Διάσκεψη ΟΗΕ για το κλίμα: Μια τρύπα στο νερό εδώ και 30 χρόνια
Το «έργο» έχει παιχτεί πολλές φορές. Κάθε φορά, οι διασκέψεις του ΟΗΕ για το κλίμα παρουσιάζονται ως η συνάντηση των ηγετών που «αυτή τη φορά» θα παρουσιάσει το επόμενο «μεγάλο σχέδιο» για τη «σωτηρία» του πλανήτη. Η φετινή διάσκεψη κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα που ξεκίνησε την Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη, στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού, δεν διαφέρει, με τον Γενικό Γραμματέα του, Αντόνιο Γκουτέρρες, να καλεί τους ηγέτες του κόσμου να έρθουν με συγκεκριμένα και ρεαλιστικά σχέδια για τη μείωση των ρύπων, κυρίως του διοξειδίου του άνθρακα, των χωρών τους, μέχρι το 2050.
Ωστόσο, δεδομένης της προηγούμενης πικρής πείρας και αυτή η σύνοδος κορυφής πρέπει να κριθεί με βάση την ιστορία 30 χρόνων τέτοιων συναντήσεων. Είναι ενδεικτικό το σχόλιο του Μαρκ Χάντσον, ερευνητή του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ και συνιδρυτή της οργάνωσης «Climate Emergency», στο Conversation που διερωτάται αν είναι μάταιη ελπίδα για 197 χώρες να συμφωνήσουν σε οποιαδήποτε ουσιαστική δράση για το κλίμα, ειδικά όταν σε αυτές περιλαμβάνονται τόσες πολλές με χρήματα και δύναμη.
Όπως σημειώνει, οι επιστήμονες γνώριζαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 ότι το διοξείδιο του άνθρακα σωρεύεται και ότι αυτό θα μπορούσε να είναι πρόβλημα. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ήξεραν ότι θα ήταν πρόβλημα και απλά περίμεναν το πότε. Μέχρι το 1985, ένα επιστημονικό εργαστήριο στο Φίλλαχ της Αυστρίας, απάντησε και σε αυτό: «Νωρίτερα από ό,τι πιστεύαμε». Οι επιστήμονες και οι ακτιβιστές κινητοποιήθηκαν και το 1988 «ευθυγραμμίστηκαν».
Μια μεγάλη ξηρασία στην Αμερική, ένας επιστήμονας της NASA, ο Τζέιμς Χάνσεν που πρώτος απευθύνθηκε στο Κογκρέσο για τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής και μια διεθνής διάσκεψη στο Τορόντο, σήμαινε ότι οι πολιτικοί έπρεπε να ανταποκριθούν. Στην προεκλογική καμπάνια του το 1988, ο Τζορτζ Μπους πατήρ, υποσχέθηκε να συγκαλέσει μια «παγκόσμια διάσκεψη» για το περιβάλλον στον Λευκό Οίκο για να «μιλήσουμε για την υπερθέρμανση του πλανήτη». Αλλά όταν τελικά συνέβη δεν ήταν πραγματικά «παγκόσμια».
Η Διακυβερνητική Ομάδα για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC) γεννήθηκε το ίδιο έτος, εγκρίθηκε από τη γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και κατάρτισε την πρώτη της έκθεση το 1990. Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις για μια διεθνή συνθήκη που θα περιελάμβανε δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής δεν ξεκίνησαν παρά τον Φεβρουάριο του 1991. Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης μάλιστα αγνόησε το γεγονός, καθώς ο πόλεμος του Κόλπου ήταν σε εξέλιξη.
Τελικά, χρειάστηκε να φτάσουμε τον Μάιο του 1992 για να λάβει χώρα η Σύνοδος του Ρίο ντε Ζανέιρο, γνωστή και ως «Σύνοδος Κορυφής για τη Γη», η οποία, ουσιαστικά, «γέννησε» την πολεμική των πλούσιων κρατών για το «εφικτό» και μη, την οποία βιώνουμε μέχρι σήμερα.
Το σημείο που τόσο εκείνη η σύνοδος, όσο και οι επόμενες «κόλλησαν» ήταν – και εξακολουθεί να είναι – ότι η αμερικανική κυβέρνηση και τα επιχειρηματικά λόμπι που κρύβονται από πίσω της, βρίσκουν πεδίο να φρενάρουν τις διαδικασίες. Η γαλλική κυβέρνηση ήθελε να συμπεριληφθούν σε κάθε συνθήκη πραγματικές δεσμεύσεις για τη μείωση των εκπομπών CO2, με στόχους και χρονοδιαγράμματα για τα πλούσια κράτη. Η κυβέρνηση Μπους προειδοποίησε ότι αν συμπεριληφθούν τέτοιες δεσμεύσεις τελικό στο κείμενο δεν θα συμμετάσχουν στη διάσκεψη του Ρίο, υπονομεύοντας τη Σύνοδο πριν ακόμη αυτή ξεκινήσει. Οι Γάλλοι υποχώρησαν, ο ΟΗΕ έπαιξε το ρόλο «μεσάζοντα» και καταλήχθηκε μια συμφωνία, η οποία, ως Σύμβαση Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC) έγινε νόμος το Μάρτιο του 1994, δύο χρόνια μετά τη διάσκεψη κορυφής του Ρίο.
