Γράμματα & Τέχνες Συνεντευξεις

Θόδωρος Πολυχρονιάδης. Ένας ανήσυχος ενεργός πολίτης

Συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή

Ανήσυχος και ενεργός πολίτης ο γιατρός Θόδωρος Πολυχρονιάδης αντανακλά στην πορεία της ζωής του την πορεία της πόλης του, της Βέροιας, καθώς αυτή περνά από το παλιό στο καινούριο, αλλάζοντας πρόσωπο.

Αισιόδοξος από τη φύση του, δυναμικός και δημιουργικός, αγαπητός στους ασθενείς του, μιλά στη faretra.info για πρόσωπα, γεγονότα και εικόνες της πόλης και της ζωής του,  για την προσπάθειά του να είναι  πάντα ένα ζωντανό κύτταρο ιδιαίτερα στον τομέα του πολιτισμού, πιστεύοντας πως η συλλογική προσπάθεια χτίζει το στέρεο μέλλον ενός τόπου.

Μια 80χρονη πορεία ζωής, που ακόμη και τώρα διατηρεί την εφηβική ορμή της.

—————————-

Βέροια, 1939. Γεννιέστε σε μια λαϊκή οικογένεια. Ο πατέρας Στέργιος έχει χάνι και πεταλουργείο και μεγαλώνοντας ζείτε τα γεγονότα της Κατοχής, του Εμφυλίου αλλά και γενικότερα μιας Ελλάδας που προσπαθεί μέσα από τα πάθη της να ορθοποδήσει. Πόσο εκείνη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα διαμορφώνει την μετέπειτα προσωπικότητά σας;

Δεν είναι εύκολο να μιλήσω γι’ αυτά τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Ένας κριτικός χρόνος της παιδικής ηλικίας που μπορείς να θυμάσαι με ευκρίνεια είναι μετά τα πέντε. Οι προηγούμενες εικόνες είναι θαμπές.

Είχα την τύχη να γεννηθώ σε χάνι, σ’ ένα αυτοσχέδιο σπίτι. Κάτι τέτοιο σε συνδυασμό με το πεταλουργείο ήταν ό,τι καλύτερο για την εποχή – μην ξεχνάμε ότι δεν υπήρχαν αυτοκίνητα- και το εμπόριο γινόταν μέσα από τα χάνια.

Οι Γερμανοί φύγαν το ’44. Τους θυμάμαι πολύ αμυδρά. Έμπαιναν με τα ωραία  άλογά τους στο χάνι μας. Είχαν στάβλο στους Στρατώνες, και σταβλίζονταν ακόμη και στην Παλαιά Μητρόπολη. Και δε μιλάμε μόνο για τον αύλειο χώρο, μιλάμε για το εσωτερικό του ναού.

Από το χάνι μας και τη Βέροια έχω συγκεκριμένες εικόνες στα έξι μου, όταν πάω πια στο Δημοτικό.

Θυμάμαι την παλιά γειτονιά μας, εδώ στην καρδιά της Βέροιας… Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, εδώ ανδρώθηκα. Ακόμη και το σπίτι που αγόρασα και ζω τόσα χρόνια είναι στον ίδιο χώρο, στο εμπορικό κέντρο της πόλης.

Ο κόσμος τότε βρέθηκε ανάμεσα στην επεκτατική πολιτική του Ναζισμού, που εκφράστηκε μέσα από τα σχέδια του Χίτλερ, και την Οκτωβριανή Επανάσταση, που ευαγγελιζόταν μια κοινωνία ισότητας.

