Απόψεις Ιστορία

Το πρόσωπο ενός αγγέλου: Η απίστευτη ιστορία της γυναίκας που έσωσε 2.500 παιδάκια από τους θαλάμους αερίων 

«Κάθε παιδί που σώθηκε με τη βοήθειά μου αποτελεί δικαίωση της ύπαρξής μου στη γη και όχι έναν τίτλο δόξας». 

-Ιρένα Σέντλερ
Όσλο, Νορβηγία, Δημαρχιακό Μέγαρο – Απονομή βραβείων Νόμπελ Ειρήνης, 10 Οκτωβρίου 2007 
Η κατάμεστη από κόσμο αίθουσα του Μεγάρου εκείνο το βράδυ συγκέντρωνε, διεθνώς, τα φώτα της δημοσιότητας. Σε λίγα λεπτά θα ανακοινώνονταν ποιος θα λάμβανε την ύψιστη τιμητική διάκριση του Νόμπελ Ειρήνης για το 2007, η οποία θα συνοδευόταν και από 1.410.000 δολάρια.
Από τους 181 υποψηφίους στην τελική διαδικασία είχαν ξεχωρίσει δυο άνθρωποι.
Ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Αλ Γκορ και μια άσημη υπέργηρη κυρία 97 ετών. Ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, με τον αέρα που του έδινε το αξίωμα του ανθρώπου δίπλα στον «πλανητάρχη», χαιρετούσε δεξιά και αριστερά τον κόσμο, κορδωμένος σαν γάλος.
Η ανθυποψήφιά του καθόταν σεμνά τρεις θέσεις αριστερά του. Παρά την ηλικία της το πρόσωπο της είχε μια ηρεμία και μια αξιοπρέπεια που σπάνια συναντάς. Εκείνη δεν μπορούσε να κορδωθεί. Χαιρετούσε αργά, κουνώντας το χέρι της, όποιον πήγαινε δίπλα της και της μιλούσε.
Ξαφνικά τα φώτα χαμήλωσαν, ο κόσμος σταμάτησε να μιλάει και ο πρόεδρος της πενταμελούς επιτροπής, σηκώθηκε από τη θέση του, ίσιωσε το παντελόνι και την ουρά από το σμόκιν του και προχώρησε γοργά προς το αναλόγιο.
Ξερόβηξε μάλλον θεατρικά και όταν σιγουρεύτηκε ότι όλες οι κάμερες, όλα τα φλας, όλα τα μάτια ήταν στραμμένα σε εκείνον, άνοιξε τον σφραγισμένο φάκελο και διάβασε: «Το Νόμπελ Ειρήνης για το 2007, απονέμεται στον κ. Αλ Γκορ, για την τεράστια προσφορά του και τους αγώνες του σχετικά με την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης για το φαινόμενο του θερμοκηπίου».
Ο κόσμος ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Πολλά από αυτά κάπως μουδιασμένα. Κάποιοι όρθιοι έσκυβαν στον διπλανό τους και ρωτούσαν: «Μα είναι δυνατόν;», ύστερα πάλι συνέχιζαν να χειροκροτούν.
Η υπέργηρη κυρία σηκώθηκε όρθια και χειροκρότησε με ειλικρίνεια τον άνθρωπο που κέρδισε το βραβείο. Μπορεί να είχε στεναχωρηθεί, μπορεί και όχι. Μπορεί τα μάτια της που δάκρυζαν να ήταν από πίκρα, μπορεί και από τον καταρράκτη. Κανείς δεν έμαθε ποτέ…
Πολωνία, πόλη Otwock, 23 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Βαρσοβίας – Ιανουάριος 1917
Η πόρτα του μεγάλου πετρόχτιστου αρχοντικού που δέσποζε στις παρυφές της πόλης άνοιξε και ένας παγωμένος αέρας, μαζί με μπόλικες νιφάδες χιονιού, εισέβαλε στο χολ του σπιτιού. Ο άνδρας μπήκε γρήγορα μέσα, την έκλεισε και, με αργές κινήσεις που φανέρωναν κούραση, έβγαλε το βαρύ παλτό και το καπέλο του. Τα καθάρισε από το χιόνι και τα κρέμασε στον καλόγερο. Άφησε τη δερμάτινη ιατρική του τσάντα στο έπιπλο και σκούπισε τα μεταλλικά, στρογγυλά γυαλάκια του από το χιόνι.
Μια παιδική φωνούλα ακούστηκε από το σαλόνι και ένα κοριτσάκι επτά ετών, με μακριές καστανές μπούκλες που ανέμιζαν πέρα δώθε, εμφανίσθηκε τρέχοντας. «Μπαμπάαααακα μου ήρθες επιτέλους». Η μικρή Ιρένα αγκάλιασε το πόδι του πατέρα της. «Έλα να φάμε, το τραπέζι είναι στρωμένο». Η κούραση λες και εξαφανίσθηκε ως δια μαγείας από το πρόσωπο του γιατρού Στάνισλαβ Κρζιζανκόφσκι και ακολούθησε χαμογελώντας την κορούλα του που τον τραβούσε από το χέρι και τον οδηγούσε στην τραπεζαρία.
«Κουράζεσαι πολύ Στάνι, δεν γίνεται να συνεχιστεί αυτό. Θα καταρρεύσεις».
Η Γιανίνα Κρζιζανκόφσκα άφησε το μαχαίρι που έκοβε το ψητό στο πιάτο της και με το δεξί της χέρι χάιδεψε τρυφερά τον καρπό του συζύγου της. «Και τι να κάνω Γιανίνα; Να αφήσω όλους αυτούς τους φτωχούς δυστυχισμένους ανθρώπους να πεθάνουν αβοήθητοι; Δεν έχουν να φάνε, δεν έχουν ρούχα για το κρύο και ο τύφος τους θερίζει. Πώς θα μπορώ να κοιμάμαι τα βράδια;».
Η Ιρένα, το κοριτσάκι με τις καστανές μπούκλες και το όμορφο προσωπάκι, αν και δεν καταλάβαινε πολλά από τη δουλειά του πατέρα της, εκείνη τη στιγμή ένιωσε υπερήφανη για τον 42χρονο άνδρα που καθόταν απέναντί της. Μετά το δείπνο έπεσε για ύπνο ευτυχισμένη, και όταν ο Στάνισλαβ τη σκέπασε και τη φίλησε τρυφερά για να της πει καληνύχτα εκείνη του ψιθύρισε πως είναι ο καλύτερος πατέρας του κόσμου και πως πάντα μα πάντα θα τον λατρεύει.
Ο γιατρός Στάνισλαβ Κρζιζανκόφσκι, γνωστός επιστήμονας στην ευρύτερη περιοχή της Βαρσοβίας, βοηθούσε πάντα τους φτωχούς. Ποτέ δεν τους έπαιρνε χρήματα. Μάλιστα συχνά πυκνά έβαζε λεφτά από την τσέπη του για να αγοράσουν τα φάρμακά τους. Το έτος 1917 στη μέση του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου ο τύφος θέριζε την κεντρική Ευρώπη. Η Πολωνία είχε αμέτρητα θύματα. Οι Εβραίοι της Βαρσοβίας, που οι περισσότεροι ζούσαν στις συνοικίες τους, δεν σταματούσαν να θάβουν τους νεκρούς τους. Ο γιατρός Κρζιζανκόφσκι, επισκεπτόταν νυχθημερόν εκείνες τις συνοικίες και ανακούφιζε τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους. Έκανε ό,τι μπορούσε για να απαλύνει τον πόνο τους.
Μέχρι το πρωινό της 10ης Φεβρουαρίου εκείνου του έτους, οπότε και άφησε την τελευταία του πνοή στο κρεβάτι του, χτυπημένος από τον τύφο. Ήταν 42 ετών. Μάταια η μικρούλα Ιρένα προσπαθούσε να τον ξυπνήσει. Μάταια του χάιδευε το μάγουλο και τον εκλιπαρούσε να σηκωθεί. «Ξύπνα πατερούλη μου, σε παρακαλώ, ξύπνα, εγώ είμαι η πριγκίπισσά σου που σε λατρεύω. Σήκω να πας στη δουλειά σου και δεν με νοιάζει εάν αργήσεις το βράδυ», του έλεγε και τα δάκρυα από τα μεγάλα καστανά της μάτια έσταζαν επάνω στα σκεπάσματα. Η μητέρα της, Γιανίνα, βρήκε τη δύναμη να τραβήξει το κοριτσάκι από το νεκροκρέβατο και να της ψιθυρίσει ότι «ο μπαμπάς έφυγε, αλλά πάντα θα την αγαπάει και θα την προσέχει σε όλη της τη ζωή…».
