Η χαμένη «ιδεολογική ηγεμονία» της Δεξιάς – Η ακατανόητη ρητορική επιστροφή της Ν.Δ. στον εμφύλιο και τη χούντα
«Οικτίρουν ορισμένοι στη Νέα Δημοκρατία, κατά καιρούς, το γεγονός ότι εις την Ελλάδα έχει εδραιωθεί η “ηγεμονία της Αριστεράς”. Πρόκειται απλώς περί διαπιστώσεων προς άγραν ψηφοφόρων, διά της επιδείξεως της “Δεξιάς φανέλας” κατά πως λένε οι φίλαθλοι, διότι ποδοσφαιρικό είναι το ήθος και η ουσία της ελληνικής πολιτικής».
Με αυτή την εισαγωγική διαπίστωση ο αρθρογράφος της «Καθημερινής» Κώστας Ιορδανίδης, στις 19.11.2020, περιγράφει με υψηλή αίσθηση του χιούμορ την αγωνιώδη προσπάθεια της Ν.Δ. – εσχάτως και της ηγεσίας της – να ανακτήσει την ιδεολογική ηγεμονία της και να ανατρέψει την, κατ’ αυτήν, «παράδοξη» «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς». «Παράδοξη» διότι δεν μπορεί να γίνει κατανοητό πώς στη συνείδηση της κοινωνίας έχουν, κατ’ αυτούς, μεγαλύτερη ισχύ οι ιδέες των «ηττημένων του εμφυλίου» και όχι αυτές των «νικητών».
Αυτός ο «προβληματισμός», συχνά συνοδευόμενος με υποτιμητικά σχόλια για την ποιότητα, το συνειδησιακό βάθος και το πνευματικό ύψος της ελληνικής κοινωνίας, έχει τεθεί στο τραπέζι εδώ και χρόνια από διάφορους φανατικούς «αναθεωρητές» της πρόσφατης Ιστορίας, οι οποίοι ομολογουμένως έχουν αναλώσει πολλά από τα δημιουργικά χρόνια της ζωής τους όχι μόνο στην αναπαραγωγή εμφυλιοπολεμικών στερεοτύπων, αλλά και στην επιδίωξη «αποκατάστασης» πολιτικών συμπεριφορών καταδικασμένων σχεδόν από το σύνολο της κοινωνίας.
Με τον καιρό οι εν λόγω φανατικοί, χάρη κυρίως στην ενεργό στήριξη και συμπαράσταση διαφόρων νυν και τέως ακροδεξιών – οι οποίοι βρήκαν επιτέλους τη γαλήνη τους στη Ν.Δ., αλλά ουδέποτε εγκατέλειψαν την επιδίωξη να αποκλείσουν διά παντός κάθε πιθανότητα ανάληψης της πολιτικής εξουσίας από οποιονδήποτε φορέα που προσδιορίζεται ως αριστερός –, φαίνεται ότι έχουν πλέον συνομιλητές αρκετά κοντά στην ηγεσία του κόμματος.
Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η πρεμούρα του Κυριάκου Μητσοτάκη, εν μέσω της πανδημίας και της διαρκούς κρίσης στα ελληνοτουρκικά, τη μια να διακηρύσσει ότι «δεν αποτελεί προνόμιο της Αριστεράς η Εθνική Αντίσταση» και την άλλη ότι «στο Πολυτεχνείο υπήρχαν πολίτες όλων των πολιτικών παρατάξεων, απλά κάποιοι έχτισαν καριέρα πάνω στο Πολυτεχνείο και κάποιοι άλλοι με σεμνότητα κράτησαν την αντίσταση την οποία έκαναν για τον εαυτό τους. (…) Άντε να τελειώνουμε πια με αυτά τα ιδεολογικά άβατα σε αυτή την αίθουσα. Αρκετά πια, σας τα είπα για την Αντίσταση, θα τα ακούσετε και για το Πολυτεχνείο».
Βεβαίως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ακόμη κι αν το ήθελε, δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει το προφίλ ενός ακραίου δεξιού που επιδιώκει την πολιτική / ιδεολογική «εξολόθρευση» της Αριστεράς. Είναι ωστόσο προφανές ότι δυσκολεύεται να απαλλάξει το κόμμα του από την εμφυλιοπολεμική ρητορεία στην οποία συχνά επιδίδονται οι ακροδεξιοί και οι περιφερόμενοι φαφλατάδες που πουλάνε τον αναχρονιστικό αντικομμουνισμό τους ως σύγχρονο φιλελευθερισμό.
