Απόψεις

Σαββατιάτικη ιστορία: “Ο Μπάλιος” γράφει ο Βασίλης Νιτσιάκος

Σαν σήμερα έφυγε ο Μπάλιος.
Μισός από βουνό, μισός απ’ όνειρο….

Βασίλης Νιτσιάκος

Γεννήθηκες στα ριζά του Ολύμπου. Ανάμεσα σε πουρνάρια και ανεμώνες. Στα χειμαδιά. Λίγο πριν το διάβα για τις κορφές του Γράμμου. Σε άλλες εποχές, όχι και τόσο μακρινές, θα θυσιαζόσουν στο όνομα του διάβατος. Πώς θα περπατούσες είκοσι μερόνυχτα; Από τη Μελούνα, τον Σαραντάπορο, την Δεσκάτη, το Ντουσκό, το Μπουρμπιτσκό μέχρι το Ντένισκο, την ορεινή σου πατρίδα; Γλύτωσες χάρη στα πράγματα. Που άλλαξαν. Χάρη στα φορτηγά που κάνουν πια τη μετακίνηση. «Νυχτώνεις στο Μουσαλάρι και ξημερώνεις στο Ντένισκο», έλεγε ο παππούς ο Δημητράκης. Θαύμα κι αντίθαυμα

Σε φόρτωσαν μαζί με τα γιδοπρόβατα. Δίπλα στη μάνα σου, στην πίσω πόρτα της νταλίκας. Μικρό κι αδύναμο καθώς ήσουνα, πιάστηκε το πίσω δεξί σου ποδαράκι στη σχισμή. Πληγώθηκες. Για να γίνεις διπλά σημαδεμένο. Γλίτωσες ωστόσο. Κι ανέβηκες εποχούμενος στα βουνά. Στην πατρίδα σου. Στην πατρίδα της μάνα σου. Ο πατέρας σου προξένησε ερωτηματικά κι αμηχανία. Άγνωστος. Σχεδόν εκ κλεψιγαμίας. Θεσσαλός κατά πάσα πιθανότητα. Σίγουρα όχι Πινδαίος. Εξου και τα ψηλά σου πόδια. Το κορμί σου που προμηνούσε μεγαλόσωμο άτι. Τα γαλανά σου μάτια και τα λευκά ματοτσίνορα. Η μελαγχολία του κάμπου.

Σε ξεφορτώσαμε στην Παλιοκούλα. Με την πληγή στο πόδι. Ένας κουτσός άγγελος. Ένα παράπονο προστέθηκε στα γαλανά σου μάτια. Βύζαξες αγέρα και γάλα βουνίσιο. Τα μάτια σου άρχισαν να ρουφάν τα βουνά, τις κορφές, τις οξιές και τα ρόμπολα. Η μελαγχολία του κάμπου έγινε ελπίδα και περηφάνια των βουνών. Με την πρώτη δημόσια παρουσία στο χωριό δεν γινόταν να περάσεις απαρατήρητος. Μάτια γαλανά, λευκή βούλα στο μέτωπο και στο δεξί σου πίσω πόδι που ήταν και πληγωμένο. Γαλανομάτης και κουτσός. Μαζεύτηκαν τριγύρω σου οι σοφοί γέροντες. Το ισνάφι. Και αποφάνθηκαν. Δεν έπρεπε να ζήσεις. Σημαδιακός. Θα έφερνες κακά στο νοικοκύρη. Μπορεί και στο χωριό. Κι εκεί που δεν μπορούσαμε εγώ, η Βούλα και η Βάσω, που σου ‘δωσε το όνομα «Πετρούλης», να σε χορτάσουμε, το αφεντικό σου, ο πατέρας μου, αποφάνθηκε κι αυτός ανήσυχος. Δεν έπρεπε να ζήσεις. Αντισταθήκαμε οι άλλοι. Είπαμε δεν γίνεται. Να πεθάνει ένας άγγελος. Σε σώσαμε. Αψηφώντας τις ορμήνιες και τις δεισιδαιμονίες που μας ξένισαν μα και μας τρόμαξαν.

Και έζησες. Και μεγάλωσες. Και η πληγή σου έκλεισε. Και έγινες δαχτυλοδεικτούμενος και με το αριβάνι που κληρονόμησες από τον πατέρα σου. Σου πήρα σέλα από τον τελευταίο σελά της Πρέβεζας. Γκέμια από τα Γιάννινα. Χαϊμαλιά για το λαιμό από την οδό Αθηνάς. Σε αρμάτωσα. Ξεχειμώνιαζες πια στην Κόνιτσα. Στην Κούλια της Χάμκως, της μάνας του Αλή Πασά. Σε βάζαν στα ντοκυμαντέρ τουριστικής προβολής. Ομόρφαινες τον τόπο. Συχνά το έσκαγες. Να βρεις φοράδες στο Μάζι, στην Κουτσούφλιανη, στα Καβάσιλα. Και τρέχαμε να σε φέρουμε πίσω. Κι όταν σε αρμάτωνα και διασχίζαμε την Κάτω Κόνιτσα να πάμε στη Μονή Σομίου, έβγαιναν στις αυλές οι γυναίκες των προσφύγων και σε έφτυναν: «Φτου, να μην αβασκαθείς». Και τα γαλανά σου μάτια κοιτούσαν με απορία. Κι εγώ καμάρωνα.

Ήρθε η ώρα ο πατέρας να μην μπορεί να σε φροντίζει πιότερο. Είπαμε να σε πάμε στην Κατσικά σε κάποιον κτηνοτρόφο.. Να είσαι και χρήσιμος. Να σε βλέπω κι εγώ συχνά. Σε φορτώσαμε. Κατά την υποδοχή έπεσες πάνω σε παλιό τζαμπάζη. –Πώς το βλέπεις μπάρμπα; -Τι να σου πω παιδί μου… Αυτό το άλογο αξίζει πολλά. Αλλά εκείνα τα χρόνια δεν θα το έπαιρνε κανείς…-Γιατί; Δεν το βλέπεις που είναι σημαδιακό; Γαλανά μάτια…. Το είχαν σε κακό… Σε άφησα μαζί με τα γκέμια και τη σέλα. Το έσκασες. Δεν περνούσες καλά. Βρήκες παρέα στους λόφους της Κοσμηράς, μια ξεχασμένη αγέλη. Σε σύμμασα.

Σε εμπιστεύτηκα σε άλλα χέρια. Λίγο μετά Αλβανοί έκλεψαν το κοπάδι του πατέρα μέρα μεσημέρι κοντά στο σύνορο. «-Δεν σου το είπα; Το άλογο…». Το ίδιο καλοκαίρι στον κάμπο έβαλαν φωτιά στις καλαμιές, φύσηξε δυνατός αέρας κι ο σταβλος μας με όλες τις ζωοτροφές για το χειμώνα έγινε στάχτη. «-Δεν σου το είπα; Το άλογο..». Να δούμε πώς θα τριτώσει το κακό…» Δεν σου το είπα; Το άλογο… Μου το είπαν τα γερόντια… Κάθε εκατό χρόνια γεννιέται τέτοιο πράμα». Σφάξτε το…

Ο Μπάλιος ή Πετρούλης έφυγε πριν λίγους μήνες. Πήγε να συναντήσει τον πατέρα. Να του πει πως δεν έφταιγε αυτός…

Υ.Γ. Ο πόνος σβήνει σιγά σιγά με το νέο Μπάλιο…

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