Βυζαντινό Μουσείο Βέροιας – «Όταν ήρθε ο σιδηρόδρομος» / Μια σύνθετη εκδήλωση με λόγο, μουσική και εικόνα
———–
Με εγκαίνια έκθεσης φωτογραφίας, παρουσίαση βιβλίου και τραγούδια γύρω από το θέμα του σιδηρόδρομου -αυτού του επαναστατικού μέσου μεταφοράς για την εποχή του και ταυτόχρονα ρομαντικού μέχρι τις μέρες μας- το Βυζαντινό Μουσείο Βέροιας συγκέντρωσε και πάλι τον κόσμο στην αυλή του, συνεπές στις εκδηλώσεις ποιότητας.
Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ημαθίας σε συνεργασία με το Μουσείο Φωτογραφίας «Χρήστος Καλεμκερής» με την υποστήριξη του Συλλόγου Φίλων του Πολυκεντρικού Μουσείου των Αιγών και του Δικτύου του στο Βυζαντινό Μουσείο της Βέροιας εγκαινίασε απόψε την έκθεση φωτογραφίας με θέμα “Όταν ήρθε ο σιδηρόδρομος”, δίνοντας ένα σύνολο εικόνων, που τις χαρακτήριζε από τη μια η ιστορική αξία κι από την άλλη η καλλιτεχνική αποτύπωση από τον Χρήστο Καλεμκερή.
Στον μισοφωτισμένο εκθεσιακό χώρο του Μουσείου οι φωτογραφίες έπαιρναν μια άλλη διάσταση, υποβλητική.
Η βραδιά ξεκίνησε με την παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Λιόλιου «Σιδηρόδρομος σφυρίζων εις την πεδιάδα – Η σιδηροδρομική ιστορία της Βέροιας». Για το βιβλίο μίλησαν η Αγγελική Κοτταρίδη, Δρ. Αρχαιολόγος, Έφορος Αρχαιοτήτων Ημαθίας, ο Βασίλης Κολώνας, Ιστορικός Αρχιτεκτονικής, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλίας και ο συγγραφέας. Συντόνισε η εκδότρια Ζιζή Σαλίμπα, Δρ. Οικονομολόγος-Ιστορικός.
Πριν από την παρουσίαση του βιβλίου τονίστηκε η σημασία της έκθεσης φωτογραφίας -καθώς ο Καλεμκερής φωτίζει με τη δουλειά του ένα θέμα πρωτότυπο- αλλά και το πάθος του για την έρευνά του θέματος στην Ελλάδα και το Εξωτερικό, που την καθιστούν μοναδική.
Η εκδότρια Ζιζή Σαλίμπα, περνώντας στο βιβλίο του Λιόλιου, τόνισε την ιδιαιτερότητά του, που είναι επόμενο να προκαλεί και το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Η Αγγελική Κοτταρίδη ξεκινώντας από την υψηλή αισθητική του βιβλίου, πέρασε στα χαρακτηριστικά της γραφής του Λιόλιου, που ξέρει να συνδυάζει την επίπονη ιστορική έρευνα με την λογοτεχνική διατύπωση, δημιουργώντας την ανάλογη ατμόσφαιρα, ώστε και να πείσει αλλά και να μην κουράσει τον αναγνώστη του.
Η συστηματική μελέτη της βιβλιογραφίας, η σχολαστική έρευνα πηγών, η χρήση λογοτεχνικών μαρτυριών, η γλαφυρότητα του λόγου, σε συμπόρευση με την κινηματογραφική ματιά που τη συνοδεύει, είναι για την Αγγελική Κοτταρίδη οι άξονες της γραφής του συγγραφέα.
“Το βιβλίο αποτελεί μια μονογραφία στην Ιστορία της πόλης, αποτελώντας ένα ψηφιδωτό δικής του γραφής, με ψηφίδες από άλλους συγγραφείς” πρόσθεσε.
Ο Καθηγητής Βασίλης Κολώνας ξεκίνησε με μια αιχμή για τη Βέροια του σήμερα, που έχασε τη φυσική της ομορφιά του παρελθόντος, πνιγμένη στις πολυκατοικίες, για να πει για το συγγραφικό ταξίδι του Λιόλιου:
“Ο συγγραφέας είναι βαθύς γνώστης της Τοπικής Ιστορίας της Βέροιας, πράγμα που έχει αποδείξει και με άλλα βιβλία του, και το κάνει στο συγκεκριμένο βιβλίο του με γλώσσα άρτια, ώριμη και ψύχραιμη ματιά”.
Μιλώντας για την αρχιτεκτονική των σιδηροδρομικών σταθμών στην Ελλάδα και την Ευρώπη έδωσε την αντίθεση ανάμεσα στις επιλογές εντυπώσεων και λειτουργικότητας, τονίζοντας και πόσο ειδικά στην Ελλάδα ο τρόπος κατασκευής τους επηρεάζει και και την κατασκευή κάποιων σπιτιών της Αστικής Τάξης.
Ο συγγραφέας Γιώργος Λιόλιος εξομολογήθηκε την “καρμική” σχέση, όπως τη χαρακτήρισε, με τον Σταθμό της Βέροιας, που αποτέλεσε και την πρώτη του έξοδο από τη γειτονιά του, όπου μεγάλωσε.
Αρχικός του σκοπός ήταν η γραφή ενός σχετικού με το θέμα του σιδηρόδρομου άρθρου, στη συνέχεια όμως το ίδιο το θέμα, με τις αρχιτεκτονικές, τις ενδυματολογικές, τις κοινωνικές και τις οικονομικές προεκτάσεις του, απαιτούσε μια βαθύτερη και πληρέστερη μελέτη προκαλώντας του έντονο ενδιαφέρον.
Με φωτογραφίες από την έκθεση στον προβολέα να υποστηρίζουν τα λεγόμενά του ο Γιώργος Λιόλιος έκλεισε ευχαριστώντας και την Ελένη Μαυροκεφαλίδου για τη βοήθειά της.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με τη σοπράνο Ελένη Αναγνώστου στο πιάνο της, να γεμίζει την καλοκαιρινή νύχτα με την ιδιαίτερη φωνή της, και με τις ατμοσφαιρικές επιλογές της τραγουδιών που είχαν θέμα τους τους σταθμούς των τρένων και τα ίδια τα τρένα, σύμβολα αναχωρήσεων αλλά και αναμονής, ελπίδας, χαράς αλλά και πόνου.
Το “Πρακτορείο” από το “Ρεμπέτικο” του Σταύρου Ξαρχάκου ή το “Πάει έφυγε το τρένο, έφυγες κι εσύ” του Μάνου Χατζιδάκι, ήταν μόνο η αρχή…
Η αυλή του Βυζαντινού Μουσείου γεμάτη, με τις απαιτούμενες αποστάσεις να τηρούνται ευλαβικά και η επίσκεψη στην έκθεση στο τέλος της εκδήλωσης με λίγα άτομα κάθε φορά και με μάσκες.
Μια πρώτη βραδιά πολιτιστικής ανάσας, που τόσο μας έλειψε.
Φωτογραφίες: faretra.info