“Ο φιλελληνισμός ως κορυφαία στιγμή του πατριωτικού διεθνισμού” γράφει ο Λουκάς Αξελός
Λουκάς Αξελός
Η αρθρογραφία και η συζήτηση που έχει ανοίξει με αφορμή τα 200 χρόνια από την Εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση του 1821, επανέφεραν στο προσκήνιο και τα ζητήματα του φιλελληνισμού (κρατικού και α-δέσποτου) και του διεθνισμού (πατριωτικού και απάτριδος) ως και τις τυχόν εξαρτήσεις – συναρτήσεις μεταξύ τους.
Στόχος του παρόντος σημειώματος δεν είναι η ενδελεχής ανάλυση του υπαρκτού γεγονότος της ταυτόχρονης ύπαρξης περισσότερων της μιας μορφής φιλελληνισμού, αλλά η επισήμανση της ιδιαιτερότητας και σημασίας αυτού που αποκαλώ α-δέσποτο φιλελληνισμό.
Ως εκ τούτου σε σχέση με την έτερη μορφή του, τον κρατικό ας πούμε, φιλελληνισμό, χρησιμοποιώντας αξιωματικά ως αφετηρία της οπτικής μου την λογική που αποτυπώνεται στους δημώδεις στίχους:
Ο ξένος ποτές το καλό του αλλουνού δε θέλει κι’ αλί που καρτερεί να φάει από ξένο καρβέλι κι αλί που καρτερεί να πιή από ξένο βουτσέλι, στίχους που κυριάρχησαν μετά τα ορλωφικά και το άδοξο τέλος, του στα πλαίσια των μεγαλοκρατικών συμφερόντων ασκηθέντος φιλελληνισμού, αλλά και την στυφή αποτύπωση της εμπειρίας του αγώνα για την Ανεξαρτησία όπως την κατέγραψε στους αξεπέραστους στίχους του ο Ανδρέας Κάλβος.
Καλύτερα, καλύτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείραν
ψωμοζητούντες•
Παρά προστάτας νάχωμεν.
θα παρατηρήσω συνοπτικά, ότι ιδιαίτερα μετά την Ανεξαρτησία και την συγκρότηση του αφετηριακά ανάπηρου και εξαρτημένου κράτους του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, ο κρατικός φιλελληνισμός πέρασε σε ένα πιο πολύπλοκο από το αρχικό του σχήμα.
Αν η απευθείας στρατιωτικοπολιτική παρέμβαση των ξένων δυνάμεων ήταν καθ΄όλα ορατή και δια γυμνού οφθαλμού, σημαντικό ρόλο έπαιζε και η με διάφορα ιδεολογικοπολιτικά προκαλύμματα παρέμβασή τους στην δημόσια σφαίρα με πρόσχημα την ποικίλου χαρακτήρα «βοήθεια ή συμπαράσταση» στην δοκιμαζόμενη Ελλάδα.
Η ιδεολογική αυτή διείσδυση άλλοτε έπαιρνε έναν απροσχημάτιστο και άλλοτε ένα πολύπλοκο και ιδιότυπα ραφιναρισμένο χαρακτήρα κάτω από την μορφή ενός πολύχρωμου, πολυποίκιλου και κρατικού κατά βάση «φιλελληνισμού».
Με ενάργεια και σαφήνεια αποτυπώνει την όλη αυτή εικόνα ο Γεώργιος Φιλάρετος, στο πολύτιμο ακόμη και σήμερα έργο του Ξενοκρατία και βασιλεία εν Ελλάδι 1821-1897, όπου γράφει συγκεκριμένα:
«Εκτός οάσεων τινών οφειλομένων εις αγνόν φιλελληνισμόν της γαλλικής πολιτικής, είποτε αύτη διετέλει ελευθέρα ρωσικής επιδράσεως, εν πάσι τοις εθνικοίς ζητήμασιν υποβόσκει συμφέρον ταύτης ή εκείνης των Δυνάμεων εξυπηρετούμενου υπό τύπου φιλανθρωπίας, ευεργεσίας, προστασίας, μεσολαβήσεως ή διαιτησίας!».
Αν αυτή είναι σε γενικές γραμμές η εικόνα παρουσίας και δράσης του κρατικού, κατά βάση, φιλελληνισμού, τα πράγματα στον μη ετεροκινουμένο φιλελληνισμό, των πατριωτικών, ριζοσπαστικών-δημοκρατικών δυνάμεων, παίρνουν εν πολλοίς, διαφορετικά και βαθιά πατριωτικά και διεθνιστικά χαρακτηριστικά.
Αποτελεί αποδεδειγμένη πραγματικότητα, ότι ο χωρίς ιδιοτέλεια φιλελληνισμός των Ευρωπαίων επαναστατών δημοκρατών, ήταν, φυσικά, ποιοτικά διάφορος και πραγματοποιήθηκε, κατά κανόνα, έξω και ενάντια σε κάθε είδους κρατική σκοπιμότητα ή παρεμβατισμό.
