«Άγριες Μέλισσες»: Ο σκηνοθέτης Λευτέρης Χαρίτος μιλά για τη σειρά – φαινόμενο, τον κινηματογράφο και τις πλατφόρμες
Κωνσταντίνος Καϊμάκης
Συναντήσαμε τον Λευτέρη Χαρίτο για μικρό χρονικό διάστημα καθώς το μεγαλύτερο μέρος της εβδομάδας βρίσκεται στα γυρίσματα της σειράς του Ant1 «Αγριες μέλισσες», του προγράμματος που καθηλώνει καθημερινά στoυς τηλεοπτικούς δέκτες εκατομμύρια θεατές. Μιλήσαμε μαζί του για όλα όσα αφορούν τον σημερινό πολιτισμό της κινούμενης εικόνας και φυσικά προσπαθήσαμε να διερευνήσουμε τους λόγους που οι «Αγριες μέλισσες» είναι απίστευτα καθηλωτικές και εθιστικές.
Αυτή την εποχή σε πετυχαίνω σε γυρίσματα για τις «Αγριες μέλισσες». Είναι γι’ αυτό τον κύκλο;
Ναι, φυσικά. Γυρίζουμε τα επεισόδια της φετινής σεζόν. Μη φανταστείς ότι υπάρχει μεγάλη χρονική απόσταση από το γύρισμα μέχρι την πρώτη προβολή του εκάστοτε επεισοδίου. Είναι πιεστικοί οι χρόνοι για ένα σίριαλ που έχει τέσσερα νέα επεισόδια κάθε εβδομάδα.
Θα υπάρξει κι άλλος κύκλος;
Αυτό είναι το καυτό θέμα για μας τούτη την εποχή. Δεν έχει αποφασιστεί ακόμη αν θα υπάρξει συνέχεια ή θα μπουν οριστικά τίτλοι τέλους αυτήν τη σεζόν.
Πώς εξηγείς την επιτυχία της σειράς;
Αν με ρωτούσες πέρυσι, μπορεί να είχα άλλη απάντηση. Οσο περνά ο καιρός τα σκέφτεσαι τα πράγματα λίγο διαφορετικά. Νομίζω ότι υπάρχουν δύο επίπεδα. Το ένα είναι το προφανές: είναι μια καλογραμμένη ιστορία με ολοκληρωμένους χαρακτήρες και εξαιρετικό καστ – νομίζω ότι αυτοί είναι οι δύο πυλώνες της επιτυχίας, συν την προσοχή που δώσαμε στο κομμάτι της εικόνας. Και στη φωτογραφία και τη σκηνογραφία και στα κοστούμια. Οσο γίνεται με τον πανικό μιας καθημερινής σειράς πετύχαμε να έχουμε προσεγγίσει σε ικανοποιητικό βαθμό εκείνο που μπορούμε να κάνουμε. Το δεύτερο επίπεδο έχει να κάνει με την εικόνα μιας Ελλάδας που έχουμε ωραιοποιήσει και ηρωοποιήσει σε μεγάλο βαθμό μέσα μας, όπως για παράδειγμα έχει γίνει με τις ταινίες του Φίνου. Αυτές είναι οι αναφορές που έχουμε. Δεν έχουμε κάτι άλλο. Αν δεις κάτι ντοκιμαντερίστικο εκείνης της εποχής, δεν έχει καμιά σχέση με την εικόνα που αποτυπώθηκε σε εκείνα τα φιλμ, καθώς κυριαρχούσαν η στέρηση, η πείνα, οι πολιτικές εντάσεις. Οταν αποφασίσαμε να κάνουμε τη σειρά συμφωνήσαμε να δείξουμε την εποχή εκείνη όπως ακριβώς ήταν. Βέβαια, οι «Μέλισσες» δεν είναι ντοκιμαντέρ· υπακούνε στις ανάγκες της τηλεοπτικής μυθοπλασίας και αυτός είναι ακόμη ένας λόγος για την επιτυχία τους.
Τι αντιδράσεις έχεις από τον κόσμο όταν μαθαίνει ότι είσαι ο σκηνοθέτης της σειράς;
Μου κάνει εντύπωση ότι οι περισσότεροι που έχουν ζήσει εκείνη την εποχή μου λένε ότι βλέποντας τη σειρά συνειδητοποιούν πως έτσι ακριβώς ήταν η κατάσταση τότε.
