Απόψεις Κόσμος

“Ο εφιάλτης της Αθήνας – Μια ανάσα χωρίζει την Άγκυρα από τις έρευνες στο Καστελλόριζο” γράφει ο Δημήτρης Μηλάκας

Πριν από δύο εβδομάδες η «Καθημερινή της Κυριακής» μετέφερε στο πρώτο της θέμα πληροφορίες οι οποίες περιγράφουν τον μεγαλύτερο εφιάλτη της Αθήνας. Σύμφωνα με το δημοσίευμα της «Καθημερινής», η κρατική εταιρεία πετρελαίου της Τουρκίας ζήτησε από το τουρκικό Γενικό Επιτελείο Ναυτικού να μεριμνήσει ώστε με ασφάλεια να διεξαχθούν έρευνες για υδρογονάνθρακες στη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα σε Ρόδο και Καστελλόριζο.

Με αυτό το εφιαλτικό σενάριο ζουν η Αθήνα και το πολιτικό της σύστημα από την άνοιξη του 2012. Τότε η τουρκική Βουλή, με νόμο ο οποίος δημοσιεύτηκε στην τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, παραχώρησε τη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα σε Ρόδο και Καστελλόριζο στην κρατική εταιρεία πετρελαίου. Από τότε στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών γνωρίζουν ότι το μόνο που μας χωρίζει από μια μείζονα ελληνοτουρκική κρίση είναι μια πολιτική απόφαση της Άγκυρας, με την οποία θα δώσει τη διαταγή να ξεκινήσουν οι έρευνες στην εν λόγω περιοχή.

Ο ύπνος του δικαίου

Τότε, το μακρινό 2012, το ελληνικό πολιτικό σύστημα αναζητούσε εναγωνίως την ισορροπία του. Οι διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις εκείνης της εποχής αναδιέταξαν το πολιτικό σκηνικό υποχρεώνοντας τους «ορκισμένους εχθρούς» Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ να συγκυβερνήσουν και ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ ως τη νέα ανερχόμενη δύναμη.
Είναι περιττό να σημειώσουμε ότι εκείνη την εποχή, κατά την οποία η Άγκυρα οικοδομούσε διπλωματικά προγεφυρώματα για μελλοντικές κινήσεις, καμία πολιτική δύναμη, χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση, δεν βρήκε τον χρόνο να ασχοληθεί, να επισημάνει ή να καταδικάσει την προφανή τουρκική πρόκληση. Ο τουρκικός νόμος, ο οποίος στην ουσία εξαφάνιζε από τον χάρτη Ρόδο και Καστελλόριζο, δεν απέσπασε την προσοχή των ελληνικών κομμάτων, των ΜΜΕ και της κοινής γνώμης ούτε για ένα δευτερόλεπτο από την εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση.

Έκτοτε οι ελληνικές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν μέρα με τη μέρα την κλιμάκωση της τουρκικής πίεσης, η οποία τα δύο τελευταία χρόνια έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της.

Η τουρκική πίεση ασκείται στην πράξη με δεσμεύσεις μεγάλων θαλάσσιων περιοχών για πραγματοποίηση ασκήσεων στο Αιγαίο και την περιοχή ανάμεσα στη Ρόδο και το Καστελλόριζο. Πιεστικά λειτουργούν επίσης οι καθημερινές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και ειδικότερα σε περιοχές των Δωδεκανήσων, όπου οι πτήσεις τουρκικών μαχητικών πάνω από κατοικημένα ελληνικά νησιά είναι σχεδόν καθημερινή ρουτίνα.

Αυτή η ρουτίνα βοηθάει στη δημιουργία της εντύπωσης ότι οι εν λόγω περιοχές είναι διαφιλονικούμενες ζώνες, κάτι το οποίο φροντίζει να υπενθυμίζει με τοποθετήσεις του, δηλώσεις και ανακοινώσεις σύσσωμο το τουρκικό πολιτικό σύστημα, από τον Ερντογάν μέχρι τον τελευταίο βουλευτή του τουρκικού Κοινοβουλίου.
Αντιμέτωπη με την προφανή τουρκική διάθεση για αναθεώρηση του καθεστώτος στην περιοχή, η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛΛ αναζήτησε προστασία από την Ουάσιγκτον. Τότε παρατηρήθηκε μια πρωτοφανής «εμβάθυνση» των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, η οποία επισφραγίστηκε με την επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ τον Οκτώβριο του 2017.