Η σύγκρουση των δύο ιδεολογιών περνούσε και μέσα από το χάνι μας. Ερχόταν οι καμπίσιοι, που ήταν πιο πλούσιοι, γιατί είχαν παραγωγή και ερχόταν και οι βουνίσιοι με την ξυλεία τους, κι αυτή λαθραία. Αυτοί οι τελευταίοι ερχόντουσαν νύχτα, ξεφόρτωναν τα ξύλα τους, τα πουλούσαν και κατά τις τρεις το ξημέρωμα κοιμόντουσαν πλάι στο τζάκι μας, για να ξαναφύγουν το πρωί, αφού ψώνιζαν, για το χωριό τους. Εννιά ώρες πορεία, παράδειγμα από το Δάσκιο, μέσα από μονοπάτια, να περνούν τον Αλιάκμονα με τα ζώα τους, να κινδυνεύουν να πνιγούν και να παγώνουν… Δύσκολες εποχές…

Εκεί, στο χάνι μας, εγώ ζυμώθηκα με τους ανθρώπους. Εμφύλιος… Εγώ ήμουνα ο γραφέας των γυναικών. Άλλοι από τους αριστερούς πολεμούσαν στο βουνό, άλλοι έφυγαν στις Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες αργότερα, και θέλαν οι γυναίκες τους να επικοινωνήσουν μαζί τους. Ερχόντουσαν από τα χωριά αυγά, κότες, αρνιά, που δίνονταν αντί αμοιβής για τις υπηρεσίες μας -φιλοξενία, πετάλωμα και γράμματα-  που κάναν το χάνι μας να έχει αυτάρκεια σε τροφές! Ειδικά εγώ, ο γραφέας, μετέτρεπα την αμοιβή μου από αυγά σε λουκούμια πηγαίνοντας στο μπακάλη.

Το τζάκι μας είχε πάντα κάρβουνα. Έκοβες δυο φέτες λαρδί, φρυγανιές, ένα κρεμμύδι… Πόσο απλή και όμορφη ήταν η ζωή τότε…

Το χάνι δεν ήταν λοιπόν μόνο μια σκηνή, όπου παιζόταν το θέατρο της ζωής, αλλά εκεί γινόταν και διακίνηση ιδεών.

Ο πατέρας μου ήταν τότε στην ΕΔΑ. Στο χάνι μας το ’48 πήγαιναν και έρχονταν μηνύματα. Στα δισάκια μέσα, τόσο απλά, μεταφέρονταν τα μηνύματα για το βουνό. Έτσι ο πατέρας μου, έχοντας έναν τέτοιο κομβικό χώρο επικοινωνίας, δεν γλύτωσε τη φυλακή. Τον φυλάκισαν στο 3ο-4ο Δημοτικό, που τα υπόγειά του ήταν τότε φυλακές. Φυλακές παντού, γεμάτες από αριστερούς, δεν είχανε πού να τους βάλουνε! Ο πατέρας μου τελικά, μετά από τρεις μήνες φυλάκισης, στη δίκη τούς έπεισε. Το επιχείρημα πως η φύση της δουλειάς του ήτανε τέτοια που επέβαλε να επικοινωνεί με αριστερούς και δεξιούς ήταν πειστικό. Αθωώθηκε! Ήταν μια εποχή που υπήρχε το όραμα για έναν καλύτερο κόσμο, άσχετα με τα λάθη που έγιναν μετά.

Από το πεταλουργείο και το χάνι φοιτητής της Ιατρικής στη Θεσσαλονίκη. Πόσο η οικογένεια στήριξε αυτό το όνειρο για μια διαφορετική ζωή;

Πρέπει να ξεκινήσουμε από πολύ παλιά, από τα πρώτα χρόνια. Αξέχαστα χρόνια εκείνα στο Δημοτικό! Ήμουν εξαιρετικός μαθητής, αλλά και ο καλύτερος σμπομπαδόρος του σχολείου! Πώς και γιατί; Μα γιατί είχα ήδη ένα σωρό γνώσεις από τα μεγαλύτερα αδέλφια μου και θεωρούσα πως τα όσα μας μάθαιναν στο σχολείο τα ήξερα ήδη.

