνομα], Πετόβα.

Το Βραχώρι (νυν Αγρίνιο) λεγόταν και Βράχοβα (Brachova), όντας γνωστό ότι είχε παλαιότερη ονομασία Βλαχοχώρι à Βραχοχώρι à Βραχώρι. (Βλ. Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας – Documents Inedits Relatifs A L’Histoire de la Grece Au Moyen Age Publies sous les Auspices De la Chambre des Deputes de Grece par C. N. Sathas, Premiere Serie, Documents Tires des Archives de Venise (1400-1500), Tome IV, Paris MDCCCLXXXII, σ. XLIX-LI).

———————-

Βέβαια, η συνέχεια σε επόμενο σημοσίευμα, με τις ευχαριστίες σε όσους… μπήκαν στον κόπο να μου τηλεφωνήσουν για το ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ… ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ… 1, για να μου εκφράσουν: μια μερίδα την επιθυμία της για συνέχισή της σειράς με «αυστηρά ακαδημαϊκό χαρακτήρα», και μια άλλη μερίδα υποβάλοντας το ερώτημα «μήπως θα έπρεπε η σειρά να είναι πιο εκλαϊκευμένη;» – Για την ώρα έχω αποφασίσει τη γραφή σειρά να έχει «αυστηρά ακαδημαϊκό χαρακτήρα». Και αν υπάρχει αντίλογος –στο πλαίσιο ενός καθαρά επιστημονικού ακαδημαϊκού διαλόγου– ας κοπιάσουν όσοι έχουν τεκμήρια και πηγές που οδηγούν σε άλλα συμπεράσματα, από τα εδώ συναγόμενα…

Για τούτο το θέμα: ΣΚΛΑΒΟΙ, ΣΚΛΑΒΗΝΟΙ ή ΣΚΛΑΒΙΝΟΙ – Η ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΗ «ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΛΑΒΩΝ» ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ…, έπεται συνέχεια σε προσεχή μας κείμενα, καθότι οι πηγές κονιορτοποιούν τις επιβληθείσες «δοξασίες» περί πρώιμης καθόδου των Σλάβων,αφού οι Σκλαβίνοι/Σκλαβηνοί ή Σκλάβοι (και οι πολυώνυμες φυλές τους) ήταν Γ έ τ ε ς, οι οποίοι κατά τις παλαιές πηγές ήταν Έλληνες!…

*Γιώργης Σ. Έξαρχος /  Συγγραφέας – Ερευνητής / Βιογραφικό

———————

Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ

————————————-

banner-article

Ροη ειδήσεων