“Η αυτοκρατορία του Επιθέτου” γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος
«Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν
εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμε’ εμείς
ελληνικός καινούριος κόσμος»
Ο Κ. Καβάφης για να εξυμνήσει τα θαυμαστά επιτεύγματα της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου και των Ελλήνων χρησιμοποιεί σε ασύνδετο σχήμα έξι επίθετα (θαυμάσια, νικηφόρα, περίλαμπρη, περιλάλλητη, δοξασμένη, απαράμιλλη). Έτσι ο αναγνώστης μέσα από τα επίθετα κατανοεί το μέγεθος της επιτυχίας των Ελλήνων και νιώθει ότι συμμετείχε και ο ίδιος σε αυτήν την εκστρατεία.
Η παρουσία τόσων επιθέτων δίπλα σε ένα ουσιαστικό συνιστά για την καβαφική ποίηση και τεχνοτροπία ένα υφολογικό ξάφνιασμα. Κι αυτό γιατί ο αλεξανδρινός ποιητής, ενώ τον χαρακτηρίζει η εκφραστική λιτότητα και η πεζολογία, στο ποίημα αυτό «Στα 200 π.Χ.» πλεονάζουν τα επίθετα και το ρητορικό έως στομφώδες ύφος. Ανιχνεύεται μία «πατριωτική» καυχησιολογία και έπαρση για τις επιτυχίες του Ελληνισμού των Ελληνιστικών χρόνων. Αυτή η καβαφική «παρέκκλιση» συνιστά για την ποίησή του μία μη – κανονικότητα.
Ουσιαστικό και Επίθετο
Ο Ρίτσος στην εξορία συμβούλευε τον Τίτο Πατρίκιο – καθ’ ομολογίαν του ίδιου σε ραδιοφωνική συνέντευξη – να αποφεύγει τα πολλά και «συσσωρευμένα» επίθετα σε ένα ποίημα, γιατί έτσι αντί να «ομορφαίνουν» το ποίημα το αποδυναμώνουν νοηματικά και αισθητικά. Το επίθετο από τη φύση του ασκεί μία εξουσία κι έναν αυστηρό έλεγχο στο ουσιαστικό που συνοδεύει.
Εξάλλου πάντοτε ανάμεσα στο Ουσιαστικό και στο Επίθετο υπήρχε μία αντιπαλότητα. Η εξουσιαστική παρουσία του Ουσιαστικού και του Ρήματος σε μια πρόταση εξακοντίζει το Επίθετο σε έναν διακοσμητικό ρόλο. Στην πρόταση χωρά και χρησιμοποιείται (το επίθετο) μόνον όταν ο συγγραφέας θέλει να κοσμήσει με διάφορες ιδιότητες το ουσιαστικό. Γι’ αυτό και ο όρος «κοσμητικό επίθετο».
Πολλές φορές το ουσιαστικό ορφανεύει χωρίς το επίθετο, ενώ αποκτά άλλο νόημα και περιεχόμενο, όταν το συντροφεύει ένα πετυχημένο επίθετο, όπως: σμαραγδένια ακρογιαλιά, μυρωδάτη άνοιξη αλλά και σκληρή πέτρα, πικρή σκλαβιά. Και όλα αυτά γιατί το κοσμητικό επίθετο με έναν μυστηριώδη τρόπο προβιβάζει και αναβαθμίζει αισθητικά το «στεγνό» ουσιαστικό σε ένα άλλο επίπεδο, όπως: «σκληρός άνεμος», «μακάριον χώμα», «ουράνιο βλέμμα», (Κάλβος).
Η αντιμαχία
Η αντιμαχία Ουσιαστικού και Επιθέτου διαφαίνεται σε πολλά κείμενα, όταν ο συγγραφέας επιλέγει άλλοτε να προηγείται το ουσιαστικό του επιθέτου (το σύνηθες) κι άλλοτε να προηγείται για έμφαση το επίθετο, όπως: Ο αγώνας ήταν σκληρός, Η σωστή απάντηση. Σαρωτική, όμως, είναι η επικράτηση του επιθέτου όταν το ουσιαστικό παραλείπεται και το υποκαθιστά το κατάλληλο επίθετο, όπως: Προηγούνται οι ηλικιωμένοι (άνθρωποι), φάνηκε και ο χαρούμενος (νέος).
