Ήταν Οκτώβρης του 2005 και κατεβαίνοντας απ’ το ταξί, στο κέντρο της πολύβουης Αλεξάνδρειας, διέκρινα τη φιγούρα της πίσω απ’ την τζαμαρία του διάσημου café Elite. Το café της «Χριστίνας», όπως το ξέρουν οι Έλληνες, στην οδό Σαφίγια Ζαγλούλ. Καθόταν αναπαυτικά σε μια ψάθινη καρέκλα και το αμέριμνο βλέμμα της το φώτιζε ο δυνατός αλεξανδρινός ήλιος.
Μπήκα στο μαγαζί και κατευθύνθηκα προς το μέρος της. Μόλις με είδε χαμογέλασε και σηκώθηκε απλώνοντας τα χέρια της. Μ’ αγκάλιασε θερμά και ένιωσα το έντονο άρωμά της.
Φινετσάτη όπως πάντα, μ’ ένα στιλάτο καφέ ταγιέρ και μια χρυσή καρφίτσα σε σχήμα τίγρης στο πέτο της. Τα μαλλιά της ξανθά και καλοχτενισμένα, άγγιζαν τους ώμους της με μια ελαφριά κλίση προς τα μέσα. Θύμιζε έντονα τη Λορίν Μπακόλ, τη διάσημη ηθοποιό της εποχής του ‘40. Είχε μια σπάνια γοητεία αυτή η γυναίκα. Μια αρχοντιά και ένα μυστήριο όταν σε κοιτούσε με τα σκούρα πράσινα μάτια της.
Αισθάνθηκα λίγο άβολα στην αρχή. Ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε βρεθεί μόνες. Την είχα πρωτοσυναντήσει τον Σεπτέμβρη σε μια εκδήλωση στο σχολείο της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξάνδρειας, όπου είχα ξεκινήσει να εργάζομαι ως αποσπασμένη εκπαιδευτικός. Από τότε τη συναντούσα τυχαία σε μέρη όπου σύχναζαν οι Έλληνες της παροικίας: στο εστιατόριο της «Ένωσης», στον Ελληνικό Ναυτικό Όμιλο, στο Πατριαρχείο και εκεί ανταλλάσαμε μια καλημέρα, ώσπου δώσαμε ραντεβού στο café Elite να τα πούμε από κοντά.
Στο μελαψό γκαρσόν με την άσπρη μπλούζα παραγγείλαμε καφέ με κάρδαμο, τον συνηθισμένο παραδοσιακό καφέ της Αιγύπτου. Έντονος στη γεύση αλήθεια, αν μάλιστα δεν τον έχεις συνηθίσει, μα πολύ μυρωδάτος. Η κουβέντα μας άρχισε χαλαρά. Με τα συνήθη τυπικά της πρώτης γνωριμίας. Όμως γρήγορα διαπίστωνες πως είχε έναν μοναδικό τρόπο αυτή η γυναίκα να περιγράφει πράγματα, να διηγείται καταστάσεις και να σε βάζει αμέσως στην ιστορία της. Στην κουβέντα μας φάνηκε πως είχε τόσα πολλά ενδιαφέροντα! Για τη μουσική, την τέχνη, τον πολιτισμό, ενώ λάτρευε την όπερα. Μα αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν ότι μιλούσε άπταιστα πέντε γλώσσες! Όλα αυτά την έκαναν μια γυναίκα ξεχωριστή, με δυνατή προσωπικότητα. Σε κέρδιζε απ’ την αρχή η κυρία Στέλλα και δεν μπορούσες να μη τη θαυμάσεις.
Όταν ήρθε ο ζεστός καφές, σερβιρισμένος στα πορσελάνινα αράβικα φλιτζάνια με τις χρυσές πινελιές, παρατήρησα τον τρόπο που άπλωσε τα χέρια της. Γερασμένα από τις χαρακιές του χρόνου, αλλά με μια κίνηση αέρινη, σχεδόν θεατρική. Στο δεξί της χέρι ξεχώριζε ένα εντυπωσιακό δαχτυλίδι. Είδε που το πρόσεξα και μου είπε: «Διαμάντι. Δώρο του άντρα μου στον γάμο μας. Πολύ παλιό, από το 1890. Κειμήλιο από την πεθερά μου. Αντίκα κι αυτό…σαν κι εμένα», είπε χαμογελώντας με μια γενναία δόση αυτοσαρκασμού.
