“Αρχαιογνωσία και Ελληνολατρία” γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος
Ο εορτασμός του παρελθόντος (2500 χρόνια από τη μάχη των Θερμοπυλών και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, 480 π.Χ.) εμπεριέχει τον κίνδυνο της προγονοπληξίας.
Ο κίνδυνος αυτός είναι συνάρτηση των κριτηρίων που επιλέγουμε για να γιορτάσουμε και να θυμηθούμε τα περασμένα. Το «τι» γιορτάζουμε (νίκες πολεμικές, φιλοσοφικές θεωρίες, τραγωδίες), το «πώς» θα γιορτάσουμε (πανηγυρικές εκδηλώσεις αναστοχασμός, μελέτη ιστορική) και το «προς τι» (ο σκοπός, εθνική αφύπνιση, αρχαιογνωσία….) και γιατί «τώρα» είναι μερικά από τα κριτήρια που θα καθορίσουν και θα αιτιολογήσουν – δικαιολογήσουν αυτή τη στροφή στο χθες.
Αρχαιογνωσία ή Ελληνολατρία
Πολλές φορές η «αρχαιογνωσία» ταυτίστηκε ή εξελίχθηκε σε μια άγονη ή επικίνδυνη «αρχαιολατρία». Επικίνδυνη γιατί αποτέλεσε το όχημα για την καλλιέργεια ενός τυφλού πατριωτισμού που εδράζεται σε ανιστόρητες θέσεις για τη μοναδικότητα της ελληνικής φυλής. Άγονη γιατί επιβάλλει μια τυφλή αποδοχή κάθε παραδοσιακού και μια άκριτη προσκόλληση σε θέσεις και ιδέες που εμποδίζουν την αμφιβολία και τη διαφωνία. Όταν, λοιπόν, η αρχαιολατρία γεννά και τρέφει άκριτα μια υπερβολική «Ελληνολατρία» τότε δρα ισοπεδωτικά στην προσπάθεια να δούμε τον παγκόσμιο πολιτισμό ως μια διαδικασία όπου το παλιό γονιμοποιεί ή εγκυμονεί την υπέρβασή του. Ό,τι γεννά μύθους στομώνει την πνευματική εξέλιξη του ατόμου και δρα διαβρωτικά στην εθνική αυτογνωσία. Έτσι, κάθε «ξένο» θεωρείται υποδεέστερο και κάθε ελληνικό ως διαχρονικό και αυθεντικό.
Ωστόσο, πολλές φορές αναπτύσσεται και το αντίθετο φαινόμενο. Να εκθειάζεται υπερβολικά κάθε ξένη σκέψη, να θεωρείται πρωτότυπη και να αποσιωπάται ή να αγνοείται πως το υπόβαθρό της έχει ελληνικές – και μάλιστα αρχαιοελληνικές – ρίζες. Εύκολα ως αναγνώστες ή μελετητές εντρυφούμε σε θέσεις και ιδέες αλλοεθνών φιλοσόφων ή επιστημόνων και καθιστάμεθα υπέρμαχοί τους αγνοώντας ότι πολλές από αυτές διατυπώθηκαν από τους προγόνους μας. Κι αυτό δεν συνιστά ένα sui generis ελληνικό σύμπλεγμα κατωτερότητας, αλλά είναι προϊόν της ελληνικής εκπαίδευσης και παιδείας. Η ξενομανία είναι τόσο αποκρουστέα όσο και η προγονολατρία – προγονοπληξία. Το μέγεθος της ξενομανίας θα καταδείξει και το μέγεθος της αμάθειάς μας ως λαού απέναντι σε αλήθειες που σημάδεψαν την ποιότητα του πνευματικού και κοινωνικού μας πολιτισμού.
Ειδικότερα θα καταγραφούν θέσεις και ιδέες ξένων φιλοσόφων, ιδιαίτερα γνωστές και προβεβλημένες, που ωστόσο στη «σκιά» τους ανθοφόρησαν και κάρπισαν ανάλογες Ελλήνων φιλοσόφων. Αυτή η παράλληλη προβολή ίσως βοηθήσει στην ανάδειξη κάποιων «αδικημένων» θέσεων που γονιμοποίησαν κατά θετικό τρόπο τον παγκόσμιο πολιτισμό και γι’ αυτό προβάλλουν ως «αναγκαιότητα» την ελληνική αρχαιογνωσία.
