“…και στην ταυτότητά μου έγραφε επάγγελμα… οικιακά!” γράφει η Ειρήνη Δασκιωτάκη
Ήμουν το πέμπτο παιδί στη σειρά.
Η μάνα μου γέννησε έξι παιδιά. Τα δύο πρώτα αγόρια πέθαναν.
Ο Γιωργάκης όμως, το καμάρι της, πέθανε 14 χρόνων. Αρρώστησε σε μία σχολική εκδρομή, μήνα Μάρτη. Ήταν ο πρώτος μαθητής στην τάξη του. Η μάνα μου είχε μεράκι με τα γράμματα. Είχε τελειώσει το δημοτικό και δύο τάξεις παραπάνω. Διάβαζε… της άρεσε να διαβάζει και εγώ θυμάμαι που ζήλευα αργότερα, γιατί δεν μπορούσα να διαβάσω τόσο γρήγορα όπως αυτή.
Αγαπούσε έναν δάσκαλο κι αυτός την αγαπούσε… Την πάντρεψαν όμως με τον πατέρα μου χωρίς αυτή να το θέλει.
Όταν πέθανε ο αδερφός μου, εγώ ήμουν τρεισήμισι χρόνων. Κάθε μέρα στα μνημούρια έκλαιγε και με τα χέρια της έσκαβε το χώμα αλλοπαρμένη. Εμένα με ξέχασε. Δεν το ξεχνώ…. ακόμη και τώρα δεν της το συγχωρώ.
Με άφηνε και νηστική καμιά φορά… Είχε μαχαίρι στην καρδιά η καημένη.
Μία μέρα με είδε η θεία μου… τι καλή!… η γυναίκα του αδερφού της μάνας μου, η θεία Ελευθερία.. και με πήρε σπίτι της, αφού το κανόνισε με τη μάνα μου. Έμεινα εκεί τρεις μήνες περίπου… πόσο την αγαπούσα. Με γλίτωσε από πολλά…
Στον πόλεμο του ‘40 ήμουν τεσσάρων ετών. Ακόμη και τώρα στον ύπνο μου, σκοτωμένους βλέπω… Τι τραβήξαμε!
Μία φορά, δεν θα το ξεχάσω όσο ζω, θυμάμαι χτυπούσαν οι καμπάνες σαν τρελές και μάθαμε πως έπρεπε να αφήσουμε το χωριό γρήγορα, γιατί έρχονταν οι Γερμανοί.
Οι χωριανοί έπαιρναν παραμάσχαλα ό,τι προλάβαιναν και με τα ζώα όσοι είχαν και άλλοι ποδαράτοι άφηναν το χωριό για τα ρουμάνια. Κλαίγανε τα παιδάκια…
Εμένα, έφυγαν όλοι και πάνω στην παραφασάδα τους, με ξέχασαν .
Πρώτη φορά, κορίτσι μου, κατάλαβα πόσο μεγάλη ήταν αυτή η αυλή.
Έκλαιγα, έκλαιγα… Τυχερή ήμουν… Πέρασε ένας χωριανός για καλή μου τύχη, με άκουσε και με πήρε μαζί του και με έσωσε. Βρήκε τη μάνα μου και τον πατέρα μου και με έδωσε.
Σχολείο μέχρι Δευτέρα δημοτικού κατάφερα να πάω…. Πόλεμος και ξανά πόλεμος … Ο εμφύλιος!
Όταν τελείωσε το κακό είχα μεγαλώσει πια. Φαίνονταν τα στήθια μου, ντρεπόμουν και έφυγα από το σχολείο.
Ήμασταν στο Κίτρος τότε… ως ανταρτόπληκτοι.
Πήγα όμως στον Κολινδρό και μαθήτευσα δίπλα στην καλύτερη μοδίστρα και έμαθα καλά την τέχνη αυτή.
Δούλευα και στα χωράφια να βγάζουμε καμιά δραχμή να αγοράσουμε τα προικιά μας και κανένα τσίτι να ντυθούμε, να χαρούμε.
Ένα καλοκαίρι έφυγα από τον τόπο μου και ήρθα εδώ σε αυτό το καμποχώρι που ζω μέχρι σήμερα, να δουλέψω στα χωράφια ενός δεύτερου ξαδέρφου του πατέρα μου.
Ήρθε με το κάρο να με πάρει από εκεί που με άφησε το λεωφορείο, ο μεγάλος γιος της οικογένειας.
Μάνα μου τι όμορφος ήταν!