Η νέα ελληνοαμερικανική σχέση, όπως προβλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση τότε, διασφαλίζει τα συμφέροντα της χώρας κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες των Αμερικανών.
Το αντίτιμο της αμερικανικής υπόσχεσης (διότι μόνο υπόσχεση ήταν) για προστασία η ελληνική κυβέρνηση το προκατέβαλε και σε οικονομικό και διπλωματικό – πολιτικό επίπεδο. Τα κονδύλια για τον εκσυγχρονισμό των ελληνικών αεροσκαφών F-16 προστέθηκαν στον έτσι κι αλλιώς υψηλό φόρο προστασίας που καταβάλλει ανελλιπώς η Ελλάδα ως συνδρομή στο ΝΑΤΟ και τις αμερικανικές – κατά κύριο λόγο – αλλά και ευρωπαϊκές πολεμικές βιομηχανίες.

Ωστόσο δεν ήταν μόνο οικονομικό το τίμημα που η προηγούμενη κυβέρνηση κατέβαλε προκειμένου να εξασφαλίσει την υπόσχεση της αμερικανικής προστασίας. Φρόντισε, χωρίς ουσιαστικό αντάλλαγμα, να προσφέρει στους Αμερικανούς μέγιστη εξυπηρέτηση για την επιβολή της «αμερικανικής ειρήνης» στα Δυτικά Βαλκάνια με τη συμφωνία (των Πρεσπών) ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ.
Επίσης, χωρίς κανένα ουσιαστικό αντάλλαγμα που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες προστασίας από την τουρκική επιθετικότητα, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ παραχώρησε κάθε δυνατή διευκόλυνση στην Ουάσιγκτον προκειμένου να αναδιπλώσει τις στρατιωτικές της δυνάμεις, όσο ήταν απαραίτητο και επιβάλλουν οι τριβές που εμφανίζονται στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.

Οδυνηρό αποτέλεσμα

Παρά τις «φαντασιώσεις» της πολιτικής ηγεσίας, διπλωμάτες και κυρίως οι στρατιωτικοί είχαν (και έχουν) απόλυτη επίγνωση ότι οι αμερικανικές υποσχέσεις δεν μπορούν να καλύψουν τα ελλείμματα στρατηγικής και δυνάμεων της χώρας. Παλαιοί και έμπειροι διπλωμάτες θυμίζουν ότι οι κυβερνήσεις του Κώστα Σημίτη υπακούοντας στις αμερικανικές υποδείξεις για κατευνασμό της Τουρκίας μετά το 1996 αποσυναρμολόγησαν το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας – Κύπρου.

Το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής είναι απόλυτα προφανές και οδυνηρό αυτήν την περίοδο: η Ελλάδα δεν διαθέτει τις δυνάμεις ούτε για να συμπαρασταθεί στην Κύπρο, όπου ανενόχλητα αλωνίζουν τουρκικά ερευνητικά, πολεμικά πλοία και γεωτρύπανα, αλλά ούτε και για να υπερασπιστεί το ενιαίο του ελληνικού χώρου μεταξύ Καστελλόριζου και Ρόδου, όπου σήμερα διατυπώνεται η σαφέστατη τουρκική απειλή.

Καθώς είναι διαπιστωμένο πως η Τουρκία προειδοποιεί για κάθε τι που επιχειρεί, και εφόσον οι πληροφορίες της «Καθημερινής» είναι αξιόπιστες, μετά τις 15 Αυγούστου είναι πολύ πιθανό να μπούμε σε μια επικίνδυνη περίοδο έντασης, η οποία θα μπορούσε να εκτονωθεί είτε διπλωματικά με κάποιου είδους διευθέτηση στο Κυπριακό είτε στρατιωτικά με την οργάνωση ενός επεισοδίου ανάμεσα σε Ρόδο – Καστελλόριζο ή κάπου αλλού στο Αιγαίο, ώστε μετά την κρίση να προκύψουν διπλωματικά αποτελέσματα.

topontiki

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