Απόψεις Πολιτική

«Άσκηση ισορροπίας για τον Τσίπρα τα εθνικά» γράφει η Μαρία Μητσοπούλου

Το πλαίσιο θέσεων του Πολιτικού Συμβουλίου και οι πατριωτικές “παρεκκλίσεις” Τσίπρα

Μαρία Μητσοπούλου

«Πίεση» στην κυβέρνηση μέσω της πρότασης για τα 12 ν.μ. να θέσει κόκκινες γραμμές

Η τακτική Τσίπρα «καρότο και μαστίγιο» (και) απέναντι στην κυβέρνηση συνεχίζεται σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά καθώς, παρά τους υψηλούς τόνους κριτικής επί των κυβερνητικών χειρισμών, στηρίζει τη στρατηγική του διαλόγου, εν προκειμένω των διερευνητικών και αν αυτές αποτύχουν την παραπομπή της μίας και μόνης διαφοράς στη Χάγη.

Παρά τη σταθερή θέση υπέρ του διαλόγου, η σοβαρή τουρκική πρόκληση με τη νέα Navtex σε απόσταση 6,5 ν.μ. από το Καστελλόριζο λίγο μετά τη συμφωνία Τσαβούσογλου – Δένδια για την έναρξη των διερευνητικών, ώθησε τον Αλέξη Τσίπρα στην κατάθεση μιας μάλλον προωθημένης για τον ΣΥΡΙΖΑ πρότασης: η χώρα να απαντήσει με την επέκταση των χωρικών υδάτων, αν θέλει η Ευρώπη και η Τουρκία να τη λαμβάνουν υπόψη τους.

Ειδικότερα, τα δύο ζητήματα που έθεσε ο Αλέξης Τσίπρας μετά τη νέα έξοδο του «Oruc Reis» είναι:

 Η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. νότια και ανατολικά της Κρήτης και στην ανατολική Μεσόγειο, δηλαδή νότια της Κάσου, της Καρπάθου και της Ρόδου αλλά και του συμπλέγματος του Καστελλόριζου, σύμφωνα με την εξειδίκευση της πρότασης του προέδρου από τον τομεάρχη Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργου Κατρούγκαλου. Μάλιστα, σύμφωνα με τη διαρροή της τοποθέτησής του, όπως λένε κομματικές πηγές, έγινε στο πλαίσιο της σύσκεψης της Δευτέρας με τους αρμόδιους τομεάρχες και τους πρώην αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έθεσε το θέμα με έμφαση, λέγοντας πως στις παρούσες συνθήκες η επέκταση των χωρικών υδάτων σε Κρήτη και ανατολική Μεσόγειο «είναι μονόδρομος».

 Η πίεση στη σύνοδο για κυρώσεις (αν και στη σημερινή σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν υπάρχουν ελληνοτουρκικά στην επίσημη ατζέντα).

«Χείρα βοηθείας» εν όψει συνόδου

Με την πρόταση για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. σε Κρήτη και ανατολική Μεσόγειο, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία επιχειρεί να «διευκολύνει» την κυβέρνηση να θέσει κόκκινες γραμμές στο αυριανό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, επικαλούμενη την πολιτική πίεση από την αντιπολίτευση στο εσωτερικό της χώρας.

Άλλωστε, αυτό το ερώτημα απευθύνει ο Αλέξης Τσίπρας στον Κυριάκο Μητσοτάκη, δηλαδή «ποια είναι η κόκκινη γραμμή του» όταν δηλώνει ικανοποιημένος για μια απόφαση που δεν κάνει καν αναφορά σε κυρώσεις, και τις αμέσως επόμενες μέρες βλέπει τον Ερντογάν να ανοίγει τα Βαρώσια και να ξαναστέλνει το ερευνητικό εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, «ακόμη και εντός των 12 μιλίων των δυνητικών χωρικών μας υδάτων» (παρεμπιπτόντως ο ΣΥΡΙΖΑ όλη την προηγούμενη εβδομάδα δεν έβγαλε καν κεντρική ανακοίνωση για τα Βαρώσια, παρά περιορίστηκε σε μια λιτή δήλωση του Γ. Κατρούγκαλου στο Twitter, σύμφωνα με την οποία «η Κύπρος δεν επιτρέπεται να μείνει μόνη»).