Α. ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ
Η σύγχρονη γλωσσολογία έχει ταυτιστεί με τη ρήση – θέση του Wittgenstein «Τα όρια της γλώσσας μας σημαίνουν – ορίζουν τα όρια του κόσμου μας» (Η γλώσσα μας είναι ο κόσμος μας). Η εμβληματική αυτή φράση επηρέασε καταλυτικά τη γλωσσική επιστήμη με αποτέλεσμα να αποσιωπηθούν άλλες σύγχρονες θέσεις ή να μείνουν στην αφάνεια άλλες προγενέστερες. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θέση του Wittgenstein η σχέση της γλώσσας και του «κόσμου» κάθε ανθρώπου είναι στενή. Τα όρια, δηλαδή, του κόσμου του ανθρώπου είναι συνάρτηση του πλήθους των λέξεων που γνωρίζει. Ο άνθρωπος γνωρίζει και σκέπτεται, συλλαμβάνει και ερμηνεύει την πραγματικότητα με τη βοήθεια των λέξεων. Η άρρηκτη, επομένως, σχέση γλώσσας – λέξης και σκέψης προσδιορίζει και το εύρος του «κόσμου» μας.
Παραπλήσια θέση για τη σχέση Γλώσσας και Σκέψης εξέφρασε και ο γλωσσολόγος Ferdinand de Saussure μέσα από μια αναλογία: «Ο λόγος μπορεί να παρομοιαστεί με ένα φύλλο χαρτιού. Η σκέψη αποτελεί τη μια όψη του και οι ήχοι (η γλώσσα) την άλλη. Δεν μπορεί κανείς να κόψει τη μια όψη, χωρίς να κόψει συγχρόνως και την άλλη. Το ίδιο και στη γλώσσα. Δεν μπορεί κανείς να απομονώσει ούτε τους φθόγγους από τη σκέψη ούτε τη σκέψη από τους φθόγγους».
Εξίσου σημαντική είναι και η συμβολή του Λεβ Βιγκότσκι στην ανίχνευση της σχέσης Γλώσσας και Σκέψης «η σκέψη είναι ‘’γλώσσα μείον ο ήχος’’», όπως επίσης του Piaget που διαπιστώνει στο έργο τους πως «η εμπειρία διαμορφώνει τη διάνοια, και ο Λόγος την εμπειρία». Όλοι οι παραπάνω – και όχι μόνον αυτοί – υποστήριξαν πως η εννοιολογική σκέψη είναι αδύνατη έξω από τη γλωσσικά αρθρωμένη σκέψη.
Ωστόσο, θα αποτελούσε εγκληματική αφέλεια ή και «προδοσία» αν, ως πνευματικοί άνθρωποι και Έλληνες αγνοούσαμε τις παράλληλες θέσεις που εξέφρασαν οι αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι, όπως ο Παρμενίδης, ο Πλάτωνας, ο Αντισθένης, ο Αριστοτέλης, ο Ηράκλειτος κι άλλοι.
Ειδικότερα, πρώτος ο Ελεάτης Παρμενίδης διείδε την αλληλεξάρτηση Γλώσσας και Σκέψης διακηρύσσοντας εμφαντικά τα: α. «Το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι» και β. «χρη το λέγειν τε νοείν τ’ εόν έμμεναι». Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Παρμενίδη η αντικειμένική πραγματικότητα (ΕΙΝΑΙ) μετασχηματίζεται στο νου του ανθρώπου σε έννοια (ΝΟΕΙΝ) και με τη βοήθεια των λέξεων εκφράζεται και περιγράφεται (ΛΕΓΕΙΝ). Αυτήν την παράλληλη συνύπαρξη πραγματικότητας, έννοιας (σκέψης) και λέξης ανίχνευσε διορατικά ο Ελεάτης φιλόσοφος (ΕΙΝΑΙ → ΝΟΕΙΝ → ΛΕΓΕΙΝ) αναδεικνύοντας τη διαλεκτική σχέση Σκέψης και Λέξης.