Ο πατέρας μου θυμάμαι έλεγε πως τα κορίτσια θα γίνουν μοδίστρες και τ’ αγόρια πεταλωτήδες. Η μάνα μου όμως αντιστεκόταν. «Αν τα παιδιά μου παίρνουν τα γράμματα, θα σπουδάσουν» επαναλάμβανε. Η μάνα μου  ήταν εξαιρετική μαθήτρια, από προσφυγική οικογένεια της Βιζύης που εγκαταστάθηκε στη Βέροια και, όπως συνηθιζόταν τότε, την σταμάτησαν από το σχολείο, για να βοηθήσει στο σπίτι. Είχε, λοιπόν, πάθος με τη γνώση και μας φρόντιζε πολύ, ώστε να μάθουμε γράμματα. Είχε ορκιστεί τότε πως θα κάνει οποιαδήποτε δουλειά, για να σπουδάσει τα δικά της παιδιά. Ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος που έβλεπε μακριά και ήταν ιδιαίτερα οργανωτική.

Εγώ ξεχώριζα από τ’ αδέλφια μου, πράγμα που αντιλαμβανόταν η μάνα μου, και στην ευφυία αλλά και στο χαρακτήρα, καθώς ήμουν ήπιος και ευπροσάρμοστος.

Αν και τόσο μικρός, λοιπόν, δήλωσα στη μάνα μου πως τα μαθαίνω αμέσως τα γράμματα, άρα δεν χρειάζεται να παρακολουθώ και θα πηγαίνω στο σχολείο μόνο να δίνω εξετάσεις, για να περάσω στην επόμενη τάξη.

Φυσικά δεν με πήρε στα σοβαρά, εγώ όμως έκανα την απόφασή μου πράξη, κάνοντας συστηματικές σμπόμπες και, παίζοντας μ’ έναν καλό μου φίλο, έπαιρνα κάθε μέρα τα μαθήματα από έναν συμμαθητή, ώστε να παρακολουθώ έτσι από μακριά το σχολείο. Ώσπου… αποκαλύφθηκα! Τελικά πείστηκα πως έπρεπε να παρακολουθώ κανονικά, μετά από πίεση και ένα μεγάλο κουτί καραμέλες που μου πρόσφερε η δασκάλα μου!

Μπορεί να… συμβιβάστηκα με την ιδέα του σχολείου, μετά από κείνην την πρώτη…επανάσταση, εκείνο όμως που έχω να πω είναι πως το μεγάλο σχολείο είναι η ίδια η ζωή, η οικογένεια, ο δρόμος, το παιχνίδι… Κι αυτά όλα τα έζησα εκείνα τα χρόνια και τα νοσταλγώ. Η εμπειρία είναι μεγάλος δάσκαλος και το διαπίστωσα και μετά στη ζωή μου σαν γιατρός.

Πώς στράφηκα στην Ιατρική; Αν και υπήρχε μια αρχική σκέψη να πάω στο Πολυτεχνείο, επηρεασμένος από την αδελφή μου κι από την φοβερή ανοικοδόμηση που επικρατούσε τότε ευνοώντας τους πολιτικούς μηχανικούς, που, αν ήταν προσεκτικοί στη διαχείριση, έκαναν λεφτά, με κέρδισε τελικά η Ιατρική, που μου φαινόταν ένα πεδίο ευρείας και ανθρωπιστικής δράσης. Δίνω εξετάσεις – για κακή μου τύχη με 40 πυρετό – και περνώ 74ος, θέση καθόλου ευκαταφρόνητη.

Επιστρέφετε στην πόλη σαν γιατρός πια και μέσα σε λίγα χρόνια γίνεστε πολύ γνωστός και αγαπητός. Ποιο ήταν το μυστικό αυτής της ιδιαίτερης σχέσης με τους ασθενείς σας;

Πραγματικά η Ιατρική αποδείχτηκε για μένα ένας χώρος δράσης που μπορεί να με κούρασε, γιατί ήμουν δίπλα στον ανθρώπινο πόνο, αλλά η αγάπη, που μου έδειχνε και μου δείχνει ακόμη και τώρα που δεν εργάζομαι ο κόσμος, ήταν και είναι για μένα η μεγαλύτερη αποζημίωση.

