Η μεγαλύτερη επιτυχία της σειράς του ΑΝΤ1 «Άγριες Μέλισσες» είναι όχι η τηλεθέασή της που έχει φτάσει στα ύψη, αλλά το ότι ξανάφερε πίσω εκείνους που είχαν πάψει να βλέπουν τηλεόραση, ενώνοντας μπροστά στην οθόνη της ανθρώπους κάθε πνευματικής στάθμης, από τους πιο απαιτητικούς μέχρι τους πιο απλούς.
Μετά την εποχή του Κώστα Κουτσομύτη, που έδωσε στην ελληνική λογοτεχνία την τηλεοπτική της διάσταση χωρίς να την προδώσει, η άνυδρη ελληνική τηλεόραση πέρασε από τη φάση της παντελούς έλλειψης ποιότητας μέχρι την εποχή της απόλυτης κοροϊδίας των θεατών της, με αποτέλεσμα να διαμορφώνει δέκτες χωρίς καμιά κριτική ικανότητα και προπαντός χωρίς καμιά αισθητική.
Οι «Άγριες Μέλισσες» του Λευτέρη Χαρίτου έρχονται ανατρέποντας τα θλιβερά τηλεοπτικά δεδομένα με τη σοβαρότητα και την αισθητική που διακρίνουν τη σειρά.
Χώρος και χρόνος ο θεσσαλικός κάμπος του ’58, τότε που οι μικρές κοινωνίες είναι κλειστές και τα ήθη ακατέργαστα.
Μύθος σφιχτοδεμένος, καθώς τα συμφέροντα, ο έρωτας, το μίσος και το έγκλημα, με την ενοχή και την υποψία να πλανιούνται πάνω από τα πρόσωπα, κρατούν το ενδιαφέρον του θεατή σε ένταση.
Χαρακτήρες καλοδουλεμένοι, από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους μέχρι τους μικρότερους, χτίζοντας με συνέπεια το πρόσωπο της υπαίθρου της δεκαετίας του ’50. Η σύλληψη της ιδέας και το κεντρικό σενάριο ανήκει στη Μελίνα Τσαμπάνη.
Κι ερχόμαστε στο μικρό χωριό που στήθηκε έξω από το στούντιο, για να αποδώσει την εποχή. Πολλοί διατείνονται πως αυτό αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες εκδοχές της επιτυχίας της σειράς με την αληθοφάνειά του.
Πιστεύουμε πως σε οποιοδήποτε φυσικό χώρο που θα επιλεγόταν το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο ή και καλύτερο. Η επιτυχία της σειράς δεν οφείλεται εκεί. Οφείλεται στο προσεγμένο σενάριο, στους προσεκτικά επιλεγμένους ηθοποιούς της, στη διεισδυτική σκηνοθετική ματιά.
Το σενάριο μέχρι αυτήν τη στιγμή κυλάει χωρίς να προδίδει την αρχική σύλληψη και τους στόχους που τέθηκαν. Θα ήταν πραγματικά κρίμα, στο βωμό της υψηλής τηλεθέασης και του αναμενόμενου κέρδους που θα επέφερε κάτι τέτοιο, να παραταθεί η διάρκεια της σειράς σε βάρος της ποιότητας.
Οι ηθοποιοί, άγνωστοι μέχρι τώρα οι περισσότεροι στο τηλεοπτικό κοινό, αποδίδουν τους ρόλους τους με πειστικότητα και λεπτές ερμηνευτικές αποχρώσεις.
Η πρωταγωνίστρια, η Μαρία Κίτσου, αξίζει μιας ιδιαίτερης μνείας – χωρίς να θέλουμε να αδικήσουμε τους άλλους ηθοποιούς, γιατί θα έπρεπε για να αποδοθεί δικαιοσύνη να αναφερθούμε στον καθένα ξεχωριστά – σηκώνοντας πάνω της το βάρος όλης της σειράς με απόλυτη επιτυχία. Ηθοποιός του Θεάτρου με βραβεύσεις στο χώρο του, αποδεικνύει τη δυνατότητά της να ερμηνεύει ρόλους αντίθετους υφολογικά, αφού μπορεί να κινηθεί από την εύθραυστη Μαρία Πολυδούρη της σειράς του Τάσου Ψαρά «Καρυωτάκης» μέχρι την σκληρή σαν πέτρα και συνάμα τρυφερή Λενιώ στις «Μέλισσες» του Χαρίτου.
Σημαντική η μουσική του Αλέξανδρου Σιδηρόπουλου που ντύνει τη σειρά ατμοσφαιρικά, με βασικό πυρήνα το μουσικό θέμα από το γνωστό τραγούδι «Μέλισσες» του Γιώργου Καζαντζή.
Όσο για τον σκηνοθέτη της σειράς, τον Λευτέρη Χαρίτο – που μοιράζεται την επιτυχία του με τους σκηνοθέτες Σπύρο Μιχαλόπουλο και Σταμάτη Πατρώνη- η «Άμυνα Ζώνης», η αστυνομική σειρά με τον Μηνά Χατζησάββα που γύρισε πριν από πολλά χρόνια, προοιώνιζε τη διαφορετικότητα στη σκηνοθετική του ματιά.
Η σειρά συνεχίζεται, η τηλεθέαση ανεβαίνει, αποδεικνύοντας πως ο κόσμος διψά για ποιότητα και πως ο καιρός που του σέρβιραν ανερυθρίαστα τηλεοπτικά σκουπίδια πρέπει επιτέλους να τελειώσει.