Αυτό πάντως που δεν πρέπει να ξεχνάει – ούτε ο ίδιος ούτε οποιοσδήποτε άλλος θέλει να μετέχει δημιουργικά στα πολιτικά πράγματα της χώρας – είναι ότι οι ιδεολογικές, πολιτικές και ηθικές ηγεμονίες κερδίζονται στην πράξη, στο πεδίο της πολιτικής, και όχι με άκαιρους καβγάδες καφενείου. Το γιατί άλλωστε η Δεξιά αυτής της χώρας έχασε, στις κρισιμότερες στιγμές του 20ού αιώνα, την αναδρομικά διεκδικούμενη σήμερα «ηγεμονία» μπορούμε να το δούμε με μια μικρή αναδρομή στις κρίσιμες δεκαετίες του 1940 και του 1960.
«Αντιδραστικοί» και «διεφθαρμένοι»
Το 1947, χρονιά κατά την οποία, λίγο μετά την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, αρχίζει η κυριαρχία του μακαρθισμού στις ΗΠΑ με την καταχώριση των υπόπτων ως «κομμουνιστών» και «φιλοκομμουνιστών» στη «μαύρη λίστα» του Χόλιγουντ, στη χώρα μας βρέθηκε επί ένα τρίμηνο, ως απεσταλμένος της αμερικανικής κυβέρνησης και επικεφαλής της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής στην Ελλάδα, ο διπλωμάτης Πολ Πόρτερ.
Η αποστολή του ήταν να καταγράψει τις ανάγκες της κατεστραμμένης χώρας ώστε να μελετηθεί όσο το δυνατόν καλύτερα η δυνατότητα ενίσχυσης της οικονομίας της μέσω ενός προγράμματος οικονομικής βοήθειας.
Τι διαπίστωσε; Μια κοινωνική και πολιτική τραγωδία, πέρα από τον εμφύλιο καθεαυτό, ο οποίος μαινόταν. Στην περίφημη και ιστορικά πολύτιμη έκθεσή του, η οποία φυλάσσεται σήμερα σε μια από τις δεκατρείς προεδρικές βιβλιοθήκες του Εθνικού Αρχείου των ΗΠΑ (NARA), στη Harry S. Truman Library & Museum στο Μιζούρι, ο Πόρτερ γράφει:
1. «Η απελπισία είναι παντού η ίδια. Όλη η χώρα, απ’ άκρου εις άκρο, είναι γκρίζα, χωρίς ανακούφιση, με τόσο βαθιά έλλειψη πίστης στο μέλλον, ώστε (οι πολίτες) να καταντούν αδρανείς στο παρόν. Από τους μεγάλους κατασκευαστές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων στην Αθήνα, στους μικρούς καταστηματάρχες και στους αγρότες στο βορειότερο τμήμα της Μακεδονίας, οι άνθρωποι έχουν παραλύσει από αβεβαιότητα και φόβο. Οι επιχειρηματίες δεν επενδύουν, οι καταστηματάρχες δεν φέρνουν αγαθά, οι αγρότες δεν επισκευάζουν τα κατεστραμμένα σπίτια τους. Ένας αξιωματούχος μου είπε ότι, από τα 150.000 σπίτια που είχαν καταστραφεί ολοσχερώς στην Ελλάδα, μόνο 1.300 ξαναχτίστηκαν το 1946».
2. «Απ’ όσο παρατηρώ, η ελληνική κυβέρνηση δεν ασκεί καμία αποτελεσματική πολιτική εκτός του να ζητάει ξένη βοήθεια ώστε να κρατιέται στην εξουσία, εκθειάζοντας έντονα τις πολεμικές θυσίες της Ελλάδας και τον κυβερνητικό υπέρμετρο αντικομμουνισμό της ως λόγους χορήγησης εξωτερικής βοήθειας σε απεριόριστες ποσότητες. Η κυβέρνηση θέλει, κατά την κρίση μου, να χρησιμοποιεί την ξένη βοήθεια ως μέσο διαιώνισης των προνομίων μιας μικρής τραπεζικής και εμπορικής κλίκας που αποτελεί την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα».
Σύμφωνα με την καταγραφή του ιστορικού Πολυμέρη Βόγλη, ο Πόρτερ, σε σχέδιο τηλεγραφήματος στις 3 Μαρτίου 1947 προς τον Πρόεδρο Τρούμαν, έγραφε: «Γνωρίζετε την εντελώς αντιδραστική φύση της παρούσας κυβέρνησης. Αλλά κανείς οφείλει να εργαστεί μαζί τους, όπως έχω καταλάβει, ανεξάρτητα του πόσο απίστευτα αδύναμοι, ανόητοι και αργυρώνητοι πραγματικά είναι».