Τρία πράγματα με χαρακτήριζαν ως γιατρό. Η παρατηρητικότητα, η υπομονετική προσοχή απέναντι σε όσα λέει ο ασθενής, και η μη απαξίωση κάποιων πρακτικών μεθόδων, που ο ασθενής θα ήθελε εκείνα τα πρώτα χρόνια, αλλά και αργότερα, να εφαρμόσει. Δεν μπορούσες εύκολα να ξεκόψεις τους ασθενείς τότε από πράγματα που είχαν περάσει στην καθημερινότητά τους από γενιά σε γενιά και ιδιαίτερα τους ασθενείς που προέρχονταν από ορεινά χωριά.

Ακόμη έβλεπα πως πολλές αρρώστιες ήταν ολοφάνερα ψυχογενείς και προσπαθούσα να προσανατολίσω σωστά τους ασθενείς μου ακούγοντάς τους. Μπορούσα να τους ακούω ώρα να μου εξομολογούνται, χωρίς πολλές φορές να πληρώνομαι. Αυτό μας έφερνε πολύ κοντά και δημιουργούσε συναισθηματική επαφή. Το να κερδίσεις την ψυχή του ασθενή σου είναι πολύ σημαντικό στην Ιατρική.

Και ξαναγυρνώντας στις εμπειρίες της παιδικής μου ηλικίας θα πρόσθετα πως η επαφή μου με τόσο κόσμο τότε στο χάνι-πεταλουργείο του πατέρα μου μ’ έκανε ιδιαίτερα επικοινωνιακό αργότερα και ικανό να ψυχολογώ τους ανθρώπους. Η πολύτιμη πείρα ζωής για την οποία ήδη μιλήσαμε!

Αλλά και κάτι ακόμη, που πιστεύω πως έπαιξε ρόλο στη σχέση με τους ασθενείς μου, ήταν η  έκδηλη αισιοδοξία μου, που περνούσε και σ’ εκείνους. Θυμόμουν πάντα τη φράση ενός γάλλου καθηγητή της Ιατρικής: «Μην τρέφετε αυταπάτες. Λίγους θα θεραπεύσετε, πολλούς μπορείτε να βοηθήσετε, όλους όμως μπορείτε να τους παρηγορήσετε.»

Και ο αθλητισμός; Υπήρξατε αθλητής με διακρίσεις. Επηρέασε ο αθλητισμός τον τρόπο ζωής σας και το χαρακτήρα σας; Τι νομίζετε πως του οφείλετε;

Ανακάλυψαν οι καθηγητές μου τις αθλητικές μου ικανότητες στην 7η Γυμνασίου. Δευτερονίκης στο τριπλούν δυο φορές στην Αθήνα με το Πανεπιστήμιο, με νίκες στον Ηρακλή Θεσσαλονίκης και με διακρίσεις στη σφαιροβολία στο στρατό. Και δρομέας. Από κατοστάρι μέχρι 400 μέτρα σκυταλοδρομία.

Ο αθλητισμός σίγουρα διαμόρφωσε τον τρόπο ζωής μου και το χαρακτήρα μου. Γίνεσαι περισσότερο δυναμικός αλλά και πειθαρχημένος. Είναι φυσικό ο αθλητισμός να πολλαπλασιάζει τα θετικά στοιχεία που ο κάθε χαρακτήρας διαθέτει και να μειώνει τα αρνητικά.  Σε βάζει στον κόσμο της συλλογικότητας, της άμιλλας, σε κάνει αγωνιστικό όχι μόνο στο στίβο τον αθλητικό αλλά και σε κείνον της ζωής.