Είναι ο Έλληνας νοσταλγός του παρελθόντος και των δραμάτων εποχής;
Θεωρώ πως ναι. Σε όλους αρέσουν τα δράματα εποχής. Είτε ταινίες είτε σειρές. Είναι παγκόσμιο trend. Είναι η σύγχρονη ματιά στις παλιές ιστορίες που συγκινεί τον θεατή. Ολα τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται η σειρά και κυρίως τα φεμινιστικά δεν θα μπορούσε κάποιος να τα θίξει τη δεκαετία του ’60. Η θέση της γυναίκας στην οικογένεια, στα επαγγελματικά, στην κοινωνία δεν μπορούσε να αναδειχτεί πλήρως εκείνα τα χρόνια μέσα από το σινεμά ή την τηλεόραση. Πλέον είναι η κατάλληλη εποχή. Ειδικά αυτό που συμβαίνει σήμερα με το ελληνικό #ΜeΤoo και τη Σοφία Μπεκατώρου ταιριάζει ιδανικά στο στόρι των «Μελισσών» όπου υπάρχει ένα ανάλογο θέμα βιασμού και κακοποίησης γυναικών. Η απονομή δικαιοσύνης, που είναι το θέμα της σειράς αυτό το διάστημα, έχει ταιριάξει εντελώς τυχαία με αυτά που παρακολουθούμε στην ειδησεογραφία σήμερα. Είναι κάπως σαν να μην πέρασε μια μέρα και κάποιες γυναίκες το αντιλαμβάνονται αυτό πολύ πιο έντονα. Μια ιστορία που διαδραματίζεται στις «Μέλισσες» πριν από αρκετές δεκαετίες επαναλαμβάνεται ανατριχιαστικά σήμερα. Στην ουσία δεν έχει αλλάξει τίποτε. Οπότε υπάρχει γενικά αυτή η σύγχρονη ματιά σε παλιά ζητήματα.
Οταν σου πρότειναν να κάνεις τις «Μέλισσες» ποια συστατικά θεώρησες ότι πρέπει να έχει η δική σου σκηνοθετική ματιά;
Ηξερα από την αρχή ότι το βάρος θα πέσει στο κάστινγκ. Πρέπει να είναι καλοί οι ηθοποιοί (ασχέτως αν είναι γνωστοί ή άγνωστοι) για να στηρίξουν τους καλογραμμένους χαρακτήρες. Δεν με ενδιέφερε να είναι απαραίτητα τηλεοπτικοί. Αυτό είναι το πρώτο που σκέφτηκα. Για μια καθημερινή σειρά που απαιτεί δεκαπέντε και δεκαέξι σελίδες σεναρίου να γυρίζονται μέσα σε μια ημέρα –γυρίζουμε σχεδόν δύο μεγάλου μήκους ταινίες κάθε εβδομάδα– θα έπρεπε να υπάρχουν τόσο καλοί ηθοποιοί που να τα βγάζουν άνετα πέρα με τον ρόλο τους. Μετά ήθελα να υπάρχει μια προσεγμένη εικόνα, κάτι για το οποίο μέχρι πρότινος δεν υπήρχε μεγάλη μέριμνα στην ελληνική τηλεόραση. Σε λίγες και ακριβές παραγωγές έχει δοθεί έμφαση στην εικόνα. Πόσο μάλλον σε μια καθημερινή σειρά, καθώς αυτό μάλλον θεωρούνταν πολυτέλεια.
Οπότε προσωπικά με ενδιέφερε να γυριστεί με όρους καθαρής μυθοπλασίας. Η εικόνα με ενδιέφερε πολύ και από εκεί και πέρα ήθελα οι συνεργάτες μου να μπορούν να υποστηρίξουν το όραμα αυτό. Ολο αυτό το κομμάτι του production design στηρίχτηκε σε ικανότατους και έμπειρους ανθρώπους, όπως η ενδυματολόγος Γιούλα Ζωιοπούλου που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, ο σκηνογράφος Αντώνης Χαλκιάς, ο φωτογράφος Βαγγέλης Κατριτζιδάκης που είχε δουλέψει στο «Νησί» κ.ά. Προσέξαμε πολύ το τεχνικό κομμάτι για να πετύχουμε κάτι καλύτερο με τις συνθήκες που είχαμε. Και με ενδιέφερε να μη φαίνεται η σκηνοθεσία. Να είναι διακριτική. Εκ των πραγμάτων σε μια σειρά τόσων επεισοδίων δεν γίνεται διαφορετικά. Ισως κάποιες σκηνές πολύ ιδιαίτερες (π.χ. φόνοι, θάνατοι κ.λπ.) που έχεις και λίγο χρόνο παραπάνω να μπορείς να τις φροντίσεις λίγο περισσότερο. Οπότε θεωρώ πως η υπογραφή του σκηνοθέτη είναι στο κάστινγκ και στις αισθητικές επιλογές.
