Γιάννης Καισαρίδης. Ταγμένος στο εργαστήρι της γραφής, της τέχνης και της μνήμης / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Υπάρχουν εκείνοι που μεγεθύνουν το είδωλό τους κοιτάζοντας στον καθρέφτη κι εκείνοι, που στον ίδιο καθρέφτη, δεν βλέπουν το δικό τους είδωλο, αλλά τη βασανιστική διαδρομή, για ν’ απεικονίσουν τη ζωή μέσα από την τέχνη ή να την κάνουν καλύτερη στην πόλη τους για το σήμερα και το αύριο. Στους δεύτερους ανήκει ο Γιάννης Καισαρίδης.
Εκείνο που τον χαρακτηρίζει σ’ αυτήν την πολύχρονη διαδρομή πνευματικής δημιουργίας είναι το πάθος της έκφρασης. “Το πιο δυνατό πάθος μου, το πάθος της έκφρασης, στάθηκε μια ανεξάντλητη πηγή δυστυχίας για μένα. Ας είναι…”
Κι αν αυτό το πάθος της έκφρασης βρήκε διέξοδο στη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και το θέατρο, με το ίδιο πάθος δόθηκε στο όραμα να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη της πόλης του, της Βέροιας, με τους αγώνες που κάνει μαζί με ‘κείνους που είναι δίπλα του στην “Κίνηση Πολιτών Κυριώτισσας – Ουτοπία”.
Απόφοιτος του Παντείου, της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ και της Δραματικής Σχολής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος συνεχίζει ανήσυχος. Συγγραφέας τεσσάρων βιβλίων, μ’ ένα Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας – και όλοι ξέρουμε πόσο σπάνιο και δύσκολο είναι να δοθεί ένα τέτοιο βραβείο στην επαρχία – με ταινίες μικρού μήκους και για χρόνια ολόκληρα με έντονη θεατρική παρουσία στην πόλη μέσα από την ομάδα του “Διόνυσος”.
Αν θα έπρεπε να υπάρξει μια λέξη χαρακτηριστική γι αυτόν, αυτή θα ήταν η λέξη σεμνότητα. Όμως έτσι δεν θα έπρεπε να είναι ένας εργάτης του πνεύματος; Εκείνος που είναι πραγματικά ταγμένος στο εργαστήρι της γραφής, της τέχνης και της μνήμης;
Ο Γιάννης Καισαρίδης μιλά στη Φαρέτρα για τον κόσμο των παιδικών του χρόνων, όπου βρίσκει κανείς γοητευτικές εικόνες μιας πόλης που χάθηκε, για τις νεανικές του ανησυχίες και πάνω απ΄όλα για το πάθος της έκφρασης, που βρήκε το δρόμο της μέσα από πολύμορφα κανάλια.
” … Το πιο σπουδαίο δεν είναι ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας ονειροπολώντας μια άλλη πιο ενδιαφέρουσα, αλλά να κάνουμε να λαλήσει τούτη η ζωή, όπως μας δόθηκε… Σ’ αυτή τη δική μας ζωή, την αναφαίρετη και μοναδική, που δίνει χυμό στα έργα μας και τα κάνει όμοια με μας, πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε το θαύμα”.
Γιάννης Καισαρίδης “Αποτομή”
…………………………………………..
Διαβάζοντας κανείς την «Αποτομή», το τελευταίο σου βιβλίο, Γιάννη, ένα οικογενειακό παλίμψηστο και ταυτόχρονα μια λαϊκή τοιχογραφία του τόπου, έχει στα χέρια του πολλά στοιχεία, που συνθέτουν την προσωπικότητά σου. Εδώ, όμως, απλά, θα ήθελα να κουβεντιάσουμε για τα πρώτα χρόνια που σε διαμόρφωσαν, για τις πρώτες καθοριστικές προσλαμβάνουσες.
