Η πολιτική του εμβολιασμού έναντι του κορωνοϊού στη χώρα μας σημειώνει πλέον ένα δύσκολο να ξεπεραστεί ταβάνι στο 60%. Η σταθεροποίηση των δεδομένων ως προς τη σοβαρή νόσο δημιουργεί την εντύπωση της επιτυχίας, ωστόσο ο χειμώνας και κατά συνέπεια η διαβίωση κυρίως σε εσωτερικούς χώρους, με ένα αναπόφευκτο 4ο κύμα της πανδημίας, είναι μπροστά μας.
των Κώστα Σπίγγου και Σωτήρη Κουτίνου, Συντονιστών Τομέα Υγείας ΜέΡΑ25
Δεδομένης της επιμονής της πανδημίας στον πλανήτη, ακόμη και η σταθεροποίηση θα σήμαινε αποτυχία, όμως δεν πρόκειται μόνο για το κρισίμως χαμηλό ποσοστό αποδοχής του κοινωνικού αγαθού του εμβολιασμού, τα υψηλά νούμερα διάδοσης που παρατηρούνται και την απώλεια της ευκαιρίας ανασυγκρότησης του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Η δεύτερη βασική παράμετρος της κυβερνητικής αποτυχίας είναι το γεγονός ότι για να επιτευχθεί αυτή η ισορροπία τρόμου ήδη αναλώθηκε σχεδόν κάθε διαθέσιμος πόρος οικονομικής και κοινωνικής ανοχής.
Η αποτυχία ανήκει εξ ολοκλήρου στην κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία με τις επαναλαμβανόμενες πρακτικές της υστεροβουλίας, κρυψίνοιας και αυταρχισμού, διχάζει συνειδητά την κοινωνία, ταυτίζοντας τους απλώς μη εμβολιασμένους, επιφυλακτικούς ή/και σκεπτικιστές – μη αρνητές όμως της πανδημίας και των καταστροφικών συνεπειών της- με τους φερόμενους ως αντιεμβολιαστές, ένα νέο «ιδεολογικό» μανδύα που φορούν σήμερα, όσοι από το 2010 επενδύουν σε δράσεις ανατροπής, όχι της εκάστοτε κυβέρνησης, αλλά της Δημοκρατίας της ίδιας.
Η κυβέρνηση πέτυχε λοιπόν κάτι πρωτόγνωρο: στο να καταστήσει τον αντιεπιστημονισμό επιλέξιμη αντιπολιτευτική τακτική. Πρόκειται για μια ώσμωση που διαπερνά όλο το κομματικό φάσμα, η οποία θα σταματούσε ακόμη και σήμερα με την έναρξη ενός διαλόγου ανοιχτής ατζέντας με τη συμμετοχή όλων των απόψεων χωρίς προκαταβολική λογοκρισία. Χωρίς αυτό τον κοινωνικό διάλογο, οι πιο δυσοίωνοι αρνητές δεν είναι πια οι αρνητές της πανδημίας, αλλά οι αρνητές της Δημοκρατίας.
Η κυβέρνηση πρακτικά δεν βλέπει ως μέτρο τίποτα άλλο εκτός από τον εμβολιασμό, αν και αυτός είναι συμπληρωματικός της ενίσχυσης της Δημόσιας Υγείας, όχι διαζευκτικός. Δεν μπορούμε παρά να συμπεράνουμε ότι αυτή η «εμβολιωπία» που έχει προσβάλει την κυβέρνηση, μετατρεπόμενη νομοτελειακά στην πολιτική του καθολικού όσο και καταναγκαστικού εμβολιασμού, ως το χρονικό ενός προαναγγελθέντος αυταρχισμού, ήταν εξαρχής και η πιο ταιριαστή στάση έναντι της πανδημίας από μια κυβέρνηση που λειτουργεί ως ανώνυμη εταιρεία. Δεν πρόκειται για υπερβολή, δεδομένης της διαρκώς διευρυνόμενης χρήσης του σχήματος-οχήματος της Α.Ε., από την κυβέρνηση της ΝΔ, προς δημιουργία ή αντικατάσταση δομών που κανονικά οφείλουν να λογοδοτούν μόνο σε δημόσια όργανα.
Παράλληλα, έχουμε μια κυβέρνηση για την οποία η θυσία της ιατρικής περίθαλψης ως δημοσίου αγαθού, τα έκτακτα υγειονομικά μέτρα με τον άνθρωπο όχι στο επίκεντρο αλλά στο περιθώριο, η παραβίαση της αυτόβουλης διάθεσης του σώματος, η κατάργηση του κοινοβουλευτικού διαλόγου, η λογοκρισία και η αναστολή των ατομικών δικαιωμάτων δεν θεωρούνται σημαντικό κόστος μπροστά στο κυνικό χρήμα, παρά απλώς «παράπλευρες απώλειες».
Και τι άλλα -τρομακτικά- μέτρα εκβιαστικής «πρόληψης» και περαιτέρω διχασμού της κοινωνίας μπορεί άραγε να έπονται μετά από αυτό το «ορεκτικό»; Ο ακρωτηριασμός δαπανών – καμία σχέση με εξορθολογισμό του κόστους – μέσω διακοπής χορήγησης θεραπειών και φαρμάκων σε ανεμβολίαστους για κάθε νόσο, ή ακόμα σε καπνιστές και σε παχύσαρκους; Μήπως και σε πότες, ξενύχτηδες ή και σε απεργούς και διαδηλωτές;
Γιατί άλλο είναι να μας λένε, διασπείροντας σύγχυση, ότι τα ατομικά δικαιώματα οφείλουν να υποχωρούν μπροστά στο κοινωνικό καλό (για του λόγου το αληθές, τα ατομικά δικαιώματα δεν υποχωρούν ποτέ, αλλά μόνο διασφαλίζονται μέσα από την έμφαση στο κοινωνικό καλό) και άλλο η πραγματικότητα, όπου τα ατομικά δικαιώματα καρατομούνται χάριν της επιμονής στην καταφανή διάλυση της δημόσιας υγείας, που γενικότερα εμπίπτει προφανώς στην ιδεολογική δέσμευση της ΝΔ: επέκταση και στερέωση του φεουδοκαπιταλιστικού συστήματος στη χώρα μας, με την υγεία λάφυρο στους Ολιγάρχες εντολείς της.