Παραπλήσιες σκέψεις – θέσεις εξέφρασε και ο Πλάτωνας (ιδεολογικά συγγενής του Παρμενίδη) στο έργο του «ο σοφιστής». Ενδεικτικά, στο διάλογο του Ξένου με το Θεαίτητο γράφει: «Ουκούν διάνοια μεν και λόγος ταυτόν πλην ο μεν εντός της ψυχής προς αυτήν διάλογος της ψυχής άνευ φωνής γιγνόμενος τούτ’ αυτό ημίν επωνομάσθη διάνοια» (Αυτό που λέγεται διάνοια και αυτό που λέγεται λόγος είναι το ίδιο πράγμα). Στο απόσπασμα αυτό προσδιορίζεται με ενάργεια η σχέση αλληλεξάρτησης του «εσωτερικού λόγου» ως διάνοιας και του «εξωτερικού λόγου» ως ομιλίας. Ο Πλάτωνας θεωρεί πως η σκέψη είναι ο εσωτερικός διάλογος που κάνει η ψυχή με τον εαυτό της, ενώ ο λόγος – ομιλία είναι η σκέψη που διαρρέει από την ψυχή προς το εξωτερικό με τη μορφή φωνητικού ρήματος. Η γλώσσα, δηλαδή, είναι η εξωτερικευμένη σκέψη και η σκέψη είναι ο εσωτερικευμένος λόγος – γλώσσα. (Ενδόμυχος λόγος και φωνούμενος λόγος).
Εξίσου σημαντική είναι και η επισήμανση του Αντισθένη που με ένα επιγραμματικό τρόπο προβάλλει την αξία της γλώσσας στην πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου «Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις». Κανείς, δηλαδή, δεν μπορεί να γνωρίσει τον πυρήνα της πραγματικότητας, αν δεν γνωρίζει επακριβώς το βαθύτερο περιεχόμενο των λέξεων – ονομάτων. Γιατί ο γλωσσικός πλούτος προϋποθέτει και συνεπάγεται το διανοητικό πλούτο.
Στον παραπάνω προβληματισμό σημαντικές ήταν και οι επισημάνσεις του Ηράκλειτου για τον «ξυνό λόγο», όπως: «Του λόγου δ΄εόντος ξυνού ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίας έχοντες φρόνησιν» και «ουκ εμού αλλά του λόγου ακούσαντας ομολογείν σοφόν εστιν εν πάντα είναι». Η έννοια του λόγου στον Ηράκλειτο είναι πολυεπίπεδη και καλύπτει τη φρόνηση – σκέψη, την ομιλία έως και την ανώτατη αρχή – εξουσία του σύμπαντος ή το αναγκαίο μέτρο.
Στον κατάλογο πρέπει να προστεθεί και η φράση του Ευαγγελιστή Ιωάννη «Εν αρχή ην ο Λόγος» στην οποία ο Goethe απάντησε με το στόμα του Φάουστ «Στην αρχή ήταν η πράξη».
Μέσα από την παραπάνω καταγραφή προβάλλει η αξία της αρχαιογνωσίας αλλά και η γνώση για τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η επιστήμη και ο άνθρωπος ως έλ-λογο ον. Γιατί η επιστήμη είναι η μόνη επανάσταση που δεν προαπαιτεί «αίμα» και νεκρούς.
Β’ Η ΒΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Η διόγκωση των φαινομένων βίας και η διεθνής τρομοκρατία φέρνουν στην επιφάνεια με βασανιστικό τρόπο τη φύση της βίας που η απώτατη έκφρασή της είναι ο πόλεμος. Η κυρίαρχη φροϋδική άποψη – θεωρία τονίζει το «φύσει» της ανθρώπινης επιθετικότητας που τη θεωρούν ως μια ενδογενή ιδιότητα. Αυτή η ιδιότητα, σύμφωνα με τον Φρόυντ, συνιστά την έκφραση του γνωστού «ενστίκτου του θανάτου». Το φρουδικό «Id» (εκείνο) συνθέτει το άλογο πεδίο του ανθρώπινου ψυχισμού, όπου εδρεύουν οι ορμές και τα πάθη.
Ο Φρόυντ χλευάζει όσους προβάλλουν την «αθωότητα» της ανθρώπινης ύπαρξης (Ρουσσώ). «Το κομμάτι της πραγματικότητας που κρύβεται πίσω απ’ όλα αυτά και το αρνούμαστε ευχαρίστως, είναι ότι ο άνθρωπος δεν είναι ένα πράο, αξιαγάπητο πλάσμα…. Αυτή η ωμή επιθετικότητα…..φρικαλεότητες Μογγόλων…. Θα αναγκαστούμε να υποκλιθούμε ταπεινά μπρος στην ορθότητα αυτής της άποψης….» (Φρόυντ «ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας»).