Η εκδίκηση, ωστόσο, του επιθέτου είναι πιο σκληρή όταν αυτό το ίδιο γίνεται ουσιαστικό και το γκρεμίζει από τον θρόνο του. Είναι τα γνωστά ουσιαστικοποιημένα επίθετα, όπως: Γνωρίζω τέλεια την Αγγλικήν, Αυτό το καλοκαίρι θα πάμε στο εξοχικόν, Η τηλεόραση θα δείξει απευθείας τον τελικό ποδοσφαίρου. Η ανωτερότητα του επιθέτου διαφαίνεται κι από το γεγονός πως αυτό έχει τρεις βαθμούς κλιμάκωσης της ιδιότητας που θέλει να προσδώσει: Θετικός, Συγκριτικός, Υπερθετικός και τα γνωστά παραθετικά του επιθέτου, π.χ.: ταχύς, ταχύτερος, ταχύτατος ή «Σοφός μεν Σοφοκλής, σοφώτερος δ’ Ευρυπίδης, ανδρών δ’ απάντων σοφώτατος Σωκράτης».
Το επίθετο στοιχείο ταυτότητας
Εξίσου, όμως, σημαντικός είναι ο ρόλος του επιθέτου στον προσδιορισμό της ταυτότητας ενός ουσιαστικού και ιδιαίτερα όταν αυτό είναι πρόσωπο. Είναι τέτοια η σύνδεση και η σχέση με αυτό που χωρίς το επίθετο δε θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε ή να το καταλάβουμε. Για παράδειγμα κανείς δεν λέει πως ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος (272-337 μ.Χ.) θέσπισε το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ., αλλά ο μέγας Κωνσταντίνος. Τα παραδείγματα είναι πολλά και αναδεικνύουν τον καθοριστικό ρόλο του επιθέτου στην άμεση κατανόηση κάποιου στοιχείου (πρόσωπο, γεγονός…): Ιβάν ο τρομερός, Μέγας Αλέξανδρος, Ιωάννης ο βίαιος, Οδυσσέας ο πολυμήχανος, Ιουλιανός ο παραβάτης, Οκτωβριανή επανάσταση, Ψηφιακή εποχή, Εικονική πραγματικότητα, Αριστείδης ο δίκαιος.
Πολλές φορές, βέβαια, το επίθετο αδικεί το πρόσωπο, αλλά αυτό είναι έργο των ιστορικών και όχι του επιθέτου. Κανείς, δηλαδή, δεν μπορεί να μιλήσει για τον Ιουλιανό χωρίς το «παραβάτης», που τον αδικεί για την λατρεία του προς τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Το επίθετο «δίκαιος» ακολουθεί πάντα τον Αριστείδη υποδηλώνοντας την ποιότητα και το ήθος του Αθηναίου πολιτικού.
Μια άλλη παράμετρος της δύναμης του επιθέτου είναι και αυτή που σχετίζεται με επίθετα που παράγονται από κάποιο πρόσωπο. Κάποια ουσιαστικά προσδιορίζονται σημασιολογικά απόλυτα από το επίθετο αυτής της κατηγορίας. Τα παραδείγματα είναι πολλά, όπως Ιώβειος υπομονή, Σισύφειο έργο, Αχίλλειος πτέρνα, Πύρρειος νίκη, Καφκικό κλίμα… Σε αυτήν την περίπτωση κάθε επίθετο εμπεριέχει ένα ιδιαίτερο νοηματικό φορτίο και χρειάζεται καλή γνώση της πηγής.
Το επίθετο ως αιτία σύγκρουσης
Πολλές φορές η συνειδητή ή άστοχη χρήση κάποιου επιθέτου προς άλλο πρόσωπο μπορεί να προκαλέσει ρήξη στις διαπροσωπικές σχέσεις, να πυροδοτήσει το πολιτικό κλίμα, να επιφέρει κοινωνικές συγκρούσεις ή ακόμη και να δυναμιτίσει τις διακρατικές σχέσεις. Γνωστοί είναι οι χαρακτηρισμοί με απαξιωτικά επίθετα μεταξύ των Αγαμέμνονα και Αχιλλέα (κερδαλεόφρον, κύδιστος, οινοβαρές) αλλά και του Τραμπ με τον ηγέτη της Β. Κορέας (άνθρωπος πύραυλος, γεροξεκούτης…).
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του επιθέτου περιβόητος που χρησιμοποιείται με διπλή σημασία, θετική και αρνητική. Αντίθετα ο όρος διαβόητος έχει αρνητική σημασία καθώς δηλώνει αυτόν που είναι γνωστός για την κακή του φήμη και το έργο του (διαβόητος ληστής, διαβόητος δικτάτορας/ περιβόητο σχολικό επίδομα, περιβόητη λίστα Λαγκάρντ).
Η δύναμη, λοιπόν, του επιθέτου δεν ανευρίσκεται μόνο σε αυτό που μας συνοδεύει στην Ταυτότητα (Όνομα – Επώνυμο) αλλά και σε πολλά επίπεδα του λόγου μας – προφορικού και γραπτού. Γι’ αυτό κρίνεται αναγκαία η σωστή και φειδωλή χρήση του. Εξάλλου κατάγεται από ρήμα με «εχθρική διάθεση», το Επιτίθεμαι.
——————
ΙΔΕΟπολις