Τα χρόνια του γάμου της, μας έδωσαν την αφορμή να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω. Άκουγα μαγεμένη τις παλιές ιστορίες της με τις δεξιώσεις και τους χορούς στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια. Τα γλέντια του σαββατόβραδου στον «Αθηναίο», αυτό το εντυπωσιακό μαγαζί στην παραλία με τη νεοκλασική όψη που θύμιζε έντονα Ελλάδα και που επισκέπτονταν οι πιο γνωστοί καλλιτέχνες της εποχής, όπως οι αδελφές Καλουτά.
Η κυρία Στέλλα περιέγραφε μ’ έναν γλαφυρό τρόπο που θα ζήλευε ακόμα και συγγραφέας, τις βόλτες των Ελλήνων παροίκων στους δρόμους γύρω από το Ράμλι, τον γνωστό τερματικό σταθμό των τραμ της πόλης. Τις πλούσιες κυρίες με τα σατέν και τα ολομέταξα φορέματα και τους άντρες δίπλα τους με τα κασμίρ κοστούμια και τα παπιγιόν. Η αφήγησή της σ’ έπαιρνε απ’ το σήμερα και ασυναίσθητα σε πήγαινε πίσω, σε μια άλλη εποχή. Ένιωσα για λίγο να ζω κι εγώ ανάμεσα σ’ εκείνους τους Έλληνες της πόλης του Μεγαλέξανδρου. Τους έβλεπα να περνούν μπροστά μου, να γελούν, να τραγουδούν και να στροβιλίζονται στην πίστα του «Αθηναίου» χορεύοντας ταγκό και βαλς.
Πέρασε αρκετή ώρα συζητώντας και ήμουν τόσο απορροφημένη απ’ τα λόγια της που δεν άκουγα ούτε τα ενοχλητικά κορναρίσματα από τον κεντρικό δρόμο ούτε τη μουσική που έπαιζε αρκετά δυνατά το «je suis malade» της Δαλιδά, της αγαπημένης τραγουδίστριας των Αιγυπτίων.
«Ξέρεις Ελισάβετ», μου είπε με μια βαθιά ανάσα και πλέκοντας ταυτόχρονα τα δάχτυλά της κάτω απ’ το πιγούνι, «έρχομαι συχνά εδώ. Έχει τη δική του ιστορία αυτό το μέρος. Σ’ αυτό το θρυλικό café της Χριστίνας, στις ίδιες καρέκλες που καθόμαστε, σύχναζαν όποτε ερχόταν στην Αλεξάνδρεια, ο νομπελίστας Ναγκίμπ Μαχφούζ, η μεγάλη Εντίθ Πιάφ, ο δικός μας Ντέμης Ρούσος, η αξέχαστη Δαλιδά, ο συγγραφέας Λώρενς Ντάρρελ και τόσοι άλλοι. Να, κοίτα πίσω σου», μου είπε δείχνοντας με το χέρι της τον τοίχο με την κιτρινισμένη από τον χρόνο ταπετσαρία, «βλέπεις τις υπογραφές μερικών από αυτούς; λες και ήθελαν ν’ αφήσουν εδώ στο café Elite το αποτύπωμά τους».
Και βλέποντας η κυρία Στέλλα πως κρεμόμουν κυριολεκτικά απ’ τα χείλη της, συνέχισε λέγοντας: «Πριν χρόνια, η συγχωρεμένη πια Χριστίνα, μου είχε πει πως όταν ήταν μικρή θυμόταν έναν άντρα με γυαλιά να μπαίνει εδώ στο μαγαζί τους και να πίνει τον καφέ του σ’ ένα απ’ τα τραπέζια, εκεί στο βάθος. Άλλες φορές τον έβλεπε να περνάει απ’ αυτόν τον δρόμο, σκυφτό και λιγομίλητο. Δεν ήξερε τότε ποιος ήταν. Μετά, όταν αυτή μεγάλωσε πια κι εκείνος έγινε διάσημος, έμαθε πως εκείνος ο άγνωστος Έλληνας ήταν ο Καβάφης, που περνούσε κάθε μέρα από μπροστά της επιστρέφοντας απ’ τη δουλειά στο σπίτι του, εδώ πιο πάνω στη γειτονιά του Αταρίν». Η κυρία Στέλλα πήρε μια βαθιά ανάσα, με κοίταξε στα μάτια και συνέχισε: «Τώρα Ελισάβετ, ξέρεις γιατί μ’ αρέσει αυτό το μέρος και ήθελα να βρεθούμε εδώ. Λατρεύω τον Καβάφη κι εδώ τον αισθάνομαι δίπλα μου, ολοζώντανο». Στα λόγια της διέκρινες μια δόση περηφάνιας αλλά και μελαγχολίας μαζί.
Δεν μπορούσα να κρύψω τη συγκίνησή μου. Ένιωθα συμπυκνωμένη την Ιστορία γύρω μου και μέσα μου ευγνωμονούσα αυτή την υπέροχη γυναίκα που μ’ έφερε τόσο κοντά με τον αγαπημένο μου ποιητή.
«Όμως, Ελισάβετ, για όλα αυτά έχουμε χρόνο να μιλήσουμε», μου είπε, διακόπτοντας τις σκέψεις μου και άρχισε έτσι ξαφνικά να μου μιλάει για τον εαυτό της. Μου είπε πως δεν είχε ρίζες σ’ αυτή την πόλη ούτε γεννήθηκε εδώ. «Ήμουν παντρεμένη στην Αθήνα και με τον άντρα μου, στρατιωτικός στο επάγγελμα, είχαμε έναν γιο. Κάποτε, με την αδελφή μου και μερικές φίλες κάναμε ένα μεγάλο ταξίδι στην Αίγυπτο. Κι εδώ στην Αλεξάνδρεια, ήταν γραφτό να αλλάξουν όλα. Σε μια φιλική παρέα γνώρισα τον Νικόλα μου. Μπήκε στη ζωή μου απ’ τη ρωγμή που αφήνει συνήθως μια βιαστική επιλογή της νιότης κι ένας ανώριμος γάμος. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά, όπως λέμε. Σταμάτησε ο χρόνος στο βλέμμα του και σβήστηκε όλη η προηγούμενη ζωή μου. Έτσι, μόλις επέστρεψα στην Ελλάδα, δώσαμε τέλος στον γάμο μας και με το παιδί μου ήρθαμε εδώ, για πάντα. Από τότε έγινα Αλεξανδρινή και με τον Νικόλα είμαστε μαζί πενήντα πέντε χρόνια τώρα. Νιώθω πως δεν απομένουν άλλα όνειρα να κάνω, γιατί όσα ονειρεύτηκα τα έζησα μαζί του εδώ, σ’ αυτήν την πόλη. Την πόλη του μύθου και της μνήμης».
Την άκουγα να μιλάει και δεν ήθελα να τη διακόψω. Την κοιτούσα που έκλεινε τα μάτια της κι οι λέξεις της κυλούσαν σαν τα χρόνια που πέρασαν. Η νοσταλγία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
Ήταν ώρα πια να φύγουμε και προσφέρθηκα να της κεράσω τον καφέ. Αρνήθηκε ευγενικά, λέγοντας πως στην πόλη της, το κέρασμα ήταν δικό της. Αναρωτήθηκα σε πόσους αλήθεια ανήκει αυτή η πόλη. Την κουβαλούσε για πάντα ο Ποιητής και τον «ακολουθούσε» όπου κι αν πήγαινε. Την πήραν στις αναμνήσεις τους χιλιάδες ταξιδιώτες, της έγραψαν μουσικές και τραγούδια, την έβαλαν σκηνικό σε ταινίες και μυθιστορήματα. Αυτή η υπέροχη πόλη, με την παραμυθένια αύρα που μάγεψε την κυρία Στέλλα όπως μάγεψε αμέτρητους ποιητές, συγγραφείς και ζωγράφους.
Βγήκαμε από το café Elite και περπατήσαμε δίπλα δίπλα κατηφορίζοντας τον δρόμο προς τη θάλασσα. Με κρατούσε απαλά απ’ τον αγκώνα, σαν δυο φίλες που γνωρίζονται χρόνια. Στη διαδρομή, ανταμώσαμε μια Αρμένισσα οδοντίατρο. Τη χαιρέτησε στα γαλλικά και δεν παρέλειψε να μου τη συστήσει.
