Αρθούρος Ρεμπώ “Τα χέρια της Ζαν Μαρί”
Τα χέρια της Ζαν Μαρί
(αποσπάσματα σε ελεύθερη απόδοση)
Της Ζαν Μαρί τα χέρια είναι γεροφτιαγμένα.
Mαυρισμένα από το καλοκαίρι.
Χέρια χλωμά σαν πεθαμένα.
Το χρώμα αυτό το σκοτεινό πώς πήρε τέτοιο χέρι;…
Στις λίμνες μήπως πλέοντας του αισθησιασμού;
Το πρόσωπο αγγίζοντας γεμάτου φεγγαριού, που κύλησε στην αγκαλιά του ήρεμου νερού;
Τη ζέστη τάχα ρούφηξε βάρβαρου ουρανού, στη λυπημένη μοναξιά κάποιου μεσημεριού;
Κι έκαψε με τη θέρμη του τα χέρια τα γερά, ακουμπισμένα ήσυχα σε γόνατα κομψά;
Τι χέρια τάχα να ’ναι αυτά;…
……………………………………
Χέρια που επανάσταση ξέρουν να τραγουδούν,
της παρηγόριας προσευχές δε κάθονται να πουν.
Απ’ το λαιμό αν θέλουνε μπορούν να σας αρπάξουν,
εσάς αριστοκράτισσες, ευγενικές αστές,
τα τρυφερά τα άκρα σας, λευκά και βυσσινιά, να τα συνθλίψουν μονομιάς, σαν τα ξερά κλαδιά,
με τούτες τις παλάμες τους τις τόσο δυνατές
Η καστανή η λάμψη σας, χέρια αγαπημένα, τ’ αθώα πρόβατα τραβά
Στα δάχτυλά σας τα καρυκευμένα, ρουμπίνι αφήνει ο ήλιος όταν τα κοιτά
Η λαϊκή καταγωγή τα κηλιδώνει, το καφετί τους χρώμα αμαρτωλό λεκέ απ’ το χθες ζητάει να θυμίσει,
όμως περήφανος επαναστάτης δεν υπάρχει που αυτά τα χέρια δεν λαχταράει να φιλήσει!
Υπέροχα χλωμά τα χέρια τούτα, χάρισμα ενός ήλιου με αγάπη φορτωμένου,
πάνω στο μπρούντζινο των όπλων χρώμα του Παρισιού του επαναστατημένου.
……………………………………..
Για την πλύστρα Ζαν Μαρί,την communarde Ζαν Μαρί και για όλες τις γυναίκες μαχήτριες των παρισινών οδοφραγμάτων, που με επαναστατικό πάθος στην καρδιά και με όπλο στο χέρι υπερασπίστηκαν την υπόθεση της λαικής εξέγερσης του 1871, αυτής της πρώτης στην ιστορία της ανθρωπότητας απόπειρας της εργατικής τάξης να πάρει την εξουσία στα χέρια της, έγραψε με ενθουσιασμό και πάθος ο Ρεμπώ.
Ο Αρτύρ Ρεμπώ, η αέναη εφηβική μορφή των γαλλικών γραμμάτων, “ο ποιητής της εξέγερσης”, όπως τον ονόμασε ο Αλμπέρ Καμύ, ο συμβολιστής, ο αντισυμβατικός, ο πρωτοπόρος της μοντέρνας γαλλικής ποίησης, που μέχρι τα είκοσί του χρόνια, οπότε και εγκατέλειψε τη λογοτεχνία, είχε ταξιδέψει σε 13 διαφορετικές χώρες και έζησε ως εργοστασιακός εργάτης, παιδαγωγός, επαίτης, λιμενεργάτης, έμπορος, αργυραμοιβός καταρρίπτοντας όλους τους μύθους των αστικών συμβάσεων, συμμετείχε στην παρισινή κομμούνα και με τον ένοπλο αγώνα στους δρόμους του Παρισιού και με τον ποιητικό του λόγο. “ …κι έτσι η Κομμούνα ερείπωσε κι ο κόσμος ορφάνεψε..” γράφει σε κάποιο του ποίημα αποτυπώνοντας τον πόνο της ήττας.
Πράγματι αυτή η έφοδος στον ουρανό κράτησε μόνο μέρες. Από τις 28 Μαρτίου του 1871 ως τις 28 Μαΐου, όπου έπεσε και το τελευταίο στην πόλη οδόφραγμα, που το υπερασπιζόταν για ένα τέταρτο ένας και μόνο άνθρωπος. ΄Όμως έφτασαν αυτές οι μέρες για να γίνουν η μαγιά του νικηφόρου μέλλοντος, η πολύτιμη κληρονομιά για τις επαναστάσεις που έρχονται, “ο δοξασμένος προάγγελος της νέας κοινωνίας”, που ονειρεύτηκαν και υπερασπίστηκαν με το αίμα τους οι κομμουνάριοι του Παρισιού.
( Ο πίνακας είναι του χαράκτη Τάσου)