Ευχαριστώ τη «Φαρέτρα» σου για το ενδιαφέρον. Μεγάλωσα στο νοτιοανατολικό άκρο της πόλης, μια περιοχή τότε μαγική αλλά και σκληρή. Ελάχιστα σπίτια, κυρίως προσφύγων, πολύ δύσκολες οι συνθήκες. Οι οικονομικές δυνατότητες της οικογένειάς μου, περιορισμένες. Γύρω όμως η φύση οργίαζε, νερά κυλούσαν παντού, «κοτσιφάκια λάλα» κατέβαιναν με το πρώτο χιόνι να συλλέξουν τις τελευταίες «χαμάδες» από τις παρακείμενες ελιές, για να παγιδευτούν ανυποψίαστα στα δίκτυα που έστηνε -σαν τον γερο-Φερετζέλη στο διήγημα «Έρωτας στα χιόνια» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη- ένας γείτονας…, παίζαμε – ατέλειωτο παιχνίδι…, κολυμπούσαμε στο Αλιάκμονα…, την Άνοιξη, κάτω από τα πόδια μας, στα χρώματα του σούρουπου τού κάμπου οι ροδακινιές, αυτές που κάποια κατοπινά καλοκαίρια θα άρμεγαν μέρες της νιότης μας …
Ο βιοπαλαιστής πατέρας μου ήταν ένας πολύ ταλαιπωρημένος άνθρωπος. Από τα 7 χρόνια του χωρίς μάνα, από τα δεκαπέντε χωρίς πατέρα, να του πετάνε το κρεβάτι από το σπίτι του ετεροθαλούς αδελφού του, να κοιμάται έξω, δίπλα στα νερά της Μπαρμπούτας, να βρίσκει καταφύγιο στη θεία Ελευθερία, που μάζευε όλα τα ορφανά της οικογένειας, παρότι πάμφτωχη χήρα και με πολλά παιδιά… Αυτοκινητιστής αργότερα, μεταφορέας, τρίκυκλο, να μην του δίνουν άδεια άσκησης επαγγέλματος λόγω κοινωνικών φρονημάτων… Από την άλλη είχα την τύχη να βρίσκομαι συχνά , εξαιτίας του επαγγέλματός του, στην παλιά Λαϊκή Αγορά της Βέροιας, εκεί ήταν η πιάτσα των «τρικυκλάδων», Φιλίππου και Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κυψέλη, επαγγελμάτων – φωνών – συμβάντων… Και δίπλα ο κινηματογράφος «Πάνθεον». Μαγεία! Ένας άλλος κόσμος-φως πάνω σε μία οθόνη αίθουσας σκοτεινής…
Στο δε 10ο Δημοτικό σχολείο η υπέροχη δασκάλα Ιουλία Παρασκευοπούλου λες και με πήρε από το χέρι: γράφαμε τότε Ημερολόγιο κι έγραψα μια μέρα για τη γέννηση του μικρότερου αδελφού μου. Δεν ξέρω γιατί, της άρεσε πολύ, με ενθάρρυνε. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα. Μας κούρευαν για τιμωρία στο σχολείο, μας έδερναν, μας έστελναν στο σκοτεινό υπόγειο του σχολείου να φέρουμε ξύλα. Και η Ιουλία, η σεπτή, μου προσέφερε κίνητρο, ζωή. Μου έδειξε κάτι καινούριο. Μέσω της γραφής.
Στο σπίτι δεν υπήρχαν βιβλία αλλά ιστορίες, αφηγήσεις, τις οποίες ακούγαμε συνέχεια. Από τη μια ηρωικές: για τον πατέρα του πατρός μου, που τον αποκεφάλισαν οι ταγματασφαλίτες, και για τον πολυαγαπημένο αδελφό του, που χάθηκε αντάρτης στα βουνά, τα σώματά τους δεν εβρέθησαν ποτές… – κι απ’ τη μεριά της μάνας μου ιστορίες υπερφυσικών-μεταφυσικών διαστάσεων: στα έγκατα του πατρικού της, παλαιά κατοικία του τούρκου μπέη, το στοιχειό -ο τεράστιος οικουρός όφις- φύλαγε το καζάνι με τις λίρες! Να ονειρεύονται τον θησαυρό…, δαιμόνια και ξωτικά με τη μορφή του ανέμου να αρπάζουν τη μονάκριβη αδελφούλα της…
Τα πρώτα βιβλία έφερε στο σπίτι ο γοητευτικότατος εξάδελφος: καταφτάνει -το ’71 με ’72;- από την Αθήνα με μια φλορέτα στολισμένη, κουβαλώντας βιβλία! Εικονογραφημένες συλλογές υπέροχων παραμυθιών και η αλληλογραφία του Παύλου Μελά με τη σύζυγό του Ναταλία. Τον θυμάμαι να μιλάει με τους γονείς μου δίπλα στην αναμμένη σόμπα εκείνη τη νύχτα κι εγώ να καταβροχθίζω τα βιβλία. Σκεφτείτε: ένα παιδί που δεν τελείωσε το σχολείο, που έδρασε για ένα διάστημα, από τα λίγα χρόνια της ζωής του (χάθηκε στα 27 του), στις παρυφές της παρανομίας, έφερε τα πρώτα βιβλία!
Και σιγά σιγά άρχισαν οι επισκέψεις στη Δημόσια Βιβλιοθήκη, αλλά, πάνω από όλα, εκείνα τα χρόνια της εφηβείας, Γυμνάσιο και Λύκειο, στους κινηματογράφους της πόλης.
Φοιτητικά χρόνια. Πάντειο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα και στη συνέχεια Αριστοτέλειο, στη Φιλοσοφική του Σχολή. Όμως και σπουδές στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Πώς συνδυάζονται όλα αυτά; Τι είδους ανησυχίες καθρεφτίζουν οι επιλογές σου;
Το Πάντειο προέκυψε από τη βαθμολογία μου. Ευτυχώς ήμουν πολύ καλός στην Ιστορία και, μάλλον, έγραφα μέτριες προς καλές Εκθέσεις. Βρίσκομαι, λοιπόν, στην Αθήνα και δέκα φορές φτάνω στα σκαλιά του Θεάτρου Τέχνης και διστάζω να τα κατεβώ. Μόλις όμως τελειώνω τη σχολή και ανεβαίνω στη Βέροια, σαν να πυροδοτείται κάτι μέσα μου και δίνω εξετάσεις στη Δραματική Σχολή τού ΚΘΒΕ. Και μπαίνω. Παράλληλα ξεκινάω σπουδές στη Φιλοσοφική σχολή, τμήμα Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών σπουδών.
