Τάσος Λιγνάδης: “Φειδωλός, δύσκολος, απροσπέλαστος” – Ποιος ήταν ο πατέρας του Δημήτρη Λιγνάδη
Νεφέλη Λυγερού
Ο Λιγνάδης είχε πρόσφατα εκμυστηρευτεί: «Ο πατέρας μου γάμ…ε τη ζωή και την υγεία του για τον έρωτα» – Ποιος ήταν ο Τάσος Λιγνάδης, γνωστός ιστορικός, φιλόλογος και άνθρωπος του θεάτρου και της διανόησης;
Σήμερα, ο ίδιος άνθρωπος κατηγορείται ότι αυτό που μπορεί να περιγραφεί μονάχα ως «απόλυτο κακό», βρισκόταν μέσα του. Ο «Μακμπέθ», βουτηγμένος στο αίμα, συμβολίζει έναν κόσμο ξεχειλισμένο από βία, ηδονή, κατάχρηση εξουσίας και παράνοια. Τα όρια μεταξύ καλού και κακού είναι δυσδιάκριτα, τη στιγμή που το κακό διαβρώνει τους πάντες και τα πάντα. «Καλύτερα να μην ήξερα ποιος είμαι, παρά να ξέρω τι έχω κάνει».
Ο ίδιος φαίνεται ακόμα να μην γνωρίζει ποιος είναι, αν κρίνει κανείς την ψυχραιμία, με την οποία αντιμετωπίζει τον επικείμενο όλεθρο που επέφεραν οι φερόμενες πράξεις του. Αμίλητος και ήρεμος διαβάζει το βιβλίο του, οργανώνει την υπερασπιστική του γραμμή, ενώ ένα τσουνάμι έχει ήδη καταπιεί την ύπαρξή του.
Προαπαιτούμενο για να προσεγγίσει κανείς μία ψυχή, πόσο μάλλον αλλοτριωμένη ψυχή, είναι η διάβαση ενός σκοτεινού λαβυρίνθου. Εκεί, δύσκολα βρίσκει κανείς τον προσανατολισμό του, στην προσπάθεια να βρει διέξοδο. Στην περίπτωση του Λιγνάδη, όλα συνηγορούν στο ότι παραδόθηκε συνειδητά στους δαίμονές του. Όπως ο ήρωας στο εμβληματικό έργο του Ντοστογιέφσκι «Έγκλημα και Τιμωρία» Ρασκόλνικωφ, ο οποίος επιδιώκει συνειδητά να υπερβεί τα ηθικά κοινωνικά όρια, καταπατώντας το νόμο.
Η υψηλή νοημοσύνη, η υπέρμετρη φιλοδοξία και η αλαζονεία συνδυάστηκαν για να χειριστεί δύο παράλληλες ζωές: η μία στο λαμπερό φως και η άλλη χαμένη στο απόλυτο σκοτάδι. Μέχρι προ μερικών ημερών. Γνωστοί του υποστηρίζουν πως δύο γεγονότα αναδύονται ως κομβικά. Το πρώτο είναι ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του, όταν εκείνος ήταν 25 ετών. Το δεύτερο μία απόπειρα δολοφονίας εναντίον του.
Ο πατέρας του ήταν ο Τάσος Λιγνάδης, ιστορικός, φιλόλογος και άνθρωπος του θεάτρου και της διανόησης. Γεννημένος στην Αθήνα αρθρογραφούσε, δίδασκε σε ιδιωτικά σχολεία, διετέλεσε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, καθώς και διευθυντής της Εκπαιδευτικής Τηλεόρασης της ΕΡΤ. Ως κριτικός θεάτρου ασκούσε τεράστια επιρροή. Η λέξη «εγγύηση» στα κείμενά του, θεωρούνταν ισάξια με οποιοδήποτε βραβείο ερμηνείας. Οι ηθοποιοί έτρεμαν την παρουσία του στις παραστάσεις τους, στις οποίες συχνά πυκνά τον συνόδευε και ο νεαρός Δημήτρης.
Απέκτησε δύο γιούς και τους μύησε από νωρίς στα βιβλία, στους τραγικούς, στην αξία της γλώσσας και της υψηλής παιδείας. Τους γνώρισε την σημασία του θεατή, του λόγιου, του κριτικού, της ποίησης και της λογοτεχνίας: ευαγγέλιό τους τα πονήματά του για τον Ελύτη, τον Γκάτσο, το Αρχαίο και το Ευρωπαϊκό Θέατρο, τον Λόρκα, τον Χουρμούζη.
Ο ίδιος παρακολουθούσε από πολύ κοντά την πρόοδο των παιδιών του, τα οποία φοιτούσαν στο σχολείο που εκείνος εργαζόταν. Σε αυτό το σχολείο είχε γνωρίσει και την σύζυγο και μητέρα των παιδιών του. Εκείνη ήταν γραμματέας. Ως πατέρας, απαιτούσε την ακαδημαϊκή διάκριση, την αριστεία, ενώ συγχρόνως μύησε από νωρίς τα παιδιά σε μία αυστηρά δομημένη καθημερινότητα.
