Αλεξάνδρα Μυλωνά “Ντελικάλτ” – Γυναικείες φωνές στο φως του αυγουστιάτικου φεγγαριού
Μετά από έντεκα χρόνια η Αλεξάνδρα Μυλωνά γράφει ένα δεύτερο βιβλίο με θέμα αφηγήσεις γυναικών, με τον τίτλο «Ντελικάλτ», Εκδόσεις ΓΡΑΦΗΜΑ, με υπότιτλο «Εγώ και μερικές φίλες μου ν2».
Η χρονική απόσταση ανάμεσα στα δύο βιβλία, στο ν1 και το ν2, έκαναν τον λόγο της πεζογράφου ωριμότερο, τη ματιά της διεισδυτικότερη και τη θεατρική διάσταση στη σύλληψη αλλά και την πραγμάτωση του δεύτερου βιβλίου της γονιμότερη.
Οι έντεκα πρωταγωνίστριες του δεύτερου, όσα και τα χρόνια που τις χωρίζουν από τις πρωταγωνίστριες του πρώτου βιβλίου, είναι γυναίκες που καταθέτουν το εγώ τους σε μια γενναία εξομολόγηση όχι στο θεατρικό σανίδι αλλά στην ταράτσα της πολυκατοικίας, όπου συγκατοικούν, μια αυγουστιάτικη νύχτα που τις καλεί να μιλήσουν επιτέλους στο φως του φεγγαριού.
Η Μυλωνά γράφει στον πρόλογό της:
«Γίνεται, απόψε, η ταράτσα της οικοδομής τόπος συνάντησης μυστικός[…] γίνεται σκηνή που ίπταται ψηλά[…] γίνεται θέατρο ζωντανό γένους θηλυκού[…] Και η πόλη άγρυπνη παρακολουθεί…»
Οι γυναίκες του βιβλίου κινούνται σε μια ευρύτατη γκάμα χρόνου και χώρου, ξεκινώντας από την 16χρονη Πάτυ, που εκφράζει κατά ένα μεγάλο μέρος τη νεολαία της εποχής μας, μέχρι την 63χρονη Γιάννα, που, πέρα από την ηλικία, και ο χώρος που κινείται γλωσσικά είναι ο αντίποδας της Πάτυ.
Η Άλμα των 69+ είναι σαφώς η περσόνα πίσω από την οποία κρύβεται η συγγραφέας – χωρίς βέβαια η ηλικία της να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα – που την κάνει με το λάπτοπ της αποδέκτη και καταγραφέα των εξομολογήσεων.
Έρωτες που πραγματώθηκαν κι άλλοι που μείναν στο χώρο του ονείρου, επιθυμίες και διαψεύσεις, σκληρές γωνίες και λείες επιφάνειες που πάνω τους γλιστρούν τα πιο μύχια συναισθήματα, γίνονται από τη συγγραφέα λόγος με έναν πυρετώδη ρυθμό, που αλλάζει κάθε φορά ανάλογα με την αφήγηση.
Κι εδώ είναι το καλύτερο χαρτί της Μυλωνά, το να μπορεί να μιλά τη γλώσσα της κάθε μιας από τις γυναίκες της. Φυσικά αυτό αποτελεί όχι μόνο απόρροια της ικανότητάς της στο λόγο αλλά και της θεατρικής της παιδείας, αφού είναι γνωστό πως είναι και απόφοιτος της Ανώτερης Σχολής Δραματικής Τέχνης του ΚΘΒΕ.
Στη «σκηνή της ταράτσας», λοιπόν, οι φιγούρες των έντεκα, γυμνές από ψεύδη που πίσω τους κρύβονταν πριν, εξομολογούνται, άλλοτε σκληρές με τον εαυτό τους, άλλοτε τρυφερές, πάνω απ’ όλα όμως αληθινές, φτάνοντας στα όρια της αυτοσυνειδησίας.
Εικόνες που είδαμε, φράσεις που ακούσαμε, συναισθήματα που νιώσαμε κι εμείς, επανέρχονται κάποιες φορές στα λόγια τους θυμίζοντας πως η ψυχή της γυναίκας, η πολύπτυχη και ακατανόητη πολλές φορές για τους άντρες, είναι μοναδική και τόσο αλλιώτικη.
Με λόγο χειμαρρώδη η συγγραφέας στήνει το χαρακτήρα της κάθε μιας γυναίκας πειστικά, ακόμη κι αν υπάρχει έντονο το στοιχείο της υπερβολής, που παραπέμπει σε γκροτέσκο θεατρικές επιλογές. Και το κάνει όχι μόνο με το μαύρο της λύπης. Συχνά εισβάλλει το άσπρο της χαράς ή ένα ιδιότυπο χιούμορ που χαλαρώνει τον αναγνώστη.
Ανεξάρτητα από το πόσο θα εκτιμήσει το βιβλίο ο καθένας που θα το ξεκινήσει, σίγουρα, παίρνοντάς το στα χέρια του, το τελειώνει αμέσως. Και αυτό δεν οφείλεται στο μικρό του μέγεθος. Το παιχνίδι ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, ανάμεσα στο γέλιο και το κλάμα, το κάνουν αναμφίβολα ενδιαφέρον.
(Το εξώφυλλο του βιβλίου και το σχέδιο της φανταστικής πολυκατοικίας φιλοτεχνήθηκαν από τον Κωνσταντίνο Αρώνη.)