Τι είδους ανησυχίες καθρεφτίζουν τις επιλογές μου; Αν μπορώ να μιλήσω γενικότερα (πέρα από σχολές και σπουδές), μία, διαρκής και αβάσταχτη, από τότε που πήγαινα κι έκλαιγα δίπλα στο κρεβάτι των γονιών κάθε φορά που το σκεφτόμουν: Γιατί πρέπει κάθε τι ζωντανό κι αγαπημένο να πεθαίνει (αν, εντέλει, πεθαίνει…);
Ξεκινάς ένα ταξίδι στον μαγικό χώρο του θεάτρου συμμετέχοντας σε κάποιες παραστάσεις του ΚΘΒΕ και του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας. Ποιες εμπειρίες έχεις από κείνα τα χρόνια;
Ήταν πολύ δύσκολες οι συνθήκες και στη Θεσσαλονίκη από κάθε άποψη. Ευτυχώς υπήρχαν οι φίλοι που με στήριζαν και τους ευγνωμονώ γι’ αυτό. Κυρίως ο Γιάννης Τροχόπουλος, ο Βασίλης Τενεκετζίδης, ο Χρήστος Κατσιγιάννης, ο συχωρεμένος ο Γιάννης Βουτσάς… Αλλά κι ο Νίκος Κοτζαδάμης…
Πρώτη θεατρική εμπειρία στο «Χοροθέατρο» τού ΚΘΒΕ, το διηύθυνε ο σπουδαίος Ντανιέλ Λομέλ, ξεχωριστός χορευτής πριν στην ομάδα του Μωρίς Μπεζάρ. Παράσταση-χοροθέατρο βασισμένη στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.
Παράλληλα οργανώνουμε για πρώτη φορά τον σύλλογο των σπουδαστών της Δραματικής σχολής. Συναντήσεις με τον τότε διευθυντή του Κρατικού, τον σπουδαίο Νίκο Χουρμουζιάδη, κατόπιν τέσσερις σπουδαστές κατεβαίνουμε στην Αθήνα να συναντήσουμε τη Μελίνα στο Υπουργείο, δεν τη συναντούμε, βεβαίως, αλλά μας υποδέχεται ο Μίνως Βολανάκης, σύμβουλος τότε της υπουργού, αυτός ο πολύ σπουδαίος θεατράνθρωπος. Με τι ευγένεια μας άκουσε και μας αντιμετώπισε! Και υλοποιήθηκαν και κάποιες από τις προτάσεις μας…
Το ’84 σκηνοθετεί στην κεντρική σκηνή τού ΚΘΒΕ τον «Γλάρο» του Τσέχωφ ο Διαγόρας Χρονόπουλος. Παράλληλα οργανώνει, όπως συνηθιζόταν τότε, θεατρικό σεμινάριο στη Δραματική σχολή. Έρχεται, μας μοιράζει ρόλους από την «Αυλή των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, αναλύει το έργο, ξεκινάμε πρόβες… Δύο πρόβες αργότερα με πήρε στον «Γλάρο», για να παίξω έναν μικρό ρόλο. Μεγάλη εμπειρία. Σπουδαίο επιτελείο. Νέοι αξιόλογοι ηθοποιοί, όπως η Φιλαρέτη Κομνηνού και ο Νίκος Σεργιανόπουλος, αλλά και έμπειροι μεγάλης αξίας, άγνωστοι ίσως στο πλατύ κοινό, όπως ο πολύ σπουδαίος, τεράστια θεατρική και όχι μόνον περσόνα, Κώστας Ματσακάς. Καρπός της εμπειρίας αυτής είναι το διήγημα «Το χρονικό μιας πρεμιέρας», που έδωσε και τον τίτλο στην πρώτη συλλογή διηγημάτων μου.
Όσο για την παρουσία μου στο ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας κατά το διάστημα ’85-’86, θα πω μόνον τούτο: η λίγα χρόνια αργότερα από το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας συμμετοχή μου στην Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, στη Θεσσαλονίκη, υπήρξε πολύ-πολύ πιο ενδιαφέρουσα καλλιτεχνικά και όχι μόνον…
Ιδρύεις, επιστρέφοντας στη Βέροια, με δικούς σου ανήσυχους ανθρώπους τον «Διόνυσο», που εντυπωσιάζει με τις παραστάσεις του, φέρνοντας στην πόλη έναν άλλο θεατρικό αέρα. Πώς γεννήθηκε αλλά και γιατί πέθανε ο «Διόνυσος»;
Ξεκινήσαμε με τον Αντώνη Στεφανόπουλο, ζωγράφο και σκηνογράφο εξαιρετικό. Αργότερα η προσπάθεια υποστηρίχτηκε και από άλλους ανήσυχους φίλους και συμπολίτες. Διαμορφώσαμε μια μικρή αίθουσα κατηφορίζοντας την Κεντρικής, στο ύψος του Οικονομικού Επιμελητηρίου. Από το ’93-’94 περίπου μέχρι την ανατολή του 2000. Παρουσιάσαμε έργα των Νικολάι Γκόγκολ, Τένεσσυ Ουίλιαμς, Φ. Γ. Λόρκα. Δημήτρη Κεχαΐδη – Ελένης Χαβιαρά…, σε θεατρική διασκευή κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη…. Εκδίδαμε έντυπο αφιερωμένο στον εκάστοτε θεατρικό συγγραφέα, έργο του οποίου ανεβάζαμε, οργανώσαμε λαϊκές γιορτές – τριήμερο στο ΣΤΑΡ για τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο – τις εκδηλώσεις «Τέχνης και Λόγου εν Βερροία». Μουσικές βραδιές με τον Νίκο Ζιώγαλα, τον Σούλη Λιάκο… Δύσκολες οι συνθήκες και δυσβάσταχτο το οικονομικό βάρος. Κλείσαμε-«τελειώσαμε» με το «Τέλος του παιχνιδιού» του Σάμιουελ Μπέκετ. Εγκαταλείψαμε το κτίριο υπό άσχημες συνθήκες. Μόλις που προλάβαμε να σώσουμε μέρος του βεστιαρίου