Περαιτέρω η παραπάνω πρόταση κινείται στη λογική ότι της προσφυγής στη Χάγη πρέπει να προηγηθεί η κατοχύρωση των χωρικών υδάτων (τουλάχιστον εκεί που δεν υφίσταται το τουρκικό casus belli, το οποίο αφορά το Αιγαίο), καθώς αποτελεί μονομερές δικαίωμα της χώρας προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες να χάσει στο Δικαστήριο.

Σε λογική Κοτζιά

Υπενθυμίζεται ότι προ διετίας, στην τελετή παράδοσης του υπουργείου στον διάδοχό του Γιώργο Κατρούγκαλο επί ΣΥΡΙΖΑ (20.10.2018), ο πρώην ΥΠΕΞ Νίκος Κοτζιάς, παρουσιάζοντας τα δύο Προεδρικά Διατάγματα για την επέκταση των χωρικών υδάτων σε Ιόνιο και Κρήτη, σημείωνε: «Αυτά τα Προεδρικά Διατάγματα δείχνουν ότι η ορθή πολιτική, κατά τη γνώμη μας, δεν είναι να λέμε ότι δεν τα επεκτείνουμε διότι έχουμε μια διαπραγμάτευση για την υφαλοκρηπίδα με την Τουρκία, ούτε να μην τα επεκτείνουμε αν δεν τελειώσει η διαπραγμάτευση, γιατί ουσιαστικά κάνουμε αφαίρεση δικαιωμάτων από τον εαυτό μας». Με άλλα λόγια η πρόταση Τσίπρα πατάει στη γραμμή Κοτζιά.

Κομματικές πηγές πάντως διευκρινίζουν ότι η επέκταση θα πρέπει να γίνει σταδιακά: «Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία υποστηρίζει ότι οι εξελίξεις επιβάλλουν την επέκταση των χωρικών υδάτων αρχικά νότια και ανατολικά της Κρήτης, με την προοπτική επέκτασης και νότια των νησιών της ανατολικής Μεσογείου ανάλογα με τις περαιτέρω εξελίξεις». Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, στο ηγετικό επιτελείο υπάρχει η εκτίμηση και η ανησυχία ότι η τουρκική πλευρά σκοπεύει να «τρυπήσει» νότια της Κρήτης, επομένως θεωρούν ότι πρέπει η κυβέρνηση να κινηθεί γρήγορα για να προλάβει, με επέκταση των χωρικών υδάτων πρώτα στην Κρήτη.

Προετοιμασία για συμβιβασμό

Ωστόσο, τα παραπάνω δεν θίγονται στην απόφαση – πλαίσιο που έλαβε το Πολιτικό Συμβούλιο την περασμένη Πέμπτη, εν μέσω της πολιτικής θύελλας μετά τις δηλώσεις του Σταύρου Κοντονή σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ.

Στην απόφαση αυτή που αναλύει τις βασικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό οι κύριοι άξονες έχουν ως εξής:

1. Διατρανώνεται η προσήλωση του ΣΥΡΙΖΑ στη λογική της ενεργούς εξωτερικής πολιτικής. Εκεί σημειώνεται ότι είναι σημαντικό για τη διεθνή θέση και ασφάλεια ότι η χώρα είναι μέλος της Ε.Ε., κάτι που όμως πρέπει η Ελλάδα «να αξιοποιεί δυναμικά με γνώμονα το συμφέρον της χώρας και τις γενικότερες αρχές μας».

Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί την άποψη ότι η ανάπτυξη συνεργασίας μαζί τους «αποτελεί σημαντικό στοιχείο μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, που άλλωστε «προωθήθηκε ενεργά κατά τα χρόνια της διακυβέρνησής μας». Σήμερα, ωστόσο, βάζει αστερίσκο: «Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία αντιτίθεται (…) στη μετατροπή της Ελλάδας σε ‘‘προκεχωρημένο φυλάκιο’’ στη Μέση Ανατολή και απέναντι στη Ρωσία και στην Κίνα, με λογικές που ξεπερνούν το ευρωπαϊκό πλαίσιο και τις υποχρεώσεις της Ελλάδας ως μέλους του ΝΑΤΟ».