Η είδηση του θανάτου του γιατρού έπεσε σαν κεραυνός στην εβραϊκή κοινότητα. Η ηγεσία της, σαν ύστατο χρέος προς τον νεκρό, αποφάσισε να αναλάβει και να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του μικρού κοριτσιού. Και όταν η Ιρένα μεγάλωσε και ήρθε η ώρα να σπουδάσει μετά το σχολείο, οι Εβραίοι της Βαρσοβίας τη βοήθησαν να πραγματοποιήσει το όνειρό της και να σπουδάσει πολωνική λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο της πόλης.
Πανεπιστημίου Βαρσοβίας, γραφείο Πρύτανη, Μάρτιος 1931 
Η 20χρονη λεπτοκαμωμένη κοπέλα, με τα όμορφα χαρακτηριστικά και το μαλλί πιασμένο κότσο, χτύπησε με θράσος την πόρτα του πρύτανη. Η γραμματέας του είχε μάταια προσπαθήσει να τη συγκρατήσει λέγοντάς της ότι «ο κύριος Ταντέους Μπρζέσκι είναι εξαιρετικά απασχολημένος και δεν μπορεί να την δεχτεί». Η κοπέλα, που το όνομα της ήταν Ιρένα, ήταν μια βαθιά καθολική Πολωνή, που πρόσφατα είχε παντρευτεί τον άνδρα που είχε ερωτευτεί, τον Μίετσαλβ Ζέντλερ.
«Πρέπει να του μιλήσω αμέσως. Αυτό που συμβαίνει στο πανεπιστήμιο είναι απαράδεκτο. Πολωνοί εθνικιστές φοιτητές κλωτσάνε στα σκαλοπάτια όποιον Εβραίο φοιτητή δούνε να τα ανεβαίνει. Τους χλευάζουν κάθε στιγμή, ενώ στις αίθουσες και τα αμφιθέατρα τους υποχρεώνουν να κάθονται ξεχωριστά από όλους εμάς τους υπόλοιπους. Πρέπει να παρέμβει η πανεπιστημιακή κοινότητα σε αυτό το αίσχος. Και τι κάνει; Τα στραβά μάτια. Από σήμερα λοιπόν, ενημερώστε τον κύριο Πρύτανη πως θα κάθομαι και εγώ ξεχωριστά, μαζί με τους Εβραίους συμφοιτητές μου», είπε και έκλεισε την πόρτα πίσω της, εξοργισμένη και με δάκρυα στα μάτια.
Η απάντηση του πρύτανη προς την Ιρένα Ζέντλερ ήρθε στις αρχές της επόμενης εβδομάδας. Ήταν λιτή και αυστηρή: «Η φοιτήτρια του τμήματος της πολωνικής λογοτεχνίας Ιρένα Κρζιζανκόφσκα Ζέντλερ αποβάλλεται για τρία έτη από το ίδρυμα, λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς».
12 Οκτωβρίου 1940 – Βαρσοβία 
Η λέξη «γκέτο» προέρχεται από τη Βενετία. Ήταν η περιοχή στην οποία, τον 16ο αιώνα, υπήρχαν τα χυτήρια μετάλλου. Σε εκείνη την περιοχή έζησε και συχνά άκμασε η εβραϊκή κοινότητα. Τέσσερις αιώνες μετά, η λέξη αυτή θα ταυτιζόταν με την απόλυτη φρίκη και τον θάνατο…
Οι Εβραίοι της Βαρσοβίας ήταν η μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα στην Ευρώπη.
Αριθμούσε σχεδόν 400.000 ψυχές και ζούσαν εκεί από τον 15ο αιώνα. Στις 12 Οκτωβρίου, οι γερμανικές αρχές κατοχής διέταξαν όλους τους Εβραίους της πόλης να συγκεντρωθούν σε μια συνοικία, γύρω από την οποία είχε υψωθεί ένας τοίχος, τριάμισι μέτρα ψηλός, με αγκαθωτά σύρματα στην κορυφή του. Κανείς Εβραίος δεν επιτρεπόταν να βγει από το γκέτο χωρίς άδεια. Το 1/3 των κατοίκων της Βαρσοβίας μετακόμισαν αναγκαστικά, με το όπλο στο κεφάλι, σε μια έκταση ίση με το 1/40 της πόλης.
Με το ζόρι, οι νοσηροί εγκέφαλοι των ναζί διέκοψαν κάθε μόρφωση, σταμάτησαν τα σχολεία, απαγόρευσαν τις συναθροίσεις. Πάνοπλοι στρατιώτες σε 24ωρη βάση βρισκόντουσαν σε κάθε είσοδο του γκέτο, έτοιμοι να πυροβολήσουν όποιον πήγαινε να το παραβιάσει. Οι συνθήκες ήταν κάτι περισσότερο από άθλιες για τους ανθρώπους μέσα. Η ημερήσια κατανάλωση σε φαγητό ήταν λιγότερη από 180 θερμίδες, περίπου το 1/4 από αυτή των Πολωνών της Βαρσοβίας με αποτέλεσμα ο πληθυσμός του γκέτο να μειώνεται συνεχώς λόγω της ασιτίας.
Κάθε μήνα 4.000 Εβραίοι πέθαιναν από την πείνα και τις αρρώστιες μέσα στο γκέτο. Η διαταγή του Sturmbannführer των SS, Χέρμαν Χόφλε δεν σήκωνε καμία αμφισβήτηση:
Κάθε Εβραίος που εγκαταλείπει το γκέτο κατά τη διάρκεια της μετεγκατάστασης θα πυροβολείται.
Κάθε Εβραίος που εγκαταλείπει το γκέτο μετά τη μετεγκατάσταση θα πυροβολείται.
Κάθε Εβραίος που ενεργεί κατά της επανεγκατάστασης θα πυροβολείται.
Η 30χρονη πλέον Ιρένα Ζέντλερ δεν άντεχε να βλέπει τους συμπατριώτες της αδιάφορους μπροστά στον αφανισμό αθώων ανθρώπων. Δεν άντεχε να κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα όταν μικρά παιδιά πέθαιναν από την πείνα, δεν μπορούσε να κοιτάζει τους Γερμανούς να λιώνουν με τις αρβύλες τους, έτσι για την πλάκα τους, κεφαλάκια μωρών. Και όσο οι μήνες περνούσαν, δεν άντεχε να βλέπει να μεταφέρουν καθημερινά, με τα τρένα των 60 βαγονιών, εκατοντάδες από αυτούς τους πεινασμένους, βασανισμένους, άρρωστους ανθρώπους στο «στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας» της Τρεμπλίνκα, δίπλα ακριβώς από το λατομείο με τα χαλίκια.
Τότε ένα επικίνδυνο σχέδιο γεννήθηκε στο μυαλό της. Όφειλε να το πραγματοποιήσει και να σώσει όσα περισσότερα βρέφη και μωρά μπορούσε από το καταραμένο γκέτο. Το ίδιο θα έκανε και ο πατέρας της εάν ζούσε.
Η Ιρένα εργαζόταν στην Κοινωνική Πρόνοια και από τη θέση αυτή μπορούσε να μπαίνει καθημερινά στο γκέτο, με την άδεια των ευσπλαχνικών αρχών κατοχής, για να ελέγχει την κατάσταση της υγείας των εγκλείστων και τις συνθήκες υγιεινής που επικρατούσαν εκεί. Δεν άργησε να έρθει σε επαφή με την αντιστασιακή οργάνωση «των υπονόμων» Zegota. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, το μόνο που έπρεπε να κάνει η Ιρένα ήταν να βρει κάποιον τρόπο για να απομακρύνει κρυφά όσα παιδάκια μπορούσε από το γκέτο και να αλλάξει την προδιαγεγραμμένη μοίρα τους, που ήταν ο φρικτός θάνατος στους θαλάμους αερίων της Τρεμπλίνκα.