Συναφείς απόψεις με τον Φρόυντ διατύπωσε και ο Lorenz, όπως και ο Άντονυ Στορ στο έργο του «Ανθρώπινη επιθετικότητα». Σχετικά επισημαίνει «Δυστυχώς είμαστε το πιο βάναυσο, επιθετικό και εκδικητικό είδος που περπάτησε ποτέ πάνω στη γη» και αλλού τονίζει «Κανένας δε θα διαφωνήσει, πιστεύω, ότι ο άνθρωπος είναι πλάσμα επιθετικό…» ή «Η συζήτησή μας πάνω στη φυσιολογία μας έδειξε ότι ο φυσικός μηχανισμός της επιθετικότητας, οι επιθετικές συγκινήσεις και συμπεριφορές είναι πραγματικά «ενστικτώδεις» με την έννοια ότι είναι μια έμφυτη, αυτοματική δυνατότητα που εύκολα πυροδοτείται».
Ωστόσο, η φράση – θέση που συμπύκνωσε όσο καμία άλλη την παραδοχή περί του βιολογικού καθορισμού της βίας είναι αυτή του Χομπς «Homo homini lupus est» (ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο λύκος). Για το φιλόσοφο Hobbes, η ανθρώπινη επιθετικότητα – κακότητα συνιστά μια πραγματικότητα και εκδηλώνεται σε όλες τις εκφράσεις της συμπεριφοράς του. Ο «άνθρωπος – λύκος» προσδιορίζεται απόλυτα από τα πρωτόγονα πάθη του που απενεργοποιούν τη λογική και την ηθική. Τα ορμικά πάθη είναι ισχυρότερα από τις δυνάμεις της λογικής και τις επιταγές της ηθικής.
Τις παραπάνω θεωρίες που κυριάρχησαν θα μπορούσε κάποιος να τις αμφισβητήσει και να υποστηρίξει ως αιτία της βιαιότητας του ανθρώπου τον κοινωνικό παράγοντα, όπως εξάλλου υποστήριξαν οι Ρουσσώ, ο Neill και ο ‘Εριχ Φρομ με τις ιδιαιτερότητες των επισημάνσεών του.
Όμως, συνιστά εγκληματική αμάθεια, αν δεν γνωρίζαμε πως πρώτος ο Θουκυδίδης μελετώντας τις συνέπειες του Πελοποννησιακού πολέμου κατέγραψε τη γενεσιουργό αιτία του πολέμου και όλων των φρικαλεοτήτων του ανθρώπου. Ειδικότερα, επισημαίνει «καὶ ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς πόλεσιν, γιγνόμενα μὲν καὶ αἰεὶ ἐσόμενα, ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ᾖ, μᾶλλον δὲ καὶ ἡσυχαίτερα καὶ τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα, ὡς ἂν ἕκασται αἱ μεταβολαὶ τῶν ξυντυχιῶν
ἐφιστῶνται…» (…και μεγάλες συμφορές, οι οποίες γίνονται και πάντα θα γίνονται, εφόσον η ανθρώπινη φύση μένει η ίδια…» (Θουκυδίδου Ιστορίαι, Κεφ Γ’, 62).
Η αξία της επισήμανσης του Θουκυδίδη έγκειται στο γεγονός ότι προηγήθηκε όλων των θεωριών που αναπτύχθηκαν μεταγενέστερα. Γι’ αυτό κάθε φορά που η ανθρωπότητα μαστίζεται από τη βία και τους πολέμους οι ειδικοί καταφεύγουν στη μελέτη του Θουκυδίδη και ιδιαίτερα στην ιστορική – διαχρονική θέση του «έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων ή». Ο χρόνος και τα γεγονότα δικαίωσαν απόλυτα το Θουκυδίδη, αφού οι πόλεμοι και οι βιαιότητες συνιστούν τη μόνιμη συνοδό του ανθρώπινου πολιτισμού ως έκφραση της αναλλοίωτης φύσης του ανθρώπου.
Γ. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Το «φύσει» της ελευθερίας του ανθρώπου αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης και διενέξεων μεταξύ επιστημόνων. Τόσο οι θεωρητικοί του «βιολογικού καθορισμού» – «η μοίρα μας είναι τα γονίδιά μας» (Crick) – όσο και της «κοινωνικής ετεραρχίας» (η κοινωνία ως παράγοντας αναιρετικός της ελευθερίας του ανθρώπου) υποστηρίζουν πως η ελευθερία του ανθρώπου συνιστά μια πλάνη.
