Αποχαιρετάμε σιγά-σιγά όλους εκείνους που αγαπήσαμε και είναι δεμένοι με τις παιδικές μας αναμνήσεις. Υπήρχαν πάντα σαν παρουσίες και στα επόμενα, σ’ εκείνα όμως τα χρόνια, τα παιδικά, αποτυπώνονται οι περισσότερες εικόνες και τα δυνατότερα συναισθήματα, καθώς τότε ήμασταν άγραφο χαρτί…
Η θεία Έλλη έφυγε σήμερα. «Πλήρης ημερών» είπαν. Μα για όσους την αγαπούσαν, αυτό το «πλήρης»…
Ήταν μια όμορφη γυναίκα, με λαμπερά μάτια, και μια αισιοδοξία που την ανέδιδε κάθε της κίνηση και κάθε της λόγος.
Πριν πολλά χρόνια είχε διαγνωστεί με μια σοβαρή καρδιοπάθεια, που δεν της έδινε και πολλές ελπίδες. Μας κοίταξε σοβαρά και αποφασιστικά είπε: «Εγώ δεν πρόκειται να πεθάνω. Ξεχνάτε πως είμαι ανταρτίνα;»
Και δεν πέθανε. Έζησε πολλά χρόνια μετά. Γιατί η θεία Έλλη ήταν η διάθεση για ζωή, ήταν η ίδια η ζωή!
Αντάρτισσα στην Εθνική Αντίσταση – «ανταρτίνα» έλεγε πάντα αυτή – πολέμησε πάνω στα βουνά, καμαρώνοντας πάντα για κείνον τον αγώνα. Ήταν το παράσημό της σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή της.
Θυμάμαι στα πρώτα παιδικά μου χρόνια τη φιγούρα της. Εγώ με τα παιδιά της, τη Νίτσα και το Γιώργο – ποτέ δε με ξεχώρισε από κείνα – περιμέναμε να βγάλει το ψωμί από τον στρογγυλό φούρνο της αυλής, στο χωριό, στα Παλατίτσια. Άχνιζε! Τι ψωμί! Πάντα, όταν στο νου μου έρχεται η λέξη ψωμί, πάντα θυμάμαι το δικό της και τη μυρωδιά του!
Κι ύστερα στην ίδια αυλή, κάτω από το υπόστεγο, να βελονιάζουμε τα καπνά… «Εσύ είσαι παιδί της πόλης, θα τα καταφέρεις;» μου έλεγε. Κι εγώ πεισματάρα, όπως πάντα, τα είχα καταφέρει, σχεδόν όπως και οι υπόλοιποι. Μια φορά μάλιστα ζήτησα να με πάρουν μαζί τους στην πλατφόρμα, για να πάμε νύχτα στο χωράφι, στο σπάσιμο των καπνών. Μπροστά στο τρακτέρ ο θείος Ορέστης, ο αδελφός της μάνας μου, και δίπλα του η Έλλη, στητή και περήφανη, πίσω εμείς τα παιδιά. Τι εικόνα! Εδώ, βέβαια, δεν λειτούργησε το πείσμα μου και παραιτήθηκα με την εμπειρία της μίας και μοναδικής φοράς…
Ο θείος Ορέστης ήταν ο συγγενής εξ αίματος, και χαιρόμουν πάντα τα αρχαιοελληνικά ονόματα που είχαν τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας Παπαδοπούλου. Ιφιγένεια, Ορέστης, Αριστοτέλης, Αριστομένης… Ήταν η εποχή που οι Πόντιοι παραχωρούσαν το δικαίωμα στους νουνούς να δίνουν εκείνοι τα ονόματα στα παιδιά τους. Κι είχαν μια τέτοια αγάπη για την Αρχαιότητα, για τις βαθιές τους ρίζες. Άλλωστε πόσες λέξεις αρχαιοελληνικές δεν μεταφέρθηκαν ατόφιες στην ποντιακή γλώσσα…
Ο θείος Ορέστης, λοιπόν, ήταν μια ιδιαίτερα ευγενική φύση, η θεία Έλλη όμως ήταν το αντίβαρο, με το δυναμισμό και το πρακτικό της πνεύμα. Κι αν μ’ εκείνον με ένωνε το αίμα, έτσι ένιωθα και για κείνην, που με κέρδιζε ο χαρακτήρας της.
Εργάτες στη Γερμανία οι δυο τους αργότερα, άφησαν τα παιδιά τους στους παππούδες και ξενιτεύτηκαν, όπως τόσοι και τόσοι Έλληνες εκείνην την εποχή. Η θεία Έλλη, όταν ερχόταν κάποια καλοκαίρια, πάντα μιλούσε για τις εμπειρίες της εκεί, για τις φιλίες της με τους ξένους εργάτες και ιδιαίτερα με τους Τούρκους, λεγοντας για τους τελευταίους «Είναι ζεστοί και φιλότιμοι άνθρωποι σαν κι εμάς. Και φτωχοί σαν κι εμάς. Αυτοί που τους κυβερνάνε φταίνε!», χωρίς να παραλείπει πάντα ν’ αφήνει και κάποια γερμανική λέξη στον αέρα, για μας δείξει τις προόδους της στη γλώσσα!
Το περασμένο καλοκαίρι η θεία Έλλη μάς περίμενε στο μπαλκόνι της σκυφτή, με την περπατούρα της, αλλά με το ίδιο λαμπερό βλέμμα να μας ζεσταίνει. Ήθελε να μιλήσει για κείνα τα χρόνια του αγώνα, που παιδούλα σκαρφάλωνε στα βουνά. Στο τέλος έκλεισε μ΄ένα αντάρτικο τραγούδι – σθεναρή η φωνή – λέγοντας «Αχ, τι χρόνια! Τι αξέχαστα χρόνια…»
Αν τώρα μπορούσες να διαβάσεις αυτά που γράφω ίσως θ’ αναρωτιόσουν, θεία Έλλη, «Μα, ποιος νοιάζεται για μένα και τα γράφεις; Ποιος με ξέρει;».
Δεν ξέρουν εσένα, εσύ όμως είσαι από τους τελευταίους μιας γενιάς που αγωνίστηκε, δούλεψε, ξενιτεύτηκε, για να δώσεις τη θέση σου στη δική μας γενιά και μεις στων παιδιών μας.
Τώρα που ξεκίνησες για το τελευταίο ταξίδι, ίσως περάσεις στην αντίπερα όχθη λέγοντας για μια ακόμη φορά την αγαπημένη σου φράση «Εγώ είμαι ανταρτίνα!». Και θα σε δεχτούν χαμογελώντας…
Δήμητρα Σμυρνή