Συνεχίσαμε να βαδίζουμε και, παρά τη βουή του πολυσύχναστου δρόμου, η κυρία Στέλλα εξακολουθούσε να μου μιλάει δείχνοντας με το χέρι και εξηγώντας μου την ιστορία απ’ τα παλιά αρχοντικά που βλέπαμε γύρω. Ωραία μπαλκόνια με περίτεχνα διακοσμητικά. Καταστήματα με ελληνικές πινακίδες. Σπίτια όπου κάποτε τα κατοικούσαν πλούσιες, αριστοκρατικές οικογένειες Ελλήνων της Αλεξάνδρειας. Μου ανέφερε και κάποια ονόματα σπουδαίων εμπόρων της πόλης: Σαλβάγος, Μπενάκης, Ζερβουδάκης, Τσανακλής, Κυριαζής… Καπνέμποροι, βαμβακέμποροι και οινοποιοί οι περισσότεροι, που αναγκάστηκαν, όπως είπε, να εγκαταλείψουν την πόλη μετά τις εθνικοποιήσεις και τους οικονομικούς περιορισμούς που είχε επιβάλει η επαναστατική κυβέρνηση του Νάσερ το 1960, αλλά και νωρίτερα. «Τότε Ελισάβετ, περάσαμε δύσκολα κι εμείς, γιατί κινδυνέψαμε να χάσουμε το φαρμακείο του Νικόλα μου», είπε με μια απογοήτευση στα λόγια της.
Κάποια στιγμή η κυρία Στέλλα κοντοστάθηκε. Σήκωσε το χέρι ψηλά δείχνοντας τον ουρανό κι άρχισε να σιγοτραγουδάει… «Ναι, ο ουρανός ο καθαρός αυθεντικός,/ στην Αλεξάνδρεια είναι τόσο ανθεκτικός/ που όταν σκάει το κύμα δυνατά στο Κάιτ Μπέι/ παντάν παντάν βρε γιασαλάμ ο έρωτας λέει». Ξαφνιάστηκα με τον αυθορμητισμό της, και το κατάλαβε. «Είναι το αγαπημένο μου τραγούδι» είπε και συνέχισε: «Πουθενά στον κόσμο δε θα βρεις τόσο καθαρό, τόσο γαλανό ουρανό» και στη φωνή της διέκρινες έναν νεανικό ενθουσιασμό κι ένα πάθος για τη ζωή και τις ομορφιές της.
Έτσι, συζητώντας και γελώντας φτάσαμε στην «Κορνίς». Τον μεγάλο παραλιακό δρόμο της Αλεξάνδρειας που απλώνεται σαν ένα πελώριο τόξο από τη μια άκρη της πόλης ως την άλλη, ενώνοντας δυο από τα πιο γνωστά της σημεία. Την Μοντάζα με το Κάιτ Μπέη.
Εκεί μπροστά στον μεγάλο δρόμο αισθάνθηκα να μου σφίγγει το χέρι. Ήταν κουρασμένη. Σταματήσαμε ένα ταξί για να τη γυρίσει στο σπίτι. Πριν μπει στο αυτοκίνητο, μ΄ αγκάλιασε να με φιλήσει και μου είπε με ένα πονηρό χαμόγελο. «Ξέρεις, Ελισάβετ, καμιά φορά αναρωτιέμαι αν ερωτεύτηκα περισσότερο τον Νικόλα μου ή την πόλη αυτή». Από τη μέρα εκείνη γίναμε φίλες. Πήγαμε μαζί σε πολλές γειτονιές της πόλης όπου παλιά ζούσαν Έλληνες: Στην Ιμπραημία, στο Σάτμπι, στο Σπόρτινγκ… και μου μιλούσε, με το γνώριμο πια σε μένα πάθος της, για τη ζωή και τη δόξα εκείνης της μακρινής εποχής.
Δεν ξέρω αν η μοίρα είναι εκείνη που μας φέρνει τόσο κοντά με κάποια πρόσωπα, ώστε να αναρωτιέσαι, όταν απομακρυνθείς από αυτά, πόσο τυχερός ήσουν που, έστω και για λίγο, μπήκαν στη ζωή σου.
Η κυρία Στέλλα ζει μόνη της πια στην Αλεξάνδρεια. Ζει στην πόλη που ερωτεύτηκε όσο και τον Νικόλα της. Ξέρει, σαν τον μεγάλο Ποιητή, πως… καινούργιους τόπους δεν θα βρει. Πως… στους δρόμους θα γυρνάει τους ίδιους…
Ελισάβετ Τάρη
Εκπαιδευτικός – Συγγραφέας