Δεν μένετε στην ικανοποίηση της επαγγελματικής επιτυχίας, αλλά συμμετέχετε δυναμικά στην πολιτιστική ζωή του τόπου. Το 1976 εκλέγεστε από το Δημοτικό Συμβούλιο Βέροιας στο πρώτο 5μελές Διοικητικό Συμβούλιο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Όλοι, όσοι ζήσαμε τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, θυμόμαστε το ρόλο της Στέγης, που αποτελούσε μια ζωντανή κυψέλη πολιτισμού. Πώς βιώσατε τη συμμετοχή σας σε κείνη την περίοδο και πώς τη βλέπετε σε σχέση με τη σημερινή, όσον αφορά στον πολιτισμό;

Από τα γυμνασιακά μου χρόνια λάτρευα ό,τι είχε σχέση με τον πολιτισμό. Ο πολιτισμός, ως ανώτερη μορφή κοινωνικής ζωής, με τραβούσε πάντα. Όταν, λοιπόν, εκλέχτηκα στο Συμβούλιο της Στέγης, ένιωσα πως ήμουν στο χώρο μου και μπορούσα να προσφέρω. Ο κόσμος τότε, μετά τη δικτατορία, ήταν διψασμένος για ελευθερία, για διάλογο, για τέχνη!

Δική μου ιδέα ήταν το Λαϊκό Πανεπιστήμιο. Εγώ το στήριξα και πρόβλεψα πόσο μεγάλη απήχηση θα είχε. Πήγαμε με τον Οδυσσέα τον Γωνιάδη στην Αθήνα και βρήκαμε τους οχτώ πρώτους ομιλητές. Ανάμεσά τους ο Κώστας ο Μπέης. Όλοι εκλεκτοί. Ο κόσμος έτρεχε να τους ακούσει. Διψούσε για διάλογο.

Ο Θόδωρος ο Χαλάτσης δημιούργησε την Κινηματογραφική Λέσχη με μεγάλη απήχηση, καθώς, μετά τις ταινίες, όλες προσεγμένες, ακολουθούσε συζήτηση. Μάλιστα το Υπουργείο Πολιτισμού, με εκπροσώπους του παρόντες κάποια μέρα στη Βέροια, ενθουσιάστηκε από τη Λέσχη μας αλλά κι απ’ όλη την πολιτιστική μας κίνηση μέσα από τη Στέγη και υποσχέθηκε αμέριστη συμπαράσταση στην προσπάθειά μας. Ήμασταν μια πολύ δεμένη ομάδα, είχαμε πιάσει το σφυγμό της εποχής, κάνοντας και τις πρώτες θεατρικές σκηνές.

Στις μέρες μας υπάρχει στην πόλη έντονη πολιτιστική ζωή. Θα έπρεπε όμως οι αρμόδιοι φορείς να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή και βήμα στις ντόπιες δυνάμεις, παράλληλα με τις ξένες εξαιρετικές παραγωγές, που είναι απαραίτητο να υπάρχουν.

Θυμάμαι φέραμε τότε τον Μάνο Χατζιδάκι ή τον Νικηφόρο Βρεττάκο, το ντόπιο δυναμικό όμως είχε τη θέση του, το βήμα του.

Για δύο χρόνια είστε ο διευθυντής της τοπικής εφημερίδας «Παρατηρητής», με την οποία -καθώς έχετε συγκεντρώσει γύρω σας ανθρώπους ανήσυχους και επιπέδου-  πετυχαίνετε μια παρουσία δυνατή και διαφορετική στα δημοσιογραφικά δρώμενα. Πώς ξεκίνησε και γιατί εξέπνευσε εκείνη η προσπάθεια;

