“Πυρηνικά κρυμμένα στη φωλιά του κούκου – Αποκαλυπτικό ρεπορτάζ για τις βόμβες των ΗΠΑ σε τουρκικό έδαφος” γράφει ο Βασίλης Γαλούπης
Στην πρόσφατη σύνοδο του ΝΑΤΟ υπήρξε ένα ζήτημα που, χωρίς να «διαφημιστεί», απασχόλησε πολλούς. Οι πυρηνικές βόμβες της Τουρκίας! Η τουρκική εισβολή στη Συρία – και γενικότερα η προβληματική συμπεριφορά της Άγκυρας – έστρεψε ξανά την προσοχή στην παρουσία διαρκείας του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου στην Ευρώπη, ένα θέμα ευαίσθητο όσο και περίπλοκο.
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό πυρηνικού επιμερισμού του ΝΑΤΟ, η Αμερική έχει, χωρίς τυμπανοκρουσίες, τοποθετήσει πυρηνικές βόμβες σε πέντε χώρες της Ευρώπης. Αυτό συμβαίνει εδώ και δεκαετίες. Όμως εσχάτως υπάρχει έντονη ανησυχία για έναν από τους πυρηνικούς «οικοδεσπότες» του ΝΑΤΟ, την Τουρκία.
Σύμφωνα με εκτενές ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε στον «Economist», τις πρώτες πυρηνικές βόμβες της στην Ευρώπη η Αμερική τις μετέφερε στη Βρετανία το 1950. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν πολλαπλασίασε τα πυρηνικά της όπλα στην Ευρώπη, τα οποία το 1971 έφθασαν να αριθμούν πάνω από 7.000.
Πολλά απ’ αυτά τα όπλα ήταν «μικρές» συσκευές, γνωστές ως τακτικά ή μη στρατηγικά πυρηνικά, σημαντικά μικρότερες από τη βόμβα 15 κιλοτόνων που έπεσε στη Χιροσίμα. Η μικρότερη από αυτές θα μπορούσε να χωρέσει σε ένα backpack.
Σήμερα περί τις 150 αμερικανικές πυρηνικές βόμβες παραμένουν στην Ευρώπη, σύμφωνα με τον «Economist». Πρόκειται για πυρηνικές βόμβες ελεύθερης πτώσης Β61, των οποίων η απόδοση μπορεί να είναι από ένα τρίτο ενός κιλοτόνου μέχρι πάνω από 170 κιλοτόνους. Παραμένουν υπό αμερικανική κηδεμονία εν καιρώ ειρήνης και μπορούν να απελευθερωθούν μόνο με προεδρική εντολή. Όμως οι Ευρωπαίοι πιλότοι εκπαιδεύονται κανονικά στο να τις ρίχνουν στην απευκταία περίπτωση που οι συνθήκες το απαιτήσουν.
Η Γερμανία, για παράδειγμα, δεν διαθέτει δικά της πυρηνικά όπλα. Αποποιήθηκε τη συγκεκριμένη ιδέα με την επανένωση το 1990. Αν, όμως, ξεσπούσε πόλεμος στην Ευρώπη σήμερα, Γερμανοί πιλότοι θα μπορούσαν να μπουν μέσα σε γερμανικά αεροπλάνα, να απογειωθούν από την αεροπορική βάση Büchel στη Ρηνανία – Παλατινάτο και να ρίξουν πυρηνικές βόμβες στα εχθρικά στρατεύματα.
Πονοκέφαλος το Ιντσιρλίκ
Αυτή τη στιγμή τις περισσότερες πυρηνικές βόμβες τις έχουν η Τουρκία και η Ιταλία – εκτιμάται ότι βρίσκονται από 60 με 70 σε κάθε χώρα. Λιγότερες βρίσκονται επίσης στο Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Γερμανία. Οι βόμβες που ανησυχούν περισσότερο τους Αμερικανούς είναι αυτές που βρίσκονται στην αεροπορική βάση Ιντσιρλίκ της νότιας Τουρκίας, λίγες μόλις ώρες οδικώς από τα σύνορα με τη Συρία.
Το 1960, κατά τη διάρκεια ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος, και το 1975, σε ένα διπλωματικό επεισόδιο, η Αμερική είχε εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο να απομακρύνει τις βόμβες.
Στο επιχειρηθέν πραξικόπημα κατά του Ταγίπ Ερντογάν το 2016 η βάση Ιντσιρλίκ φιλοξένησε (ιπτάμενα) τάνκερ ανεφοδιασμού που επέτρεψαν στα μαχητικά F16 που «αποστάτησαν» να απειλήσουν την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα. Το καθεστώς Ερντογάν απάντησε με το να κόψει το ρεύμα στη βάση και να συλλάβει τον διοικητή της.
Αυτή η κίνηση του Ερντογάν προκάλεσε πανικό στην Ουάσιγκτον για την ασφάλεια των όπλων της, δηλαδή των πυρηνικών που έχει στη συγκεκριμένη βάση, αλλά και για την πιθανότητα ότι τα όπλα θα μπορούσαν να καταλήξουν «αιχμάλωτα» των τεταμένων σχέσεων με την Τουρκία. Στην ουσία οι αμερικανικές πυρηνικές βόμβες θα μπορούσαν δυνητικά να μετατραπούν σε ωρολογιακές βόμβες στα εδάφη του Ερντογάν.
