Πολιτισμός Χρονογράφημα

“Εγώ, το Θέατρο, πρώτη φορά νιώθω σκοτάδι και μοναξιά…” γράφει η Γλυκερία Γκρέκου

«Ειρήνη», του Αριστοφάνη (1977). Σκηνοθεσία: Κάρολος Κουν. Σκηνικά-Κοστούμια: Διονύσης Φωτόπουλος. Κούκλα «Ειρήνη». Φωτο: Γιάννης και Οδυσσέας Βαχαρίδης. lifo.gr

{ Χρονικό, Μάης, 2020} –  Δωμάτιο, 40 –  Του Θεάτρου

Γλυκερία Γκρέκου

Εγώ, βρίσκομαι εδώ, σε αυτό τον κόσμο από παλιά, πολύ παλιά, τότε που οι άνθρωποι φορούσαν μανδύες, τότε που, ακόμα κι αν οι Πέρσες βρίσκονταν προ των πυλών, τότε που οι άνθρωποι αναμετριόνταν με τους δαίμονές τους, ένας Αισχύλος, ένας Ευριπίδης, ένας Σοφοκλής έδιναν κείμενα στους ηθοποιούς της εποχής να κοινωνήσουν τη δυστυχία, την ιστορία, τα πάθη των ανθρώπων.

Και ένας Αριστοφάνης με τα έργα του να αποσυμπιέζει την κατάσταση, να δίνει ανάσα στα δύσκολα, σκορπίζοντας γέλιο.

Εγώ, βρίσκομαι εδώ, όταν το ιταλικό τελεσίγραφο αιφνιδίασε σύσσωμο το Ελληνικό θέατρο, εμένα δηλαδή, μαζί με τους ηθοποιούς που, πατώντας στο σανίδι μου, έδιναν κουράγιο και ψυχή στους συγγενείς εκείνων που ήταν στην πρώτη γραμμή.

Στη σκηνή μου, η Σοφία Βέμπο και η παρέα της, διακωμωδούσε, τον εχθρό με τα έργα: Νοκ-άουτ, Κορόιδο Μουσολίνι, Πολεμικές καντρίλιες.

Από την κουίντα πρόβαλε, αγέρωχη, σε κατάσταση πολέμου, τραγουδώντας τα «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά »

Και στην κατοχή, πάλι πάνω μου περπάτησαν ο Βεάκης, η Μανωλίδου κατόπιν, στην Εθνική Αντίσταση δεν με εγκατέλειψαν ο Ρώτας, η Ρένα Ντορ, ο Κατσέλης και άλλοι πολλοί.

Και μέσα στον πόλεμο, το 1942, ο Κάρολος με βάφτισε ‘’Θέατρο Τέχνης’’ , έστησε παράσταση μέσα σε κίνδυνο, στερήσεις και βία.

Και ανέβασε την Αγριόπαπια του Ίψεν, και , ενώ, οι άνθρωποι πεινούσαν, πέθαιναν, στιγμή δεν με άφησαν έρημο.
Εμένα, το Θέατρο.

Και λίγο μετά, μέσα στην τραγωδία του εμφύλιου σπαραγμού, πάλι εγώ, το θέατρο, δε χάθηκα, παρά ανέβηκα στα βουνά, επισκέφτηκα σχολεία, έφερα το μπουλούκι σε πλατείες και έδινα ελπίδα, χαρά , ανάσα, μεσούντος του πολέμου. Έτσι, εγώ το θέατρο και ο πόλεμος, συμπορευτήκαμε χέρι χέρι στα δύσκολα.

Και φτάνει μια άνοιξη του 2020, ένας αόρατος εχθρός, χωρίς σάρκα, όπλα και όψη, έρχεται ένας εχθρός και βάζει λουκέτο στα στόματα, διώχνει τους ηθοποιούς από το σανίδι μου, τα καμαρίνια μένουν έρμα, τα καθίσματα κρυώνουν.

Μακέτα για τον Γυάλινο Κόσμο του Τενεσί Ουίλιαμς

« Γυάλινο κόσμο » ετοίμαζαν τα παιδιά του θιάσου – σαν παιδιά μου τα νιώθω – η Αμάντα είχε μάθει το ρόλο της, ηρωική και συνάμα αυταρχική, ο Τομ έμαθε να γράφει ποιήματα, και συγχρόνως να εργάζεται σε αποθήκη παπουτσιών, η Λάουρα, έκανε πολλές πρόβες ώσπου να μάθει να σέρνει το πόδι της, να βάζει μουσική στο γραμμόφωνο, να περιμένει τον έρωτα, να νιώσει έρωτα βλέποντας τον Τζιμ Ο’ Κόνορ, πόνεσε η καρδιά της σαν είδε πως αυτός ο έρωτας ήταν ανέφικτος. Και πόνεσε πολύ, και έμεινε πάλι μόνη, ώρες ατέλειωτες, μια ζωή μόνη, κρατώντας στα χέρια της τη συλλογή από μικρά γυάλινα ομοιώματα ζώων.

Όλα αυτά με απίστευτη κούραση και λαχτάρα μαζί, τα έζησε ο θίασος, μα και ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος, η ταξιθέτρια, όλοι όσοι είναι κοντά μου, αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής μου.
Ο κόσμος μου, δηλαδή!

Τώρα είναι νύχτα ή μέρα, σημασία δεν έχει.
Πρώτη φορά νιώθω σκοτάδι και μοναξιά και έγνοια για την επόμενη μέρα των παιδιών μου.

Έμειναν ορφανά τα γυάλινα ζωάκια, του ‘’ Γυάλινου κόσμου ‘’ να πεινάνε, να κρυώνουν,να σκονίζονται.
Από ένα παράθυρο, απέναντι, ακούγεται μια γνώριμη φωνή, που κάποτε περπάτησε στο σανίδι μου.
« Να σου δώσω μια να σπάσεις , αχ βρε κόσμε γυάλινε,
και να φτιάξω μια καινούργια, κοινωνία άλληνε.»

Κάπου εκεί σμίγει η φωνή του Στέλιου με τα λόγια του Τενεσί Ουίλιαμς, κι εγώ βουρκώνω. Πρώτη φορά μόνο μου, χωρίς ανθρώπους μέσα μου.

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας