Το παλιό βεροιώτικο συγκρότημα Ανάκαρα και οι διασκευές παραδοσιακών τραγουδιών / Νίκος Ζιώγαλας – Νάγια και Κώστας Γεωργίου
Από αναγνώστη μας πήραμε δημοσίευμα για παλιό βεροιώτικο συγκρότημα Ανάκαρα στο οποίο συμμετείχαν ο νεαρός τότε μαθητής Νίκος Ζιώγαλας και τα αδέλφια Κώστας και Νάγια Γεωργίου.
Άγγελος Σφακιανάκης
Τέλη της δεκαετίας του 1960 στη δισκογραφία ξεκίνησε ένα ρεύμα δεύτερης ανάγνωσης δημοτικών τραγουδιών. Μια αναζήτηση ταυτότητας. Πρώτος διδάξας ο πολυπράγμων Νίκος Χουλιαράς. Με την αισθαντική φωνή του και με τη συνοδεία της κιθάρας του, έκανε μια αστική προσέγγιση σε ηπειρώτικα τραγούδια. Ερμηνείες δωματίου. Εξομολογητικές. Τη μύηση έλαβε η Μαρίζα Κωχ και προχώρησε με πιο εξωστρεφή διάθεση και διανθισμένες επιλογές.
Τη σκυτάλη την πήρε, με το Ωτοστόπ, ο Θανάσης Γκαϊφύλιας και το πρωτοεμφανιζόμενο συγκρότημα Ανάκαρα. Ανάκαρα έλεγαν τα λαϊκά πνευστά. Ήθελαν να είναι ένα φωνητικό συγκρότημα κι έτσι ο τίτλος τους ταίριαζε.
Τα Ανάκαρα, επηρεασμένοι από τη rock και τη folk, εναρμονίζουν και διασκευάζουν παραδοσιακά τραγούδια από τη γενέτειρά τους, τη Βέροια. Σαν χίπις γηγενείς.
Τον Νίκο Ζιώγαλα τον έμαθα επειδή μου άρεσαν τα Ανάκαρα. Ήταν το τρίτο και το νεότερο μέλος της ομάδας. Εντάχθηκε στα Ανάκαρα μαθητής Γυμνασίου. Τα άλλα δύο μέλη, οι πρωτεργάτες, ήταν τα αδέρφια Κώστας και Νάγια Γεωργίου. Από τα πρώτα τραγούδια που έπαιξα στην κιθάρα ήταν το «Πού πας, αφέντη μέρμηγκα» στη δική τους εκτέλεση
Στην πορεία ανακάλυψα πως και του Νίκου του άρεσε η «Κομπανία», από τότε που ήμασταν ανώνυμοι και τριγυρνούσαμε στις ταβέρνες, μέχρι που βαφτιστήκαμε «Οπισθοδρομική» και στήναμε τα στέκια μας. Τον θυμάμαι χαμογελαστό στο «Άλσος». Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Έτσι, μετά από πολύχρονη πορεία εκτίμησης και συμπάθειας, τα κατάφερα και ήρθε ο Νίκος Ζιώγαλας στη Λύρα το 1993 για να συνεργαστούμε. Έφυγε από τη Virgin και γύρισε στη Λύρα, την εταιρία που έκανε το ντεμπούτο του.
Ξεκινήσαμε να στήνουμε τον δίσκο «Γυρνάει ο καιρός». Θα γράφαμε στο «Red House» του Κώστα Στρατηγόπουλου.
Ο Κώστας ήταν φίλος του Ζιώγαλα και είχε ένα πρόσθετο ενδιαφέρον για τη δουλειά. Είχε ανανεώσει πρόσφατα τον εξοπλισμό του και από το 16άρι Fostex πήρε τη νέα τεχνολογία τότε, τα ADAT. Ήταν ένα βήμα πριν την καθαρή ψηφιακή καταγραφή. Αναλογικό format αλλά ψηφιακή εγγραφή. Ψηφιακή 8κάναλη κασέτα. Με τέσσερις τέτοιες μονάδες συμπλήρωνες τα 24 κανάλια και χρησιμοποιούσες τα υπόλοιπα για backup στις μίξεις σου. Ήταν το automation «του φτωχού»!
Την ενορχήστρωση την ανέλαβε ο Οδυσσέας Τσάκαλος, ιδρυτικό μέλος των ΦΑΤΜΕ, τραγουδοποιός, ευφυέστατος, ντράμερ και φίλος του Νίκου. Γενικώς ο Ζιώγαλας είχε πολλούς φίλους και ήθελε να υπάρχει αυτό το «ζεστό αγάπης κύμα» και στο στούντιο.
Ο Τσάκαλος δούλεψε με τον Χρυσόστομο Μουράτογλου στον προγραμματισμό και έστησαν τον μισό δίσκο με τον Γιάννη Γρηγορίου (μπάσο), τον Κλέωνα Αντωνίου (ηλεκτρική κιθάρα) και τον Οδυσσέα (τύμπανα). Τα υπόλοιπα τραγούδια τα αντιμετωπίσαμε κατά περίπτωση. Τα τραγούδια που είχε γράψει είχαν διαφορετικό στιλ από τις μπαλάντες με τον ροκ ήχο που είχε καθιερωθεί. Ήθελε να δοκιμάσει έναν ήχο ελληνικό. Εδώ μπορούσα να βοηθήσω. Γνώριζα όλα τα νέα ταλέντα αυτής της σκηνής. Έστειλα μήνυμα και όλοι οι φίλοι μουσικοί ανταποκρίθηκαν θετικά.