Μια άλλη διαπίστωση του Πόρτερ: «Εδώ δεν υφίσταται κράτος σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα», αλλά «μια χαλαρή ιεραρχία ατομιστών πολιτικών, μερικοί από τους οποίους είναι χειρότεροι από άλλους οι οποίοι είναι τόσο απασχολημένοι με τον προσωπικό τους αγώνα για εξουσία, ώστε δεν έχουν τον χρόνο να αναπτύξουν οικονομική πολιτική, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι είχαν την ικανότητα».
Την ίδια εποχή βρίσκεται στην Ελλάδα ο επίσης Αμερικανός δημοσιογράφος Τζωρτζ Πολκ, ο οποίος δολοφονήθηκε χωρίς ποτέ να βρεθούν οι ένοχοι. Οι διαπιστώσεις του δεν διαφέρουν από αυτές του Πόρτερ όπως διαβάζουμε στο εξαιρετικό βιβλίο των Μιχάλη Ιγνατίου και Κώστα Παπαϊωάννου «Οι έξι θάνατοι του Τζωρτζ Πολκ» (εκδόσεις Λιβάνη).
Μιλάει για ένα κρατικό σύστημα «διεφθαρμένον μέχρι μυελού οστέων, όπου τριάντα πέντε οικογένειες κυριαρχούν της χώρας οικονομικώς ασκούσαι έλεγχον ή επιρροήν δι’ αλληλοεξαρτωμένων διευθυντηρίων. (…) Οι Έλληνες τραπεζίται, επιχειρηματίαι και εφοπλισταί δεν έχουν καμίαν ή ελαχίστην πίστιν εις το μέλλον της Ελλάδος. (…) Έτσι οι πλούσιοι συγκεντρώνουν ή προστατεύουν το χρήμα των και η μέθοδός των συμβαίνει να είναι η πλέον καταστρεπτική διά την ανόρθωσιν της χώρας».
Η μόνη διέξοδος που έβλεπε ο Πόρτερ για να προχωρήσει η ανοικοδόμηση της χώρας ήταν η άμεση λήξη του εμφυλίου. Θεωρούσε ότι ο Τρούμαν θα έπρεπε να προτείνει «στην ελληνική κυβέρνηση και τη διεθνή γνώμη να κηρυχθεί άμεσα ανακωχή μεταξύ του ελληνικού στρατού και των δυνάμεων του Βορρά ως όρος που θα πρέπει να προηγηθεί της αμερικανικής οικονομικής βοήθειας».
Η επιλογή αυτή δεν έγινε ποτέ. Ένας λόγος ήταν η παρέμβαση του πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Ελλάδα Λίνκολν ΜακΒί ότι «δεν γίνεται ομελέτα χωρίς να σπάσουμε αυγά, και έχει φτάσει η στιγμή στην οποία θα πρέπει να είμαστε σκληροί. (…) Πρέπει να πάψουμε να είμαστε χαζοί και να δεχόμαστε ως “δημοκρατία” αυτό που στην πραγματικότητα είναι κομμουνισμός».
Ο μακαρθισμός και ο Ψυχρός Πόλεμος συμπαρέσυραν τη μοναδική δυνατότητα να σταματήσει η εμφύλια σφαγή και να γίνει εγκαίρως μια προσπάθεια για να σταματήσει η διάλυση της χώρας.
Το κράτος των δωσιλόγων
Ούτε όμως το τέλος του εμφυλίου έφερε την καταλλαγή και την εθνική ενότητα. Το κράτος των δωσιλόγων και των διεφθαρμένων πολιτικών και επιχειρηματιών πήρε τη θέση του κατοχικού κράτους, ενώ η Αριστερά πήρε τον δρόμο για τα ξερονήσια ή υπέστη βάναυσες διακρίσεις και διώξεις κάθε είδους στη βάση των πολιτικών φρονημάτων (όχι μόνο του κάθε ατόμου, αλλά και των μακρινών συγγενών του).
Ο θεσμικός αντικομμουνισμός συνέχισε επί δεκαετίες να αποτελεί μέσο διαιώνισης της λεηλασίας του εθνικού πλούτου και των προνομίων όσων απέκλειαν ευρείες λαϊκές μάζες ακόμη και από στοιχειώδη αγαθά και δικαιώματα. Το καθεστώς αυτό άφησε επί τρεις δεκαετίες στο περιθώριο τη μισή ελληνική κοινωνία και στιγμάτισε τη μετεμφυλιακή Δεξιά τόσο αρνητικά, ώστε η επίκληση του ιδεολογικού πλεονεκτήματος να μοιάζει με (ιστορικό) ανέκδοτο.