2. Χαρακτηρίζει ακρογωνιαίο λίθο του παραπάνω δόγματος την «αποφασιστική προάσπιση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας» και την «ειρηνική διευθέτηση των διαφορών με τα γειτονικά κράτη, στο πλαίσιο που θέτει το διεθνές δίκαιο». Ως κορυφαίο παράδειγμα προβάλει τη Συμφωνία των Πρεσπών, ενώ ερμηνεύει την αντίθεση σε αυτήν ως αποτέλεσμα της μικροπολιτικής στάσης των κομμάτων της αντιπολίτευσης, στερεοτύπων κ.λπ., καθώς και της αντίληψης ότι «ακόμα και ένας έντιμος συμβιβασμός στη βάση των παγίων θέσεων της Ελλάδας είναι συνώνυμος με την ενδοτικότητα».

Επί της ουσίας δηλαδή τάσσεται υπέρ της λογικής των συμβιβασμών στην επίλυση των ελληνοτουρκικών και του Κυπριακού (αυτό που κάποιοι αναφέρουν ως λύση με μοντέλο τις Πρέσπες). Το ποιος ορίζει πότε ένας συμβιβασμός μπορεί να θεωρηθεί «έντιμος» και πότε όχι, και αν συμβαδίζει κατ’ ουσίαν ή κατ’ επίφαση με τα συμφέροντα και τις πάγιες θέσεις της χώρας, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.

3. Αναλύει τη γεωπολιτική συγκυρία και τη διάταξη σε αυτήν δυνάμεων όπως οι ΗΠΑ και η Τουρκία, όπου μεταξύ άλλων επισημαίνεται η «αναθεωρητική πολιτική» της Τουρκίας «μέσω συχνά παράνομων και επιθετικών ενεργειών», ενώ ενθάρρυνση της τουρκικής συμπεριφοράς αποδίδεται κατά κανόνα στην πολιτική Τραμπ και τη ρευστότητα στο γεωπολιτικό πεδίο λόγω των επικείμενων αμερικανικών εκλογών.

Απέναντι σε αυτή τη «σαφή στρατηγική» η κυβέρνηση καταγγέλλεται ότι δεν έχει, αντίστοιχα, μια ξεκάθαρη και συνεκτική στρατηγική «με αρχή, μέση και τέλος που να προασπίζει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και να ενισχύει τις συμμαχίες μας σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ παράλληλα να προωθεί ενεργά τον διάλογο με σκοπό τις διερευνητικές και την προσφυγή στη Χάγη».

Της καταλογίζεται επίσης αποτυχία να διαχειριστεί τις αντιφάσεις της ενώπιον του εκλογικού της ακροατηρίου, αν όχι υποκρισία γιατί ρητορικά καταφεύγει σε «εθνικιστικούς λεονταρισμούς», ενώ στην πράξη και πίσω από τις κλειστές πόρτες σύρεται από τους εταίρους «χωρίς να εξασφαλίζει την απαιτούμενη στήριξη έναντι της τουρκικής επιθετικότητας».

Ειρήνη και διάλογος

4. Καταθέτει την αξιακή προσήλωσή του στην ειρήνη «στη βάση ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου που βασίζεται στο Διεθνές Δίκαιο, απέναντι σε εθνικιστικές λογικές και στην επιστροφή σε πολυδάπανες κούρσες εξοπλισμών». Στηρίζει και καλωσορίζει την επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών «όπως και την παραπομπή της διαφοράς για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, εάν αποτύχουν», την επανεκκίνηση του διαλόγου για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και του πολιτικού διαλόγου για άλλα σημαντικά διμερή ζητήματα.

Εν ολίγοις στηρίζει και ενθαρρύνει τον διάλογο σε όλα τα επίπεδα, από θέση αρχής, προβαίνοντας παράλληλα σε απόρριψη οποιασδήποτε συζήτησης «υπερβαίνει τα νόμιμα δικαιώματα της Τουρκίας βάσει του Διεθνούς Δικαίου, όπως διεκδικήσεις για δήθεν ‘‘γκρίζα’’ ή ‘‘αποστρατιωτικοποιημένα’’ νησιά που προωθούνται δια της ισχύος και βάσει ανυπόστατων θεωριών». Απορρίπτει επίσης οποιαδήποτε συζήτηση με την Τουρκία «για αναγκαίες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στη Θράκη, διότι αφορούν Έλληνες πολίτες».

Να υπογραμμίσουμε εδώ ότι αν και στο κείμενο εκτιμάται ότι η αποχώρηση του «Oruc Reis» και η επανέναρξη των διερευνητικών οφείλεται σε κάποιου είδους παρασκηνιακό «ντηλ», ο ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. σπεύδει εκ των προτέρων να χαιρετίσει την επανεκκίνηση των συνομιλιών μη γνωρίζοντας το περιεχόμενο των συμφωνηθέντων που υποθέτει ότι έχουν προηγηθεί, και δηλώνει απλώς ότι αναμένει πλήρη ενημέρωση από την κυβέρνηση.