Δόθηκες με πάθος στο θέατρο. Το σπούδασες, το έζησες, το γνωρίζεις. Πώς βλέπεις τη σημερινή θεατρική πραγματικότητα. Η επίμονη αναζήτηση του «καινούριου» σε βρίσκει σύμφωνο;
Αν πεισθώ ότι υπάρχει κάτι που προβάλλει την ουσία του έργου ή αναδεικνύει νέες διαστάσεις του, άμεσα ή έμμεσα, αν προκαλεί σκιρτήματα στον νου, στις αισθήσεις, τότε το δέχομαι. Οι προς εντυπωσιασμόν νεωτερισμοί δεν με ενδιαφέρουν. Από την άλλη, τα πράγματα αναπόφευκτα προχωρούν, αλλάζουν. Ποιο το καινούριο που έρχεται, κανείς δεν ξέρει, συχνά ούτε αυτός που το προσ-φέρει. Ας του δώσουμε την ευκαιρία να ακουστεί, να εκφραστεί. Ας κάνει και η δημιουργικότητα και η επινοητικότητα τα δικά της λάθη. Τόσα και τόσα ξεπερασμένα πασχίζουν διαρκώς και λυσσαλέα οι επιτήδειοι κρατούντες να συντηρήσουν.
Το 1997 εκδίδεται η πρώτη συλλογή διηγημάτων σου με τίτλο «Χρονικό μιας πρεμιέρας», εκδόσεις Εξάντας. Πότε και πώς ξεκινά για σένα η περιπέτεια της γραφής;
Όπως ίσως οι περισσότεροι άνθρωποι, άφηνα από μικρός γραπτά σημάδια (την ημερομηνία κάποιου συμβάντος, ένα ερώτημα, δύο στίχους αφελείς) αλλά πάντα σε απόκρυφα σημεία: πίσω από καθρέφτες, μες στα ντουλάπια, εντός του ηχείου της κιθάρας. Εντός της κασετίνας, τι είχαμε πει για τον φίλο που έφυγε στην Αμερική. Πολύ-πολύ αργότερα επανήλθα. Σιγά-σιγά όλο και πιο συχνά, πιο συστηματικά. Κάποια στιγμή ο αρχαιολόγος Θανάσης Παπαζώτος, ο υπέροχος αυτός σεβίζων άγγελος της πόλης, που δυστυχώς χάθηκε νεότατος, είδε κείμενά μου. Και πήρε την πρωτοβουλία να τα στείλει στη Μάγδα Κοτζιά των εκδόσεων Εξάντας. Κι έτσι ξεκίνησαν όλα. Δίχως το ενδιαφέρον του, τίποτε δεν θα είχε γίνει.
Ο Θανάσης Παπαζώτος αφιερώθηκε στην πόλη μας. Αφοσιώθηκε. Τα μοναδικής αξίας βιβλία του για τη Βέροια, οι σημαντικότατες έρευνές του… Του αξίζει αιώνια τιμή και μνήμη. Νομίζω πως, εάν είχε προλάβει, δεν θα επέτρεπε ποτέ εκείνες τις κρίσιμες στιγμές των μέσων του ’90 να μετατραπεί η κηρυγμένη ως «ιστορικός τόπος» περιοχή της Κυριώτισσας σε άντρο της νυχτερινής διασκέδασης, που ευτέλισε κάθε έννοια του Ιερού και της Μνήμης, αλλά και του Δικαίου και του Νόμου. Και, βέβαια, την αξιοπρέπεια των κατοίκων της.
Η δεύτερη συλλογή «Συναντήσεις και ενοχές», Κέδρος 2000, είναι υποψήφια για το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και για το βραβείο του περιοδικού «διαβάζω». Η τρίτη όμως, με τον τίτλο «Μισάντρα», Κέδρος 2005, παίρνει το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας – σχεδόν παμψηφεί – και σαφώς είναι μια ασυνήθιστη διάκριση για έναν νέο συγγραφέα της επαρχίας. Αποτελεί δικαίωση για τη λογοτεχνική σου πορεία ή και βάρος για το επόμενο συγγραφικό σου βήμα;
Δικαίωση, όχι. Αλλά μία κάποια ικανοποίηση και χαρά, βεβαίως. Αλλά, κυρίως το δεύτερο, βάρος. Εξάλλου, στην Τέχνη, τι θα πει δικαίωση; Προχωράς. Αυτό είναι όλο. Προσπαθείς. Μεγάλους συγγραφείς δεν τους βράβευσαν ή δεν πρόλαβαν να δουν την έκδοση κάποιου βιβλίου τους… Ούτε μεγάλος συγγραφέας χρίζεσαι μέσω ενός βραβείου, ούτε ανοίγουν όλες οι πόρτες των εκδοτικών οίκων. Τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση δεν συνέβη αυτό. Τα βραβεία είναι βάρος.
