«Όλα είναι δρόμος… Μόνο οι διαβάτες και οι σκέψεις αλλάζουν» γράφει η Γλυκερία Γκρέκου
{ Βγήκαμε από τα ”Δωμάτια” στο δρόμο}
ΔΡΟΜΟΣ 1 { Για το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας }
Ξημερώνει Δευτέρα. Ιούνιος, του έτους 1970 – 1980, 1990, 2000, 2020
Καλός καιρός, αλλά πάντα, το πρωί, μια ψυχρούλα την έχει. Ζακετούλα λευκή, σαν τα όνειρά μας. Φοράμε τα καλά μας, στο πορτοφολάκι ή στην τσέπη κουδουνίζουν οι δραχμές.
Παίρνουμε το δρόμο, τον κατηφορικό, χωρίς αυτοκίνητο, για την Αγία Τριάδα. Στις τρεις βρύσες σταματάμε, ρίχνουμε μια ματιά ψηλά στο χωριό. Συνεχίζουμε, ψαχουλεύουμε τα κέρματα, να νιώσουμε πως είναι στη θέση τους.
Τα “παλιόπαιδα τ΄ατίθασα”, αγόρια από την κάτω γειτονιά, ακολουθούν παράλληλη διαδρομή, δίπλα στο δρομάκι, πετούν πετριές, κόβουν δρόμο για να μας τρομάξουν… Η διαδρομή απίστευτα όμορφη, τα άσπρα καλτσάκια μας σκονίζονται, βρέχονται από ένα ρυάκι που κόβει το δρόμο στη μέση, τα πουλιά στα σκιερά φυλλώματα κελαηδούν, τιτιβίζουμε μαζί τους.
Φτάνουμε στην κορυφή, πριν κατηφορίσουμε για το παλιό μοναστήρι κάνουμε μια στάση κι ανάβουμε ένα κεράκι στο πρώτο, πέτρινο εικονοστάσι, που μας υποδέχεται, λες και είναι μέρος της οικογένειας του παλιού μοναστηριού, που τότε δεν είχε μοναχές . Ο Βασιλάκης, ετών 50 και βάλε, ο φύλακας άγγελος της εκκλησίας, που μένει μόνιμα εκεί, το μικρό – μεγάλο παιδί, χαίρεται!
Είναι η μέρα του! Μπορεί να μη βλέπει καλά, να σέρνει τα πόδια του, να αρθρώνει με δυσκολία, αλλά το στόμα του χαμογελάει συνεχώς. Για μένα ήταν σαν ένας Άγιος επί της γης. Γιορτάζει το σπιτικό του! Μα πόσο χαίρεται!
Οι γονείς βαδίζουν χωριστά, καλαμπουρίζουν, είναι νέοι, φτάνοντας, προνοούν για να πιάσουν θέση σκιερή, ακουμπάνε τα χράμια με τις πίτες και τα σφάγια, για ψήσιμο, κάτω από τις καρυδιές.
Οι υπόλοιποι μπαίνουμε στην εκκλησία, μετά ανεβαίνουμε και στον Άγιο Χαράλαμπο, ένα παρεκκλήσι δίπλα στο μοναστήρι, μην τον αφήσουμε παραπονεμένο…
Σε μια αποθήκη από κάτω στοιβάζονται κρανία και οστά από άλλες εποχές. Είμαστε παιδιά, δεν φοβόμαστε το θάνατο. Μη σας πω παίζουμε μαζί του, αγγίζοντας ό,τι απόμεινε από τα σαρκία των ανθρώπων, από τον καιρό του πολέμου.
Μετά, στη βρύση, πλένουμε τα χέρια μας, με σαπούνι πράσινο. Τα χαραγμένα, με σημάδι, σαν οικόσημο, καρπούζια περιμένουν βαπτισμένα στο παγωμένο νερό τη σειρά τους. Στο τέλος θα φαγωθούν. Για επιδόρπιο. Μόλις τελειώσει η λειτουργία αγοράζουμε κοκ, ροξ, παγωτό, κρεμ ρουαγιάλ, γλειφιτζούρια, χαλβά φαρσαλινό, από υπαίθρια ζαχαροπλαστεία.
Οι μεγάλοι ξεκινούν το ψήσιμο, τα χάλκινα αρχίζουν να παίζουν. «Στη στέρνα, προσοχή στη στέρνα, είναι γεμάτη νερό!» φωνάζουν οι μάνες. Κάτω από τον ίσκιο της καρυδιάς η ζωή είναι τόσο όμορφη!
Μόλις λιγα χρόνια μετά, στην εφηβεία, κατηφορίζαμε το δρόμο αλλιώς, με ελβιέλες, τζιν παντελόνια, σέικερ για νες- καφέ, κουλουράκια.
Μαδούσαμε μαργαρίτες, περιμένοντας μιαν απάντηση για την αγάπη του. Ξεκινούσαμε φυλλομαδώντας με το ” μ’ αγαπάει ” για να βγει πως μας αγαπάει. Ξαπλώναμε κάτω από τις καρυδιές, πληγώναμε τον κορμό τους, χαράζαμε με ένα σουγιαδάκι μια καρδούλα, Γ+ Μ = love, τον επόμενο χρόνο άλλαζε το γράμμα του .Το απόγευμα χαιρετούσαμε τον Άγιο, παίρναμε το δρόμο δρόμο για το χωριό. Αντίστροφα τώρα. Ανηφόρα, αλλά αντέχαμε.
«Να προσέχετε στο δρόμο, έχει οχιές!» έλεγε ο πατέρας.
Με ιδρωμένο το πανωχείλι, διασχίζαμε τα καλντερίμια, καλησπερίζοντας τις γυναίκες που στέκονταν με τα χέρια στη μέση κι αναρωτιόντουσαν ποιανού παιδιά ήμασταν.
Σήμερα, 8 Ιουνίου του 2020, μου τηλεφώνησε ο πατέρας από εκεί. Ηλικιωμένος, πια.
«Πατέρα, να προσέχεις το δρόμο, να ανέβεις σιγά σιγά να μην κουραστείς, να κρατάς αποστάσεις, όχι πολύ κοντά στον κόσμο, να προσέχεις, ακούς;»
Σκέφτομαι πως όλα είναι δρόμος.
Μόνο οι διαβάτες και οι σκέψεις αλλάζουν.