———
Μέσα στη ζέστη ασθμαίνοντας ήρθε το καλοκαίρι.
Μέσα στις τελευταίες μεθυστικές ευωδιές των ρόδων, με τα κίτρινα στάχυα, τα χλωρά αμπέλια και τα σύκα, τα αγιοκλήματα και τα μυρωδάτα γιασεμιά …
Ο Ιούνιος ο Κερασάρης με τα κεράσια του, τα χνουδωτά βερίκοκα και ροδάκινα, τα καρπούζια με το μαχαίρι, ο θεριστής που θερίζει στον κάμπο τα ώριμα της θεάς Δήμητρας δώρα που χαρούμενη τώρα πια, αφού την Περσεφόνη αγκαλιάζει, απλόχερα σκορπά …
Ο μήνας της θεάς Ήρας (Juno).
Ο Ιούνιος του Αϊ -Γιαννιού του Λαμπαδιάρη, του Φανιστή, του Λιοτροπιού που γιορτάζεται με φωτιές στις 24 Ιουνίου, όταν ο ήλιος μετά το θερινό ηλιοστάσιο στις 21 Ιουνίου αρχίζει την αντίστροφη μέτρηση στο φως μέχρι το χειμερινό ηλιοστάσιο …
“Τα στάχυα μεστωμένα κυματίζουν
ωκεανός στον κάμπο πέρα ως πέρα” (Εμπειρίκος)
Το ιερό σιτάρι, σύμβολο της ζωής και του θανάτου, τον Ιούνη ωριμάζει. Ιούνης, ο μήνας του απόλυτου μόχθου…
Ήτανε και στην αρχαιότητα σπουδαίες οι μέρες του.
Στην «Ειρήνη» ο Αριστοφάνης, στέλνει τον αγρότη Τρυγαίο, καβάλα σ` ένα τεράστιο σκαθάρι, στον Όλυμπο, να πείσει τους θεούς, μπας και σταματήσουν τον πόλεμο (Πελοποννησιακό). Δεν τους βρίσκει εκεί κι αφού απελευθερώνει τη φυλακισμένη Ειρήνη, επιστρέφει θριαμβευτής στην Αθήνα, ενώ ο Δρεπανουργός, με τον γυρισμό των πολεμιστών στις εστίες τους και τα χωράφια τους, κάνει «υπερωρίες» και επαινεί τον Τρυγαίο, λέγοντας: (…) Ω Τρυγαίε αγαπημένε, τόσα καλά μας έφερες / με την ειρήνη που έκανες· πρώτα, κανένας / δεν αγόραζε δρεπάνι, ούτε μια δεκάρα, / τώρα, πουλάω και με πέντε δραχμές το ένα(…)
Ο θερισμός σήμερα ως γεγονός μένει στην αφάνεια, αφού οι μηχανές πρωταγγίζουν τα στάχυα κι όχι των θεριστάδων τα χέρια που παλιότερα με τα βαριά δρεπάνια τους ξάπλωναν τα ξανθά στάχυα μέσα στο λιοπύρι από χαραή μέχρι σούρουπο…
Φορούσαν και το ξύλινο γάντι, την παλαμαριά, στο άλλο χέρι ή με κουρέλια το τύλιγαν, για να μην κόβονται και καθώς τους μάγευε το ταμάχι, με τα τραγούδια ξόρκιζαν την κούραση.
Άλλοι πάλι έδεναν τα χερόβολα, γυναίκες κυρίως. Δεματιάζοντας στήνονταν οι θυμωνιές!
Νερό πίνανε από την μπούκλα ,ή το φτσέλι, χλιαρό σαν κάτουρο γίνονταν στον ανελέητο κάμπο. Πολλές φορές, τα άγανα κολλούσαν στο ιδρωμένο κορμί, όμως όλοι μαζί στα σταροχώραφα, γνωρίζονταν καλά, μία κοινωνία σε δράση, με αλληλεγγύη που δημιουργούσε πολιτισμό και ερωτεύονταν τη νιότη.
Ξάνθαινε η γη και τα κορίτσια λάμπανε αναψοκοκκινισμένα από την κούραση και το φως του πρωτοκαλοκαιριάτικου μήνα .
“Στις καλαμιές, απόγυρτες απ` τα βαριά τα στάχυα / νεράιδες ασπρομάντιλες διαβαίνουν οι θερίστριες / Τ` ανάλαφρα ασπρομάντιλα σφιγμένα με τα δόντια…”
Ο θερισμός στο Δάσκιο Ημαθίας, μία αφήγηση από την κυρία Ολυμπία Πουλιοπούλου που γεννήθηκε εκεί και ζει εδώ και πολλά χρόνια στο Νησί Ημαθίας.