Ξεκινήσαμε για να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Ήμασταν μια ομάδα, που συμφωνήσαμε να συμπορευτούμε, χωρίς να μας επηρεάζουν οι πολιτικές μας πεποιθήσεις. Η ύλη μας έβγαινε μετά από συμβούλιο. Ήμασταν μια πλήρης εφημερίδα 15ήμερη, με κύριο άρθρο, με γελοιογραφία στην πρώτη σελίδα, με άλλα άρθρα προσεκτικά επιλεγμένα, που τη διέκρινε η σοβαρότητα και η αντικειμενικότητα. Μπορεί οι συνεργάτες μου να με όρισαν διευθυντή της εφημερίδας, ήμασταν όμως και νιώθαμε ισότιμοι.

Οι συνεδριάσεις μας γινόταν το βράδυ στο ιατρείο μου. Στην ομάδα ανήκαν ο Πυθαγόρας και η Νίκη Ιεροπούλου, ο Νίκος ο Παπαγιαννούλης, ο Κώστας ο Παπαδόπουλος, ο Γιώργος ο Τζήκας, ο σκιτσογράφος μας. Δυστυχώς εξέπνευσε αυτή η τόσο ωραία προσπάθεια, γιατί με την 15ήμερη κυκλοφορία της χανόταν η επικαιρότητα και μια εβδομαδιαία εφημερίδα είχε άλλες απαιτήσεις.

Τα χρόνια περνούν, αλλά εσείς συνεχίζετε να δραστηριοποιείστε στον τομέα του πολιτισμού. Αναβιώνετε μαζί με άλλους πολίτες πριν 9 χρόνια τον «Όμιλο φίλων Θεάτρου και Τεχνών» και γίνεστε ο πρόεδρός του για δύο χρόνια. Σήμερα ο «Όμιλος», ζωντανός και δημιουργικός, έχει κατακτήσει μια θέση στη ζωή της πόλης και τελευταία έχει διακριθεί πανελλαδικά σε θεατρικούς αγώνες. Πώς βλέπετε την πορεία του από την αρχή της δημιουργίας του μέχρι σήμερα;

Πριν πολλά χρόνια ο Χρίστος Τσολάκης με τον Πέτρο τον Χειμωνίδη έβαλαν τις βάσεις του «Ομίλου», πιστεύοντας στην ντόπια ερασιτεχνική θεατρική παραγωγή. Όταν θελήσαμε να αναβιώσουμε τον θεσμό αυτό, εγώ, ο Νίκος ο Μανούδης, ο Φώτης ο Σιμόπουλος και άλλοι, σκεφτήκαμε να διευρύνουμε τις δραστηριότητες του «Ομίλου» προσθέτοντας και τη λέξη Τεχνών, που δεν υπήρχε στην πρώτη μορφή του.

Κάναμε γραφείο, χάρη στον Σούλη το Λιάκο που μας παραχώρησε το οίκημα, το διαμορφώσαμε και δώσαμε το στίγμα μας στην πόλη με θεατρικές παραστάσεις και όχι μόνο. Για παράδειγμα τιμήσαμε τον συνθέτη και δημοσιογράφο, ιδιοκτήτη της Εφημερίδας «Βέροια», Γιώργο Καλογήρου και παρουσιάσαμε τους αδελφούς Τσαχουρίδη, σε δύο εξαιρετικά ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις.

Πόσο σημαντική ήταν η αναβίωση; Πιστεύω πως ήταν, γιατί ανέδειξε ντόπιες δυνάμεις. Πάντα ο σκοπός ενός συλλόγου, ενός φορέα ή οργανισμού, πρέπει να είναι ένας και μοναδικός. Πέρα από την προβολή της Τέχνης με τα μεγάλα ονόματα ή τις καινούριες ιδέες που θα φέρει απ’ έξω, εφόσον μπορεί να το κάνει, είναι να αποκαλύψει τις δυνάμεις που κρύβονται σ΄ αυτόν τον τόπο.

