Κοινωνία Παρενθέσεις

Δήμητρα Σμυρνή “Η δική μου μάνα…”

…………………….

Τη θυμάμαι πάντα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι.

Δεν ήταν επειδή ήταν δασκάλα, ήταν επειδή αγαπούσε το διάβασμα. Κι αυτή η αγάπη την ακολούθησε μέχρι το τέλος. Μέχρι που το μυαλό ήταν ικανό να προσλάβει και να γευτεί την ομορφιά της γραφής…

Ίσως γι αυτό αγάπησα κι εγώ τόσο πολύ τον μαγικό κόσμο των  βιβλίων.

Αγωνίστρια στα νεανικά της χρόνια, σ’ όλους τους τομείς, και στον ατομικό και στον συλλογικό, νικάει στη ζωή και γίνεται η δική μου μάνα, που με διαμορφώνει και τη βλέπω πάντα παρούσα δίπλα μου, άλλοτε πολύ αυστηρή, άλλοτε γλυκιά, άλλοτε σκεπτική, άλλοτε πονεμένη, πάντα όμως δική μου… Η μάνα μου…

Μωρό της αγκαλιάς τη φέρνουν από την Πατρίδα, τον Καύκασο, στην άλλη Πατρίδα, την Ελλάδα. Στο χωριό που ήρθαν πετροβολούσαν οι ντόπιοι τα αντίσκηνά τους. Οι “πρόσφυγες!”… Το έλεγαν με μια δόση αποστροφής στη  φωνή. Οι πρόσφυγες όμως των αντίσκηνων ήθελαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους και το έκαναν και για τα αγόρια και για τα κορίτσια. Και οι δικοί της γονείς σπούδασαν και τα τέσσερα παιδιά τους

Παιδάκι 12 χρονών έρχεται από το χωριό της στη Βέροια, της νοικιάζουν ένα δωμάτιο, για να πάει στο Γυμνάσιο. Νιώθει μειονεκτικά, όπως έλεγε πάντα, μπροστά στα πλουσιοκόριτσα με τα άσπρα καλτσάκια και τις φρεσκοσιδερωμένες μπλε ποδιές, που τα φρόντιζαν και τα ξεπροβοδούσαν οι μανούλες τους.

Όταν φούσκωνε ο Αλιάκμονας, καθώς δεν υπήρχε η γέφυρα, δεν ερχόταν το ψωμί από το χωριό. Έπρεπε να περιμένει.

Τα χρόνια πέρασαν. Σπούδασε στην Ακαδημία, παντρεύτηκε εκείνον που εκείνη διάλεξε, κόντρα στους δικούς της και έγινε η δική μου μάνα.

Η μάνα που δεν είχε πού να μ’ αφήσει, όταν πήγαινε στη δουλειά, που αναγκαζόταν να καταφεύγει σε ξένα χέρια, ανάξια κάποιες φορές της εμπιστοσύνης της. Ήρθε μια μέρα από το σχολείο της και με βρήκε στα χέρια της ξένης γυναίκας να έχω κάψει το πρόσωπό μου, καθώς την είχε πάρει ο ύπνος και της γλίστρησα μικρούλα πάνω στην αναμμένη σόμπα.

Όμως στην τάξη της, παρά τα προβλήματα που κάθε εργαζόμενη αντιμετώπιζε τότε, έμπαινε πάντα έτοιμη, δυνατή, αγαπούσε τη δουλειά της και τους μαθητές της.  Την αγαπούσαν και κείνοι  και την μνημονεύουν ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, αποκαλώντας την με θαυμασμό με το μικρό της όνομα, “η κυρία Ιφιγένεια!…” Κι αυτή να είναι εννέα τώρα χρόνια πεθαμένη, μα ζωντανή πάντα στη μνήμη τους…

Τι ήταν για μένα; Οι ρίζες μου, η γλώσσα μου, τα συναισθήματά μου – που διαμορφώθηκαν υπόγεια χωρίς να το συνειδητοποιώ – οι αξίες μου, οι ιδέες μου…

Το κατάλαβα τη μέρα που πέθανε. Δεν έχυσα δάκρυ στην εξόδια ακολουθία κι ύστερα την ίδια νύχτα της απώλειας, ένα άγριο χειμωνιάτικο βράδυ του Γενάρη, κλαίγοντας από τις τέσσερις το ξημέρωμα μέχρι που βγήκε το φως, ένιωσα πως την είχα χάσει για πάντα.

Έχασα τον ορθολογισμό της, τον παντρεμένο με το συναίσθημα, έχασα τη σιγουριά που νιώθεις στη μητρική αγκαλιά, όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Τώρα, χρόνια μετά, καθώς εκείνη αναπαύεται δίπλα στον πατέρα μου στο χωριό της, στη σκιά της ψηλής βελανιδιάς, σκέφτομαι τη φράση του πολωνού στοχαστή “Όλοι είμαστε ένα απέραντο κοιμητήριο, όπου κατοικούν πάντα οι νεκροί μας…”

Γιορτή της μητέρας σήμερα. Σήμερα, εγώ θυμάμαι τη δική μου μάνα με νοσταλγία και τρυφερότητα. Σε λίγο τα δικά μου τρία παιδιά θα με πάρουν να μου ευχηθούν χρόνια πολλά. Ο αιώνιος κύκλος της ζωής… Χτυπάει κιόλας το τηλέφωνο…

Η μάνα μου, Ιφιγένεια Παπαδοπούλου – Σμυρνή, με την τάξη της και τον Διευθυντή της Βαγγέλη Χειμωνίδη
banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας