“Ενσυναίσθηση και Επικοινωνιακό κενό” γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος
«Ό,τι μας ενοχλεί στους άλλους, μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα τον εαυτό μας» (Jung)
Στην εποχή της δορυφορικής επικοινωνίας ολοένα και περισσότερο ακούγονται παράπονα για κενό επικοινωνίας. Μπορεί τα ηλεκτρονικά μηνύματα να αντικατέστησαν τα περιστέρια (ακόλουθοι της θεάς Αφροδίτης), μπορεί οι διαστημικοί δορυφόροι να αντικατέστησαν τις φρυκτωρίες στη μεταφορά πληροφοριών, ωστόσο όλοι επισημαίνουν το επικοινωνιακό κενό. Η θεά Φήμη, η Ίριδα και ο φτερωτός Ερμής δεν μπορούν σήμερα να βοηθήσουν τους ανθρώπους να επικοινωνήσουν αμεσότερα και αυθεντικότερα.
Κι αυτό γιατί η σύγχρονη κοινωνία, αν και χαρακτηρίζεται ως «ανοιχτή», είναι μια κοινωνία κλειστών οριζόντων. Οι άνθρωποι δεν επικοινωνούν πλέον ως όντα με συναισθήματα και κατανόηση αλλά συνάπτουν σχέσεις που διακρίνονται από τη σκοπιμότητα και το συμφεροντολογικό πνεύμα. Όλα έχουν περιχαρακωθεί στο βασίλειο του Εγώ που τρέφει και συντηρεί έναν αρρωστημένο ατομικισμό. Ο καθένας συμπεριφέρεται ως νάρκισσος και καταδυναστεύεται από μια αντικοινωνική αυταρέσκεια.
Δεν υπάρχουν οι άλλοι
Ο μοναχικός, δηλαδή, άνθρωπος της εποχής μας δεν μπορεί και δεν θέλει να δει μακριά. Αυτοεγκλωβίζεται στο «πανίσχυρο» Εγώ του και αυτοτραυματίζεται από τα συρματοπλέγματα της μοναξιάς του. Τα αισθήματά του δεν έχουν προοπτική και οι σκέψεις του αναπαράγουν την οίηση και τη φιλαυτία. Στο στενό του κόσμο δεν υπάρχουν οι «άλλοι». Κι αν υπάρχουν, υπάρχουν για να τον «υμνολογούν» και να τον καταξιώνουν.
Οι άλλοι αντιμετωπίζονται ως εργαλεία και ως μέσα και όχι ως αυθύπαρκτες ανθρώπινες οντότητες. Το στοιχείο αυτό καθιστά το σύγχρονο άτομο απάνθρωπο και μισάνθρωπο. Το Εγώ αντιπαρατίθεται με το οι «άλλοι» και δεν μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά. Γνωρίζει μόνο τη διάζευξη και την περιφρόνηση.
«Χτίζουμε πολλούς τοίχους αλλά όχι αρκετές γέφυρες» (Ισαάκ Νεύτων)
Ένα θολό τοπίο, λοιπόν, σκεπάζει τις σημερινές ανθρώπινες υπάρξεις που κρύβονται πίσω από τον εγωκεντρισμό τους που από τη φύση του κρύβει τους ορίζοντες και την παρουσία – ύπαρξη των «άλλων».
Η έλλειψη συγ-κοινωνίας
Το πρόβλημα της επικοινωνίας επιτείνουν ακόμη ο ασθματικός ρυθμός του σύγχρονου βίου και το προοδευτικό άδειασμα της ψυχής που στενεύουν τα όρια επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους. Παντού κυριαρχεί ο άνθρωπος που «σπεύδει». Η συναισθηματική αφυδάτωση, η ψυχική ατροφία, η εσωτερική γύμνια και η κενότητα της ψυχής αλλοιώνουν το βαθύτερο περιεχόμενο της επικοινωνίας.
Οι λέξεις μας δεν είναι πια αρκετές για να φανερώσουν τον εσωτερικό μας κόσμο και να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα. Όλα πλέον κινούνται συμβατικά και ευθύγραμμα. Οι λέξεις, δηλαδή, δεν εκφράζουν τα βιώματά μας, δεν χτίζουν γέφυρες και δεν ενώνουν καρδιές. Και όταν οι λέξεις που δομούν τον εγκέφαλό μας και χαράσσουν τις αρχές της ζωής μας είναι λίγες και κούφιες, ξύλινες και στεγνές νοήματος, τότε και η επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους κινείται σε στενά όρια.
Γενικότερα η εποχή μας δεν ευνοεί τη συγ-κοινωνία. Οι προβαλλόμενες προτάσεις ως λύσεις είναι πολλές αλλά ελάχιστα αποτελεσματικές. Εκείνο που χρειάζεται, ιδιαίτερα από τους νέους, είναι οι διαφορετικοί κώδικες επικοινωνίας. Κι αυτό γιατί τα νέα προβλήματα προαπαιτούν για την αντιμετώπισή τους όχι μόνο νέους τρόπους ερμηνείας και κατανόησής τους αλλά και μια άλλη οπτική ματιά στη δυναμική της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων.