Η Γαλλία αλλά και άλλες χώρες εξέφρασαν την ελπίδα ότι, μόλις υπογραφεί και επικυρωθεί η UNFCCC, θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν γρήγορα το ζήτημα των δεσμεύσεων των πλούσιων χωρών να μειώσουν τις εκπομπές CO2. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Όταν το πρωτόκολλο του Κιότο, το οποίο επέκτεινε την UNFCCC, συμφωνήθηκε το 1997, και παρά το γεγονός ότι η οικονομική του πλευρά σχεδιάστηκε με τρόπο που να ικανοποιεί τους Αμερικανούς ευτυχείς, πάλι δεν επιτεύχθηκε σοβαρή δέσμευση για μειώσεις. Οι Αμερικανοί αποχώρησαν τελικά από το Πρωτόκολλο του Κιότο το 2001, επί προεδρίας Τζορτ Μπους νεότερου.
Η διαδικασία επαναλήφθηκε στην Κοπεγχάγη το 2009. Τέλος, το 2015, μια μη δεσμευτική συμφωνία του Παρισιού κατέρρευσε, βασιζόμενη σε έναν – μέχρι τότε απορριφθέντα – μηχανισμό «δέσμευσης και αναθεώρησης», ο οποίος δημιούργησε έναν ατελείωτο γύρο υποσχέσεων που δεν έχουν εκπληρωθεί.
Ο Τζέιμς Χάνσεν, επιστήμονας που είχε προειδοποιήσει ότι η κλιματική αλλαγή ήταν παρούσα από το 1988, αποκάλεσε τη Συμφωνία των Παρισίων απάτη, αφού, από το 2015 πολλά κράτη δεν εκπληρώνουν τις δεσμεύσεις τους που απορρέουν από αυτήν. Ακόμα κι αν το έκαναν, η παγκόσμια μέση αύξηση της θερμοκρασίας θα ήταν πολύ μεγαλύτερη από τα δύο βαθμούς πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα που θα έπρεπε να εξασφαλίσει η συμφωνία. Οι ΗΠΑ, για μια ακόμη φορά, αποσύρθηκαν και τη συμφωνία του Παρισιού, τον Ιούνιο του 2017, δημιουργώντας πλέον ένα σαφές μοτίβο στην αμερικανική «κλιματική» διπλωματία.
Ο ρόλος του ΟΗΕ
Κάποιοι θα υποστήριζαν ότι η προσπάθεια να συμφωνήσουν 197 χώρες σε οτιδήποτε, είναι η αποστολή ενός ανόητου. Επί 20 χρόνια, πολλοί είναι οι επικριτές που αμφισβητούν εάν ο ΟΗΕ είναι ο κατάλληλος χώρος για τις διαπραγματεύσεις για το κλίμα. Αναλυτές διεθνών σχέσεων υπογραμμίζουν πως ένα τέτοιο φόρουμ αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε αδιέξοδο, ενώ ήδη από τις αρχές του 1980 πολιτικοί αναλυτές, κυρίως στις ΗΠΑ, υποστήριζαν πως πρόκειται για ένα παγκόσμιο πρόβλημα χωρίς λύση λόγω της πολιτικής πολυπλοκότητάς του. Το αντεπιχείρημα είναι, ότι εάν συμφωνηθεί κάτι εκτός της διαδικασίας των Ηνωμένων Εθνών, μεταξύ των σημαντικότερων παραγωγών διοξειδίου του άνθρακα στον κόσμο – ΕΕ, ΗΠΑ και Κίνα – τότε, αυτή η συμφωνία θα θεωρηθεί παράνομη και πιθανόν να συνεπάγεται ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση από τις κερδοσκοπικές τεχνολογίες, απ’ ό,τι η συμφωνία του Παρισιού.
Τελικά, τίθεται και ζήτημα ηθικής τάξης: Οι άνθρωποι που ήδη υποφέρουν από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής εμπιστεύονται εκείνους που την έχουν προκαλέσει για να το λύσουν. Το κατά πόσον ο κόσμος μπορεί να περάσει στην αειφορία – δηλωμένος στόχος τόσο της UNFCCC όσο και του ΟΗΕ – παραμένει προς το παρόν ανοιχτό. Απλά ο χρόνος λιγοστεύει για να το συζητάμε πολύ. Αν δεν βρεθούν τώρα πολιτικές, οικονομικές, τεχνολογικές και πολιτιστικές λύσεις, οι προοπτικές για την ανθρωπότητα – και τα άλλα είδη που μοιραζόμαστε αυτόν τον πλανήτη – είναι εξαιρετικά ζοφερές.