Και έρχεται το τελευταίο σου βιβλίο, η «Αποτομή», Νησίδες 2016, για να οδηγήσει τον αναγνώστη σ’ έναν γοητευτικό προσωπικό χώρο, όπου κυριαρχεί το χρέος της μνήμης, δοσμένο μέσα σε μια ποιητική ατμόσφαιρα εικόνων και γλώσσας. Ο ρεαλισμός των αληθινών γεγονότων από τη μια και η μαγεία του ονείρου από την άλλη, πλέκονται αξεδιάλυτα, δίνοντας παράλληλα, πέρα από τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν, μια λαϊκή τοιχογραφία του τόπου μας, όπως είπα και στην αρχή. Πόσο δύσκολο ήταν να γραφεί ένα τέτοιο βιβλίο;
Κυρίαρχο θέμα του βιβλίου είναι η Αναζήτηση (κυριολεκτικώς ή μεταφορικώς). Ατέρμονη αναζήτηση. Σωμάτων, θησαυρού, σταυρού τα Φώτα στο ποτάμι, της αλήθειας, της γλώσσας και, εντέλει, της γραφής. Με δεσπόζουσα την αντίληψη πως «αφετηρία» και «τέλος» είναι πάντα το ίδιο, πως όλα υπόκεινται διαρκώς στη διαδικασία τού «επέστρεφε»: «Εις τόπον, ου οι χείμαρροι πορεύονται, εκεί αυτοί επιστρέφουσι του πορευθήναι», κατά τον Εκκλησιαστή.
Πέρα από τον Παπαδιαμάντη και τον Καβάφη – η παρουσία ειδικά του πρώτου είναι ολοφάνερη μέσα στις σελίδες του βιβλίου – υπάρχουν αντανακλάσεις και άλλων αγαπημένων συγγραφέων σου. Ποιοι είναι αυτοί και πώς καθόρισαν το παιχνίδι της γραφής σου;
Όλο το βιβλίο είναι ένα παιχνίδι. Ματαιοπονώντας και χαμένος από χέρι, μέχρι που προσπάθησα να σμίξω τον κόσμο γραφής του Τζόυς με αυτόν του Προυστ. Ύβρις, εκ μέρους μου. Σε άλλο σημείο μπαινοβγαίνει ο Ματωμένος γάμος του Λόρκα, αλλού δε ο ίδιος ο μεγάλος ποιητής. Άλλη ύβρις… Πέρα όμως από όλα αυτά, συχνά οι τέτοιου είδους, άστοχες εν πολλοίς, προκλήσεις και απόπειρες κάπου θα σε οδηγήσουν. Αν όχι σε πρώτο βαθμό, σε δεύτερο, στο βάθος του χρόνου. Αρκεί να θέλεις να ρισκάρεις. Ή, τουλάχιστον, να μην επαναλαμβάνεσαι.
Κι επειδή, σπάνια βλέπει κανείς μια τέτοια ποιητική γραφή στην πεζογραφία, σε απασχόλησε ποτέ η ποίηση ως αυθύπαρκτη μορφή έκφρασης μέχρι τώρα;
Μπορείς να γράφεις πεζό λόγο με μία λοξή ποιητική ματιά; Να αναδύεται η ιερή, μυστική διάσταση του χρόνου; Δεν χωράει παντού, το ξέρω. Ρίσκο μεγάλο, αλλά αξίζει τον κόπο.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια υπερπαραγωγή βιβλίων. Πιστεύεις πως ζούμε μια… «πολιτιστική άνοιξη» ή υπάρχει ευκολία πια στον τρόπο έκδοσης και ίσως μια υπερεκτίμηση δυνατοτήτων τους από τη μεριά των γραφόντων;
Όλα όσα αναφέρεις ισχύουν (η υπερπαραγωγή βιβλίων, βέβαια, έχει περιοριστεί πια, λόγω των οικονομικών συνθηκών). Αλλά ας ανθίσουν όλα τα λουλούδια…
Ανήσυχος καθώς ήσουν πάντα, μπήκες και στο χώρο του κινηματογράφου με μικρού μήκους ταινίες. Πώς βίωσες και βιώνεις τον χώρο;
Η περιπέτεια με τις ταινίες ξεκίνησε το 2004, όταν σκάρωσα το φιλμάκι «Μισάντρα», προσπαθώντας να παρουσιάσω το ομώνυμο βιβλίο μου και με τον τρόπο αυτό. Οι υπόλοιπες ταινίες μ.μ. δεν θα είχαν δημιουργηθεί, εάν δεν υπήρχε βοήθεια από τα μέλη της Κυριώτισσας. «Γκιουνέ» (βασισμένη σε κείμενο του Σούλη Λιάκου). «Ανασταίνοντας τον Άλλο∙ μνήμη και ιερό στην πόλη της Βέροιας» (το δράμα των εβραϊκής καταγωγής κατοίκων της πόλη μας), «Σημαδιακοί κι αταίριαστοι» (με θέμα το προσφυγικό ζήτημα), Τάρζαν και Ζόρρο (παιδικές αναμνήσεις από την Κυριώτισσα), «Κική Δημουλά – Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα∙ δεν έλυσα κανένα» (με αφορμή τη δεύτερη επίσκεψη της μεγάλης ποιήτριας στην πόλη μας, στη Δημόσια Βιβλιοθήκη).