Η ενσυναίσθηση
Τα προβλήματα – και ιδιαίτερα αυτό της επικοινωνίας – είναι κοινά και οι μοναχικοί δρόμοι δεν αρκούν για την αντιμετώπισή τους. Ο κοινός αγώνας δεν μπορεί πλέον να στηρίζεται σε μια απλή συνεργασία που επιβάλλει η κοινωνική αναγκαιότητα αλλά στη συν- ένωση διαφορετικών ατόμων. Κι αυτό, γιατί η επικοινωνία προϋποθέτει τη συγ-κοινωνία. Κυρίαρχο ρόλο σε αυτή τη συν-ένωση και συγ-κοινωνία μπορεί να διαδραματίσει η ενσυναίσθηση.
Μπορούμε, δηλαδή, και πρέπει να κατανοούμε τα συναισθήματα των άλλων, να ταυτιζόμαστε μαζί τους χωρίς να χάνουμε την ταυτότητά μας. Έτσι θα γίνουμε κοινωνοί της ψυχικής κατάστασης, των αναγκών και των ανησυχιών των συνανθρώπων μας και γνώστες της συμπεριφοράς και των κινήτρων τους. Αυτό βοηθά να νιώθουμε ψυχικά αλληλέγγυοι με τους άλλους και να γνωρίζουμε καλύτερα τους εαυτούς μας.
Η ενσυναίσθηση αλλάζοντας τους κώδικες επικοινωνίας με τους συνανθρώπους μάς καθιστά πιο ανεκτικούς στη διαφορετικότητα και διευρύνει τους ορίζοντες της σκέψης μας. Το στοιχείο αυτό εμπλουτίζει τη δεκτικότητά μας στη διαφορετική σκέψη και τα συναισθήματα. Έτσι όλοι γίνονται πιο ειλικρινείς και μπορούν να συνεργαστούν πάνω σε ένα πλαίσιο όπου όλοι μπορούν να είναι διαφορετικοί, χωρίς αυτό να εμποδίζει την αλληλοκατανόηση και τη σύμ-πραξη.
Εξάλλου η αντιμετώπιση των προβλημάτων προϋποθέτει την ποικιλότητα αλλά και τη δημιουργική σύνθεση των αντιθέτων μέσα από την αλληλοκατανόηση που εξασφαλίζει η ενσυναίσθηση. Βέβαια ο καθένας «μόνος του φτάνει γρηγορότερα, αλλά όλοι μαζί πάμε μακρύτερα».
Μέσα, λοιπόν, από την ενσυναίσθηση που εξασφαλίζει νέες ατραπούς επικοινωνίας, μπορεί ο νέος και η κοινωνία γενικότερα να απεγκλωβιστούν από τα επικοινωνιακά τείχη. Γιατί τα τείχη αυτά εμποδίζουν τη δεκτικότητα και σκληραίνουν τις καρδιές. Κατεξοχήν, όμως, περιχαρακώνουν το νου των ανθρώπων στα στενά πλαίσια του Εγώ και των ομοίων του και εμποδίζουν την ενυδάτωσή του από αρχές, αξίες και βιώματα των «άλλων», των διαφορετικών.
Το μυαλό σαν το νερό
Ο Χόρχε Μπουκάι σχετικά με τη λειτουργία του μυαλού, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή δεκτικότητα – ως αναγκαία συνθήκη μιας γόνιμης επικοινωνίας – χρησιμοποιεί την παρακάτω εικόνα:
«Το μυαλό θα ‘πρεπε να είναι σαν το νερό της λίμνης, που υποχωρεί χωρίς καμία αντίσταση σε ό,τι πέσει μέσα. Κι αφού πάντα υποχωρεί, τίποτα δεν μπορεί να το βλάψει. Μπορούμε να δοκιμάσουμε να το χτυπήσουμε με το πιο βαρύ αντικείμενο ή να το κόψουμε με το πιο κοφτερό μαχαίρι, δεν θα καταφέρουμε ποτέ να το πληγώσουμε. Το νερό αντέχει και αφήνει να περάσει μέσα του αυτό που έρχεται απέξω. Κάποιες φορές προσπαθούμε να γίνουμε σθεναροί και αδιαπέραστοι σαν την πέτρα, και δεν καταλαβαίνουμε ότι, ακριβώς όταν αντιστεκόμαστε, είναι που καταλήγουμε να πληγωθούμε. Αν ήμασταν σαν το νερό, τότε θα γινόμαστε άτρωτοι. Τίποτα δεν θα μπορούσε να μας πονέσει και τίποτα δε θα μας ράγιζε την καρδιά. Θ’ αφήναμε τα πράγματα να μας διαπερνούν, κι έπειτα θα συνερχόμαστε και θα ηρεμούσαμε. Το να δέχομαι ότι κάθε πράγμα είναι αυτό που είναι, στη μέγιστη έκφρασή του, σημαίνει ακριβώς αυτό: ότι γινόμαστε σαν το νερό της λίμνης». (Ο δρόμος της πνευματικότητας).
ΙΔΕΟπολις