Άγιο Όρος: Από τον Αρσανά της Αγ. Άννας στα 2.033 μέτρα της κορυφής του Άθω (Μέρος Α΄)
Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αθανάσιος Συργιάννης
Αρχές του 2019, εγώ με τον φίλο μου τον Θανάση, σκεφτήκαμε να επισκεφτούμε το «Περιβόλι της Παναγίας», για 13η συνεχόμενη χρονιά, .
Αποφασίσαμε:
-
Να περιπλανηθούμε, για ακόμη μια χρονιά, μέσα στα πυκνά μεικτά δάση και στα πανέμορφα καστανοδάση, καθώς και μέσα στις άγριας ομορφιάς ρεματιές και δίπλα στις απότομες πλαγιές της στενόμακρης λωρίδας γης του νότιου τμήματος του τρίτου ποδιού της Χαλκιδικής (φωτ. 1).
-
Με το που θα αποβιβαστούμε σε κάποιο λιμανάκι ή κάποιο γραφικό Αρσανά Μονής της αυτόνομης και αυτοδιοικούμενης περιοχής του Αγίου Όρους, να μη χρησιμοποιήσουμε κανένα, από τα διαθέσιμα στην περιοχή, μεταφορικό μέσον, αλλά να συνεχίσουμε την τακτική που εφαρμόζαμε όλα τα προηγούμενα χρόνια.
-
Να βαδίσουμε, για πολλοστή δηλαδή φορά, στα σιωπηλά, σήμερα, και όλο μυστήριο μονοπάτια της Αθωνικής χερσονήσου, πραγματοποιώντας πολύωρες πορείες με τελικό σκοπό να φτάσουμε στους προγραμματισμένους μας προορισμούς.
-
Να διανύσουμε έτσι, περπατώντας, κάποια, από τα αμέτρητα, χιλιόμετρα του πλούσιου δικτύου μονοπατιών και καλντεριμιών που υπάρχουν στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας», ακολουθώντας τα «πατήματα» των μοναχών και των γερόντων που, κάποια χρόνια πριν, τα περπάτησαν υποχρεωτικά, προκειμένου να επικοινωνήσουν με τα Μοναστήρια, τις Σκήτες, τα Κελιά ή για να πάνε στις αγροτικές τους δουλειές ( φωτ. 2, 3, 4).
-
Να δούμε, στα περάσματά μας: α) τα εγκαταλειμμένα ασκηταριά, που βρίσκονται στα πιο απίθανα σημεία της χερσονήσου, β) τα «φωλιασμένα» στους απόκρημνους βράχους σπήλαια ασκητών, γ) τις κατεστραμμένες από την εγκατάλειψη και τον φθοροποιό χρόνο Σκήτες, που κάποτε είχαν κτιστεί, στις δύσβατες ερημικές περιοχές, δ) τις σκόρπιες και ρημαγμένες καλύβες μοναχών μέσα στα δάση ε) τα «κρυμμένα», μέσα στην πυκνή βλάστηση, αγιάσματα κ.α.
Όλα τα παραπάνω θα έχει τη δυνατότητα να τα συναντήσει, στη διαδρομή του, μονάχα εκείνος, που θα χρησιμοποιήσει στις περιπλανήσεις του αποκλειστικά και μόνο τα μονοπάτια ( φωτ. 5, 6, 7, 8).
-
Να ανηφορήσουμε στην κορυφή του βουνού Άθω και να διανυκτερεύσουμε στα 2.033 μέτρα υψόμετρο ( φωτ. 9).
-
Επιστρέφοντας από την κορυφή, να διανυκτερεύουμε, μετά τις πολύωρες και πολύ απαιτητικές καθημερινές πορείες μας, στις Μονές και στις Σκήτες, που βρίσκονται και στις δύο πλευρές της χερσονήσου και στην κατεύθυνση από το νότο προς την πρωτεύουσα της Αθωνικής πολιτείας, τις Καρυές.
-
Στα Μοναστήρια, στις Σκήτες και στα Κελιά, που θα έχουμε την ευλογία της προσκυνηματικής φιλοξενίας, να συμμετάσχουμε, από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο λεπτό, σε όλες τις εκκλησιαστικές ακολουθίες και να τηρήσουμε κατά γράμμα το ημερήσιο πρόγραμμα της κάθε Μονής και της κάθε Σκήτης.
Αυτή, εξ άλλου, είναι και η αρχή μας στον τόπο της σιωπής, της περισυλλογής, της προσευχής και του μυστηρίου. Την ακολουθήσαμε και τις 12 προηγούμενες χρονιές που επισκεφτήκαμε το Όρος.
Μετά τα παραπάνω, στρωθήκαμε αμέσως στη δουλειά.
Ανοίξαμε τον χάρτη, που απεικόνιζε την Αθωνική χερσόνησο.
Αφού τον μελετήσαμε προσεκτικά, χαράξαμε, πάνω σε αυτόν, τις πεζοπορικές πορείες που είχαμε κατά νου να πραγματοποιήσουμε τις μέρες που θα παραμέναμε στο «Περιβόλι της Παναγίας».
«Κυκλώσαμε» τα επιθυμητά σημεία των προσκυνηματικών μας επισκέψεων, που βρίσκονται και στις δύο πλευρές του Αγιορείτικου τόπου.
«Σημαδέψαμε» και τη Σκήτη εκείνη, κοντά στις Καρυές, που επιθυμούσαμε να μας φιλοξενήσει, για διανυκτέρευση, το τελευταίο βράδυ της παραμονής μας στο Όρος.
Εκτιμήσαμε, κατά προσέγγιση, τον απαιτούμενο χρόνο τις κάθε μίας πορείας ξεχωριστά και τις χωρίσαμε σε 5 ημερήσιες διαδρομές. Χρωματίσαμε, στη συνέχεια, την κάθε μια με διαφορετικό χρώμα για να ξεχωρίζει από τις άλλες διαδρομές (φωτ. 10).