Ανώτατοι Αμερικανοί αξιωματούχοι εστάλησαν επειγόντως στο Ιντσιρλίκ, αλλά συμπέραναν ότι οι βόμβες τους δεν ήταν ανάγκη να απομακρυνθούν από εκεί. Βρίσκονται μέσα σε ειδικές κρύπτες, οι κεφαλές μπορούν να οπλιστούν μόνο μέσω ενός κώδικα και οι κρύπτες σφραγίζονται αυτόματα σε περίπτωση διακοπής παροχής ρεύματος, πράγμα που θα έδινε αρκετό χρόνο στις αμερικανικές δυνάμεις για να καταφέρουν να μπουν, ακόμα και να εισβάλουν στη βάση υπό συνθήκες έντασης, αν χρειαζόταν.
Παρά ταύτα, τα τελευταία χρόνια η Αμερική έχει εξετάσει να φυγαδεύσει μυστικά τις βόμβες από το Ιντσιρλίκ και να τις αντικαταστήσει με ρέπλικες.
Να σημειωθεί ότι στο συγκεκριμένο ρεπορτάζ του ο «Economist» αναφέρει πως από την Ελλάδα απομακρύνθηκαν πυρηνικά το 2001 και από την αεροπορική βάση Ramstein στη Γερμανία το 2005.
Η απομάκρυνση των πυρηνικών βομβών από το Ιντσιρλίκ θα αφαιρούσε ευαίσθητους στόχους και θα έστελνε ένα σημαντικό μήνυμα προ την Τουρκία. Όμως, η Αμερική ανησυχεί ότι θα επιδείνωνε τη διπλωματική κρίση. Ίσως ακόμα και να έδινε στον Ερντογάν το πρόσχημα που χρειάζεται ώστε να προχωρήσει στη δημιουργία των δικών του πυρηνικών, κάτι που ο σουλτάνος ήδη υπονόησε τον Σεπτέμβριο.
Παλιά τεχνολογία
Εκτός των παραπάνω, μια απομάκρυνση των αμερικανικών πυρηνικών από την Τουρκία εκτιμάται ότι θα αναζωπύρωνε τη δημόσια συζήτηση για την παρουσία των πυρηνικών βομβών Β61 και στα άλλα μέρη της Ευρώπης.
Η εναντίωση στον πυρηνικό επιμερισμό ήδη σιγοβράζει στη Γερμανία. Η Άνγκελα Μέρκελ έχει υπερασπιστεί την πρακτική του καταμερισμού αμερικανικών πυρηνικών σε ευρωπαϊκές χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ, αλλά οι εταίροι της στον συνασπισμό έχουν επανειλημμένα ζητήσει να φύγουν οι βόμβες.
Η διατήρησή τους είναι δύσκολη και για τεχνικούς λόγους. Τα ευρωπαϊκά αεροπλάνα DCA, που μπορούν να μεταφέρουν πυρηνικά καθώς και «συνηθισμένες» βόμβες, πλησιάζουν στο τέλος της… ζωής τους. Η Ιταλία, το Βέλγιο και η Ολλανδία αγοράζουν αμερικανικά F35 για να τα αντικαταστήσουν, αλλά η Γερμανία τον Ιανουάριο απέκλεισε την προοπτική να αγοράσει κι αυτή τα ίδια μαχητικά.
Η απόφασή της αυτή εν μέρει οφείλεται στον σχεδιασμό που υπάρχει με τη Γαλλία να κατασκευάσουν από κοινού ένα αεροπλάνο επόμενης γενιάς. Η Luftwaffe θα μπορούσε στο μεταξύ να αγοράσει F18, παλιότερα αμερικανικά αεροσκάφη τύπου DCA (που μπορούν να φέρουν πυρηνικές βόμβες) ή να αναπροσαρμόσει τα ευρωπαϊκής κατασκευής Typhoon ώστε να μπορούν να φέρουν πυρηνικές βόμβες Β61. Όμως, έτσι θα υπήρχε το μειονέκτημα να εκτεθεί ευρωπαϊκή τεχνολογία στους Αμερικανούς.
Το Ιντσιρλίκ δεν είναι ο μόνος λόγος για τις ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια των αμερικανικών πυρηνικών. Το 2008 μία έκθεση της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας συμπέρανε ότι οι περισσότερες βάσεις στην Ευρώπη που φιλοξενούν πυρηνικά δεν ανταποκρίνονται στα πρότυπα ασφαλείας. Τα κτήρια, οι περιφράξεις, ο φωτισμός και τα συστήματα ασφαλείας κρίθηκαν ότι χρήζουν επισκευών και αναβαθμίσεων.
Δυο χρόνια αργότερα, ακτιβιστές μπούκαραν σε μια βάση στο Βέλγιο και επί μία ώρα περιφέρονταν πολύ κοντά σε μια κρύπτη πυρηνικών βομβών Β61.
