“Παράξενη αποκριά” γράφει η Γλυκερία Γκρέκου
Και ήρθαν οι μέρες του καρνάβαλου, βρίσκοντάς μας με μια μάσκα στο πρόσωπο. Και γυμνή την ψυχή μας.
Τα παιδιά φόρεσαν τις στολές τους, η Κολομπίνα έκανε μια επιτόπου στροφή στα δέκα τετραγωνικά που της αναλογούσε.
Να κι ο Ζορό, πίσω από την πόρτα , διαγράφοντας ένα Ζ, στον ασφυκτικό αέρα.
Η μάνα έπιανε το κεφάλι της, ο πατέρας μπαινόβγαινε από τη μπαλκονόπορτα.
«Μας ξέχασαν όλοι», μονολογούσαν οι γηραιότεροι, καθώς αφουγκράζονταν τις παρενέργειες της δεύτερης δόσης. Έπειτα έτριβαν τα χέρια τους τα αφίλητα, τα έφερναν στο στόμα για να νιώσουν τη ζωή.
Τα κομφετί είχαν χάσει το χρώμα τους, από το δάκρυ είχαν βαρύνει και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν το ένα από το άλλο. Για φέτος είχαν απολέσει την αβάσταχτη ελαφρότητα.
Οι σερπαντίνες μούσκεψαν από το κακό τους, μέσα στο νάιλον και οι αυλές των σχολείων, φέτος, θα διατηρούνταν πεντακάθαρες.
«Παράξενη Αποκριά», σκέφτονταν οι περισσότεροι, κι ένιωθαν σαν το σκυλί που γυρνάει πίσω από την ουρά του.
Ένας χαρταετός, αρνιόταν πεισματικά να ανοίξει τα ‘’ φτερά ‘’ του, η καλούμπα, είχε κουβαριαστεί σε μια γωνιά, μέσα στον κουρνιαχτό των ημερών.
Ξημερώνοντας η Καθαρή Δευτέρα, τους βρήκε όλους αναποφάσιστους. Να ξεμυτίσουν ως τη γωνία ή να κάνουν το γύρο του σαλονιού.
Η βροχή τους βόλεψε. Παρηγόρησαν εαυτούς. Γλυκάθηκαν με χαλβά και λαγάνα, να κι ένα εφτάποδο χταπόδι! Όλα, μα όλα, φέτος ήταν αλλόκοτα, σκέφτονταν καθώς σάλιωναν το δάχτυλο και μασουλούσαν το σκόρπιο σουσάμι.
Τα λιόδεντρα είχαν στείλει τους καρπούς στα πιάτα, οι άνθρωποι γυρόφερναν το κουκούτσι στο στόμα. Η αμηχανία έκδηλη, η προσμονή για ελευθερία πανταχού παρούσα.
Από το απέναντι μπαλκόνι, ένας χαρταετός έκανε την επανάστασή του. Δραπέτευσε από τα χέρια του παιδιού, αφέθηκε στο δρολάπι και φώναξε από ψηλά:
« Ζήστε τη δική σας ελευθερία, θα γυρίσει ο καιρός, πάντα γυρίζει ο καιρός, μην το ξεχνάτε! »
Όταν το άκουσε η κυρά Σαρακοστή, έκλεισε το στόμα της και χαμογέλασε. Γνώριζε εκείνη πως αργά ή γρήγορα, πάντα έρχεται η Ανάσταση.