Μετά την προεργασία μας πάνω στον χάρτη, ακολουθήσαμε όλη την παρακάτω απαιτούμενη διαδικασία για να καταφέρουμε να επισκεφτούμε το «Περιβόλι της Παναγίας» χωρίς κανένα πρόβλημα:
-
Αφού καταλήξαμε στην επιθυμητή ημερομηνία, επικοινωνήσαμε τηλεφωνικά, 2 μήνες νωρίτερα, με το Γραφείο Προσκυνητών Αγίου Όρους [τηλ. 2310252575], που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, για να πάρουμε την απαραίτητη άδεια εισόδου.
-
Μετά το «ΟΚ» του Γραφείου Προσκυνητών, επικοινωνήσαμε τηλεφωνικά με τις «Αγιορείτικες Γραμμές Ν.Ε.» [ τηλ. 2377021041 ], προκειμένου να εξασφαλίσουμε τα εισιτήρια εισόδου-εξόδου.
-
Στη συνέχεια, έχοντας μπροστά μας τον χάρτη με τις «χαραγμένες» διαδρομές, που σκοπεύαμε να πραγματοποιήσουμε, και με τα «κυκλωμένα», σε αυτό, σημεία των διανυκτερεύσεών μας, επικοινωνήσαμε τηλεφωνικά ή με φάξ με τις επιθυμητές Ιερές Μονές και Σκήτες, προκειμένου να εξασφαλίσουμε την φιλοξενία τους. Και τέλος,
-
Αφού όλα τακτοποιήθηκαν με το καλό, αρχίσαμε να ετοιμάζουμε τα ορειβατικά μας σακίδια για το ταξίδι μας στον τόπο της ψυχικής ηρεμίας και της ορειβατικής ευχαρίστησης.
Ήμασταν τυχεροί, δεν χρειάστηκε να κάνουμε καμία τροποποίηση στον αρχικό μας σχεδιασμό. Έτσι, το πρόγραμμά μας οριστικοποιήθηκε και είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που εμείς θέλαμε:
1η μέρα. Από την Ουρανούπολη με το καραβάκι θα φτάσουμε στον Αρσανά της Αγ. Άννα και από εκεί θα αρχίσουμε την πεζοπορική μας ανάβαση κάνοντας τη διαδρομή: Αρσανάς Αγίας Άννας (υψ. 4 μ.) → Σκήτη Αγ. Άννας → θέση «Σταυρός» (υψ. 760 μ.) → θέση «Παναγία» (υψ. 1.500 μ.) → κορυφή του Άθωνα → διανυκτέρευση στα 2.033 μέτρα υψόμετρο. [Η πορεία μας θα γίνεται μόνο σε μονοπάτια].
2η μέρα. Κορυφή του Άθωνα → επιστροφή στη Σκήτη Αγ. Άννας → Σκήτη Θεοτόκου (Νέα Σκήτη) → Ι.Μ. Αγ. Παύλου → Ι.Μ. Αγίου Διονυσίου → διανυκτέρευση. [Η πορεία θα γίνεται σε μονοπάτια και σε ένα μικρό κομμάτι χωματόδρομου].
3η μέρα. Ι.Μ Αγ. Διονυσίου → ρέμα «Αεροπόταμος» → αυχένας μεταξύ Αντιάθωνα και Άθωνα (υψ. 950μ.) → Ι. Κελί «Αγ. Αρτεμίου» (Προβάτα) που βρίσκεται στην περιοχή της Ι. Μ. Καρακάλου → διανυκτέρευση. [Η πορεία θα γίνεται σε ρέμα, σε μονοπάτια και σε δασικούς δρόμους].
4η μέρα. Ι. Κελί «Αγ. Αρτεμίου» (Προβάτα) → Ι.Μ. Καρακάλου → Ι. Μ. Φιλοθέου → Ι.Μ. Κουτλουμουσίου → Καρυές → Ι. Σκήτη Αγίου Ανδρέα ( Σεράϊ ) → διανυκτέρευση. [Η πορεία θα γίνεται σε μονοπάτια και σε δασικούς δρόμους].
5η μέρα. Ι. Σκήτη Αγίου Ανδρέα ( Σεράϊ ) → Ι.Μ. Ξηροποτάμου → Δάφνη. [Η πορεία θα γίνεται σε χωματόδρομο και σε μονοπάτι].
Την ίδια μέρα, από τη Δάφνη θα επιστρέψουμε στην Ουρανούπολη με Ferryboat.
Μέχρι τη μέρα εισόδου μας στο «Περιβόλι της Παναγίας» είχαμε αρκετό χρόνο για να ετοιμαστούμε.
Έτσι, τα ετοιμάσαμε όλα με την ησυχία μας και περιμέναμε, πλέον, τη μέρα της αναχώρησης.
Και νάτην. Επιτέλους, έφτασε η στιγμή που τόσο πολύ περιμέναμε.
Στο ημερολόγιο έγραφε: 09 Αυγούστου 2019, μέρα Παρασκευή.
Όταν ξύπνησα το ρολόι έδειχνε 01.00 π.μ.
Ξεκινούσε μια καινούργια μέρα. Από τη στιγμή εκείνη, άρχιζε, πλέον, η 5νθήμερη προγραμματισμένη δραστηριότητά μας.
Ετοιμάστηκα. Πήρα το πρωϊνό μου, κοίταξα εάν είχα μαζί μου την Αστυνομική ταυτότητα, υποχρεωτικό έγγραφο για την είσοδο στο Όρος, έκανα έναν τελευταίο έλεγχο στα πράγματά μου και αφού τα βρήκα όλα εντάξει, περίμενα να κάνει την εμφάνισή του ο Θανάσης.
Το φιλαράκι μου, ορειβάτης και συνοδοιπόρος, ήταν Άγγλος στο ραντεβού μας.
Φορτώσαμε τα πράγματά μας στο αυτοκίνητό του και ξεκινήσαμε.
Τα ρολόγια δείχνανε 03.00΄ π.μ., όταν φεύγαμε απο την πόλη της Βέροιας.
