Πιέρ Καρντέν. Φουτουριστής και ανανεωτής της γαλλικής μόδας
.
O επαναστάτης, ο «φουτουριστής», αυτός που ανανέωσε (μαζί με τον Αντρέ Κουρέζ και τον Πάκο Ραμπάν) και εκδημοκράτισε τη γαλλική haute couture μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ έχτισε ολομόναχος, χωρίς χρηματοδότες, μια παγκόσμια αυτοκρατορία που εξαπλώθηκε μέχρι την Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας και τη Λαϊκή Κίνα, ο Πιερ Καρντέν δεν είναι πια εδώ. Πέθανε χθες, σε ηλικία 98 χρόνων.
Το όνομά του είναι εξίσου διάσημο με την Κόκα-Κόλα, έγραψε η «Μοντ» – δεν είναι καθόλου υπερβολή, όσο κι αν η γαλλική μόδα έχει κάμποσα ιερά τέρατα. Και αυτός ειδικά ήταν παρών μέχρι το τέλος.
Το στιλ Πιερ Καρντέν δεν το άλλαξε σχεδόν ποτέ. «Είναι κίνδυνος για τη μόδα η ασταμάτητη παραγωγή, εγώ έχω ένα στιλ αναγνωρίσιμο, που είναι η υπογραφή μου, κάτι που δεν ισχύει για άλλους», έλεγε. Κι όμως, στην αρχή του προκάλεσε σκάνδαλο, υποτιμητικά σχόλια. Αυτές οι γεωμετρικές, ποπ φιγούρες του, με το βινύλιο, τα τεράστια φερμουάρ, τα έντονα χρώματα, τις ψεύτικες γούνες (τι ιεροσυλία για μέγα μόδιστρο) και τις ψηλές μπότες τον έβγαλαν από τα χρυσά σαλόνια, τον έβαλαν πρώτο απ’ όλους στα Grands Magasins (στο Printemps, το 1962) και αγαπήθηκαν από γυναίκες και άντρες – άλλη πρωτιά του αυτή, η ανδρική κολεξιόν, μην ξεχνάμε τα περίφημα κοστουμάκια με τον γιακά Μάο που φόραγαν οι Μπιτλς. «Εχω μια προσέγγιση γλύπτη», έλεγε, «πρώτα δημιουργώ τις φόρμες και μετά προσπαθώ να εγγράψω μέσα τους το σώμα».
Ηταν μετανάστης, Ιταλός, γεννημένος το 1922 στο Σαντ’ Αντρέα ντι Μπαρμπαράνα της Βενετίας, με το όνομα Πιέτρο Κοστάντε Καρντίνι. Αλλά οι δημοκρατικοί, μεγαλοκαλλιεργητές γονείς του κατέφυγαν στη Γαλλία για να ξεφύγουν από τον φασισμό.
Ο ίδιος, όμως, δεν γλίτωσε την ξενοφοβία και έπρεπε να παλέψει σκληρά, εντελώς αυτοδημιούργητος, για να βρει τον δρόμο του, κάτι που τον έκανε περήφανο. «Είμαι παιδί των συνοικιών. Εγινα ο Πιερ Καρντέν. Αν έπρεπε να αρχίσω από την αρχή, θα το έκανα με τον ίδιο ενθουσιασμό», είχε πει.
Η πορεία του στη μόδα ξεκίνησε στα 14 χρόνια του σε έναν ράφτη στο Σεντ Ετιέν και γρήγορα, το 1944, μπήκε στον διάσημο οίκο Paquin, στο Παρίσι, όπου σχεδίασε τα κοστούμια και τις μάσκες για την ταινία του Ζαν Κοκτό «Η Πεντάμορφη και το Τέρας». Ενα πέρασμα από την Ελσα Σκιαπαρέλι, όπου συνδέεται με τον Νταλί και τον Τζιακομέτι, και το 1947 γίνεται η πρώτη πρόσληψη του Κριστιάν Ντιορ, που ανοίγει τον οίκο του στο Παρίσι – προφανώς έβαλε εκεί το χέρι του στο να γεννηθεί το περίφημο ταγέρ Bar, σύμβολο του Νew Look.
Τον δικό του οίκο τον ίδρυσε το 1950, για να γίνει γρήγορα ο εκλεκτός σχεδιαστής αλλά και προσωπικός φίλος του τζετ σετ. Ακόμα και ο Ντιορ σ’ αυτον πήγαινε για τα κοστούμια του, ενώ έντυνε τον Σαλβαντόρ Νταλί, την Μπεγκούμ, τη Ρίτα Χέιγουορθ, και τα δικά του παλτά και ταγέρ φορούσαν από τον Μορίς Σεβαλιέ μέχρι τη Σαρλότ Ράμπλινγκ.
Η πλευρά του εικονοκλάστη και επαναστάτη εννοείται ότι επιμένει. «Είμαι παιδί των zazous, των χίπις, του Σεν Ζερμέν ντε Πρε, της εποχής του Σαρτρ, της Μποβουάρ και της Γκρεκό», έλεγε το 2004. «Είμαι ένας δεινόσαυρος· κι όμως, είμαι ο πιο αρχαίος μόδιστρος, που διευθύνει ολομόναχος τον οίκο του». Και τι οίκο! Ο Πιερ Καρντέν έγινε πολυεκατομμυριούχος βάζοντας τα περίφημα αρχικά του σε αναπτήρες, γραβάτες, σοκολάτες, αρώματα. Κάτι που δεν τον εμπόδισε να φωτογραφίζεται με τον Φιντέλ Κάστρο, τον Γκάντι, τον Νέλσον Μαντέλα.
Από τις γυναίκες της ζωής του μία ταυτίστηκε για πάντα μαζί του. Μούσα και μοντέλο του. Η Ζαν Μορό, με την οποία έζησε τέσσερα χρόνια παθιασμένου έρωτα, την οποία έντυσε σε ταινίες τού Τριφό και του Λόουζι. Η σχέση του με την τέχνη τον οδήγησε στη δημιουργία του επιδραστικού για χρόνια θεάτρου L’ Espace Cardin, εκεί όπου έδωσε το 1974 η Μάρλεν Ντίτριχ ένα από τα τελευταία ρεσιτάλ της. Το 1992 εκλέχτηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών κι ένα παράπονο είχε, ότι κανένας από τους συναδέλφους στη μόδα δεν παρέστη στην τελετή υποδοχής του – μόνο ο Ζαν Πολ Γκοτιέ, που ο ίδιος τον είχε ανακαλύψει και αναδείξει.