Λευτέρη, έχεις κάνει και σινεμά. Θεωρείς ότι αφηγηματικά η τηλεόραση σου δίνει μεγαλύτερες δυνατότητες απ’ ό,τι ο κινηματογράφος;
Οχι, δεν νομίζω. Και αυτό επειδή οι σκηνοθέτες στην τηλεόραση είναι πιο απόντες απ’ ό,τι στο σινεμά. Οι ταινίες, καλώς ή κακώς, είναι του σκηνοθέτη. Στην τηλεόραση ο σεναριογράφος και οι ηθοποιοί θεωρούνται πιο σημαντικοί από τον σκηνοθέτη. Γι’ αυτό δεν ξέρουμε ποιοι είναι οι σκηνοθέτες στις τηλεοπτικές σειρές. Οταν μπήκαν στην τηλεόραση κάποια μεγάλα ονόματα, τότε μόνο μάθαμε ότι ο Φίντσερ έκανε αυτό ή ο Σκορσέζε το άλλο. Ο κινηματογράφος εξακολουθεί να είναι τέχνη, όχι όμως και η τηλεόραση. Ο χρόνος έχει να κάνει με αυτό. Το γεγονός ότι μέσα σε 90 ή 100 λεπτά με κάποιον τρόπο δίνεις μια αφήγηση είναι κάτι ιδιαίτερο. Είναι ελάχιστες στην ιστορία οι σειρές που θα λέγαμε ότι είναι σημαντικά έργα κάποιου σκηνοθέτη. Και αυτό επειδή τον σκηνοθέτη τον ξέραμε ήδη. Οπως στην περίπτωση του Φασμπίντερ όταν έκανε το «Berlin Alexanderplatz» ή του Λιντς με το «Twin Peaks». Αυτό δεν το αναφέρω ως αρνητικό. Είναι γεγονός.
Η εδραίωση της πλατφόρμας ποιες συνέπειες θα έχει για την τηλεόραση αλλά και τον κινηματογράφο;
Κυρίως άλλαξε ο τρόπος που βλέπουμε τηλεόραση. Εκτός από τον πήχη που ανέβηκε πολύ ψηλά, είναι καθοριστική η νέα συνθήκη «όποτε θέλω βλέπω ό,τι θέλω». Η νέα ελευθερία που δίνει στον χρήστη είναι κάτι επαναστατικό. Οι «Μέλισσες» βέβαια κάπου σπάνε αυτήν τη νέα συνήθεια καθώς 2.000.000 θεατές δίνουν ραντεβού κάθε βράδυ στις 10 για να δουν το νέο επεισόδιο. Αυτό είχε καιρό να συμβεί με τα νέα δεδομένα – τα ριάλιτι δεν τα μετράω γιατί δεν έχουν μυθοπλασία. Με τη ζωή και το καθημερινό τρέξιμο είναι μια λύση όλο αυτό. Αλλάζει ο τρόπος διανομής μαζί με πολλά ακόμη.
Με την πανδημία πλέον μαζευόμαστε όλοι στην τηλεόραση για να μας φέρει φρέσκα πράγματα από όλο τον πλανήτη. Γίνεται ένα event και πάλι η τηλεόραση. Με την έννοια ότι περιμένω πώς και πώς να βγει η αγαπημένη μου σειρά ή μια ταινία που θέλω να δω οπωσδήποτε. Το Netflix έχει καταφέρει κυρίως να δώσει όλη αυτήν τη νέα πραγματικότητα. Η κατάσταση με το «Ρόμα» που μπορούσαμε να δούμε ταυτόχρονα στο σινεμά και στην τηλεόραση ήταν σοκαριστική για τα δεδομένα ενός σινεφίλ. Ολα πάντως είναι ρευστά και αλλάζουν διαρκώς. Δεν ξέρω πού θα κάτσει η μπίλια. Ολο αυτό το πράγμα θα μαζευτεί σε πέντε εξι κολοσσούς. Είναι η Amazon, η Apple, αλλά προς στιγμή μόνο το Netflix έχει καταλάβει τον πλανήτη. Το ερώτημα είναι αν μπορεί κάτι τοπικό, μια πλατφόρμα με ελληνικό περιεχόμενο π.χ., να επιβιώσει σε αυτές τις συνθήκες.