Φεύγαμε απο την πόλη της μυθολογίας, της ιστορίας και του πολιτισμού. Ήταν η ώρα που «αποχαιρετούσαμε», προσωρινά, τα γραφικά πέτρινα σοκάκια των παραδοσιακών συνοικιών της πρωτεύουσας της Ημαθίας.
Ήταν η στιγμή που αφήναμε πίσω μας τους έρημους από κίνηση δρόμους της «Μικρής Ιερουσαλήμ», όπως αποκαλούν την Βέροια κάποιοι άλλοι, λόγω της ύπαρξης των 40, και πλέον, Βυζαντινών και μεταβυζαντινών εκκλησιών της (φωτ. 11, 12)
Έξω το απόλυτο σκοτάδι και κοιτάζοντας ψηλά βλέπαμε τον γεμάτο από λαμπερά αστέρια ουρανό.
Μπήκαμε στην Εγνατία Οδό και ακολουθήσαμε την κατεύθυνση προς Καβάλα.
Αυτοκίνητα στον αυτοκινητόδρομο ελάχιστα.
Εικόνες τοπίων δεν μπορέσαμε να δούμε, τα κάλυπτε όλα το μαύρο πέπλο της νύχτας.
Περάσαμε έξω από τη Θεσσαλονίκη, την όμορφη «Νύφη του Θερμαϊκού», που την βλέπαμε, από ψηλά, «στολισμένη» με πολύχρωμα φώτα ακόμη να «κοιμάται» και συνεχίσαμε το οδικό ταξίδι μας.
Φτάνοντας στην έξοδο για «Βρασνά-Ασπροβάλτα», στο σημείο υπάρχει καφέ χρώματος πινακίδα με την ένδειξη: «Άγιον Όρος», βγήκαμε από την Εγνατία και ακολουθήσαμε τον επαρχιακό ασφαλτόδρομο με κατεύθυνση προς Σταυρό Χαλκιδικής.
Μετά τον Σταυρό η οδική συνέχειά μας ήταν: Ολυμπιάδα → Στρατώνι → Ιερισσός → Νέα Ρόδα → Ουρανούπολη.
Ο ανηφορικός επαρχιακός ασφαλτόδρομος με τα αμέτρητα στροφηλίκια του είχε κάποια κίνηση, λόγω καλοκαιριού.
Το σκοτάδι, οι πολλές στροφές και το μικρό πλάτος του δρόμου, σε πολλά σημεία του, ανάγκαζαν τον Θανάση να οδηγεί πολύ προσεκτικά.
Μετά τη Νέα Ρόδα, περάσαμε το λιμανάκι της Τρυπητής με τα δεμένα ferry, που τα βλέπαμε στα δεξιά μας, να περίμεναν να ξημερώσει για να ξεκινήσουν τα 15λεπτα δρομολόγιά τους προς και άλλα τόσα από το μικρό παράδεισο που ονομάζεται Αμμουλιανή.
Τα φώτα των οικισμών του όμορφου αυτού νησιού με τους χαμηλούς λόφους, τα λιγοστά ελαιόδενδρα και τις πολλές καταπληκτικές παραλίες του, τα διακρίναμε πάνω σε μια σκουρόχρωμη λωρίδα, κοιτάζοντας πέρα σο βάθος της ήρεμης θάλασσας (φωτ. 13).
Ακούγοντας μουσική από το στικάκι με επιλογές τραγουδιών, μια συλλογή από όμορφα ελληνικά και ξένα ακούσματα, που με πολύ μεράκι δημιούργησε ο Θανάσης και συζητώντας διάφορα, δεν καταλάβαμε πως πέρασαν οι δύο ώρες και 30 λεπτά ταξιδιού και για πότε διανύσαμε τα 220 χιλιόμετρα οδικής διαδρομής από την Βέροια.
Φτάσαμε στον «προθάλαμο του Αγίου Όρους», την πιο δημοφιλή πύλη εισόδου στο αγιορείτικο τόπο.
Τα ρολόγια δείχνανε 05.30΄ π.μ.
Κατευθυνθήκαμε προς το parking, που βρίσκεται σε μικρή, μόλις, απόσταση μετά την είσοδο στην Ουρανούπολη.
Αφήσαμε το αυτοκίνητό μας μέσα στον ελεγχόμενο χώρο στάθμευση και κατευθυνθήκαμε με τα πόδια προς το Γραφείο των Προσκυνητών, που μόλις είχε ανοίξει. Απέχει ελάχιστα μέτρα από το parking και λειτουργεί από τις 05.30 π.μ μέχρι και τις 13.30΄.
Οι πρωϊνοί συνταξιδιώτες μας ελάχιστοι. Περιμέναμε στη σειρά για να παραλάβουμε τα διαμονητήριά μας.
Η αναμονή σύντομη. Όταν ήρθε η σειρά μας, μάς ζητήθηκαν οι ταυτότητες. Έγινε το τσεκάρισμα των στοιχείων και αφού μας τις επέστρεψαν, κατευθυνθήκαμε προς τον δεύτερο υπάλληλο για να παραλάβουμε το εκτυπωμένο απαραίτητο προσωπικό έγγραφο εισόδου στο Αγιορείτικο τόπο.
Καταβάλαμε το ποσό των 25 ευρώ ο καθένας μας και κρατούσαμε πλέον στα χέρια το πολυπόθητο διαμονητήριο (φωτ. 14).
Αμέσως μετά, κατευθυνθήκαμε προς στο γραφείο έκδοσης εισιτηρίων, που στεγάζεται λίγο πιο πάνω.
Βγάλαμε τα εισιτήριά μας, πληρώνοντας, ο καθένας, το ποσό των 8,65 ευρώ για τη διαδρομή με το καραβάκι : Ουρανούπολη → Αρσανάς Σκήτης Αγίας Άννας.
Τελειώνοντας όλη την παραπάνω απαραίτητη διαδικασία, πήγαμε στο αυτοκίνητο για να φορτωθούμε τα βαριά σακίδιά μας για τη συνέχεια.
