Πολιτισμός
Ο Βασίλης Νιτσιάκος για το βιβλίο “Μικρά πεζά” του Γιώργου Σιώμου
Οι δυο τους, ο Βασίλης Νιτσιάκος και ο Γιώργος Σιώμος, συναντιούνται στην αγάπη τους για την αλήθεια, στον σεβασμό τους για την παράδοση, στην αγωνία να σωθεί η μνήμη πριν την ισοπεδώσει ο καινούριος ψεύτικος κόσμος του σήμερα, που χτίζει το αύριο χωρίς τα θεμέλια του χθες.
Συναντιούνται στην ανάσα των δέντρων πάνω στα ψηλά βουνά, στους δρόμους που διασχίζουν οι ξεχασμένοι κυρατζήδες, στα τραγούδια που χάνονται μαζί με τις γλώσσες που τα γέννησαν, αλλά και στα αδιέξοδα μιας σύγχρονης κοινωνίας που βυθίζεται στο τέλμα μιας στείρας παγκοσμιοποίησης
Ο Βασίλης Νιτσιάκος βλέπει το καινούριο βιβλίο του Γιώργου Σιώμου “Μικρά πεζά” με τη δική του ματιά κι ίσως είναι η καλύτερη βιβλιοκριτική που γράφτηκε ή θα γραφτεί για το βιβλίο. Γιατί ποιος μπορεί να μιλήσει με τη δροσιά των δημοτικών τραγουδιών σε μια εποχή απόλυτης ξηρασίας;
Συναντιούνται στην ανάσα των δέντρων πάνω στα ψηλά βουνά, στους δρόμους που διασχίζουν οι ξεχασμένοι κυρατζήδες, στα τραγούδια που χάνονται μαζί με τις γλώσσες που τα γέννησαν, αλλά και στα αδιέξοδα μιας σύγχρονης κοινωνίας που βυθίζεται στο τέλμα μιας στείρας παγκοσμιοποίησης
Ο Βασίλης Νιτσιάκος βλέπει το καινούριο βιβλίο του Γιώργου Σιώμου “Μικρά πεζά” με τη δική του ματιά κι ίσως είναι η καλύτερη βιβλιοκριτική που γράφτηκε ή θα γραφτεί για το βιβλίο. Γιατί ποιος μπορεί να μιλήσει με τη δροσιά των δημοτικών τραγουδιών σε μια εποχή απόλυτης ξηρασίας;
.
far
…………………….
Ο Βασίλης Νιτσιάκος για τα “Μικρά πεζά” του Γιώργου Σιώμου
–
Ελάσσονες, λένε. Και μείζονες! Λιβάδια που δακρύζουν. Στα Βέρια. Ροδακινιές. Μετέωρα βήματα πελαργών. Ξενιτιές μέσα.
–
Όμορφες πού ‘ ναι οι γυναίκες. Μετά τα πενήντα. Γιώργο, λέλε, Γιώργο μου. Από τη Λόχμη Γρεβενών. Μείζονα της μέσα σιωπής. Ελάσσονα των κραυγών. Μείζονα της τρυφερότητας. Ελάσσονα της πυγμής. Γιώργο, καημένε, Γιώργο μου. Σου έλαχε το έλασσον. Πόσο τυχερός. Στο μείζον της ωμοπλατοσκοπίας. Του ημερήσιου ονείρου.
–
Ξήγα μου, βλάμη μ’, τ’ όνειρο. Καλός θα πας, καλός θα ‘ρθεις. Θα ξεγελάσεις τους κακούς. Θα ρθεις διαφορεμένος. Θα ρθεις μικρός, Μικρούτσικος και Μέγα Κωσταντίνος. Θα ξεπεζέψεις σ’ εκκλησιά. Θα δέσεις το Ντορή σου. Στον Άγιο Δήμο θα σταθείς. Μικρός και λυπημένος. Θυμάσαι τον παλιό καιρό, κάνα παλιό ζαμάνι. Να τον φιλεύεις το Χριστό. Και όλους τους Αγίους. Που κρύβονται τις Κυριακές, τις ψεύτικες γιορτάδες. Ξέρουν οι Άγιοι. Όπως κι εσύ, Γιώργο μου. Ξέρουν πότε γιορτάζουν. Όπως κι ο Άρης, λέλε μου.
–
Το λένε τ’ άγρια βουνά. Απάνω στη Μεσούντα. Τι να σου γράψω, Γιώργο μου; Τι να σου μολογήσω. Σου στέλνω και το δάκρυ μου σ’ ένα χρυσό μαντήλι. Ακούς; Τα πέταλα χρυσά. Καρφιά μαλαματένια. Δεν άργησ’ ο φούρνος να καεί. Και το ψωμί να γένει. Και πέρασε ο κυρατζής. Βλαχιά και Βουκουρέστι. Κι έμεινε έρμη η γκορτσιά. Με σαπισμένα γκόρτσα. Αύριο, Γιώργη μ’, Πασχαλιά. Βάλε άσπρα παπούτσια. Καλός να πας. Καλός να ‘ρθεις. Την Αρετή να φέρεις.
Την Αρετή να φέρεις.
Την Αρετή να φέρεις.
–
Βασίλης Νιτσιάκος