Λίγο πριν βασιλέψει ο ήλιος, καλοκαίρι. Όρθιος αυτός στο κάρο, κρατώντας τα γκέμια του αλόγου, ξανθός με σγουρά μαλλιά και μάτια σαν τον ουρανό….
Δούλεψα όλο το καλοκαίρι εκεί.
Σέβας μεγάλο όμως είχα από όλους.
Τι κι αν ήμουν ερωτοχτυπημένη… πού να το δείξω τότε…
Τον χειμώνα ήρθαν και με ζήτησαν. Αρραβωνιάστηκα αυτόν που τόσο ήθελα και τότε κατάλαβα ότι και αυτός με ήθελε.
Παντρευτήκαμε και κάναμε δύο κορίτσια.
Στο πρώτο κόντεψα να πεθάνω.
Ήταν μεγάλο και δεν μπορούσα να το γεννήσω.
Ο πεθερός μου ούτε να το συζητάς να δεχτεί να πάμε σε κλινική και ο άντρας μου… σιωπή.
Φώναξαν ευτυχώς μία μαία… Ό,τι μπόρεσε έκανε.
Άντε, όλα καλά μου είπαν. Δεν πειράζει που δεν είναι αγόρι, στο δεύτερο τώρα… να είμαστε καλά.
Πέρασαν τρία χρόνια και γέννησα το δεύτερο παιδί μας. Μόλις ο άντρας μου άκουσε πως είναι κορίτσι έφυγε από το σπίτι για δύο ημέρες.
Έπεσα να πεθάνω ! Δεν ήθελα να φάω…
Ήμουν πολύ μελαγχολική, απογοητευμένη.
Καλά που ήρθε ο κουνιάδος μου, μορφωμένος άνθρωπος, και με βοήθησε… τα έψαλε καλά στον αδερφό του. Γύρισε και μου ζήτησε συγνώμη… Το είχε κι αυτό το καλό…
Άμα σου πω, ότι ήταν τρελός με τα κορίτσια του, όσο αυτά μεγάλωναν… Τι να πει κανείς…
Δύσκολα χρόνια. Η γυναίκα θεωρούνταν κατώτερη.
Νομίζω όμως ότι και τώρα, με όλα αυτά που ακούω….
Στην οικογένειά μου όμως οι αδερφοί μου με αγαπούσαν πολύ και με παίρνανε μαζί τους στις γιορτές και στα πάρτι. Ήταν μπροστά .
Η μάνα μου, εμένα και την αδερφή μου, μας έλεγε ξενογωνιές.
«Ξενογωνιές είναι αυτές, Κώστα. Κοίτα να βοηθήσουμε τα αγόρια», την άκουσα μια φορά να λέει…
Ήμουν για την εποχή μου, τολμηρή.
Όταν ο άντρας μου μού φερόταν άσχημα, δεν το επέτρεπα.
Αντιμιλούσα… Αυτό πάλι με το αντιμίλημα… Ήταν ντροπή για μία γυναίκα, να μιλήσει για το δίκιο της και την αξιοπρέπειά της, όταν οι άλλοι της φέρονταν άσχημα.
Σωστές γυναίκες ήταν αυτές που έσκυβαν το κεφάλι και δεν αντιμιλούσαν…
Αν δούλευα; Δουλειά να δεις εσύ.
Στο χωράφι ώρες ατελείωτες μες στον ήλιο και μετά δουλειές…
Καλά που είχα την πεθερά μου, να κρατάει τα παιδιά.
Μια γυναίκα τότε αγρότισσα, τίποτα άλλο από δουλειά δεν ήξερε. Και άντρας και γυναίκα μαζί ήμουν.
Ζύμωμα, πλύσιμο στο χέρι, ράψιμο για όλους, μπαχτσές, ζώα για να περιποιηθώ, μαγείρεμα και τα μεσάνυχτα καμιά φορά. Τα πρώτα χρόνια στην γκαζιέρα… Πότε να γίνει το φαΐ!
Να μαγειρεύω και να βλέπω τα παιδιά μου τα καημένα, γύρω στα πόδια μου. Γκρίνιαζαν… ήθελαν τη μανούλα τους και εγώ τα έλεγα να παραμερίσουν για να προλάβω, γιατί αύριο πάλι από τις 6:00 στο ποδάρι θα ήμουν.
Κοιμόνταν τα πουλάκια μου τα καημένα, νηστικά κάποιες φορές και εγώ τα φιλούσα και έκλαιγα.
Αρρώστησε και ο άντρας μου από το στομάχι.
Βαριές δουλειές δεν μπορούσε να κάνει.