Φειδωλός στα μπράβο του, ήταν δύσκολος άνθρωπος, απροσπέλαστος. Απαιτητικός δάσκαλός και όχι χαρωπός μπαμπάς. Και τί δάσκαλος, δάσκαλος του γένους! Ίσως λόγω εκείνου, ο Λιγνάδης απέκτησε τον πρώτο του μέντορα στο πρόσωπο του εξαιρετικά δύσκολου και σχεδόν κακιασμένου Αλέξη Μινωτή.
.
Ο ρόλος του πατέρα
Η προσωπική ζωή του πατέρα Τάσου Λιγνάδη ήταν επίσης περίπλοκη και αντιφατική, αφήνοντας βαριά την σκιά της και στους δύο γιούς του σε ιδιαίτερα τρυφερή ηλικία. Τα παιδιά μεγάλωσαν με την μητέρα τους, αλλά με τον πατέρα να βάζει την σφραγίδα του στην ψυχοσύνθεσή τους. Ο ίδιος ο Λιγνάδης είχε πρόσφατα εκμυστηρευτεί. «Ο πατέρας μου γάμ…ε τη ζωή και την υγεία του για τον έρωτα».
Από την άλλη, ο ίδιος εμπνέεται από τον πατέρα του και ασπάζεται την φιλοδοξία του, την στοχοπροσήλωσή του και το πάθος του για γρήγορη ανέλιξη. Πίσω από μία εκλεπτυσμένη ελαφρότητα και αποενοχοποιημένη απόρριψη της σοβαροφάνειας, κρύβεται ο υπολογιστικός εαυτός του παρελθόντος. Στοχεύει την κορυφή και βιάζεται στον δρόμο του προς αυτήν.
Ο θάνατος του Τάσου Λιγνάδη και μάλιστα τη στιγμή της ουσιαστικής ενηλικίωσης του γιού του, ήταν για τον Δημήτρη ένα τραύμα. Συγχρόνως, σηματοδότησε και μία απελευθέρωση. Ο ίδιος είχε εξομολογηθεί ότι ο θάνατος του πατέρα του κατέστησε δυνατή και την φύγή του από τον κόσμο των «πρέπει» που εκείνος είχε θέσει.
Μέχρι τότε διατηρούσε την σχέση που είχε συνάψει με μία συμμαθήτριά του από τα μαθητικά του χρόνια. Λίγο αφότου ο πατέρας του έφυγε από την ζωή, άλλαξε ρότα, αφήνοντας τον εαυτό του να ακολουθήσει το δικό του σκοτεινό δρόμο. Έχει σιχαθεί να «είναι σωστός». Είναι σαν να επιστρέφει και έκτοτε να μην φεύγει ποτέ από μία παρατεταμένη εφηβεία που ουσιαστικά δεν βίωσε ποτέ.
Με το πέρασμα των δεκαετιών εδραιώνει έναν «παλιμπαιδισμό», όπως τον έχει χαρακτηρίσει ο ίδιος. Παραδεχόταν συχνά ότι δεν είναι εύκολο να ζεις σαν έφηβος, εγκλωβισμένος στο σώμα ενός μεσήλικα. Ο θάνατος του πατέρα του τερματίζει τον «αστικό στραγγαλισμό», όπως ο ίδιος έχει πει και από το «ποιoς έπρεπε να είναι» περνάει στο «ποιoς στην πραγματικότητα ήταν». Σταδιακά, αλλά σταθερά θρυματτίζει όχι μόνο τα κοινωνικά πρέπει, αλλά απεμπολεί και τα ηθικά.
Έτσι κι αλλιώς, ο φόβος του θανάτου ανήκει στα ανυπέρβλητα υπαρξιακής φύσεως ζητήματα. Όταν, όμως, κάποιος έρχεται κατάματα αντιμέτωπος με τον δικό του θάνατο, το σοκ είναι μεγάλο. Αυτό συνέβη το 2002 στο Δημήτρη Λιγνάδη, στα 38 του χρόνια, έπειτα από ένα επεισόδιο που τον οδήγησε στην εντατική.
Ήταν ένα από τα πράγματα που μπορούσε να αλλάξει τον ρου της ζωής του ηθοποιού, ο οποίος απέφευγε να μιλήσει γι’ αυτό ακόμα και σε στενά του άτομα. Ο αδελφός του και δύο κολλητοί του στάθηκαν στο πλευρό του, γνωρίζοντας λεπτομέρειες. Κανένας άλλος, αν και δεκάδες ήταν οι γνωστοί και συνεργάτες που έσπευσαν να τον στηρίξουν τότε.
