«Οι γιαρμάδες!!! Δεν ήταν ένα απλό φρούτο. Ήταν ευζωία!» γράφει ο Νίκος Κάρλος
Νίκος Κάρλος
“Πάρτε να χετε”… Κάπως έτσι έφευγε από το σχολείο η γενιά μου. Και τι δεν είχαμε…
Ρήματα κι επιρρήματα, ουσιαστικά κι αντωνυμίες, φωνές, χρόνους, πτώσεις, δασείες, οξείες… τον μπακάλη που αγόραζε πέντε και πουλούσε οκτώ (γιατί ρε φίλε;)…
τα χρώματα της καρδερίνας και το σχήμα των φύλλων της βελανιδιάς… τον Άγιο τάδε και την Αγία δείνα… τον Περικλή και τον Λεωνίδα (άξιος μεν, αλλά εχθρός της Αθήνας, πώς να τον συμπαθήσεις;)…
Και βέβαια, την γεωγραφία της Ελλάδας…
Κάθε φορά, ένας νομός. Να τον “σκανάρεις” στον χάρτη με την χαρτοπετσέτα, να τον περάσεις στο μπλοκ ιχνογραφίας, να σημαδέψεις πόλεις και ποτάμια και τέλος να τον χρωματίσεις με την ξυλομπογιά.
Πράσινο ανοιχτό για την Ευρυτανία, με τα πολλά της δάση. Κίτρινο για την Βοιωτία με τα στάρια και τα κριθάρια. Πορτοκαλί, κι από πάνω πέρασμα με το βαμβάκι ξύσμα κόκκινο για την Ημαθία.
Όταν έχεις Βέροια και Νάουσα, πρέπει να χεις το χρώμα του γιαρμά.
Οι γιαρμάδες!!!
Δεν ήταν ένα απλό φρούτο. Ήταν ευζωία!
Τα καλοκαίρια τα μετρούσαμε με παγωτά, μπάνια και μπάνια με γιαρμά!
Στο σπίτι τρώγαμε ροδάκινα με ζάχαρη ή βρασμένα κομπόστα. Δεν το καταλαβαίνω, σήμερα, αλλά έτσι ήταν. Καταλαβαίνω, όμως, γιατί δεν παίρναμε γιαρμάδες.
Το ραντεβού με το πούλμαν του Γκικάκη, που μας πήγαινε για μπάνιο, Λούτσα το πρωί και Φάληρο (!!!) το απόγευμα, ήταν μπροστά στο μπακάλικο του κυρ Θεμιστοκλή του Γαλίτη.
Σήμερα θα θεωρούνταν σούπερ ντούπερ ντελικατέσσεν, μιας και δίπλα στη βαρελίσια φέτα, τις ελιές και τις ρέγγες, έβρισκες παρμεζάνα, μορταδέλα και σαλάμι Λευκάδας.
(Το μεταλλικό σταντ με τα χύμα μπισκότα Παπαδοπουλου, ανήκει στην κατηγορία “πειρασμοί και υποκύψεις” )
Ήταν κάτι πρωινά, λοιπόν, που πρώτη μούρη στο μπακάλικο ήταν οι γιαρμάδες!
Τεράστιοι, στα χρώματα του ουράνιου τόξου της επανάστασης, έτοιμοι να εκραγούν, να κατακλύσουν τον κόσμο με τους χυμούς τους.
Κεφάλι και κομμάτι στο διχτάκι και φύγαμε…
Μακροβούτια, κάστρα στην άμμο και το μυαλό εκεί…στο διχτάκι…
“Γιαγιά… πότε;” “το αυγό πρώτα” “δεν θέλω”
“κάτσε λίγο στον ίσκιο και μετά” “ΤΩΡΑ”!!!
Πόδια στο νερό, το νύχι ξύνει την φλούδα,
τρέχει ο χυμός στα δάχτυλα, στον καρπό … Γλώσσα, χείλη στον αγώνα να προλάβουν, να μην πάει τίποτα χαμένο… Δεν βλέπεις, δεν ακούς… Η ευτυχία είναι στο στόμα και την μύτη… Τα δόντια ξύνουν το κουκούτσι…Μαζεύεις τις σταγόνες από το λαιμό και το στήθος… Αρχίζεις να βλέπεις ξανά… Πρώτα το κουκούτσι… Ύστερα τον φίλο, δίπλα, που ακόμα τρώει…Να το αρπάξεις; Λίγος παράδεισος ακόμη…
Πόσο λίγο κρατάει το ΤΩΡΑ…
Θυμάμαι καλά την τελευταία φορά που έφαγα γιαρμάδες.
Λάρισα, ντάλα καλοκαίρι, η άσφαλτος να κολλάει στο παπούτσι… Ανάμεσα στο εργατικό κέντρο και την πλατεία…
Λευκό αγροτικό… Η καρότσα ξεχειλίζει…
Τεράστιοι, στα χρώματα… κλπ…
Πήρα έξι. Μέχρι το στρατιωτικό νοσοκομείο είχα στεγνώσει… από ιδρώτα και σάλιο.
Έβαλα τους τέσσερις στο ψυγείο.
Έβγαλα τους δύο. Και τους άλλους δύο.
Μέτρησα τα ψιλά, βγήκα, πήρα ταξί.
Δεν πρόλαβα…
Μεγάλωσα, “ωρίμασα”, έμαθα πολλά…
Έμαθα ότι η Βέροια και η Νάουσα, εκτός από γιαρμάδες έχουν και ραβανί. Και κορίτσια.
(Άντε πάλι… πειρασμοί…)