Τελευταίες απόπειρες: η, στο στάδιο του μοντάζ ευρισκόμενη, μεγάλου μήκους «Αύγουστος στη Λωλαμάρου» (φίλοι βοηθούν τον παραπαίοντα Φίλιππο να μαζέψει τα (τελευταία της ζωής του;) ροδάκινα του κτήματός του, δίπλα από τις Σαραντόβρυσες μια αυγουστιάτικη μέρα του 1978) και η 50λεπτη «Πηγή είναι ο Λόγος» (έχει ανέβει στις 15 Νοεμβρίου 2020 στον κόμβο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης στο Youtube: ΕΔΩ ή ΕΔΩ.
Ο κινηματογράφος βρίσκεται πιο κοντά από κάθε άλλη τέχνη στο όνειρο. Ονειρεύεσαι με τα μάτια ανοιχτά έναν άλλον εν κινήσει κόσμο σε άλλο χρόνο. Η εικόνα-όνειρο-ταινία, που γεννήθηκε στο όνειρο (και πάλι) ενός ή πολλών και παίρνει σάρκα και οστά με τη βοήθεια πολλών, παραμένει εκεί αποτυπωμένη για πάντα. Και όλο αυτό είναι ένα ατέρμονο ταξίδι πάλης με τον χρόνο. «Σμιλεύεις τον χρόνο» κατά τον μεγάλο ποιητή-κινηματογραφιστή Αντρέι Ταρκόφσκι: η εικόνα ζει μες στον χρόνο, αλλά και ο χρόνος ζει μέσα της…
Το βίωμα «Πάνθεον», ίσως. Τετάρτη και Σάββατο ή Κυριακή βρισκόμουν εντός του. Στην είσοδο η εμβληματική φυσιογνωμία τού κυρίου Πυλορώφ (είναι ο ήρωας που προβάλλει επί σκηνής τις ταινίες –δηλαδή, αλλάζει τον χρόνο, μας μεταφέρει αλλού- στο κείμενό μου «Δρόμος με κεραμίδια»). Η στοά που οδηγούσε στον κινηματογράφο, είσοδος με τρόπο μαγικό σε άλλο κόσμο! Μέσα σε κάθε άνθρωπο υπάρχει εν σπέρματι αυτό που αναζητά ή, καλύτερα, αυτό που τον αναζητά. Αν επιτρέψουν οι συνθήκες, θα το βρει – δηλαδή, θα τον βρει….
Και ξαναγυρνάμε στον χώρο της μνήμης, που τον υπηρετείς με κάθε τρόπο και προπαντός με την «Κίνηση Πολιτών Κυριώτισσας», της συνοικίας σου με την παλιά διατηρητέα αρχιτεκτονική της και την ιστορία της. Πώς γεννήθηκε η ομάδα; Τι σας ενώνει;
Η πόλη μας, θα μπορούσε να ταξιδεύει κατοίκους και επισκέπτες, υπό το φως της ιστορίας και τη σκιά του μύθου, σε ένα υπέροχο ταξίδι μες στο χρόνο. Αντ’ αυτού:
-Καταστρέψαμε, κατεδαφίσαμε, εμείς, ή κρύψαμε βαθιά στη γη για πάντα σχεδόν τα πάντα
-οι χριστιανικοί ναοί το 1912, όταν εκδιώκεται ο Τούρκος ή λίγο πριν, είναι μάλλον 72 – μετά το 1970 είναι 46 ή 49; Ίσως να μην έχει συντελεστεί, εν καιρώ ειρήνης και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, μεγαλύτερη καταστροφή μνημείων πουθενά αλλού…,
-Εξαφανίσαμε τους δρόμους του νερού («Κάθε υγρό επί γης είναι μ ν ή μ η» γράφει ο μεγάλος Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης) και τους νερόμυλους…
-Ιστορικά κτίσματα της πόλης, αν δεν τα κατέστρεψαν, άλλαξαν κακώς και αδίκως τη χρήση τους (όπως το ιστορικό σχολείο της πόλης, νυν Δημαρχείο)…
-Κανένα από τα μοναδικής αξίας αρχοντικά παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της δεν αφήσαμε όρθιο. Κανένα. Ούτε το περίφημο σπίτι της οικογένειας του Δημητρίου Βικέλα δεν σεβαστήκαμε.