Ποτίζαμε τα καπνοχώραφα, ο καπνός δεν χορταίνει νερό.
Κουβαλούσα και εγώ σωλήνες στους ώμους μου και τις απλώναμε στο χωράφι σε μεγάλες σειρές.
Σήκωνα πολλά βάρη για αυτό τώρα… ούτε πόδια ούτε μέση μ΄ έμειναν…
Ο καπνός… βάσανο μεγάλο.
4 η ώρα το πρωί, εγερτήριο.
Να φέρω τα ρούχα για όλους, τα ρούχα της δουλειάς… παίρναμε και τα κορίτσια μαζί μόλις τελείωσαν το δημοτικό, να ετοιμάσω πρωινό, να γεμίσω το δοχείο με νερό.
Ο άντρας μου ετοίμαζε τα μηχανήματα… τρακτέρ, πλατφόρμα.
«Άντε!» με φώναζε… «Τελείωνε!»
Έπρεπε να πάμε νωρίς το χωράφι για να σπάσουμε τον καπνό.
Ήταν τα Μπέρλεϊ πολύ βαριά.
Μεγάλα φύλλα και το κοτσάνι χοντρό.
Σπάζαμε τα φύλλα και τα ντανιάζαμε στο χώμα. Μετά ξεπατωνόμασταν να τα κουβαλήσουμε στην πλατφόρμα, να ξεφορτώσουμε τα καπνά στις αποθήκες, στα ξηραντήρια και να δέσουμε τον καπνό στις βέργες… Όρθια όλη μέρα.
Καμιά φορά τελειώναμε και 10:00 το βράδυ το δέσιμο του καπνού.
Έφερναν το τρακτέρ και άναβαν τα φώτα για να βλέπουμε.
Ύστερα όλοι από μένα περίμεναν πάλι… δεν ήθελα να ζορίζω τα κορίτσια μου, τα λυπόμουν.
Μετά τον καπνό είχαμε τα αχλάδια και μετά το βαμβάκι…
Στην ταυτότητά μου έγραφε.
Επάγγελμα: οικιακά!
Με έκοβε! Είχα πρακτικό μυαλό όμως ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να το αποδείξω.
Αν καμιά φορά έλεγα για παράδειγμα…
Γιατί δεν ανοίγουμε ένα μαγαζάκι στην πόλη, να φτιάχνω πεϊνιρλί να τα πουλάμε;
Έφτιαχνα πολύ ωραία πεϊνιρλί.
Πες ότι είχα και εγώ ένα όνειρο, μία επιθυμία.
Δεν υπήρχε περίπτωση να μην με ειρωνευτεί, να μη με πειράξει.
Με αγαπούσε και με εκτιμούσε, αλλά… εγώ ήμουν γυναίκα.
Όταν παντρεύτηκα, ο πατέρας μου έδωσε προίκα μία αγελάδα για να έχουμε το γάλα μας και 14.000 δραχμές.
Τότε με αυτά τα λεφτά αγόραζες χωράφια, οικόπεδα.
Πάνω στην κουβέντα μία μέρα είπα στον άντρα μου, γιατί δεν αγοράζουμε ένα οικόπεδο στην πόλη που είναι δίπλα μας.
Το οικόπεδο ήταν εκεί που είναι σήμερα η εκκλησία στα ΚΤΕΛ κοντά.
Ωραίο σημείο…. Η κουμπάρα μας, μας είχε πει για τα οικόπεδα.
Ύψωσε τον τόνο της φωνής του και με μάλωσε με ένα τρόπο σαν να ήμουν ένα μικρό παιδί που σκέφτεται χαζά.
Αυτό το οικόπεδο εκεί, αργότερα πήρε μεγάλη αξία και οι άνθρωποι που το είχαν βρέθηκαν να έχουν διαμερίσματα από το πουθενά…
Ο άντρας μου πέθανε, όταν εγώ ήμουν 54 χρόνων.
Έφυγε η γη κάτω από τα πόδια μου… Αγαπιόμασταν…
Το σοκ ήταν πολύ μεγάλο.
Από όλες τις απόψεις… καταλαβαίνεις!
Τα μαύρα, όλη μου τη ζωή τα κουβαλώ…
Ευτυχώς έχω καλούς γαμπρούς και καλές κόρες
Με στήριξαν και τους στήριξα….
Ζω με τη μικρή μου κόρη που είναι ο φύλακας άγγελός μου.
Να είσαι καλά, κορίτσι μου!
Καλή εβδομάδα με υγεία
Ει. Δα.