Ετοιμαστήκαμε και ξεκινήσαμε για το λιμάνι.
Έξω ακόμη σκοτάδι. Παντού η ησυχία της κοιμώμενης κωμόπολης.
Κοντεύοντας στο λιμάνι, άρχισαν να φτάνουν στα αυτιά μας οι ψίθυροι των ελάχιστων συνταξιδιωτών μας, που απολάμβαναν το καφεδάκι τους στα παραλιακά μαγαζάκια με θέα προς τη θάλασσα και προς τον χαρακτηριστικό Πύργο του Προσφορίου, περιμένοντας την ώρα της επιβίβασης στο πρωϊνό καραβάκι.
Ο Πύργος αυτός, που ορθώνεται επιβλητικός και σιωπηλός πάνω από την άσπρη αμμουδιά της παραλίας, κοντά στο λιμάνι με τα δεμένα καραβάκια, είναι το σήμα κατατεθέν της Ουρανούπολης (φωτ. 15).
Η ώρα της αναχώρησης κόντευε.
Κατευθυνθήκαμε προς το καραβάκι. Εκεί, πριν επιβιβαστούμε στο miniferry «Αγία Άννα», περάσαμε από τον υποχρεωτικό έλεγχο διαμονητηρίου – ταυτότητας – εισιτηρίου (φωτ. 16).
Τα ρολόγια δείχνανε 06.30΄ π.μ. όταν το πρωϊνό καραβάκι άρχισε να αφήνει πίσω του το Λιμάνι της Ουρανούπολης και ξεκινούσε το θαλάσσιο ταξίδι του με κατεύθυνση προς το Λιμάνι της Δάφνης Αγίου Όρους. Από εκεί, θα συνέχιζε μέχρι τον τελικό προορισμό του, τον Αρσανά δηλαδή των «Καυσοκαλυβίων», για να πάρει στη συνέχεια το δρόμο της επιστροφής προς Ουρανούπολη.
Άρχιζε να χαράζει. Ο ουρανός πάνω από την κορυφογραμμή του ορεινού όγκου της «Κιβωτού της Ορθοδοξίας» άρχιζε να χρωματίζεται.
Όλα γύρω έπαιρναν σιγά-σιγά τη μορφή τους και το σχήμα τους.
Το φώς των πρώτων ωρών της μέρας άρχιζε να τα «ντύνει» με τα φυσικά τους χρώματα και να τα κάνει να ξεχωρίζουν.
Βγήκα στο κατάστρωμα του miniferry για να βγάλω φωτογραφίες.
Κάτι κατάφερα.
«Αιχμαλώτισα», με ένα «κλικ», το σύμβολο της Ουρανούπολης στη μνήμη της ψηφιακής μου και «πήρα» μαζί μου το τελευταίο «καρτ ποστάλ» με τα καταπληκτικά χρώματα του ανατέλλοντα ήλιου πίσω από τον Πύργο του 12ου αιώνα και τον ορεινό όγκο της Αθωνικής χερσονήσου (φωτ. 17).
Το λιμάνι της «Πύλης του Άθω» ολοένα απομακρυνόταν και τα σπίτια της παραθαλάσσιας κωμόπολης άρχιζαν να «χάνονται» από τα μάτια μου.
Μάς ακολουθούσαν οι παιχνιδιάρικοι γλάροι, που άλλοι βουτούσαν στα αφρισμένα νερά, που δημιουργούσαν οι περιστροφές της προπέλας, για να «ψαρέψουν» κανένα ψαράκι και κάποιοι άλλοι «άρπαζαν» τις λιχουδιές που κρατούσαν στα χέρια τους οι προσκυνητές-ταξιδιώτες με το καραβάκι (φωτ. 18 [παλαιότερη]).
Όμορφες στιγμές που κράτησαν ελάχιστα μόλις λεπτά της ώρας.
Εγώ σε ρόλο φωτογράφου πηγαινοερχόμουνα μέσα-έξω, πάνω κάτω για να προλάβω κάποια σκηνή ή να εντοπίσω κάποια εικόνα, με σκοπό να τις «αιχμαλωτίσω» στη ψηφιακή μου την κατάλληλη στιγμή.
Ο Θανάσης, στην καμπίνα των επιβατών, είχε ανοίξει τον χάρτη και έριχνε τις τελευταίες του ματιές πίνοντας το ζεστό ελληνικό καφέ, πριν βγεί και αυτός για το «κυνήγι» των εικόνων (φωτ. 19).
Περάσαμε τα σύνορα που χώριζαν τον «έξω κόσμο» από το «Περιβόλι της Παναγίας».
Πλέαμε πλέον στα χωρικά ύδατα της Αγιορείτικης πολιτείας και στα αριστερά μας βλέπαμε τις περιοχές του Αγίου Όρους.
Δεν άργησαν να φανούν τα χαλάσματα της Μ. Χουρμίτσας ή Χρωμίτσας.
Βλέπαμε τον πέτρινο μισογκρεμισμένο τοίχο, την εκκλησία με τούς πράσινου χρώματος τρούλους της και κάποια κτίσματα που στέκονταν ακόμη εκεί, στη μέση περίπου της πλαγιάς με χαμηλή βλάστηση, «κτυπημένα» από τον φθοροποιό χρόνο και την εγκατάλειψη (φωτ. 20).
Το θαλάσσιο ταξίδι μας συνεχιζόταν με τις εικόνες των τοπίων του Όρους να εναλλάσσονται σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής με το καραβάκι.
Τοπία γυμνά από βλάστηση και άλλα με χαμηλή βλάστηση, ρεματιές, απότομες πλαγιές, περιοχές με καταπράσινα δάση και άλλες με τους γκριζωπούς βράχους και πάει λέγοντας.
Βλέπαμε μικρά λιμανάκια, κάποια Μοναστήρια, καθώς και τις αμέτρητες σκορπισμένες καλύβες μοναχών, που «φώλιαζαν» μέσα στο πράσινο.
Οι φωτογραφικές μας σε συνεχή ετοιμότητα.
