Ευαγόρας Παλληκαρίδης: “Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την Ελευθερίαν του”
Το μικρό αφιέρωμα στον Ελληνοκύπριο, ήρωα μαθητή, Ευαγόρα Παλληκαρίδη, που απαγχονίστηκε από τους Άγγλους αποικιοκράτες στα 19 του χρόνια, σαν σήμερα 14 Μαρτίου του 1957, πρωτοδημοσιεύτηκε στη Φαρέτρα πριν ακριβώς δύο χρόνια. Σήμερα, επέτειο του απαγχονισμού του, αναδημοσιεύεται στη μνήμη του.
Ι953. Σκληρή Αγγλική Αποικιοκρατία στην Κύπρο. Μια εποχή που γεννά ήρωες.
Ανάμεσά τους ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ο 15χρονος μαθητής που συμμετέχει στις διαδηλώσεις της Πάφου, αρνούμενος να γιορτάσει την ενθρόνιση της Ελισάβετ. Κατεβάζει από τον ιστό την αγγλική σημαία και τη σκίζει. Οι διαδηλωτές συγκρούονται με τους Άγγλους. Ο Ευαγόρας συλλαμβάνεται, η Πάφος όμως είναι η μόνη περιοχή της Κύπρου στην οποία δε γιορτάζεται μετά τα γεγονότα η ενθρόνιση.
Στα δεκαεφτά του εγκαταλείπει το σχολείο, στο οποίο αριστεύει, και εντάσσεται στην ΕΟΚΑ. Κρυφά μπαίνει στην τάξη και αφήνει στους συμμαθητές του ένα γράμμα που το βρίσκουν πάνω στην έδρα την επόμενη μέρα. Τους αποχαιρετά μ’ έναν λόγο, όπου δεν αποκαλύπτεται μόνο ο αποφασισμένος αυριανός ήρωας, αλλά και ο μικρός «ποιητής», που δίνει στα λόγια του ποιητική συναισθηματική διάσταση, πάντα φυσικά με τον αυθορμητισμό της ηλικίας του και την παραδοσιακό τρόπο έκφρασης, που μπορεί να την διακρίνει. Γράφει:
Παλιοί συμμαθηταί,
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα
μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ΄χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ΄ρθει το καλοκαίρι.
Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ, θα μπω σ΄ ένα παλάτι,
το ξέρω θαν’ απάτη, δεν θαν’ αληθινό.
Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ΄ αυτό.
Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.
Γειά σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα με βρει εκεί.
Ευαγόρας Παλληκαρίδης
Συλλαμβάνεται με δύο άλλους συναγωνιστές του με την κατηγορία της κατοχής και διακίνησης όπλων. Στη δίκη ουσιαστικά δεν αφήνει περιθώρια υπεράσπισης, αφού δηλώνει:
«Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.»
Οι διαδηλώσεις των συμμαθητών του και του κόσμου, η παρέμβαση της Ελληνικής Βουλής και του ΟΗΕ, η διαμαρτυρία 40 Εργατικών Άγγλων Βουλευτών δεν αποτρέπουν την εκτέλεσή του.
Ο Ευαγόρας στο τελευταίο γράμμα του δηλώνει:
«Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»
Απαγχονίζεται στα 19 του χρόνια σαν σήμερα, 14 Μαρτίου του ’57, χωρίς να δοθεί το σώμα του στους δικούς του από το φόβο μιας ακόμη εξέγερσης.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Λευκωσίας μεταδίδει το ποίημα του Φώτη Βαρέλη:
Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,
οι νιοί συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
– Παρόντες όλοι;
– Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
– Παρόντες, λέει ο δάσκαλος. Και με φωνή που τρέμει:
– Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
– Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα,
πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.
Ήταν ο νεαρότερος αλλά και ο τελευταίος αγωνιστής που απαγχονίστηκε από τους Άγγλους.
ΥΓ. Οι γραμμές αυτές γράφονται όχι μόνο γιατί σήμερα είναι η επέτειος του θανάτου του, του θανάτου ενός 19χρονου παιδιού, που ήξερε να αγωνίζεται – εδώ δεν μπορεί να μη θυμηθεί κανείς το ποίημα του Καβάφη που καταδικάζει την Αγγλική Αποικιοκρατία στην Αίγυπτο
Σαν το ‘φεραν οι Χριστιανοί να το κρεμάσουν
το δεκαεφτάχρονο αθώο παιδί»…-
αλλά και γιατί όλο και λιγότερο θυμόμαστε πια…
Στην Κρήτη, πριν από τρία χρόνια, ο φίλος μου Γιάννης Σταυρουλάκης κρατούσε, σ’ ένα ξωκλήσι που ήμασταν, στα χέρια του τρία κεριά. «Ένα για τους ζωντανούς, ένα για του πεθαμένους, κι ένα για τους ήρωες» είπε, με συγκίνηση και με πλήρη συνείδηση των λόγων του. «Πάντα, έτσι κάνω.»
Στην εποχή μας, εποχή οικονομικής αποικιοκρατίας στη χώρα μας, οι ήρωες «προχωρούν στα σκοτεινά», όπως είπε ο Σεφέρης στον «Τελευταίο Σταθμό»; Ή μήπως έπαψαν πια να υπάρχουν αντιστάσεις και ήρωες;