Και με το σινεμά τι βλέπεις να γίνεται;
Δεν μπορώ να προφητέψω τι θα γίνει. Είναι μεγάλη η κρίση πάντως. Κακά τα ψέματα, ο κορονοϊός έχει κάνει μεγάλη ζημιά και κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει την επόμενη μέρα. Υπάρχει ένα οικονομικό δεδομένο αλλά δεν έχει να κάνει με τις πλατφόρμες. Ο κινηματογράφος τέχνης μοιάζει να ψιλοπεθαίνει. Και το λέω με θλίψη γιατί είμαι φανατικός σινεφίλ που μπορεί να ψάξει να βρει ταινίες ενός νέου σκηνοθέτη από την άλλη άκρη της γης. Δυστυχώς αυτές οι ταινίες είχαν προ πολλού πάψει να απασχολούν το ευρύ κοινό. Οι πλατφόρμες ίσως είναι η λύση για το καλλιτεχνικό σινεμά. Οικονομικά αυτό είναι βατερλό γιατί αυτό το είδος σινεμά είναι επιδοτούμενο. Αν πάψουν αυτές οι επιδοτήσεις, θα συνεχίσουν να γυρίζονται τέτοιες ταινίες; Αυτό είναι ένα θέμα και δικαίως υπάρχει ανησυχία στους κινηματογραφιστές. Γι’ αυτό και υπάρχουν η κινητικότητα ακόμη και εδώ με την Ακαδημία, η συσπείρωση του χώρου κ.λπ. Οι μεγάλοι σταρ, ο Σκορσέζε, ο Κουαρόν, οι Κοέν θα συνεχίσουν να κάνουν φιλμ, αλλά αυτό δεν λέει κάτι. Αυτοί είναι η αφρόκρεμα.
Η άποψή σου για την ελληνική τηλεόραση άλλαξε μετά τις «Μέλισσες»;
Γενικά αγαπώ την τηλεόραση. Θεωρώ ότι είναι ένα μέσο που αν χρησιμοποιηθεί σωστά, μπορεί να κάνει θαύματα. Κυρίως επειδή έχεις πρόσβαση σε πάρα πολλούς ανθρώπους. Θα σου απαντήσω μέσω αυτού που έζησα με τις «Μέλισσες». Αυτό που προσπάθησα να κάνω είναι να αισθάνεται ο θεατής καλά. Να μπορεί να δει κάτι ο οποιοσδήποτε χωρίς να θεωρεί ότι τον κοροϊδεύουν. Ηθελα να σεβαστώ εκείνο που μου ζητήθηκε να κάνω χωρίς να σκεφτώ πρώτα τον εαυτό μου. Το ίδιο έκανα και με το ντοκιμαντέρ, το «Dolphin man». Δεν είχα κάποια προσωπική ανάγκη να ικανοποιήσω. Για μένα είναι βασικό στοιχείο της δουλειάς μου η επικοινωνία με το κοινό. Μου αρέσει να μπαίνει κάποιος στην αίθουσα ή να βλέπει κάτι σπίτι του και να το ευχαριστιέται. Και να μην ντρέπομαι που το έχω κάνει. Αν π.χ. πέσει το μάτι μου κάποιο βράδυ τυχαία σε κάποιο επεισόδιο, δεν θέλω να βρω μια αστοχία ή ευκολία και να ντραπώ γι’ αυτό.
Σου έχει συμβεί να βρεις κάποια λάθη σε παλιά επεισόδια των «Μελισσών»;
Τα λάθη τα ήξερα κι όταν τα γύριζα, αλλά δεν ήταν τόσο σημαντικά ή χοντρά. Μάλλον δεν υπάρχει λάθος ή σωστό. Απλώς κάποια πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν καλύτερα. Είτε από άγνοια είτε από πίεση χρόνου δεν τα γλιτώσαμε.
Βρίσκεις διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κύκλου;
Οι «Μέλισσες» του 2020 είχαν μια παράξενη νεωτερικότητα. Αυτό που λένε ότι τα άστρα μάς θέλανε. Μόλις χτες λέγαμε με μια συνεργάτιδά μου πως η επιλογή των «Μελισσών» μάς γλίτωσε από δεκάδες ατυχίες και κακοτοπιές. Σαν να κάναμε κάτι πολύ καλό στη ζωή μας και αυτό μας επιστρέφεται με τις «Μέλισσες» μαζεμένο.