Προσπεράσαμε τον Αρσανά (λιμανάκι) «Μονοξυλίτη» και κάναμε την πρώτη μας ολιγόλεπτη στάση, για αποβίβαση προσκυνητών, στον Αρσανά «Γιοβάνιτσας» της Ι.Μ. Χιλιανταρίου (Σέρβικη).
Δεύτερη στάση στον Αρσανά Ι.Μ. Ζωγράφου (Βουλγάρικη).
Προσπεράσαμε τον Αρσανά της Ι.Μ. Κωνσταμονίτου, καθώς και εκείνη της Ι.Μ. Δοχειαρίου.
Τρίτη ολιγόλεπτη στάση στον Αρσανά Ι.Μ. Ξενοφώντος και τέταρτη στην Ι.Μ. Αγίου Παντελεήμωνος (Ρώσικη).
Το κάθε Μοναστήρι ξεχώριζε με το δικό του χαρακτηριστικό στυλ και έκανε τη διαφορά, από τα άλλα, με το δικό του ξεχωριστό χρωματισμό. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τη θέση του κάθε Μοναστηριού στο Αγιορείτικο τοπίο προκαλούν τον θαυμασμό.
Είχαν, όμως, όλα την ίδια, σχεδόν, αρχιτεκτονική κατασκευή (φωτ. από 21 έως και 26).
Φτάσαμε στη Δάφνη, το κεντρικό Λιμάνι του Αγίου Όρους.
Τα ρολόγια δείχνανε 08.30΄ π.μ. (φωτ. 27).
Ολιγόλεπτη στάση για αποβίβαση-επιβίβαση προσκυνητών και ξεκινήσαμε για τη συνέχεια της θαλάσσιας διαδρομής μας με το καραβάκι.
Προσπεράσαμε τον Αρσανά της Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρα, με το Μοναστήρι να ορθώνεται πάνω από την κορυφή του απότομου γκριζωπού βράχου και στη θέα του να σου προκαλεί θαυμασμό, και κατασκευαστική απορία.
Βλέποντάς το, όλη η εικόνα σου γινόταν παράδειγμα πίστης, θέλησης και τόλμης. Γιατί κάποιοι το θέλησαν, το πίστεψαν και το τόλμησαν για να κτιστεί όλο αυτό το σύνολο-θαύμα.
Από δω και πέρα τα τοπία γίνονταν πιο άγρια, γεμάτα μυστήριο, που «κρύβανε» μέσα τους αμέτρητες ιστορίες.
Βλέπαμε τις καταπράσινες δασώδεις πλαγιές, τις άγριας ομορφιάς σκουρόχρωμες ρεματιές, τμήματα με απόκρημνους βράχους και χαμηλά, κοντά στη θάλασσα, τις ελάχιστες αμμώδεις παραλίες.
Μέσα από όλο αυτό το άγριο τοπίο περνούν μονοπάτια και καλντερίμια, που τα περπατούσαν κάποτε οι μοναχοί. Και σήμερα, τα «πατήματά» τους αυτά τα ακολουθούν οι ελάχιστοι, σαν και εμάς, οδοιπόροι προσκυνητές, λάτρεις τόσο της φύσης, όσο και του παλιού τρόπου μετακίνησης από Μοναστήρι σε Μοναστήρι.
Όλη τη μαγεία του τοπίου, όμως, τη χάλαγε η θέα των ορεινών δρόμων που χρόνο με τον χρόνο αυξάνονται σε αριθμό.
Στάση στον Αρσανά της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου.
Προσπεράσαμε, στη συνέχεια, το σημείο με τον Καταρράκτη «Γραβανιστή» με το ελάχιστο νερό του που πέφτοντας «έγλυφε» τον κάθετο γκριζωπό βράχο ύψους πολλών δεκάδων μέτρων.
Στάση στον Αρσανά της Ι.Μ. Διονυσίου και συνεχίζοντας ακολούθησαν εκείνες της Ι.Μ. Αγίου Παύλου και της Νέας Σκήτης (Θεοτόκου) (φωτ. από 28 έως και 32).
Κοντεύαμε στον προορισμό μας.
Φορτωθήκαμε τα βαριά σακίδιά μας και περιμέναμε τη στιγμή της προσάραξης του miniferry στο λιμανάκι της Σκήτης Αγίας Άννας.
Φτάσαμε. Τα ρολόγια δείχνανε 09.30΄ π.μ.
Μπροστά μας, ψηλά, οι δεκάδες καλύβες, κελιά και το Κυριακό της Σκήτης Αγίας Άννας.
Αποβιβαστήκαμε και πατήσαμε, επιτέλους, τη γη του Αγιορείτικου τόπου ( φωτ. 33, 34).
Από τη στιγμή αυτή, ξεκινούσε, κατά κάποιο τρόπο, το ταξίδι μας στη βυζαντινή εποχή.
Ο χρόνος άρχισε να μετρά διαφορετικά απ’ ότι στον «έξω κόσμο».
«Γυρίσαμε» τους δείκτες των ρολογιών μας τέσσερις ώρες μπροστά, ακολουθώντας το βυζαντινό ωρολόγιο. Στο «Περιβόλι της Παναγίας» η κάθε μέρα αρχίζει από τη δύση του ήλιου και όχι από τα μεσάνυκτα. Έτσι, τα δικά μας ρολόγια δείχνανε 09.30’ π.μ. και των αγιορειτών 13.30’.
Όσο αφορά το ημερολόγιο, αρχίσαμε να εφαρμόζουμε το Ιουλιανό, το παλαιό δηλαδή, που είναι ουσιαστικά 13 μέρες μπροστά από το «κοσμικό».
Έφτασε η στιγμή να ξεκινήσουμε την απαιτητική ανάβασή μας για την κορυφή του Άθωνα (υψ. 2.033 μ.), ακολουθώντας, κατά γράμμα, το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της 1ης μέρας.
Ακολουθήσαμε τα τσιμεντένια σκαλοπάτια, που αντικατέστησαν το παλιό πέτρινο αγιορείτικο καλντερίμι.
Η πορεία μας ανηφορική, απαιτητική και τα σκαλοπάτια αμέτρητα. Ανηφόριζαν μέχρι την είσοδο στο Κυριακό της Σκήτης.
Περπατούσαμε κάτω από ψηλά μεικτά δένδρα, που με τα καταπράσινα φυλλώματά τους σχημάτιζαν φυτικά τούνελ.
Στη διαδρομή μας περάσαμε δίπλα από αγιάσματα και σε κάποιο σημείο της μάς προσπέρασαν μουλάρια φορτωμένα με σανό.
Ανηφορίζοντας συναντούσαμε, κάπου-κάπου, ξύλινα κόκκινα βέλη με την ευχή: «Καλή Ανάβαση Κυριακό Αγ. Άννης».
Σε κάποιο σημείο φάνηκαν οι καλύβες και τα κελιά της Σκήτης, που ήταν κτισμένες στην απότομη πλαγιά με χαμηλή βλάστηση.
Μετά από 35 λεπτά απαιτητικής ανηφορικής πορείας, βρεθήκαμε στη διασταύρωση μονοπατιών. Στο σημείο εκείνο υπάρχουν δύο ενημερωτικά βέλη. Το κόκκινο, που δείχνει την κατεύθυνση δεξιά, έχει την ένδειξη: «Κατουνάκια, Δανιηλαίοι (Μικρή Αγ. Άννα), Καρούλια, Αγ. Βασίλειος» και το μπλέ βέλος, που δείχνει την κατεύθυνση αριστερά, έχει την ένδειξη: «Κερασιά, Καυσοκαλύβια, Αγ. Νείλος, Ι.Μ. Μεγ. Λαύρας».
Μπορούσαμε να ακολουθήσουμε εκείνο στα δεξιά μας και να φτάσουμε, συνεχίζοντας μετά τα κελιά του «Αγ. Βασιλείου», στη θέση του προορισμού μας, τον «Σταυρό» δηλαδή, κάνοντας μια όμορφη διαδρομή, αλλά μεγαλύτερης διάρκειας.
Εμείς συνεχίσαμε ευθεία, εξακολουθώντας να ανηφορίζουμε τα τσιμεντένια σκαλοπάτια.
Χρειαστήκαμε 40 λεπτά απαιτητικής ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε, από τον Αρσανά, στο Κυριακό της Σκήτης Αγίας Άννας (φωτ. από 35 έως και 44).
Ξεφορτωθήκαμε τα βαριά σακίδιά μας και καθίσαμε να ξεκουραστούμε.
Ο Αρχοντάρης μάς πρόσφερε δροσερό νερό, ένα ποτηράκι τσίπουρο και λουκούμι. Το κλασικό αγιορείτικο κέρασμα φιλοξενίας.
Στη συνέχεια μας ξενάγησε στο κεντρικό ναό για προσκύνημα των ιερών εικόνων.
Αφού ξεκουραστήκαμε, γεμίσαμε τα παγούρια μας με φρέσκο νερό και ξαναφορτωθήκαμε τα 15κιλα σακίδιά μας για τη συνέχεια.
Βγήκαμε από την αυλή του Κυριακού της Σκήτης και κατευθυνθήκαμε προς το καμπαναριό.
Στο σημείο εκείνο, αγνοήσαμε το μονοπάτι, στα αριστερά μας, που οδηγεί στη Νέα Σκήτη και στη συνέχειά του στην Ι.Μ. Αγ. Παύλου, καθώς επίσης και εκείνο, στα δεξιά μας, που οδηγεί στον Αρσανά της Σκήτης, στη Μικρή Αγία Άννα και στη συνέχεια από τους «Δανιηλαίους» στα Κατουνάκια, στα Καρούλια και στον Άγιο Βασίλειο.
Εμείς, ανεβήκαμε τα σκαλοπάτια και προχωρήσαμε ευθεία ακολουθώντας το ανηφορικό τσιμεντοστρωμένο μονοπάτι με σκαλοπάτια, που περνούσε ανάμεσα από καλύβες και κελιά της Σκήτης.
Προσπεράσαμε μια τσιμεντένια δεξαμενή νερού και συνεχίσαμε το ανηφορικό μονοπάτι με πορεία «ζιγκ-ζαγκ».
Στο σημείο συναντήσαμε εργάτες που επεξεργάζονταν και διαμόρφωναν πέτρες τις οποίες θα χρησιμοποιήσουν, στη συνέχεια, για την επένδυση τοίχων ή την κατασκευή κτισμάτων.
Ανηφορίζοντας, περπατούσαμε σε τμήματα καλντεριμιών, σε άλλα με τσιμεντένια σκαλοπάτια και σε κάποια άλλα με σάρα. Οι εναλλαγές συνέχιζαν μέχρι την είσοδό μας σε δάσος.
Από δώ και πέρα ακολουθούσαμε ένα πολύ ανηφορικό μονοπάτι με πολλές γεωμορφολογικές εναλλαγές. Περνούσαμε τμήματα με πέτρες, με στενά αυλάκια, με σάρα, με κοτρώνες και πάει λέγοντας.
Η προσπάθειά μας μεγάλη, τα σακίδιά μας βαριά, τα βήματα αργά, οι ανάσες βαθιές, και ο ιδρώτας να τρέχει ασταμάτητα.
Οι μόνοι ήχοι στον τόπο της σιωπής ο γδούπος της ορειβατικής μπότας, ο κτύπος του μπατόν και το ασταμάτητο «τζζζζζζζζζζζ» του τζίτζικα.
Περάσαμε δίπλα από μικρό τσιμεντοπέτρινο κτίσμα με ξύλινους πάγκους και ένα πέτρινο πηγάδι στο εσωτερικό του. Νερό δεν βρήκαμε.
Λίγο πιο πάνω προσπεράσαμε ένα δευτερεύον μονοπάτι, στα αριστερά μας, που οδηγούσε σε αγίασμα, και συνεχίσαμε το κύριο ανηφορικό μονοπάτι.
