Λογοτεχνία

Γιάννης Καισαρίδης “Ω λέλε 2019 – 2020”

—–

2019 Ω λέλε

Κατέβηκα κάτω πρωί πρωί. Γενέθλια του Χριστάκη∙ 19 Δεκεμβρίου. Πριν μπω, να ’σου έβγαινε από μέσα ο Σούλης. Είχε πάει στον αδερφό του. Του λέω έλα να δεις πού είναι ο Χριστάκης.

«Ω λέλε!» φώναξε ο Σούλης, μόλις βρεθήκαμε μπροστά του. Μετά σιωπή. «Απέναντι από το ποτάμι∙ πώς αλλιώς;», είπε κάποια στιγμή. Κι αργότερα: «Ο Χρίστος, ο Χριστάκης, με πέρασε απέναντι. Θυμάμαι τη μέρα που με ανέβασε στο τρίκυκλο! Πεντέξι χρονών ήμουνα. Με σήκωσε, με κάθισε στη σέλα, έβαλε το κλειδί και γύρισε τη μίζα. Μεμιάς, κόκκινο και πράσινο λαμπάκι άναψαν πάνω στο καντράν! Τρελάθηκα! Τόσον καιρό έβλεπα τον πατέρα σου να καβαλάει, να βάζει μπρος, ν’ ανάβουν κείνα τα λαμπάκια (κι αν ήταν νύχτα, άλλο πράμα!), να φεύγει, να ’ρχεται∙ τόσον καιρό έβλεπα από κάτω – τώρα ήμουν επάνω, τα έβλεπα όλα στα ίσα – τι ίσα∙ από ψηλά! Ανέβηκα επίπεδο ’κείνη τη μέρα, έπιασα το τιμόνι! Κι όταν αργότερα τον είδα στο ποτάμι να πιάνει τον σταυρό, ε, εκεί, τότε, άναψαν μέσα μου όλα τα χρώματα! Άλλαξε η ζωή μου, λες και κατάλαβα ποιος είμαι, τι θέλω να κάνω και πώς…»

«Ω λέλε!» φώναξα κι εγώ. Για τον πατέρα μου… για τον Σούλη… για τον αδερφό του…

Δεν μας έκανε καρδιά να φύγουμε.

……………………….

2020 Ω λέλε

Κάτω πρωί πρωί. 19 Δεκεμβρίου∙ γενέθλια του Χριστάκη.

Πριν μπω, καμιά εικοσαριά γυναίκες κι άντρες αλβανικής καταγωγής περιμένουν το λεωφορείο των γραμμών τους. Πάνε να κάνουν στην πατρίδα τους Χριστούγεννα. Πίσω τους ακριβώς, στα πρώτα κυπαρίσσια, τα τελευταία αγγελτήρια θανάτου – κοίτα να δεις, τρεις-τέσσερις πινέζες πώς μπόρεσαν κι απέτρεψαν την ύστατη απόπειρα δραπέτευσης προς έναν πράσινο ουρανό!

«Στον μπαμπά πας;» ρωτάει μια μόλις που ακούστηκε ανδρική φωνή – από τους αναχωρούντες; Από τους αναχωρήσαντες προσφάτως; Κουνάω τρομαγμένος το κεφάλι ναι. «Ο Χρίστος μ’ έβγαλε στην πιάτσα, όταν ήρθα. Καλός άνθρωπος, καλός!», συνεχίζει η φωνή. «Πώς το έκανε έτσι το λουλούδι;» διαμαρτύρεται μια γυναικεία .

Με έπιασε τότε το παράπονο, πλησίασα, κατέβασα τη μάσκα και, έτοιμος να σπάσω, είπα την ιστορία με την ανθοπώλισσα στους άρτι αφιχθέντες κάτω – στους μπόγους – στα δέντρα – στις βαλίτσες – στα πουλιά – στους αναχωρούντες…: «… “δεν το περιποιήθηκες, ούτε το τύλιξες”, της λέω, …κι ύστερα, πάτα-κιούτα, το έκανε σαν τα μούτρα της».

Πίκρα ασβέστη τού σοβά, τότε η φωνή ενός οστέινου: «Ω λέλε! Από τους πεθαμένους τρώει ψωμί».

«Όλοι», σαν να ψιθύρισαν αναχωρήσαντες και αναχωρούντες.

Πιο πέρα, ακούει το ποτάμι και φουσκώνει.

…………………………..

Το διήγημα του Γιάννη Καισαρίδη δημοσιεύεται για πρώτη φορά

Ο πίνακας που συνοδεύει το κείμενο είναι της Εύας Αμνιώτη

banner-article

Ροη ειδήσεων