Δεν άργησε να βρει τη λύση. Αφού είχε το ελεύθερο να μπαινοβγαίνει, η Ιρένα κατασκεύασε ένα καροτσάκι, με το οποίο φαινόταν μεν ότι κουβαλούσε τα πράγματά της, αλλά στην πραγματικότητα, στον διπλό του πάτο, έκρυβε κάθε φορά που έβγαινε και από ένα παιδάκι. Ως εργαζόμενη στην Κοινωνική Πρόνοια μπορούσε να μπει και να επιδιορθώσει κάποιο σπασμένο παράθυρο μέσα στο γκέτο, ή να μπει με την ιδιότητα της νοσοκόμας για να δώσει κάποια ασπιρίνη σε όποιον είχε πυρετό. Επάνω στο καροτσάκι που έσερνε, δέσποζε μια δερμάτινη παλιά τσάντα γιατρού γεμάτη σύριγγες και κάποια φάρμακα…
28 Δεκεμβρίου 1943 – Σημείο ελέγχου γκέτο, συμβολή των οδών Μπονιφρατέσκα και Κονβικτόρσκα
Η λεπτή 33χρονη γυναίκα από την Κοινωνική Πρόνοια με τα όμορφα χαρακτηριστικά, ντυμένη με τη στολή της, περίμενε να ελέγξουν τα χαρτιά εισόδου της οι Γερμανοί στρατιώτες. Στο αριστερό της χέρι έσερνε με ένα λουρί ένα μεγαλόσωμο σκυλί και με το δεξί της τραβούσε ένα καροτσάκι με μια παλιά δερμάτινη ιατρική τσάντα. Ξαφνικά το σκυλί, σαν να το χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα στη θέα των στρατιωτών, άρχισε να γαβγίζει μανιασμένα και δυνατά. Μόλις ήρθε η σειρά της οι φρουροί κοίταξαν την άδεια και της έκαναν νόημα να περάσει.
«Κάθε μέρα η ίδια ιστορία. Αυτή με το κωλόσκυλό της που μόλις βλέπει στρατιώτη αρχίζει και γαβγίζει σαν τρελό. Την επόμενη φορά σου δίνω τον λόγο μου, Όγκουστ, ότι θα το πυροβολήσω». Ο στρατιώτης των SS Κουρτ Κέλερ άναψε τσιγάρο και απευθύνθηκε στον συνάδελφό του, καθώς κοίταζε τη γυναίκα που απομακρυνόταν μέσα στο ανήλιαγο μπλοκ των πολυκατοικιών.
Η γυναίκα, στην πρώτη στροφή, σταμάτησε, χαμήλωσε και άρχισε να χαϊδεύει και να φιλάει το σκυλί της: «Αγάπη μου, Στάνι, έτσι σε θέλω. Όποτε τους βλέπεις να τους γαβγίζεις». Το είχε εκπαιδεύσει για τον σκοπό της. Όταν συναντούσε Γερμανό στρατιώτη να γαβγίζει δυνατά. Τα γαβγίσματά του, έκρυβαν τους όποιους θορύβους μπορεί κάποιο βρέφος ή παιδάκι να έκανε ενώ το έβγαζε παραχωμένο στον μυστικό πάτο του καροτσιού της. Ο Στάνι κούνησε ζωηρά την ουρά του, σαν να καταλάβαινε τι του έλεγε.
Εκείνη τη μέρα θα έσωζε την Εσθήρ. Ένα τρίχρονο κοριτσάκι. Όταν θα πήγαινε σπίτι της θα το έβγαζε από το καρότσι και θα το παρέδιδε σε κάποιο μέλος της αντίστασης που θα το φυγάδευε. Στη συνέχεια θα έγραφε το ονοματάκι του, όπως έκανε με όλα τα παιδιά που έβγαζε από το γκέτο, σε ένα χαρτί, θα το έβαζε σε ένα βαζάκι μαζί με τα στοιχεία των γονιών του και θα το έθαβε σε μια συγκεκριμένη μεριά της αυλής της. Μετά τον πόλεμο ίσως το παιδί να είχε την τύχη να ξανασμίξει με τους γονείς του. Στο διαμέρισμα η Εσθήρ, σαν να ένιωθε τον οικτρό αποχωρισμό, πλάνταξε στο κλάμα. Η Ιρένα είπε στους γονείς πως θα πρέπει να τη ναρκώσει και έβγαλε από την παλιά ιατρική τσάντα, που άνηκε στον πατέρα της, μια σύριγγα με ένα διάφανο υγρό. «Μη φοβάστε, θα ξυπνήσει σε μια ώρα, όταν θα είναι πλέον ασφαλής», τους είπε και, προσεκτικά, πίεσε τη μύτη της βελόνας στο τρυφερό δέρμα της μικρούλας.