“Από τα 12 χρόνια ήμασταν εργάτες! Όταν ξεκινούσε ο θέρος, πηγαινάμι, μόλις έφεγγε, στο χωράφι, κατά τις 5:00 η ώρα, φορώντας μάλλινα σκουφούνια και μάλλινες φούστες.
Δεν είχε τόσου κακιά ζέστη όπως σήμερα.
Γυρνούσαμε μόλις βασίλευε ο ήλιος… όσο βλέπαμε, μέναμε στο χωράφι και δουλεύαμε.
Στο κεφάλι φορούσαμε τσίπες, άσπρα μαντήλια από πολύ λεπτό ύφασμα που τα αγόραζάμι για τα χωράφια.
Οι άνδρες έδεναν ένα μαντήλι στο κεφάλι κι αργότερα από κάτι χορτάρια που βγαίνανε όπ’ είχι νερό, στεγνά όμως, έπλεκαν κι έφτιαχναν κάτι καπέλα.
Εμείς τα μικρά παιδιά μαζεύαμι τις χεριές και τις δίναμε σε αυτόν που έφτιαχνε τα δεμάτια να τα δέσει…
Έπειτα έβαζάμι στον ώμο τα δεμάτια και τα κατεβάζαμε στον δρόμο.
Είχε πλαγιά του χωράφι…
Το βράδυ περνούσαν τα μουλάρια και τα φόρτωναν και τα κατέβαζαν στο χωριό και τα έριχναν στα αλώνια.
Εμείς, κουβαλούσαμε και νερό για τους εργάτες.
Πηγαίναμε στο βουνό με τα φτσέλια, κάτι ξύλινα αγγειά, και παίρναμι κρύο νιρό, μπούζι από το πηγάδι, από πηγή δηλαδή που ανάβλυζε.
Έμενε κρύο σχεδόν όλη μέρα.
Θυμούμαι τις παλαμαριές… Οι άντρες τις είχαν και πάλι όχι όλοι.
Έπρεπε να ξέρεις να θερίζεις μ’ αυτήν, αλλιώς κόβουσουν.
Αφνοί θέριζαν όμως πιο γρήγορα από όλους.
Ήλιγαν κι τραγούδια…Να δεις πώς του ‘λιγαν…
“Τώρα το Μάη/ τώρα το θεριστή/τώρα το καλοκαίρι/τώρα κι ο ξένος διάβηκε / να πάει στο ξένο μέρος…”
Δεν του θυμούμαι καλά, αλλά λέει για έναν ξένο που άφησε τη γυναίκα τ’ πίσω και πήγε να δουλέψει τουν θέρο σε ξενοτόπια κι έμεινε εκεί και παντρεύτηκε μια κόρη μάγισσας κι όταν η γυναίκα τ΄ παραπονέθκε, είπε πως τον μάγεψαν στα ξένα και δεν μπορούσε να γυρίσει…”
Χαίρονταν τον θέρο- πόλεμο οι ανθρώποι κι ας τύχαινε πολλές φορές να είναι το στάρι του κοτζαμπάση, του τσιφλικά και εκμεταλλευτή τους.
Ένιωθαν όμως ένα σώμα μία ψυχή και δυνατοί, αφού η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή ήταν ισχυρή τότε.
Ο ποιητής Ρήγας Γκόλφης (1886-1957), ενθουσιώδης, ρεαλιστής κι επαναστάτης, γράφει στο ποίημά του, «Οι σκλάβοι της γης»:
“Ω αφρόντιστα παιδιά της γης και της δουλειάς σκλάβοι / πιστοί, σκυμμένοι, ηλιόψητοι και πλάνοι αλετριστάδες / Να! Τα χωράφια απόξενα και τα δικέλια ξένα / ξένα και τα σταρόσπυρα και τα ξερά δοσίδια…”
Ο Ιούνιος μας αποχαιρετά σε λίγο φορτωμένος με λύπες και χαρές. Βαρύ το ανθρώπινο φορτίο… μα θα ξανάρθει ανανεωμένος και πάλι άγνωστος του χρόνου, για να κλείνουν οι κύκλοι της ζωής και να ανοίγονται καινούριοι, άλλοτε στο φως κι άλλοτε στο σκοτάδι…
καλή εβδομάδα με υγεία
Ει. Δα.