Ανάμεσα στο 2008 και το 2011 βγαίνουν τρία βιβλία σας. Ποιητικοί σχηματισμοί και όχι ποιήματα, όπως τα ονομάζετε με σεμνότητα, με τον τίτλο «Βαβέλ», διηγήματα με τον τίτλο «Εικόνες που έζησα» κι ένας τόμος με άρθρα, κείμενα και σχόλια αργότερα. Τι σας κάνει να γράψετε, τι είναι για σας η γραφή, μια άλλη μορφή δράσης;

Δεν είναι εύκολο να περιγράψεις το γιατί στρέφεσαι στη γραφή. Χιλιάδες σκέψεις και εικόνες περνούν από το ανθρώπινο μυαλό και κάποιοι όχι μόνο θέλουν να τις καταγράψουν, αλλά και να τις κοινοποιήσουν, να τις μοιραστούν με τους άλλους.

Είναι ένα μυστήριο αυτό που γεννιέται μέσα σου, χωρίς να μπορείς να το εξηγήσεις. Είναι μια βαθύτερη ανάγκη έκφρασης. Κάτι σαν σαράκι που σε τρώει. Ψάχνεσαι. Ψάχνεις τρόπους να το βγάλεις από μέσα σου και μοιραία αφήνεσαι σ’ έναν μοναχικό δρόμο αναζήτησης, που είναι βασανιστικός. Βέβαια, για να ξεκαθαρίσουμε το τοπίο, δε σημαίνει ότι όσοι θέλουμε να γράφουμε είμαστε και ξεχωριστοί, το σαράκι όμως της γραφής, όταν υπάρχει, είτε είσαι ξεχωριστός είτε όχι, σε τρώει.

Ήμουν πάντα ανήσυχος. Η μάνα μου, κι όταν ακόμα ήμουν παιδί, το σχολίαζε λέγοντας « Μα, δεν θα ησυχάσεις ποτέ;». Και τώρα ακόμα, στα 80 μου, η ανησυχία είναι συνυφασμένη με το χαρακτήρα μου. Ανησυχία έκφρασης αλλά και ανησυχία δράσης.

Η δράση βρίσκει για σας κι άλλη μορφή έκφρασης με τη συμμετοχή σας στους «Ενεργούς Πολίτες» της Βέροιας, με τους οποίους πετυχαίνετε μετά από αγώνα χρόνων την αποκατάσταση της Παλαιάς Μητρόπολης, στην οποία η Αρχαιολογική Υπηρεσία δίνει τη μορφή που έχει σήμερα. Μάλιστα το τελευταίο βιβλίο σας με τίτλο «Αφιέρωμα στην Παλαιά Μητρόπολη» δείχνει με μια σειρά αρθρογραφίας το πάθος και την αγάπη σας για το συγκεκριμένο μνημείο αλλά και κάποια πικρία για την τελική μορφή του. Γιατί;

Γιατί το πάθος και η αγάπη;  Γιατί εκεί μεγάλωσα, εκεί έπαιξα. Φεύγοντας οι Γερμανοί το ’44, στην αυλή του ναού παίζαμε και ο αρχιμανδρίτης, ο π. Βασίλειος, μας συγκέντρωνε στο ένα από τα δύο σπιτάκια που υπήρχαν εκεί για το Κατηχητικό. Οι αναμνήσεις μου, λοιπόν, από το χώρο συνδέονται με τα παιδικά και τα νεανικά μου χρόνια και είναι πολύ έντονες.

Ο αγώνας μας για την αποκατάσταση του μνημείου ξεκινά το 2009. Ξεκινήσαμε 14 άτομα σαν κίνηση και όχι σαν σύλλογος. Θελήσαμε να δώσουμε στην προσπάθειά μας εθελοντική μορφή, γιατί ο σύλλογος μετά από μερικά χρόνια εκφυλλίζεται κι εμείς θέλαμε διάρκεια, για να πετύχουμε το σκοπό μας. Τόσα χρόνια παραμείναμε στην Κίνηση και οι 14, απλά επιλέγουμε μια επιτροπή ως εκτελεστικό όργανο.

