(Ένα αλληγορικό παραμύθι για μικρούς και μεγάλους)
Mια φορά κι έναν καιρό, σε μια πανέμορφη χώρα, κάποια μέρα ξαφνικά εμφανίστηκε ένας κατακόκκινος δράκος. Στο κεφάλι του φορούσε μια μεγάλη κορώνα και τριγυρνούσε αμέριμνος στους δρόμους. Ο κόσμος στην αρχή τον κοιτούσε περίεργα, αλλά δεν του έδωσε και πολλή σημασία. Τον θεωρούσε αστείο και ακίνδυνο. Μετά από λίγο καιρό όμως, ο δράκος άρχισε να απειλεί με τις φλόγες του. Να γίνεται επικίνδυνος για τους ανθρώπους, θανατώνοντας λίγους στην αρχή και μετά όλο και περισσότερους. Τότε, ένας μεγάλος φόβος σκέπασε, σαν σύννεφο, τον ηλιόλουστο ουρανό της χώρας.
Οι άνθρωποι σταμάτησαν τις δουλειές τους και κλείστηκαν στα σπίτια. Τα παιδιά δεν μπορούσαν να πάνε στο σχολείο ούτε να βγουν για παιχνίδι. Ερημιά στους δρόμους και στις πλατείες. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες κλείστηκαν μέσα φοβισμένοι, γιατί έλεγαν πως αυτοί κινδυνεύουν περισσότερο από τον δράκο. Όλη η χώρα βουβή με τους με τους ανθρώπους να ακούνε μόνο τη σιωπή τους.
Καθώς οι μέρες περνούσαν, πολλοί άρχισαν να γκρινιάζουν και να διαμαρτύρονται. Ως πότε θα έμεναν κλεισμένοι μέσα; Πώς θα περνούσε ο καιρός; Ποιος θα κατάφερνε να νικήσει αυτόν τον κακό δράκο με την κορώνα; Ώσπου απογοητευμένοι άρχισαν να ξεφυλλίζουν τα βιβλία που είχαν αφημένα καιρό στα ράφια τους. Ξεπήδησαν τότε μέσα από τις σελίδες νεράιδες, γίγαντες και νάνοι. Ήρωες που ζούσαν φοβερές ιστορίες και περιπέτειες. Και καθώς περνούσαν οι μέρες, συγγραφείς, παραμυθάδες και ποιητές μαζεύονταν σιγά-σιγά στους καναπέδες των σπιτιών, κάνοντας παρέα στους φοβισμένους ανθρώπους, ταξιδεύοντάς τους στα πέρατα του κόσμου και σε άλλες μακρινές εποχές.
Κι όταν κουρασμένοι πια οι άνθρωποι έκλειναν τα βιβλία, αναζητούσαν παρηγοριά στη μουσική. Κι αυτή, πιστή στο έργο της να γλυκαίνει τις ψυχές των ανθρώπων, ηρεμούσε μικρούς και μεγάλους. Με τις νότες της, τους έκανε να ξεχνούν τη φυλακή τους και να νικούν τους φόβους τους. Κάποιες φορές έβγαιναν στα μπαλκόνια και τραγουδούσαν για να εμψυχώσουν ο ένας τον άλλον. Έπαιζαν κιθάρες, βιολιά, ακορντεόν και οι μελωδίες ένωναν νοερά τα χέρια τους, αφού δεν μπορούσαν να αγγίξουν ο ένας τον άλλον.
Και έτσι, συνέχισαν να είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους για μέρες πολλές, αλλά τώρα το άντεχαν περισσότερο.
Και κάποια στιγμή, οι άνθρωποι αναζήτησαν τον δράκο κοιτάζοντας δειλά έξω απ’ τα παράθυρά τους. Και τον είδαν που τριγυρνούσε εκεί, άγριος και απειλητικός στους άδειους δρόμους. Μα, όσο δεν έβρισκε κανέναν, τόσο περισσότερο μίκραινε, μαράζωνε και έχανε τη δύναμή του. Έγινε σαν ένα μπαλόνι, και μετά μια τόσο δα μικρή μπάλα. Και στο τέλος, μια κατακόκκινη σταγόνα, που την παρέσυρε η βροχή και χάθηκε!
Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα! Το είπαν και στις ειδήσεις! Και επιτέλους, οι άνθρωποι θα έβγαιναν από τα σπίτια τους και θα ξαναζούσαν όπως παλιά. Άνοιξαν και πάλι τα μαγαζιά. Οι άνθρωποι ξεκίνησαν για τις δουλειές τους. Τα σχολεία και οι παιδικές χαρές γέμισαν από παιδιά. Οι δρόμοι και οι πλατείες πλημμύρισαν από μικρούς και μεγάλους που αγκαλιάζονταν χαρούμενοι. Άρχισαν και πάλι οι άνθρωποι να κάνουν όνειρα και να ταξιδεύουν. Δεν ξέχασαν όμως ότι σ’ εκείνες τις δύσκολες μέρες που έμειναν κλεισμένοι στα σπίτια τους, μπόρεσαν να δουν καλύτερα τον εαυτό τους και τους ανθρώπους γύρω τους. Έμαθαν να μοιράζονται τις δυσκολίες και να νοιάζονται για τους άλλους. Έμαθαν να μην κυνηγάνε τον χρόνο και τα χρήματα, αλλά να χαίρονται την κάθε στιγμή. Ανακάλυψαν πως το μεγαλύτερο αγαθό στον άνθρωπο είναι η υγεία και το μεγαλύτερο δώρο η αγάπη. Και πως αξία στη ζωή έχουν τελικά κάποια μικρά, απλά και ανέξοδα πράγματα, όπως ένας περίπατος στην εξοχή, μια αγκαλιά χωρίς φόβο και ένα χαμόγελο βγαλμένο απ’ την καρδιά.
Ο δράκος με την κορώνα έφυγε από τη χώρα, όμως δίδαξε στους ανθρώπους πως με την αγάπη και όλοι ενωμένοι μπορούν να νικήσουν κάθε κακό δράκο που μπορεί να ξαναφανεί.
——————
Η εικόνα του παραμυθιού είναι κολάζ της Ελισάβετ Τάρη