Φτάσαμε στο σημείο με το ψηλό ξύλινο σταυρό, στα δεξιά μας. Στο αντίκρισμά του ξεχώριζε σε όλο το βραχώδες και με χαμηλή βλάστηση τοπίο.
Σταματήσαμε για να χαρούμε την εντυπωσιακή θέα από ψηλά. Βλέπαμε τη Σκήτη της Αγίας Άννας, το ΝΔ τμήμα της Αθωνικής χερσονήσου, τα καταγάλανα νερά του Σιγγιτικού Κόλπου και κοιτάζοντας ακόμη πιο πέρα, στο βάθος, το μεσαίο πόδι της Χαλκιδικής, την χερσόνησο δηλαδή της Σιθωνίας.
Συνεχίσαμε την πορεία μας. Στη διαδρομή μας, αγνοούσαμε τα μονοπάτια που συναντούσαμε στα αριστερά και δεξιά μας και εξακολουθούσαμε να ακολουθούμε το κύριο μονοπάτι.
Χρειαστήκαμε μία ώρα και 25 λεπτά απαιτητικής ανηφορικής πορείας για να φτάσουμε στη θέση «Σταυρός» (υψ. 760 μ.).
Στο σημείο με το τελευταίο, πριν την κορυφή, νερό και τις πολλές διασταυρώσεις μονοπατιών, αποφασίσαμε να κάνουμε στάση για ξεκούραση, για να βάλουμε κάτι στο στόμα μας και να «πάρουμε» ενέργεια για την ακόμη πιο δύσκολη συνέχεια (φωτ. από 45 έως και 58).
Φτάνοντας στο «Σταυρό», συναντήσαμε έναν νεαρό που καθόταν περιμένοντας τους δικούς του. Συζητώντας μάθαμε πως κατηφόριζαν από την «Παναγία» και θα συνέχιζαν για την Ι. Μ. Μεγ. Λαύρας.
Εκείνο που μας χαροποίησε περισσότερο ήταν που μάθαμε ότι στην «Παναγία» υπήρχε άφθονο νερό.
Αυτό μας διευκόλυνε, γιατί δεν θα αναγκαζόμασταν να φορτωθούμε, από τα 760 μέτρα υψόμετρο, με πολλά λίτρα νερού για να το χρησιμοποιήσουμε στην κορυφή. Στην κορυφή δεν υπάρχει στάλα νερού.
Προσφέραμε στο παλικάρι μπάρες δημητριακών, μπισκότα και σταφίδα.
Αφού ξεκουραστήκαμε και ήπιαμε πολλά νερά, ξαναφορτωθήκαμε τα βαριά σακίδια και ξεκινήσαμε για την «Παναγία» και στη συνέχειά της για την κορυφή.
Το μονοπάτι απαιτητικό, πολύ ανηφορικό. Απαιτούσε δυνάμεις στα πόδια.
Προχωρούσαμε.
Βγήκαμε από το δάσος. Η μέρα ζεστή και ο ήλιος να καίει.
Η πορεία «ζιγκ-ζάγκ», τα βήματά μας βαριά και ο ιδρώτας να τρέχει ασταμάτητα.
Όσο ανεβαίναμε αισθανόμασταν κάπου-κάπου το δροσερό αεράκι.
Ξαναμπήκαμε σε ένα μικρό κομμάτι δάσους. Η πορεία μας στη σκιά σύντομή και στη συνέχεια ξανά περπάτημα σε τμήματα της διαδρομής με χαμηλή βλάστηση και με τον καυτό ήλιο από πάνω μας.
Στα χίλια και κάτι μέτρα υψόμετρο το τελευταίο κομμάτι δάσους ήταν ό,τι χρειαζόμασταν εκείνη τη στιγμή.
Κοντεύαμε στη θέση «Παναγία». Φτάναμε στα 1.500 μέτρα υψόμετρο (φωτ. από 59 έως και 64).
Χρειαστήκαμε 2,5 ώρες χαλαρής ανηφορικής πορείας, με τα βαριά σακίδια στη πλάτη μας, για να φτάσουμε, από τη θέση «Σταυρός», στα 1.500 μέτρα υψόμετρο.
Στην «Παναγία» συναντήσαμε 40 με 50 περίπου ρώσους προσκυνητές, οι οποίοι μαζί με κάποιους ιερείς διανυκτέρευσαν μέσα και κάποιοι άλλοι έξω από το πέτρινο οικίσκο με την εκκλησούλα και το πέτρινο πηγάδι στο εσωτερικό της.
Αποφασίσαμε, στο σημείο αυτό, να κάνουμε τη μεγάλη μας στάση, πριν την τελική ανάβαση για την κορυφή.
Ξεφορτωθήκαμε τα σακίδια, απλώσαμε τα ιδρωμένα ρούχα μας να στεγνώσουν, «ελευθερώσαμε» τα πόδια μας από τα ορειβατικά άρβυλα και καθίσαμε να τσιμπήσουμε κάτι.
Τα σάντουϊς φανταστικά και το δροσερό νερό από το πηγάδι φανταστικό.
Οι ρώσοι προσκυνητές πηγαινοέρχονταν και τα πιτσιρίκια μας επεξεργάζονταν.
Παντού σακίδια, sleeping bags, απλωμένα ρούχα. Όλο το σκηνικό μας θύμιζε έναν σταθμό λεωφορείων ή τρένου (φωτ. 65, 66, 67).
Μία ώρα ξεκούρασης ήταν αρκετή για να «φορτώσουμε» τις μπαταρίες μας για τη συνέχεια.
Μαζέψαμε τα απλωμένα ρούχα μας, φορέσαμε τα άρβυλά μας, γεμίσαμε τα παγούρια μας με φρέσκο δροσερό νερό, ξαναφορτωθήκαμε τα βαριά σακίδιά μας και ξεκινήσαμε.
Το τοπίο γυμνό από βλάστηση και πετρώδες. Το μονοπάτι με πορεία «ζιγκ-ζαγκ», ήθελε προσοχή για την αποφυγή ανεπιθύμητου τραυματισμού.