Πρόβλημα η Άγκυρα
Αν οι βόμβες δημιουργούν πολιτικό πονοκέφαλο, το ερώτημα είναι γιατί να παραμένουν στην Ευρώπη. Ακόμα και για στρατιωτικούς λόγους η πρακτική αξία των Β61 είναι αμφίβολη. Σε περίπτωση π.χ. ρωσικής απειλής, τα ευρωπαϊκά αεροπλάνα που θα έφεραν βόμβες Β61 θα δυσκολεύονταν να «σπάσουν» τη ρωσική αεράμυνα. Το πιθανότερο είναι ότι η Αμερική θα επέλεγε να χρησιμοποιήσει stealth βομβαρδιστικά ή υποβρύχια που θα στέλνονταν από τον Ατλαντικό.
Το ίδιο το ΝΑΤΟ, εξάλλου, παραδέχεται ότι η «ανώτατη ΝΑΤΟϊκή εγγύηση» παρέχεται περισσότερο από τις αμερικανικές, βρετανικές και γαλλικές στρατηγικές δυνάμεις παρά από τις πυρηνικές βόμβες Β61 που βρίσκονται στην Ευρώπη.
Ο σκοπός του σχεδιασμού πυρηνικού επιμερισμού είναι στην πραγματικότητα περισσότερο πολιτικός παρά πρακτικός. Ο στόχος είναι η δημιουργία ενός απτού και συμβολικού δεσμού μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης. Οι σύμμαχοι που απολαμβάνουν την αμερικανική πυρηνική προστασία πρέπει να μοιράζονται και το ηθικό βάρος της χρήσης πυρηνικών, αλλά και το κόστος πιθανών αντιποίνων.
Ταυτόχρονα οι Ευρωπαίοι έχουν έτσι μεγαλύτερο λόγο και δικαίωμα άποψης στο πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα πυρηνικά της Αμερικής. Αυτό θεωρείται ότι καθησυχάζει τους φόβους της Ευρώπης για εγκατάλειψη από τις ΗΠΑ.
Αυτή η διαβεβαίωση ασφαλείας έχει και το κόστος της. Ο Πρόεδρος Ομπάμα είχε φλερτάρει με την ιδέα να πάρει τις βόμβες πίσω στην Αμερική. Τελικά όχι μόνο δεν το έκανε, αλλά ενέκρινε κι ένα πρόγραμμα αξίας 10 δισ. δολαρίων για να παρατείνει τη «ζωή» των πυρηνικών και να ενισχύσει την ακρίβειά τους. Το συνολικό κόστος των αμερικανικών τακτικών πυρηνικών όπλων μεταξύ 2017 και 2046 θα ανέλθει στα 25 δισ. δολάρια, δηλαδή περίπου 1 δισ. δολ. τον χρόνο.
Με δεδομένη όμως την «απασφάλιση» της Τουρκίας και τη συνεχιζόμενη επιδείνωση των σχέσεών της με τους συμμάχους της, οι Ευρωπαίοι αισθάνονται ανήσυχοι από τους μεγατόνους των πυρηνικών που κάθονται στις κρύπτες του Ιντσιρλίκ, επισημαίνει ο «Economist».
Οι «N.Y. Times», εξάλλου, έγραψαν ότι τον Οκτώβριο αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης εξέταζαν εκ νέου τα σχέδια για τη μετακίνηση των βομβών που βρίσκονται στην Τουρκία. Στην έκθεση αναφέρθηκε ένας ανώτερος αξιωματούχος λέγοντας ότι οι βόμβες έχουν γίνει «όμηροι» του Ερντογάν και η μεταφορά τους από το Ιντσιρλίκ θα αποτελέσει «τον de facto τερματισμό της συμμαχίας ΗΠΑ – Τουρκίας», όπως είπε στην εφημερίδα ο Τζέφρι Λιούις, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σπουδών Middlebury.
Ο ίδιος δήλωσε ότι «δεν χρειάζεται να συμφωνήσει η Τουρκία προκειμένου οι ΗΠΑ να απομακρύνουν τις βόμβες. Μπορούν να το κάνουν μονομερώς και πιστεύω ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να το κάνουν αμέσως» και πρόσθεσε: «Αν ανησυχούν ότι αυτό θα είναι κατά κάποιον τρόπο το τελευταίο καρφί στο φέρετρο, είναι κάπως ανόητο, γιατί το φέρετρο είναι πλέον καρφωμένο και κλεισμένο ερμητικά. Η σχέση αυτή ΗΠΑ – Τουρκίας βρίσκεται σε απόλυτη ελεύθερη πτώση».
Εκτός του έρωτα μεταξύ Τραμπ και Ερντογάν, που φούντωσε προφανώς λόγω παρόμοιων ιδιοσυγκρασιών και άνθησε πάνω σε κοινές μπίζνες, ΝΑΤΟ, ΗΠΑ και Ευρώπη βρίσκονται στο χειρότερο σημείο των σχέσεών τους με την Άγκυρα. Η οποία παρεμπιπτόντως διαθέτει ένα ισχυρότατο διαπραγματευτικό χαρτί: δεκάδες πυρηνικές βόμβες…