Είναι βασικός τελικά ο παράγοντας τύχη;
Δεν ξέρω. Ισως. Πολλά πάντως στη ζωή μας είναι θέμα επιλογών που επηρεάζονται από ένα ποσοστό τύχης.
Πώς αντιμετωπίζεις την αναγνωρισιμότητα;
Προς το παρόν δεν είμαι της κατηγορίας Διδασκάλου ή Στάνκογλου. Μπορεί να ξέρει το όνομά μου κάποιος, αλλά ως εκεί. Απλώς άμα με συστήσουν κάπου και με συνδέσουν με τις «Μέλισσες» εισπράττω μια μικρή συμπάθεια επειδή το προϊόν από μόνο του δεν σε παραπέμπει σε κάτι κακό. Δεν είναι φυσικά ένα αριστούργημα τέχνης αλλά μια τηλεοπτική σειρά. Πάντως η αναγνωρισιμότητα δεν είναι κάτι κακό. Η αλήθεια είναι ότι και στη γειτονιά μου που με ξέρουν κανείς δεν ασχολείται. Το πολύ πολύ να με ρωτήσουν τι γίνεται παρακάτω.
Ποιο είναι το επόμενο βήμα σου;
Περιμένω να δω αν οι «Μέλισσες» θα τελειώσουν ή όχι. Επειδή και η χώρα βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο πρέπει να σκεφτώ προσεκτικά τις επόμενες επιλογές μου. Δεν θα ξανακάνω καθημερινή σειρά. Το έκανα και το χάρηκα, αλλά, όχι, δεν θα το ξανακάνω. Θα ήθελα να ακολουθήσω κάτι πιο δικό μου. Οχι κατ’ ανάγκη ταινία, αλλά κάτι που θα ξεκινήσω εγώ. Μια πολύ καλή σειρά ίσως. Φυσικά και με ενδιαφέρει να κάνω ταινία και φυσικά θα ξανακάνω ντοκιμαντέρ που το αγαπάω πολύ.
Αν δεν ήσουν σκηνοθέτης, τι δουλειά θα έκανες;
Τώρα τελευταία το σκέφτομαι συχνά αυτό. Παλιά θα έλεγα φυσικομαθηματικός. Αυτό που έχω καταλάβει μέσα από τη σκηνοθεσία είναι πως δεν με ενδιαφέρει τόσο το καλλιτεχνικό κομμάτι όσο η επαφή με τους ανθρώπους. Ο σκηνοθέτης άλλωστε πρέπει να έχει το χάρισμα της επικοινωνίας με τους ανθρώπους.
Το σινεμά το ανακάλυψες μέσω του πατέρα σου, του κριτικού κινηματογράφου Δημήτρη Χαρίτου;
Σίγουρα με επηρέασε, αλλά πιο πολύ με δοκίμαζε. Βλέπαμε πολλές ταινίες βέβαια. Στα 15 μου πιο πολύ ήξερα ταινίες παρά τις είχα δει, με την έννοια ότι ήξερα τα πάντα για το σινεμά και όχι μόνο. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που ήταν της κουλτούρας. Βλέπαμε πάντως τα πάντα και όχι μόνο Μπέργκμαν ή Ταρκόφσκι. Ο πατέρας μου είναι λάτρης του κινηματογράφου και όχι σινεφίλ. Μαζί είδαμε τον «Ιντιάνα Τζόουνς», το «Star wars» και το «Εξκάλιμπερ» αλλά και τη «Θυσία». Ηταν ένα πράγμα που με δοκίμαζε αλλά το καταλαβαίνω τώρα που κάνω κάτι αντίστοιχο με τον γιο μου που είναι δεκατριάμισι.
Τι του βάζεις να δει;
Τα πάντα. Μαγεύτηκε τις προάλλες με το «Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ» ή με τον «Σιωπηλό μάρτυρα» του Χίτσκοκ. Αν με ρωτήσεις τι σκέφτομαι να του βάζω, πάντα στην Αμερική πάει ο νους μου για μια ωραία κλασική μυθοπλασία.
Το «Cobra Kai» το είδε;
Όχι ακόμη. Εγώ ναι. Άλλωστε το «Καράτε Κιντ» ήταν η αγαπημένη ταινία της εφηβείας μου. Το είχα δει 17-18 φορές.