Παρουσίαση βιβλίου στη Βέροια: Γιώργος Συμπάρδης “Αδέρφια”, από την Κίνηση Πολιτών Κυριώτισσας
Ο Γιώργος Συμπάρδης γεννήθηκε το 1945 στην Ελευσίνα και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και σκηνοθεσία κινηματογράφου σε Αθήνα και Λονδίνο. Έκανε την εμφάνισή του στα γράμματα με τη νουβέλα Μέντιουμ το 1987, η οποία απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Ακουλούθησε το μυθιστόρημα Ο άχρηστος Δημήτρης, το 1998, το οποίο είχε εξίσου θερμή υποδοχή από κοινό και κριτικούς. Το 2012 το μυθιστόρημά του Υπόσχεση γάμου τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο, με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη) και το Βραβείο του λογοτεχνικού περιοδικού Κλεψύδρα. Το 2013 τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη. Το 2015 κυκλοφόρησε η νουβέλα του Μεγάλες γυναίκες. Τα Αδέλφια, το πέμπτο πεζογραφικό του έργο, απέσπασε το 2019 το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Ο Αναγνώστης».
Άννα Αφεντουλίδου: Φιλόλογος. Μεταπτυχιακά μαθήματα με τους: Γιώργο Κεχαγιόγλου, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Γιάννη Πλάγγεση (σε θέματα της κυπριακής λογοτεχνίας, της ποιητικής του Α. Εμπειρίκου και της φιλοσοφίας του Hegel). Απόφοιτος Διαπανεπιστημιακού Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών Δημιουργικής Γραφής. Υποψήφια διδάκτορας νεοελληνικής φιλολογίας Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Αποσπασμένη φιλόλογος στο Ι.Ε.Π, συμμετείχε στην αναμόρφωση ή/και εκπόνηση Προγραμμάτων Σπουδών και συμπληρωματικού εκπαιδευτικού υλικού για το θεματικό πεδίο των Νέων Ελληνικών Β΄ και Γ΄ Λυκείου.
αδέλφια
Τέλη δεκαετίας του ’50 και αρχές του ’60, εποχή κατά την οποία θεμελιώνεται η μεταπολεμική Ελλάδα, μεγαλώνουν ο αφηγητής και ο κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του Θανάσης. Αυτή είναι η ιστορία τους: η ολωσδιόλου διαφορετική πορεία τους προς την ενηλικίωση και οι συνέπειές της αργότερα, ο ισχυρός δεσμός αίματος που τους ενώνει, αλλά και η αντιπαλότητα και ο ακήρυκτος πόλεμος ανάμεσά τους.
«Έκλεισα την πόρτα και περίμενα. Ούτε ένα λεπτό. Ύστερα η πόρτα άνοιξε κι εκείνος ρίχτηκε με τις γροθιές του καταπάνω μου. Με τη σάρκα μου που κόλλησε στη δική του και με τα πόδια μου που μπλέχτηκαν αξεδιάλυτα με τα πόδια του αντιμετώπισα τη λύσσα του, με σφιχτό ολόκορμο εναγκαλισμό για να μη βρίσκει μέρος ελεύθερο να χτυπήσει. Κάποια στιγμή δεν μπόρεσα άλλο να κρατηθώ, παραδόθηκα. Με έβαλε κάτω, το κεφάλι μου άκουσα, το κεφάλι μου που δονήθηκε και αντήχησε μέσα στο κεφάλι μου από την πρόσκρουση των οστών στο μωσαϊκό. Δεν θα πρέπει να κατάλαβε τι μου συνέβη, χτυπούσε αλύπητα στο στήθος, στο στομάχι, στα πλευρά κι απέδιδε την έλλειψη αντίστασης στην υπεροχή του∙ του δυνατού, του μεγάλου και προσβεβλημένου αδελφού. Κι εγώ δεν πονούσα ιδιαίτερα, σαν ένα κομμάτι ζυμάρι που εκείνος ζύμωνε και μετάπλαθε με τις γροθιές του ήμουν, μέσα στη σκοτοδίνη για ώρα πολλή∙ μέχρι που κουράστηκε ή το βαρέθηκε και σταμάτησε.»