Απομακρυνόμασταν από την «Παναγία» και κοντεύαμε στην κορυφή, που φαινόταν τόσο κοντά κι όμως ήταν τόσο μακριά.
Ανηφορίζαμε και κάνοντας τις απαραίτητες ολιγόλεπτες στάσεις χαζεύαμε τη θέα από ψηλά.
Εναλλαγές εικόνων δεν είχαμε, κυριαρχούσε το γκρίζο των βράχων.
Κοιτάζοντας, όμως, πίσω μας και χαμηλά βλέπαμε κάποια πολυχρωμία και μία αλλαγή σκηνικού.
Κοντεύαμε στην κορυφή. Θέλαμε ακόμη λίγο για να θαυμάσουμε τη θέα από ψηλά και να προλάβουμε τη δύση του ήλιου.
Κάποια στιγμή φάνηκε το ξύλινο προστατευτικό στο στένωμα από βράχους πριν την κορυφή,.
Φτάσαμε.
Χρειαστήκαμε μία ώρα και 40 λεπτά ανηφορικής πορείας για να βρεθούμε από την «Παναγία» στα 2.033 μέτρα υψόμετρο της κορυφής του Άθω.
Συνολική διάρκεια πορείας μας με στάσεις, από τον Αρσανά της Αγίας Άννας μέχρι την κορυφή, 8 ώρες και 55 λεπτά.
Την βρήκαμε διαμορφωμένη, πολύ διαφορετική από τις προηγούμενες φορές, που βρεθήκαμε στα 2.033 μέτρα υψόμετρο.
Η μεγάλη εκκλησία της «Μεταμόρφωσης του Σωτήρος» αντικατέστησε την ομώνυμη μικρότερή της, που στεκόταν σε μια άκρη για πολλά χρόνια αντέχοντας στα «κτυπήματα» των κεραυνών και των ισχυρών ανέμων.
Όλη η επιφάνεια της κορυφής έχει καλυφτεί με πλάκες από πέτρα, σχηματίζοντας ένα όμορφο επίπεδο δάπεδο. Έχουν, επίσης, κατασκευαστεί προστατευτικά πέτρινα τοιχία και λίγο πιο κάτω ένα μικρό κτίσμα που χρησίμευε για τουαλέτες.
Πολύχρονη δουλειά και ένα καταπληκτικό αποτέλεσμα.
Φτάνοντας, συναντήσαμε 4 καλόγερους, που έχουν ανέβει μέχρι εδώ καβάλα στα μουλάρια. Ο λόγος παρουσίας τους, η προετοιμασία του χώρου για τη μεγάλη γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος που θα τελεστεί μετά από 10 περίπου μέρες.
Παρέα μας είχαμε και ένα ορειβάτη από την Ελβετία που θα διανυκτέρευε στην κορυφή.
Η θέα από ψηλά απερίγραπτη. Από την κάθε γωνιά και κάτι διαφορετικό.
Βλέπαμε όλη την Αθωνική χερσόνησο, το Σιγγιτικό Κόλπο από τη μια και το Αιγαίο από την άλλη.
Διακρίναμε το μεσαίο πόδι της Χαλκιδικής.
Κοιτάζοντας χαμηλά, βλέπαμε την «Παναγία» και ένα τμήμα της «Ερήμου» από τη μια και από την άλλη τμήματα περιοχών της Ι.Μ. Αγ. Παύλου.
Ταξιδεύοντας το βλέμμα μας κατά μήκος της χερσονήσου μπορέσαμε να διακρίνουμε κάποια Μοναστήρια, καθώς και την πρωτεύουσα της Αγιορείτικης πολιτείας, τις Καρυές.
Προλάβαμε και είδαμε τον σχηματισμό της «Πυραμίδας», την σκιά δηλαδή του Άθωνα στην επιφάνεια της θάλασσας, καθώς και την φανταστική δύση του ήλιου.
Οι λήψεις εικόνων συνεχείς και τα «κλικ» των κλείστρων ασταμάτητα.
Άρχισε να φυσάει, να κάνει ψυχρούλα.
Στήσαμε τις σκηνές μας και περιμέναμε την ώρα για να πάμε για ύπνο (φωτ. από 68 μέχρι και 77).
Μόλις σκοτείνιασε μπήκαμε στις σκηνές μας και περιμέναμε τον Μορφέα να μας «πάει» στο δικό του ταξίδι των…ονείρων (φωτ. 78, 79).
Στο σημείο αυτό έφτασε στο τέλος της η μεγάλη δραστηριότητα της μέρας που τα είχε όλα: ξενύχτια, πολύωρα οδικά και θαλάσσια ταξίδια, πολύωρη απαιτητική ανηφορική πορεία με βαριά σακίδια στην πλάτη κ.α.
Κι όμως τα καταφέραμε. Μπράβο μας (φωτ. 80).
Αύριο θα ξεκινήσουμε μια άλλη μεγάλη δραστηριότητα της 2ης μέρα στο Όρος.
Απολογισμός δραστηριοτήτων 1ης μέρας.
Διαδρομή: Αρσανάς Αγ. Αννας (υψ. 4 μ.) → Κυριακό Αγ. Άννας (υψ. 300 μ.) → Θέση «Σταυρός»
(υψ. 760 μ.) → «Παναγία» (υψ. 1.500 μ.) → κορυφή Άθως (υψ. 2.033 μ.) →
διανυκτέρευση
Υψομ. διαφορά: 2.042 μέτρα (ένδειξη GPS)
Διάρκεια πορείας: 8 ώρες και 55 λεπτά (συνολικός χρόνος με στάσεις, ένδειξη GPS).
Απόσταση: 12,8 χλμ. (ένδειξη GPS)
Η Συνέχεια στο Β΄ μέρος ΕΔΩ
“Αντίο Θανάση. Καλό σου ταξίδι συνάδελφε, φίλε και συνοδοιπόρε μου στα βουνά”