Ο ηθοποιός απέφευγε συστηματικά να μιλήσει για το περιστατικό. Στον περίγυρό του γνώριζαν ότι ήταν θέμα ιδιαίτερα ευαίσθητο για εκείνον. Από την άλλη, στις σπάνιες περιπτώσεις που αναγκαζόταν να μιλήσει, περιέγραφε πώς αιφνιδιάστηκε γυρνώντας στο σπίτι που διέμενε την εποχή εκείνη, στη διασταύρωση Ιθάκης και Επτανήσου στην Κυψέλη.
Ένας άνδρας τον οποίο ουδέποτε κατανόμασε, υποστηρίζοντας ότι δεν τον είδε, είχε κρυφτεί στα σκοτάδια, περιμένοντάς τον να επιστρέψει. Όταν εκείνος επιχείρησε να ανοίξει την πόρτα του με το κλειδί δέχτηκε απανωτές μαχαιριές. Ποιoς ήταν ο δράστης; Ποιo ήταν το κίνητρό του; Σιωπή.
Οι φήμες ακόμα και εκείνης της εποχής έκαναν λόγο για ένα μεγαλύτερο άνδρα, έναν εξοργισμένο πατέρα. Ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν και η υπόθεση πέρασε στη λήθη. Το περιβάλλον του, όμως, γνώριζε ότι η επίθεση εκείνη σχετιζόταν με κάποιο τρόπο με την προσωπική ζωή του Λιγνάδη.
Το παρ’ ολίγον θύμα απέφευγε και να μιλήσει για τον θύτη. Αντιθέτως, μιλούσε για τη διάσωσή του, τις στιγμές πριν χάσει τις αισθήσεις του, αλλά κυρίως την αίσθηση που αποκόμισε κατά την παραμονή του στο νοσοκομείο. Ο Λιγνάδης έχει πει ότι είχε νοιώσει πως του είχε δοθεί μία νέα ευκαιρία στη ζωή. Όπως αποδείχθηκε, στο μυαλό του αυτή η ευκαιρία δεν ήταν ευκαιρία για αλλαγή πλεύσης. Ήταν απόφαση ότι θα απολαύσει τη ζωή του, όπως εκείνος επιθυμούσε.
Η εμπειρία εκείνη του προκάλεσε μία αίσθηση ότι ήταν άτρωτος, αλώβητος ακόμα και από τον θάνατο. Συνήθιζε, μάλιστα, να δείχνει τα σημάδια, περήφανος για τη νικηφόρα εκείνη μάχη με τον θάνατο. Η εμπειρία εκείνη, κατά ένα περίεργο τρόπο δεν τον μπόλιασε με φόβο, αλλά με την αλαζονεία ότι τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει. Μία αμετροέπεια, κάτι σαν παράσημο μάχης.
«Αφέθηκα απόλυτα ελεύθερος. Ακόμα και ο ψυχαναλυτής μου, μονάχα δύο πράγματα μου συνέστησε να αποφύγω: τη φυλακή και το φόνο». Αυτά είναι λόγια του ίδιου του Δημήτρη Λιγνάδη, όταν περιέγραφε σε φίλους τη ζωή του και την ελευθεριότητα που την χαρακτήριζε.
Πλέον, τα στοιχεία που έχουν έρθει στη δημοσιότητα σκιαγραφούν μία βαθιά παρεκκλίνουσα και αρρωστημένη ζωή. Τότε, όμως, παρ’ ότι οι σεξουαλικές προτιμήσεις του και η εμμονή του με τη νεότητα αποτελούσε κοινό μυστικό, εκείνος μπορούσε δίχως να γίνεται ποτέ συγκεκριμένος, να υμνεί την αντισυμβατικότητα, την απέχθεια απέναντι στα «πρέπει» και την αποενοχοποίηση των «θέλω».
Αυτό που στην πραγματικότητα έκανε, ήταν να περιγράφει εμμέσως πλην σαφώς την σκοτεινή όχθη της ζωής του. Δηλαδή, το πότε και το πώς αφέθηκε συνειδητά στους δαίμονές του. Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι αναμετρήθηκε και με τα δύο πράγματα που τον είχαν συμβουλεύσει να αποφύγει. Στο παρελθόν επιχείρησαν να τον σκοτώσουν και αυτή τη στιγμή βρίσκεται αντιμέτωπος με τη Δικαιοσύνη για τα απεχθή εγκλήματα που του προσάπτει.
Όπως και να έχει, ο ίδιος αφέθηκε να βυθιστεί ακόμα πιο βαθιά στην άβυσσο της ύπαρξής του. Τόσο βαθιά που εντέλει όλα δείχνουν ότι θα ηττηθεί από το τέρας, στο οποίο είχε συνειδητά παραδοθεί, αφού, όμως, όλα αυτά τα χρόνια -όπως όλα δείχνουν- σκόρπισε στο διάβα του αναρίθμητα ανεπούλωτα τραύματα σε σώματα και κυρίως σε ψυχές.