Η κυριαρχία αυτή, με μικρά και όχι καθοριστικά διαλείμματα, έφτασε τη χώρα μέχρι τη χούντα. Η δε κρίσιμη δεκαετία του 1960 συγκλονίστηκε:
● Από τις εκλογές βίας και νοθείας του 1961.
● Από τη δολοφονία Λαμπράκη το 1963, η οποία πιστοποίησε την ανεξέλεγκτη ισχύ του δεξιού παρακράτους και αντιμετωπίστηκε από τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή με την ιστορική φράση: «Ποιος, επιτέλους, κυβερνά αυτό τον τόπο;».
● Από τη «δραπέτευση» Καραμανλή στο Παρίσι με το ψεύτικο όνομα… Τριανταφυλλίδης την ίδια χρονιά.
● Από την Αποστασία των βουλευτών της Ενώσεως Κέντρου με κεντρικό πρόσωπο τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, η οποία οδήγησε στην πολιτική αστάθεια που οδήγησε στη χούντα, της οποίας ο καταστροφικός για τη χώρα βίος έληξε με την επαίσχυντη προδοσία της Κύπρου.
Χρειάστηκε να έρθει η μεταπολίτευση (και ένας Καραμανλής εντελώς διαφορετικός από εκείνον της δεκαετίας του 1960) για να συμβούν τα εξής απλά:
1. Η χώρα να αναπνεύσει πολιτικά και ιδεολογικά και επί της ουσίας να αποτιμηθούν τα πεπραγμένα όλων κατά την Κατοχή, την Αντίσταση, τον εμφύλιο, τη μετεμφυλιακή περίοδο και τη χούντα και να διαμορφωθεί το ανάλογο πολιτικό και ιδεολογικό περιβάλλον.
2. Να αρχίσει η διαδικασία της εθνικής συμφιλίωσης με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ από τον Καραμανλή, να συνεχιστεί με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και να ολοκληρωθεί το 1989 με την ψήφιση, επί συγκυβέρνησης της Ν.Δ. του Κ. Μητσοτάκη και του ενιαίου Συνασπισμού υπό τους Χαρίλαο Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκο, του νόμου για την άρση των συνεπειών του εμφυλίου, τον οποίο είχε προετοιμάσει ο Παύλος Μπακογιάννης.
Νέα διακυβεύματα
Στις μέρες μας η ρητορική επιστροφή στον εμφύλιο και τη χούντα δεν έχει να προσφέρει τίποτα περισσότερο από έναν νέο, εντελώς ανεπίκαιρο και εξαιρετικά βλαπτικό διχασμό. Το πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης βαρύνεται με πολλά και βαριά «αμαρτήματα», αλλά τουλάχιστον έκανε όσα έπρεπε για να αφήσει πίσω τις εμφυλιακές διαιρέσεις.
Η ιδεολογική ηγεμονία που χάθηκε σε κρίσιμες περιόδους για την ελληνική Δεξιά δεν ανακτάται με ρητορικές φιοριτούρες, διότι, όπως ήδη προείπαμε, αυτού του είδους η ηγεμονία δεν απονέμεται, αλλά κερδίζεται. Και βεβαίως… δεν κληροδοτείται. Όλοι κρίνονται στις μάχες του παρόντος και του μέλλοντος.
Η χώρα έχει μπει πλέον σε μια νέα, δύσκολη και εξαιρετικά περίπλοκη εποχή. Η μακροπρόθεσμη επιβίωσή της με όρους εθνικής ανεξαρτησίας δεν είναι βέβαιη, καθώς οι προκλήσεις που θέτουν σε πάρα πολλά επίπεδα οι συγκλονιστικές συνέπειες της χρεοκοπίας του 2010 και η πλήρης αποχαλίνωση του τουρκικού επεκτατισμού θα δοκιμάσουν σκληρά τις αντοχές μας.
Δεν χρειάζεται, συνεπώς, ιδιαίτερη ευφυΐα για να διαπιστώσουμε ότι τα πολιτικά και ιδεολογικά πλεονεκτήματα του μέλλοντος θα κριθούν στην ιδεολογική, οραματική και πολιτική επάρκεια του καθενός και όχι στην – και άκρως επικίνδυνη για την εθνική ενότητα – αναπαραγωγή ψευδοεμφυλιακών κενολογιών.
Όπως ορθώς έχει επισημάνει προσφάτως (18.11.2020) στην «Καθημερινή» ο Αλέξης Παπαχελάς, «για να έχουμε την πολυτέλεια ανούσιων καβγάδων που αφορούν το παρελθόν, πρέπει να εξασφαλίσουμε την εθνική μας επιβίωση στο μέλλον». Τόσο απλά…