-Περιοχές ζωντανό σημείο αναφοράς και ανασυγκρότησης της συλλογικής μνήμης, και, μάλιστα, χαρακτηριστικές περιπτώσεις αναζήτησης της έννοιας του «Ιερού στην Πόλη», καθώς ο παραδοσιακός πολεοδομικός τους ιστός (κλειστά οικοδομικά «τετράγωνα» που δημιουργήθηκαν από την «εν σειρά» αμυντική διάταξη των λαϊκής αρχιτεκτονικής σπιτιών τους, στραμμένων προς τον εσωτερικό ελεύθερο χώρο, με εκκλησία εντός τους – σκεφτείτε: μόνον στην Κυριώτισσα υπάρχουν 11 βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία!), τις αφήσαμε να ρημάξουν ή τις παραδώσαμε στη λαίλαπα και τη χλεύη της ανεξέλεγκτης νυχτερινής διασκέδασης, παρότι ρητά απαγορεύεται η ανάπτυξη τέτοιου είδους χρήσεων και δράσεων εντός τους, βάσει του αυστηρού(;) νομικού πλαισίου που τις προστατεύει! Οι χρήσεις που επέτρεψαν οι αρμόδιοι φορείς και άρχοντες της πόλης να αναπτυχθούν εντός τους, διέλυσαν, σε όλα τα επίπεδα, την ουσιαστική φυσιογνωμία αυτών των μοναδικών περιοχών:
-καταστράφηκε ο κοινωνικός ιστός και ο τρόπος ζωής των περιοχών: οι κάτοικοι, μην αντέχοντας τις τόσο βίαιες ανατροπές στη ζωή τους, σύντομα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους και ό,τι σημαίνει αυτό (έχασαν την άμεση, βιωματικού και συγχρόνως μεταφυσικού χαρακτήρα, επαφή τους με την παρακείμενη εκκλησία), ξεριζώθηκαν…
-διαλύθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά η μοναδική αρχιτεκτονική φυσιογνωμία τους (πού είναι οι περίφημες «Απανοιξιές» της, πού είναι οι περίκλειστες αυλές της; Τι σχέση έχουν οι μαρμαροστρώσεις και πέτρες τύπου Καρύστου με την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία τους;)
-ασέβειες, χυδαιότητες κάθε είδους απέναντι στα μνημεία (ιεροί χώροι για πιστούς και ευσεβείς, κατέληξαν μπαρεκκλήσια) προσβάλλουν τον τόπο, τις μνήμες, τους ανθρώπους.
Ο Ν. Γ. Πεντζίκης (πάλι αυτός…), όταν έφερε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στην πόλη μας τον Γεώργιο Σεφέρη, στα βυζαντινά μνημεία πέριξ των οδών Έλλης & Κοντογεωργάκη τον οδήγησε. Αναλογιζόμενοι τη σημασία του γεγονότος αυτού, σκεφτείτε τι θα μπορούσε να προκαλέσει η ουσιαστική, σε πνευματικό αλλά και πρακτικό επίπεδο, «αξιοποίησή του», εάν η παιδεία μας και οι «ανάγκες» μας ήταν διαφορετικές ή, έστω, εάν οι έως τώρα κρατούντες δεν εκινούντο προς εντελώς αντίθετη κατεύθυνση… Τελευταίο(;) δυσάρεστο παράδειγμα, η αρνητική στάση, ή/και η σιωπή, της πόλης, στην προ ολίγων ετών πρόταση της Αρχαιολογικής υπηρεσίας (κατ’ εμέ, αρνητική στάση και προς το πρόσωπο της προϊσταμένης της υπηρεσίας, δυστυχώς,) για την «οριοθέτηση – ανα-οριοθέτηση αρχαιολογικού χώρου Βεροίας».
Μυήθηκα στον μυστικό και ιερό κόσμο της Κυριώτισσας από τη σύντροφό μου Μαίρη Τσίγκα, κάτοικο μια ζωή της περιοχής, και την ευγνωμονώ γι’ αυτό το μαγικό ταξίδι. Θεωρήσαμε, λοιπόν, καθήκον μας να υπερασπιστούμε όσο μπορούμε τον τόπο, όταν άρχισε να πολιορκείται, για να μην αλωθεί. Έτσι προέκυψε η «Κίνηση Πολιτών για την Αρχαιολογική και την Αισθητική προστασία της Κυριώτισσας», ανεξάρτητη ομάδα ενεργών πολιτών, δίχως κομματική, οικονομική ή άλλη υποστήριξη, μια ακτιβιστική πρό(σ)κληση, βασισμένη εξ ολοκλήρου στην αρχή του εθελοντισμού, που αγωνίζεται από την πρώτη στιγμή μέχρι σήμερα να προστατεύσει την περιοχή, καθώς και να αναδείξει τον ουσιαστικό χαρακτήρα της. Τα προβλήματα της Κυριώτισσας έχουν απασχολήσει πολλές φορές όλους τους εμπλεκόμενους δημόσιους φορείς και, βέβαια, τις δικαστικές αρχές, αλλά και τα αρμόδια όργανα της Ε.Ε. Λοιδορηθήκαμε, απειληθήκαμε, συχνά προδοθήκαμε, κανένας θεσμός της ελληνικής κοινωνίας που κόπτεται για τα ό σ ι α και τα ι ε ρ ά δεν μας συμπαραστάθηκε δημόσια και εμπράκτως, αλλά συνεχίζουμε.
Τι μας ενώνει; Η σύνθεση φωτός της Κυριώτισσας.
Στη μικρή αίθουσα που φτιάξατε μόνοι σας και την ονομάσατε δονκιχωτικά «Ουτοπία» – έναν χώρο που αποπνέει τη θαλπωρή σπιτιού – είδαμε να κατοικεί ο πολιτισμός, απλός και ουσιώδης, μακριά από την κακογουστιά και τη γκλαμουριά, που δυστυχώς έχει επικρατήσει. Πόσο η πόλη αλλά και η πολιτεία έχουν καταλάβει τους στόχους και τη δουλειά σας; Ανταποκρίθηκαν;
Πρωταρχικός στόχος υπήρξε αυτό ακριβώς που τόσο εύστοχα ορίζεις: επιχειρούμε -μεταξύ των άλλων δράσεων, στα πλαίσια της Κίνησης Πολιτών Κυριώτισσας- να εκφράσουμε την αγωνία-αγώνα μας (για την καλλιέργεια και την ανάδειξη της συλλογικής Μνήμης μέσω της αδιάσπαστης συνέχειας και ενότητας ενός τόπου – της Κυριώτισσας) κ α ι με απόπειρες καλλιτεχνικές, που έχουν όμως πάντα στο κέντρο του ενδιαφέροντός τους τον Άνθρωπο. Όχι με θεαματικές ενέργειες και «σκηνοθεσίες», παρά λιτά, ταπεινά, εντός μέτρου ανθρωπίνων, καθημερινών, διαστάσεων, δηλαδή, αυτό που βλέπεις ή επιχειρείς είναι από σένα αλλά και για σένα, προσωπικά, τον κάτοικο, ότι είμαστε μαζί, μέλη αυτού που συντελείται στη σκηνή, στο χαρτί, στο εργόχειρο, ότι όλοι μπορούν να είναι -και είναι- δημιουργοί εν δυνάμει, ενισχύοντας, παράλληλα, το «αίσθημα της συλλογικότητας» – αν χαθεί η «κοινότης» και αντικατασταθεί πλήρως από το μοναχικό κυνήγι του κέρδους, είμαστε καταδικασμένοι.
Η πολιτεία δεν έχει ασχοληθεί μαζί μας. Μέλη της πόλης προσπαθούν. Η σε όλα τα επίπεδα υποστήριξη των μελών μας κρατά την Ουτοπία ζωντανή ακόμη.
Επειδή σε νιώθω να περιπλανιέσαι στους μυστικούς κήπους της γραφής, της τέχνης και της μνήμης, πώς θα όριζες αυτές τις τρεις τόσο σημαντικές λέξεις για σένα;
Η μνήμη του καθενός είναι η μόνη και μοναδική περιουσία του, (για να μιλήσω και πάλι δια στόματος Αντρέι Ταρκόφσκι), ο μαγικός, ονειρικός μυστικός κήπος κάθε ανθρώπου, όπως επιχειρώ να πω στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μου «Αποτομή». Αυτή μας θρέφει, μας οδηγεί, αλλά και αυτή μας προστατεύει (ή συχνά μας καταστρέφει). Μέγιστη ίσως προσφορά μας επί της γης θα μπορούσε, ί σ ω ς, να είναι η προσπάθειά μας να αναδείξουμε, υλοποιήσουμε, προστατεύσουμε ό,τι ιερό της μνήμης τού ΑΛΛΟΥ. Αν μπορούσαμε να τείνουμε χείρα βοηθείας υλοποίησης των αγνών, αθώων, ιερών, εν πολλοίς, ονείρων των συνανθρώπων μας. Η Τέχνη συχνά διαθέτει το ακριβό αυτό προνόμιο.
Και τώρα, κάτω από τις νέες συνθήκες, που απρόσμενα υποχρεωθήκαμε να ζούμε, που μας αφαιρούν τόσα που είχαμε και χάσαμε, τι βλέπεις εσύ, ο εργάτης του πνεύματος;
Μες στο δυστοπικό παρόν της πανδημίας, όπου όλα έχουν ανατραπεί με τον πλέον τραγικό τρόπο, (θάνατος, φόβος, απομάκρυνση από τον άλλον), έγινε φανερό -και όσοι θέλουν να το δουν, το βλέπουν- πως ο ιερότερος όλων αγώνας είναι αυτός: σεβασμός και προστασία τής αξιοπρέπειας της ανθρώπινης ύπαρξης. Πέρα και πάνω από κάθε είδους ιδέες ή ιδεοληψίες, θρησκευτικές ή μη.
Όλα είναι πιθανά, αυτό απέδειξε η πανδημία. Και, εξαιτίας αυτού, όλα πρέπει να επανεξεταστούν – να επαναπροσδιοριστούν. Αλλά, δυστυχώς, δεν θα γίνει. Οι περισσότεροι νοσταλγούν αυτό και μόνον αυτό που υπήρχε πριν. Ή, αποφεύγοντας να δουν την αλήθεια, καταφεύγουν σε κόσμους φανταστικούς, ή, δυστυχώς, σε «κόσμους» όπου εξουσιάζει ο φανατισμός. Ίσως, εντέλει, πρέπει να συμβεί αυτό που φαίνεται να πιστεύει ο Ντοστογιέφσκι: μόνον πονώντας μπορούμε να ανέλθουμε, να πάμε πιο βαθιά. Ας βρούμε, έστω, τη δύναμη, μέσα σε αυτό το κακό, να δώσουμε ευκαιρίες σε ό,τι πάσης ηλικίας νέο και ενδιαφέρον υπάρχει και εμφανίζεται.
Φωτογραφίες: faretra.info – αρχείο Γιάννη Καισαρίδη
Σημείωση Φαρέτρας: Το βιογραφικό του Γιάννη Καισαρίδη μπορείτε να το δείτε ΕΔΩ