Μια καταραμένη πέτρα μπροστά στην υψωμένη μπάρα του σημείου ελέγχου και η πίσω ρόδα από το καροτσάκι σηκώθηκε επικίνδυνα. Πριν η Ιρένα καταφέρει να το μαζέψει, εκείνο έπεσε με πάταγο και άνοιξε. Το χεράκι ενός ναρκωμένου παιδιού εμφανίσθηκε να εξέχει από τον διπλό πάτο του. Οι Γερμανοί τα κατάλαβαν όλα. Αμέσως συνέλαβαν τη γυναίκα που έβγαινε από το γκέτο και, με γροθιές και κλωτσιές, την οδήγησαν στα κεντρικά της Γκεστάπο, στο κτίριο που είχε χτιστεί το 1927, στην οδό Al. Szucha 25.
Ο στρατιώτης των SS Κούρτ Κέλερ που είδε το περιστατικό μέσα από το φυλάκιο, όπου είχε μπει για να ζεσταθεί, βγήκε τρέχοντας, ύψωσε το τουφέκι του και δολοφόνησε το καφετί σκυλί που γάβγιζε δαιμονισμένα. Το ναρκωμένο παιδάκι δεν τον δυσκόλεψε. Με μίσος σήκωσε τον υποκόπανο και τον κατέβασε πολλές φορές στο κεφάλι του. Ύστερα διέταξε κάποιους αποσβολωμένους Εβραίους από απέναντι, που είχαν βγάλει τα καπέλα τους και είχαν σκύψει το κεφάλι, να μαζέψουν τα πτώματα. Και εκείνοι έτρεξαν, δίχως να φανεί ότι έκλαιγαν…
Η Ιρένα Ζέντλερ βασανίστηκε απάνθρωπα στα κρατητήρια. Της έσπασαν κάθε κόκαλο από τα χέρια και τα πόδια. Της έσβησαν τσιγάρα στο στήθος, την στραγγάλιζαν εικονικά μέσα σε μια μπανιέρα με βρωμόνερα. Ο βούρδουλας χαράκωσε κάθε πόντο του δέρματος της. Και αφού είδαν ότι δεν μαρτυράει τους συνεργάτες της και δεν αποκαλύπτει πόσα και ποια παιδάκια είχε καταφέρει να βγάλει από το γκέτο, την έβαλαν στη λίστα των μελλοθανάτων. Την περίμενε ο μπαλτάς του δήμιου στην πίσω αυλή του κτιρίου. Όπως συνήθιζε να εκτελεί η Γκεστάπο.
Κάποιος Γερμανός υπαξιωματικός, σε ένα υπόγειο γραφείο στην Al. Szucha 25, είχε εθιστεί στον τζόγο και χρωστούσε πολλά. Η εβραϊκή κοινότητα, με κάθε μυστικότητα, προσφέρθηκε να τον βοηθήσει να αποπληρώσει τα χρέη του, αρκεί κάθε εβδομάδα το όνομα Ιρένα Ζέντλερ να πήγαινε όλο και χαμηλότερα στη λίστα των μελλοθανάτων…
Η Ιρένα Ζέντλερ διέσωσε συνολικά 2.500 παιδάκια. Μετά τον πόλεμο ελάχιστα από αυτά, μετρημένα στα δάχτυλα, κατάφεραν να ξαναβρούν ζωντανούς τους γονείς τους.
Μετά τον πόλεμο εργάστηκε ως δασκάλα και βοήθησε στην οργάνωση ορφανοτροφείων και κέντρων φροντίδας για την οικογένεια, τα παιδιά, τους ηλικιωμένους και τις εκδιδόμενες γυναίκες.
Το 1947 χώρισε με τον σύζυγό της. Δώδεκα χρόνια μετά ξαναπαντρεύτηκαν και έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Το 1965 της απονεμήθηκε από το κράτος του Ισραήλ ο τίτλος του «Δικαίου των Εθνών». Απεβίωσε στη Βαρσοβία στις 12 Μαΐου του 2008.
Έναν χρόνο μετά την παραλαβή του βραβείου Νόμπελ από τον Αλ Γκορ ο οποίος καλούσε τον κόσμο να σώσει τον πλανήτη από την υπερθέρμανση, αποκαλύφθηκε ο λογαριασμός του ηλεκτρικού της οικίας Γκορ.
Εμφάνιζε μηνιαία κατανάλωση 22.619 κιλοβάτ, σχεδόν το διπλάσιο της ετήσιας κατανάλωσης μιας μέσης οικογένειας στις ΗΠΑ…
banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