Το «φύσει» της ελευθερίας του ανθρώπου πρόβαλε με έμφαση ο Ρουσσώ στο έργο του «Το κοινωνικό συμβόλαιο» (1762). Η αξία της συμβολής του Γάλλου διαφωτιστή στην καταγραφή και ανάδειξη του «φύσει» της ανθρώπινης ελευθερίας είναι μεγάλη αφού επηρέασε καταλυτικά το δικαιϊκό σύστημα όλων των χωρών αλλά και τη δομή – λειτουργία της πολιτικής εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» αρχίζει με τη γνωστή φράση «Ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος και παντού βρίσκεται αλυσοδεμένος».
Η επίδραση που άσκησε το «Κοινωνικό συμβόλαιο» στην πολιτική και ηθική σκέψη του σύγχρονου ανθρώπου αποτυπώθηκε με απόλυτη ενάργεια στη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 10 Δεκεμβρίου του 1948. Οι θέσεις του Ρουσσώ για το «φύσει» της ανθρώπινης ελευθερίας εμπεριέχονται στα βασικά άρθρα της Διακήρυξης, όπως «όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι» (άρθρο 1), «Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία» (άρθρο 3) και «Κανένας δεν θα ζει υπό καθεστώς δουλείας, ολικής ή μερικής…» (άρθρο 4).
Ωστόσο, το «φύσει» της ανθρώπινης ελευθερίας πρώτος διακήρυξε ο σοφιστής Αλκιδάμας (5ος αιώνας π.Χ.) με την ιστορική φράση «φύσις ουδένα δούλον πεποίηκεν, θεός πάντας ελευθέρους αφήκε». Η αξία αυτής της θέσης λαμβάνει ιδιαίτερο περιεχόμενο, αφού προβλήθηκε σε μια εποχή και σε μια Ελλάδα – Αθήνα που κυριαρχούσε ο θεσμός της δουλείας ως φυσική (για κάποιους) και κοινωνική αναγκαιότητα). Για τον Αλκιδάμα, λοιπόν, η ελευθερία του ανθρώπου συνιστά ένα φυσικό και αναφαίρετο δικαίωμα. Και όλα αυτά σε μια εποχή και σε μια Αθήνα όπου οι Πλάτωνας και Αριστοτέλης διατυμπάνιζαν το «φύσει» της δουλείας.
Δ. ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ
Η ελληνική κοινωνία του 5ου αιώνα π.Χ. κάτω από το βάρος των παραδόσεων και την πνευματική – ιδεολογική κηδεμονία του Πλάτωνα και Αριστοτέλη είχε αποδεχτεί τη φυσική υπεροχή των Ελλήνων σε σχέση με τους άλλους λαούς. Η αντίληψη αυτή εκφράστηκε με το αμφιλεγόμενο «πας μη Έλλην βάρβαρος» που για πολλούς συμπύκνωνε έναν υφέρποντα ρατσισμό (φυλετικό και κοινωνικό).
Ωστόσο, οι σοφιστές συγκρούστηκαν με την αντίληψη αυτή και διακήρυξαν πως η αντίθεση ανάμεσα στο φυσικό και θετό δίκαιο είναι η αιτία της κατάταξης των ανθρώπων σε ελεύθερους και δούλους, σε Έλληνες και βαρβάρους. Η υπέρβαση αυτή, που θεωρήθηκε και το πρώτο αντιρατσιστικό σάλπισμα, βρήκε έκφραση στη θέση του Αντιφώντα «φύσει πάντα πάντες ομοίως πεφύκαμεν και βάρβαροι και Έλληνες είναι…… αναπνέομεν τε γαρ εις τον αέρα άπαντες κατά το στόμα και κατά τας ρίνας και εσθίομεν χερσίν άπαντες».
Η παραπάνω θέση είναι η αρχή του ανθρωπισμού και ένα ισχυρό και παγκόσμιο ράπισμα κατά του ρατσισμού. Από τη θέση του σοφιστή Αντιφώντα εμπνεύστηκαν οι συντάκτες της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων των Ανθρώπων, άρθρο 2 «κάθε άνθρωπος δικαιούται να επικαλείται όλα τα δικαιώματα….χωρίς κανενός είδους εξαιρέσεις ως προς τη φυλή, το χρώμα, το φύλο, τη γλώσσα….».
Για να γνωρίσουμε, λοιπόν, σωστά το σύγχρονο πολιτισμό μας επιβάλλεται η επιστροφή στις απαρχές αυτού. Η αρχαία ελληνική σκέψη συνιστά το θερμοκήπιο του παγκόσμιου πολιτισμού και του ανθρωπισμού.
————–
ΙΔΕΟπολις