Ο νέος φίλος του Ζιώγαλα ήταν ο νεαρός Μανώλης Φάμελλος. Τους σύστησε ο Πάνος Τόλιος γύρω στο 1991 και έγιναν φίλοι at first sight, που λένε. Όταν ανέβαινε ο Νίκος στη Θεσσαλονίκη να παίξει στον «ΜΥΛΟ» έπαιζε με τους Ποδηλάτες του Φάμελλου. Έτσι ο Φάμελλος ήρθε στο στούντιο με τους Ποδηλάτες (Σιώτας, Σολούκος, Μπάγιερ, Παπάζογλου) να παίξουν δύο τραγούδια. Τη «Βασιλική» και το «Μην μου μιλάτε σήμερα». Στο στούντιο ο κέλτικος ήχος τους πήρε το βαλκανικό χρώμα που χρειαζόμασταν. Κάλεσα τον σπεσιαλίστα στα κρουστά Πέτρο Κούρτη, που συν τοις άλλοις έπαιξε και ένα νταούλι. Αυτός ο θρακιώτικος ρυθμός, τα 6/8, είχε να ακουστεί από τη «Μαύρη Θάλασσα» του Σαββόπουλου.
Το «Μην μου μιλάτε σήμερα» ήταν παραδοσιακό καλαματιανό και πιο εύκολο στη διασκευή και την εκτέλεσή του. Πέρασε κι ο Νίκος Πορτοκάλογλου και έπαιξε μια 12χορδη και έκανε φωνητικά. Ήρθε κι ο Μάνος Αχαλινωτόπουλος με το κλαρίνο και τις φλογέρες του.
Ο Φάμελλος έδωσε στον Νίκο και ένα τραγούδι που μας άρεσε. «Της καρδιάς τα πέταλα», ένα δροσερό σερβικάκι.
Φώναξα τον Σπύρο Γκούμα (μπουζούκι), τον Γιάννη Ζευγόλη (βιολί), τον Θανάση Σοφρά (κοντραμπάσο) και το τραγούδι πήρε ένα δροσερό κομπανιακό χρώμα. Έπεσε μια διαφωνία από φίλο του Νίκου ότι δεν του πάει κι ότι θα του κάνει κακό αν το πει. «Τι δουλειά έχεις, ρε Νίκο, με τα μπουζούκια;» Προς στιγμήν παγώσαμε. Έφυγε το αγαπησιάρικο κλίμα από το στούντιο. Έπρεπε να γίνω κακός και να βάλω τα πράγματα στη θέση τους. Εξήγησα πως έχω την ευθύνη του δίσκου και ότι το πιστεύω το τραγούδι. Τελικά το γράψαμε. Το καλό κλίμα ξαναγύρισε. Το τραγούδι βέβαια αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τα ραδιόφωνα κι ο φίλος εκ των υστέρων έλεγε «Τι πήγα να σου κάνω, ρε Νίκο!». Ήρθε ο Μαγκλάρας με το βιολί του, ο Σιμάτος με την κιθάρα του, ο Ρέλλος με το σαξόφωνο, ο Καζούλης που έκανε φωνητικά και η παρέα όλο και μεγάλωνε.
Αστείρευτος, ο Ζιώγαλας έφερε ακόμα ένα τραγούδι, το τελευταίο, το «Χρόνια σου πολλά», και είπαμε να το βάλουμε σαν υστερόγραφο. Κάλεσα τον «Οπισθοδρομικό» Γιάννη Εμμανουηλίδη και την Αρετή Μπέλλου και το γράψαμε παρεΐστικα και γιορτινά με μπουζούκι κιθάρα και μπαγλαμά έπαιξα εγώ.
Ο δίσκος «Γυρνάει ο καιρός» αγαπήθηκε και έκανε αίσθηση, αλλά η «Βασιλική» στην Αθήνα δεν παίχτηκε καθόλου.
https://youtu.be/LU8s80xn64w
Ο Νίκος Σεφανίδης, ο αποκαλούμενος «ΜΥΛΟνάς» από τη Θεσσαλονίκη, μας έστελνε χαρμόσυνα μηνύματα «Εδώ τη “Βασιλική” τη χορεύουνε στα μπαρ!», η Αθήνα άκουγε όμως Lucio Battisti και Dire Straits στα ελληνικά.
Στα live η «Βασιλική» κέρδιζε όλο και περισσότερους θαυμαστές. Άρχισαν να την τραγουδούν και άλλοι τραγουδιστές.
Πέρασε στις σκηνές και στα μαγαζιά πρώτα βόρεια και μετά κατηφόρισε. Αυτή η τολμηρή ξανθιά, που για τον έρωτά της έπινε λυτρωτικά το φαρμάκι σαν λεμονάδα, ξεσήκωνε με τον θρακιώτικο οίστρο της τα κορμιά και τους έδινε τη δικιά της ζωή. Σε λίγα χρόνια δεν υπήρχε πρόγραμμα που να μην περιλαμβάνει τη «Βασιλική».
Ο Ζιώγαλας είναι επιμελής και σημειώνει τους παλιούς του λογαριασμούς. Με τη «Βασιλική» κατόρθωσε και άνοιξε ξανά το παλιό μονοπάτι που άνοιξαν τα Ανάκαρα. Περπάτησε σε χώμα και είδε ουρανό.
Έπλεξε πάλι το δημοτικό με τη νεανικότητα. Ζωντάνεψε τα πρώτα του βήματα και κέρδισε το στοίχημα για την παρέα της Βέροιας.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο musicpaper.gr