“Η Μπάντα” του Ν. Ασλανίδη – Ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ, όπου το προσωπικό βίωμα γράφει την Ιστορία
Βραδιά αφιερωμένη στα 100 χρόνια από την Ποντιακή Γενοκτονία η σημερινή στο Εκκοκκιστήριο Ιδεών της Βέροιας, όπου το ντοκιμαντέρ του Νίκου Ασλανίδη «Η Μπάντα» αποτέλεσε ιδανικό φόρο τιμής στη μνήμη των χαμένων της.
Η Ένωση Καθηγητών Αγγλικής Δημόσιας Εκπαίδευσης Ν. Ημαθίας παρουσίασε το ντοκιμαντέρ, δημιουργία του δημοσιογράφου Νίκου Ασλανίδη, που είχε την ευθύνη για την έρευνα και τη σκηνοθεσία του, με την επιμέλεια των ιστορικών Κωνσταντίνου Φωτιάδη, Θεοδόση Κυριακίδη και Λάζαρου Βασιλειάδη.
Γνωστός στο κοινό και καταξιωμένος στο χώρο της δημοσιογραφίας ο Νίκος Ασλανίδης παρουσίασε στο Εκκοκκιστήριο το ντοκιμαντέρ του, που ήδη έχει βραβευτεί, με το παράπονο πως η πολιτεία δεν αγκάλιασε μια τέτοια δουλειά, ενώ έχει προβληθεί πολλές φορές στην Ελλάδα και το Εξωτερικό με πρωτοβουλία φορέων.
Η ταινία βασίζεται σε βιβλίο που έγραψε ο Ασλανίδης για τη Γενοκτονία μέσα από το προσωπικό βίωμα, θέλοντας όμως να επιδράσει πιο άμεσα στην επαφή του κοινού με τα γεγονότα, θεώρησε πως ο κινηματογράφος ήταν περισσότερο πρόσφορος τρόπος, για να το κάνει.
Ήρωας της ταινίας ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο μόνος επιζήσας από την Μπάντα της Κερασούντας, που επιστρατεύτηκε από τον Τοπάλ Οσμάν, τον περίφημο σφαγέα της εποχής, για να ντύνει μουσικά τα εγκλήματά του.
Η Μπάντα, δεκατρείς Έλληνες και τρεις Τούρκοι, συνοδεύει αναγκαστικά τον Τοπάλ Οσμάν και τους τσέτες του αποτελώντας τον τραγικό μάρτυρα της διαστροφικής του πορείας.
Όταν αποφασίζεται η εκτέλεση όλων, ο Παπαδόπουλος είναι ο μόνος που γλυτώνει με επεισοδιακό τρόπο και μετά από πολλά χρόνια γράφει ένα μικρό βιβλίο που αποτελεί την αφορμή για τον Ασλανίδη να περάσει στη δική του οπτική του θέματος.
Με μια λύρα στην αρχή της εκδήλωσης να συνοδεύει ζωντανά μια φωνή που τραγουδούσε «Την πατρίδα μ’ έχασα» και «Η Ρωμανία ‘πάρθεν», (Λ. Παπαδόπουλος – Γ. Χωραφαΐδης), ήδη το κοινό είχε την ανάλογη συγκινησιακή προετοιμασία, για να περάσει στην ταινία.
Ταινία προσεγμένη, όπου ο ορθός λόγος βρισκόταν σε ισορροπία με το συναίσθημα, κατάφερε να δώσει την παρουσία της Ιστορίας μέσα από το προσωπικό βίωμα συγκλονιστικά.
Με αφηγητές τους δυο γιους του Παπαδόπουλου, με τη συμβολή 80 ερασιτεχνών ηθοποιών και με την Μπάντα των Γιαννιτσών να αποδίδει πειστικά την εικόνα της Μπάντας της Κερασούντας, ο Ασλανίδης έστησε μια ταινία ιδιαίτερα υποβλητική.
Η εικόνα στα χρώματα της σέπιας, για να αποδίδεται η αίσθηση του παρελθόντος, ένωνε τις παλιές φωτογραφίες με τις κινηματογραφικές σκηνές σ’ ένα ενιαίο σύνολο, με τη μουσική επένδυση ή το τραγούδι να φορτίζει συναισθηματικά τα μηνύματα της ταινίας που περνούσαν αβίαστα στους θεατές.
Σκληρή, αφού η αλήθεια είναι πολλές φορές αναπότρεπτα σκληρή, η ταινία απέδωσε δικαιοσύνη, φωτίζοντας τα γεγονότα σε βάθος με ιστορική σοβαρότητα και καλλιτεχνική αρτιότητα, χωρίς όμως να γίνεται κήρυκας μισαλλοδοξίας.
Η μνήμη για τον δημιουργό της είναι εκείνη που βοηθά στην αποφυγή της επανάληψης τέτοιων βιαιοτήτων, που ξεφεύγουν από τη σφαίρα του ανθρώπινου και περνούν στη σφαίρα της κτηνωδίας.
Κι αν μοιραία η μουσική, η ευγενέστερη ίσως ανθρώπινη δημιουργία, αποτέλεσε μοχλό σαδιστικής απόλαυσης για τους ναζί που την χρησιμοποιούσαν καθώς βασάνιζαν ή σκότωναν τους αιχμαλώτους στα κρεματόριά τους, ή για τους τούρκους τσέτες, ή αν ο Άϊχμαν αργότερα επαναλάμβανε τα τερατουργήματα του Τοπάλ Οσμάν, η ίδια η Ανθρωπότητα δεν πρέπει να ξεχνά αυτές τις στιγμές.
Αυτό το χρέος, το χρέος της μνήμης, υπενθύμισε η ταινία του Νίκου Ασλανίδη και το έκανε με τον καλύτερο τρόπο.
Συγκίνησε και καταχειροκροτήθηκε!
Φωτογραφίες: faretra.info