Εκείνοι που πετύχαμε την έγκριση κονδυλίων για το μνημείο ήμασταν οι τρεις μας, ο Παύλος Πυρινός, ο Αλέξανδρος Τρομπούκης κι εγώ, πετυχαίνοντας μια συνάντηση με τον Αντώνη Σαμαρά με τη μεσολάβηση του Κώστα Ζιώγα, που τον γνώριζε.

Το κονδύλιο εγκρίθηκε μετά από πολλές πιέσεις και ανέλαβε η Αρχαιολογία την αποκατάσταση. Η αποκατάσταση του εσωτερικού χώρου είναι εξαιρετική, προκαλώντας στον επισκέπτη τον θαυμασμό. Τα παράπονά μας εστιάζονται στον αύλειο χώρο. Ο αύλειος χώρος είναι σημαντικός για την ανάδειξη του μνημείου και πρέπει νομίζω να υπόκειται στην οπτική ενός αρχιτέκτονα τοπίου. Φαντάζομαι το χώρο με τη μορφή όχι ενός πάρκινγκ, αλλά με τη μορφή ενός χώρου φιλόξενου, που θα τον χαίρονται οι  πολίτες και στον οποίο θα μπορούν να γίνουν ακόμη και εκδηλώσεις. Επιπλέον ο ναός πρέπει να είναι περίοπτος, αφού πέσει το γειτονικό κτίριο που ήδη έχει απαλλοτριωθεί. Γι’ αυτό αγωνιζόμαστε, για να ολοκληρωθεί η αποκατάσταση με τον καλύτερο τρόπο και να αναδειχθεί το μνημείο.

Ζήσατε κυριολεκτικά σαν ένας ενεργός πολίτης, συμβάλλοντας κι εσείς στη διαμόρφωση του προσώπου της Βέροιας, όπως και όσο μπορούσατε. Τι θα είχατε να πείτε σήμερα στους πολίτες με την εμπειρία σας;

Τα θεσμικά όργανα της πόλης αλλά και οι πολίτες της είμαστε συνυπεύθυνοι, ώστε να κάνουμε την πόλη καλύτερη. Και όχι μόνο την πόλη αλλά όλο τον Νομό μας, που έχει τέτοιο ιστορικό και θρησκευτικό υπόβαθρο. Και ας μην ξεχνάμε και τις παραγωγικές του δυνατότητες. Η ανάπτυξη και η πρόοδος, όσο κι αν καθορίζεται στις μέρες μας από τα μεγάλα κέντρα εξουσίας του Εξωτερικού, δεν παύει να εξαρτάται κατά ένα μεγάλο μέρος κι από μας.

Αν όλοι βοηθήσουμε σ’ αυτήν την προσπάθεια, τα κέρδη θα ξαναγυρίσουν στον καθένα χωριστά.  Από την οικογένεια και το σχολείο, αλλά και μέσα από την καθημερινή πράξη, το μήνυμα αυτό της συλλογικής προσπάθειας για την πόλη, τον Νομό και τον τόπο γενικότερα, πρέπει να περάσει. Αν καταλάβουμε πως η πόλη μας είναι το σπίτι μας, τότε θα έρθουν καλύτερες μέρες.

Αγνή και καθαρή συμμετοχή, λοιπόν, στα κοινά, όχι για άμεσο και προσωπικό κέρδος, αλλά για οφέλη στα οποία οδηγεί η συλλογικότητα. Και μην ξεχνάμε και τη φράση του Στρατηγού Μακρυγιάννη «Είμαστε εις το εμείς και όχι εις το εγώ».

Φωτογραφίες: faretra.info – Αρχείο Θόδωρου Πολυχρονιάδη

banner-article

Ροη ειδήσεων