5. Στο επίπεδο του ευρωτουρκικού διαλόγου προκρίνει τη στρατηγική μαστίγιο και καρότο, δηλαδή μια στρατηγική που περιλαμβάνει ταυτόχρονα «την υιοθέτηση ενός ισχυρού μηχανισμού επιβολής κυρώσεων και μιας περιεκτικής θετικής ατζέντας».

6. Στο Κυπριακό η απόφαση του Π.Σ. προτάσσει τη στήριξή του στην «άμεση επανεκκίνηση των συνομιλιών για δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, στη βάση διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας, στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ και του πλαισίου Γκουτέρες, προς όφελος του συνόλου του κυπριακού λαού – Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων», κάτι που θεωρεί προϋπόθεση για «μόνιμη αποκλιμάκωση και ομαλοποίηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων».

Καταδικάζει την κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας απέναντι στην Κυπριακή Δημοκρατία (εξορύξεις εντός κυπριακής ΑΟΖ, Βαρώσια) και καλεί «να αντιμετωπιστεί συντονισμένα και αποφασιστικά σε διπλωματικό επίπεδο», ενώ παράλληλα στηλιτεύει και τη λογική της «μη λύσης», διότι, όπως εκτιμά, αυτή «εδράζεται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι ο χρόνος τρέχει υπέρ της Ελλάδας ή της ελληνοκυπριακής πλευράς» και «οδηγεί στην εδραίωση της διχοτόμησης επί του εδάφους, ενώ ενισχύει απόψεις περί Συνομοσπονδίας ή ύπαρξης δύο κρατών».

«Τραμπάλα»

Επί της ουσίας, όλο το πλαίσιο της απόφασης «γέρνει» προς τη λογική του διαλόγου, των συμβιβασμών και της «διπλωματίας» (ως μια μορφή θεματοφύλακα του Διεθνούς Δικαίου, παρόλο που και η διπλωματία μπορεί να εμπεριέχει σκληρές ενέργειες έναντι του αντιπάλου) με μόνο αντίβαρο την επιβολή οικονομικών κυρώσεων, πατώντας ουσιαστικά σε θέσεις αρχής που δείχνουν να παραγνωρίζουν την πραγματικότητα, δηλαδή την έμπρακτη και καταιγιστικά ξεδιπλούμενη αναθεωρητική στρατηγική της Τουρκίας όχι μόνο ρητορικά, αλλά στο έδαφος, τη θάλασσα και τον αέρα, στρατηγική που έχει διαμορφώσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την Ελλάδα.

Ωστόσο, η απόφαση αυτή δείχνει να είναι ένα βασικό πλαίσιο επί της αρχής, στο οποίο συμφωνούν όλα τα μέρη του ΣΥΡΙΖΑ, και όχι ακριβώς ένα εργαλείο άσκησης πολιτικής, γι’ αυτό και ο Αλέξης Τσίπρας επιλέγει συνήθως να ελίσσεται και να «εμπλουτίζει» τις ιδεολογικοπολιτικές θέσεις αρχής του ΣΥΡΙΖΑ (που επικαιροποιούνται σε αυτό το κείμενο) με τοποθετήσεις που ενίοτε εκφεύγουν του παραπάνω πλαισίου.

Και υπέρ της στρατιωτικής θωράκισης της χώρας έχει ταχθεί για παράδειγμα ή υπέρ ενεργειών αποτροπής και επιχειρεί πιο προωθητικές τοποθετήσεις ενώπιον του εθνικού ακροατηρίου, όπως η πρόταση για τα 12 ν.μ., η οποία ενδεχομένως να ξενίζει αρκετούς εντός του κόμματος. Όταν τα πράγματα ηρεμούν, έστω στην επιφάνεια (ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει μέχρι στιγμής να αρκείται σε μια επιφανειακή αποκλιμάκωση, δηλαδή την επιστροφή του ερευνητικού στο λιμάνι), τότε και ο Τσίπρας αναδιπλώνεται στη λογική της επίσπευσης του διαλόγου, καθώς στρατηγικά και ο ίδιος συμφωνεί με την επίλυση της διαφοράς στη Χάγη.

 topontiki

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