Το κίνημα αυτό διαμορφωμένο, κυρίως, στα χρόνια της εθνικοαπελευθερωτικής μας επανάστασης του 1821, εκπροσωπήθηκε από ένα πλήθος Ευρωπαίων επαναστατών, που εμπνέονταν από αυθεντικά πατριωτικά, δημοκρατικά και διεθνιστικά αισθήματα.
Χαρακτηριστικό, κορυφαίο – θα έλεγα –, είναι το παράδειγμα του Πολωνού επαναστάτη Φραντσίσεκ Μιερζεγιέφσκι, που έπεσε μαχόμενος με δώδεκα ακόμη Πολωνούς συντρόφους του στην μάχη του Πέτα το 1822, αντιστεκόμενος ηρωικά και μέχρι τέλους στις λυσσαλέες επιθέσεις των υπεράριθμων δυνάμεων του Κιουταχή πασά.
Αυτή η υπέροχη φυσιογνωμία βρήκε τον θάνατο που της ταίριαζε, τον θάνατο που ο ίδιος είχε επιλέξει όταν σημείωνε ότι: «Παντού όπου πολέμησα υπό τον Ναπολέοντα και τον Μπολιβάρ, στη Γαλλία, στη Ρωσία, στο Πεδεμόντιο, στη Νεάπολη και τη Νότια Αμερική, διαπίστωσα πόσο άσχημα πάει ο κόσμος. Έχω όμως ήσυχη τη συνείδησή μου γιατί από νέος αγωνίστηκα για τη δικαίωση των καταπιεζομένων. Πιστός στην αρχή μου αυτή, μια μόνο έχω επιθυμία. Να πεθάνω για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Ας δώσει ο Θεός να αναπαυθώ στην ηρωική αυτή γη».
Ως εκ τούτου καθόλου τυχαίο δεν ήταν και το αναδυθέν νέο φιλελληνικό κίνημα, που προσέτρεξε σε συνδρομή του αλύτρωτου Ελληνισμού, σε όλη την περίοδο μετά την Ανεξαρτησία έως και τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Από τον σημαντικό μπλανκιστή επαναστάτη Γκουστάβ Φλουράνς, που πήρε μέρος στην επανάσταση της Κρήτης, μέχρι τους διάφορους Πολωνούς και άλλους δημοκράτες πατριώτες, οι άμεσα συμμετέχοντες στο νέο αυτό κύμα συνδρομής στον αλυτρωτικό αγώνα τη Ελλάδας δεν ήταν λίγοι.
Κορυφαία όμως έκφραση της ανιδιοτελούς αυτής αλληλεγγύης, υπήρξε, κατά την γνώμη μου, ο ιταλικός φιλελληνισμός, εμπνεόμενος και καθοδηγούμενος από τον πατέρα του ιταλικού Δημοκρατικού Πατριωτισμού και ηγέτη της ριζοσπαστικής πτέρυγας του ιταλικού Risorgimento, Ιωσήφ Γκαριμπάλντι και τον γιό του Ριτσιότι.
Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα που παραθέτει ο Γάλλος εθελοντής Μαρσέλ Λαμί από τον διάλογο ανάμεσα στον Ιταλό στρατηγό Γκαριμπάλντι με τους Έλληνες ιθύνοντες: «Έχω 1.000 άνδρες•, είπε ο Γκαριμπάλντι στην κυβέρνηση. Δώστε μου όπλα. Θα ξεσηκώσω με τη φωνή μου ακόμα δύο-τρεις χιλιάδες νέους που εκγυμνάζονται. Και δεν ζητώ παρά μόνο ένα πράγμα: Αποβιβάστε με στην παραλία της Μακεδονίας και αφήστε με. Θα αποκόψουμε τις επικοινωνίες, θα ανατινάξουμε τις σιδηροδρομικές γραμμές, θα κρατήσουμε στα βουνά και ίσως ξεσηκώσουμε τη χώρα.
Μα θα σκοτωθείτε όλοι.
Δεν ερχόμαστε με την πρόθεση να μην πεθάνουμε».
Είναι η περίοδος που ακόμα το πνεύμα του αυθεντικού διεθνισμού, του πατριωτικού διεθνισμού, δεν είχε πεθάνει αποτυπούμενο στους λαμπρούς στίχους το Φρέντερικ Μιστράλ.
Αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα,
θεία είναι η δάφνη!
Μια φορά κανείς πεθαίνει!
Όπως όμως έχω και στο παρελθόν επισημάνει, δυστυχώς, αυτή η έξοχη παράδοση έμπρακτης συνάρτησης εθνικού και διεθνιστικού καθήκοντος, σταδιακά θα ακολουθήσει την υποχώρηση των επαναστάσεων, με βασική καμπή τον ισπανικό εμφύλιο, για να αφήσει την έσχατη πολεμική κραυγή της στα βουνά της Βολιβίας το 1967, εκπροσωπούμενη από τον τελευταίο μεγάλο Γαριβαλδηνό, τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα.