Γλυκερία Γκρέκου “Σαν σήμερα, σαν αύριο”
Γλυκερία Γκρέκου
Μέσα Γενάρη, τα πράγματα αγριεύανε εκεί ψηλά. Οι γιορτές είχαν περάσει, το Πάσχα αργούσε, το χιόνι και οι χαμηλές θερμοκρασίες ήταν ρουτίνα. Το τοπίο άσπριζε από άκρη σε άκρη. Λειτουργούσε σαν καμβάς, τρόπον τινά. Όπου η ζωή παρέα με τον χρόνο ζωγράφιζαν συναισθήματα.
Νομίζω πως, κάθε τέτοια εποχή, καθώς μεγάλωνα, μάθαινα τα χρώματα απ’ την αρχή.
Σαν ήμουν μικρό παιδί, το απέραντο λευκό είχε πινελιές από σκουφάκια ροζ, ή γκρι, γαλάζιο ή κίτρινο. Αναλόγως το φύλο. Και λαιμοδέτες! Τα λεγόμενα κασκόλ. Πολλές λαιμοδέτες! Στενόμακρες των κοριτσιών, πιο φαρδιές και κοντές των αγοριών. Και γαλότσες, μαύρες γαλότσες σε πόδια παιδικά. Με ένα μαύρο όμως που γυάλιζε όταν έλιωνε το χιόνι.
Χρόνο το χρόνο, τα χρώματα που παρατηρούσα άλλαζαν. Γίνονταν βυσσινί ζακέτες, γκρι πουλόβερ, μπλε, καφέ, καρώ παλτό. Τώρα η παιδική ηλικία έδινε τη σειρά στην εφηβεία.
Θυμάμαι μια μέρα που συνάντησα κάποια νέα γυναίκα, χήρα χρόνια. Μητέρα συμμαθητή μου. Πρώτη φορά είδα το μαύρο χρώμα στην απόλυτη αντίθεση με το λευκό. Λες και έγινε δέκα τόνους πιο σκούρο! Κι εγώ δέκα χρόνια μεγαλύτερη.
Γύρισα σπίτι και το βράδυ έντυσα, με το ζόρι, τη γιαγιά μου- χήρα από τα εικοσιπέντε της- την έντυσα λοιπόν με μια νυχτικιά μου, καφέ και κάτι τεράστια ροζ λουλούδια. Έτρεμε το σαγόνι της, επιθυμούσε βαθιά, να φορέσει κάτι σε χρώμα, αλλά στην κοινωνία των Βλάχων- αν η μοίρα σε έβαζε σε κατάσταση πένθους – ήταν νόμος να γεράσεις με αυτό το χρώμα. Ως το 1980, περίπου, αυτό ήταν κανόνας.
Τη θυμάμαι, λοιπόν, να καθρεφτίζεται στο τζάμι, με συστολή. Με κοιτούσε σχεδόν συνωμοτικά, πρώτη φορά έβλεπε τον εαυτό της, σε άλλο χρώμα. Γελούσαν τα μάτια της, καθώς της έβγαλα το μαντήλι το μαύρο, της χτένισα τα μαλλιά και την καμάρωνα. Έπεσε να κοιμηθεί, νομίζω, ευτυχισμένη. Ή μπορεί να το ερμηνεύω έτσι γιατί έτσι ένιωθα εγώ για εκείνη.
Λίγο μετά, το λευκό φόντο, είχε κόκκινα μάγουλα, από το υψόμετρο και το καρδιοχτύπι, όταν συναντούσαμε, στο κατάλευκο τοπίο, εκείνον που νομίζαμε πως ήταν ο μεγάλος, μοναδικός έρωτας της ζωής μας.
Παραμονές του Αγίου Αντωνίου, δεκαέξι Γενάρη, πέρα από τους Αντώνηδες και τις Αντωνίες, που θα γιόρταζαν την επαύριο- δύο γείτονες και η αδερφή μου- το λευκό τοπίο το μουντζούρωναν κάποιες κουβέντες των μεγάλων.
« Θα τον – την πάνε αύριο στον Άγιο Αντώνη» Τότε με έπιανε ένας φόβος.
Καταχείμωνο, μέσα στα χιόνια, σε μουλάρια καβάλα, ξεκινούσαν για τον Άγιο. Στα Πιέρια ψηλά, πίσω από την περιοχή Σιάπκα, στα σύνορα με την Καστανιά Σερβίων, υπήρχε η εκκλησία. Κάτι ψιθύριζαν για αλυσίδες, για φωνές, για δαιμόνια.
Πράγματι, εκεί πήγαιναν τους ψυχικά πάσχοντες, τους ‘’ έδεναν ’’ με αλυσίδες και περίμεναν να γιατρευτούν. Ο Άγιος θα βοηθούσε σ΄αυτό.
Αλλά, εγώ ακόμα και σήμερα, αγριεύομαι σαν σκέφτομαι την σκηνή αυτή.
Και σταυροκοπιέμαι όταν με κοιτάζει ο Άγιος Αντώνιος. Λες και του ζητάω να κρατήσει το νου και την ψυχή μου, στη θέση της.
Με επαναφέρει η αδερφή μου Αντωνία. Με κουβέντες και εξαιρετικά εδέσματα.
Υ.Γ Η φωτογραφία σημερινή, από τη Rita Kakani, την ευχαριστώ που με μεταφέρει, νοερά, στο βουνό.